Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγριοκοιτάξουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγριοκοιτάζω
  2. θα αγριοκοιτάξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγριοκοιτάζω