αγριοκοιτάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγριοκοιτάω < αγριοκοιτάζω
Ρήμα
επεξεργασίααγριοκοιτάω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγριοκοιτάω - αγριοκοιτώ | αγριοκοιτούσα | θα αγριοκοιτάω - αγριοκοιτώ | να αγριοκοιτάω - αγριοκοιτώ | αγριοκοιτώντας | |
β' ενικ. | αγριοκοιτάς | αγριοκοιτούσες | θα αγριοκοιτάς | να αγριοκοιτάς | αγριοκοίτα - αγριοκοίταγε | |
γ' ενικ. | αγριοκοιτάει - αγριοκοιτά | αγριοκοιτούσε | θα αγριοκοιτάει - αγριοκοιτά | να αγριοκοιτάει - αγριοκοιτά | ||
α' πληθ. | αγριοκοιτάμε - αγριοκοιτούμε | αγριοκοιτούσαμε | θα αγριοκοιτάμε - αγριοκοιτούμε | να αγριοκοιτάμε - αγριοκοιτούμε | ||
β' πληθ. | αγριοκοιτάτε | αγριοκοιτούσατε | θα αγριοκοιτάτε | να αγριοκοιτάτε | αγριοκοιτάτε | |
γ' πληθ. | αγριοκοιτάν(ε) - αγριοκοιτούν(ε) | αγριοκοιτούσαν(ε) | θα αγριοκοιτάν(ε) - αγριοκοιτούν(ε) | να αγριοκοιτάν(ε) - αγριοκοιτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγριοκοίταξα | θα αγριοκοιτάξω | να αγριοκοιτάξω | αγριοκοιτάξει | ||
β' ενικ. | αγριοκοίταξες | θα αγριοκοιτάξεις | να αγριοκοιτάξεις | αγριοκοίτα - αγριοκοίταξε | ||
γ' ενικ. | αγριοκοίταξε | θα αγριοκοιτάξει | να αγριοκοιτάξει | |||
α' πληθ. | αγριοκοιτάξαμε | θα αγριοκοιτάξουμε | να αγριοκοιτάξουμε | |||
β' πληθ. | αγριοκοιτάξατε | θα αγριοκοιτάξετε | να αγριοκοιτάξετε | αγριοκοιτάξτε | ||
γ' πληθ. | αγριοκοίταξαν αγριοκοιτάξαν(ε) |
θα αγριοκοιτάξουν(ε) | να αγριοκοιτάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγριοκοιτάξει | είχα αγριοκοιτάξει | θα έχω αγριοκοιτάξει | να έχω αγριοκοιτάξει | ||
β' ενικ. | έχεις αγριοκοιτάξει | είχες αγριοκοιτάξει | θα έχεις αγριοκοιτάξει | να έχεις αγριοκοιτάξει | ||
γ' ενικ. | έχει αγριοκοιτάξει | είχε αγριοκοιτάξει | θα έχει αγριοκοιτάξει | να έχει αγριοκοιτάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγριοκοιτάξει | είχαμε αγριοκοιτάξει | θα έχουμε αγριοκοιτάξει | να έχουμε αγριοκοιτάξει | ||
β' πληθ. | έχετε αγριοκοιτάξει | είχατε αγριοκοιτάξει | θα έχετε αγριοκοιτάξει | να έχετε αγριοκοιτάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγριοκοιτάξει | είχαν αγριοκοιτάξει | θα έχουν αγριοκοιτάξει | να έχουν αγριοκοιτάξει |
|