αγυρντίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγυρντίζω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣiɾˈdi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γυρ‐ντί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααγυρντίζω
- (ιδιωματικό) στραμπουλάω
- ⮡ Αγύρντισα το πόδι μου περπατώντας βιαστικά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγυρντίζω | αγύρντιζα | θα αγυρντίζω | να αγυρντίζω | αγυρντίζοντας | |
β' ενικ. | αγυρντίζεις | αγύρντιζες | θα αγυρντίζεις | να αγυρντίζεις | αγύρντιζε | |
γ' ενικ. | αγυρντίζει | αγύρντιζε | θα αγυρντίζει | να αγυρντίζει | ||
α' πληθ. | αγυρντίζουμε | αγυρντίζαμε | θα αγυρντίζουμε | να αγυρντίζουμε | ||
β' πληθ. | αγυρντίζετε | αγυρντίζατε | θα αγυρντίζετε | να αγυρντίζετε | αγυρντίζετε | |
γ' πληθ. | αγυρντίζουν(ε) | αγύρντιζαν αγυρντίζαν(ε) |
θα αγυρντίζουν(ε) | να αγυρντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγύρντισα | θα αγυρντίσω | να αγυρντίσω | αγυρντίσει | ||
β' ενικ. | αγύρντισες | θα αγυρντίσεις | να αγυρντίσεις | αγύρντισε | ||
γ' ενικ. | αγύρντισε | θα αγυρντίσει | να αγυρντίσει | |||
α' πληθ. | αγυρντίσαμε | θα αγυρντίσουμε | να αγυρντίσουμε | |||
β' πληθ. | αγυρντίσατε | θα αγυρντίσετε | να αγυρντίσετε | αγυρντίστε | ||
γ' πληθ. | αγύρντισαν αγυρντίσαν(ε) |
θα αγυρντίσουν(ε) | να αγυρντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγυρντίσει | είχα αγυρντίσει | θα έχω αγυρντίσει | να έχω αγυρντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγυρντίσει | είχες αγυρντίσει | θα έχεις αγυρντίσει | να έχεις αγυρντίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγυρντίσει | είχε αγυρντίσει | θα έχει αγυρντίσει | να έχει αγυρντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγυρντίσει | είχαμε αγυρντίσει | θα έχουμε αγυρντίσει | να έχουμε αγυρντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγυρντίσει | είχατε αγυρντίσει | θα έχετε αγυρντίσει | να έχετε αγυρντίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγυρντίσει | είχαν αγυρντίσει | θα έχουν αγυρντίσει | να έχουν αγυρντίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγυρντίζω
→ δείτε τη λέξη στραμπουλάω |