Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αγρικήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγρικώ
  2. θα αγρικήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγρικώ