αγρικώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγρικώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίααγρικώ
- ακούω
- καταλαβαίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγρικάω - αγρικώ | αγρικούσα | θα αγρικάω - αγρικώ | να αγρικάω - αγρικώ | αγρικώντας | |
β' ενικ. | αγρικάς | αγρικούσες | θα αγρικάς | να αγρικάς | αγρίκα - αγρίκαγε | |
γ' ενικ. | αγρικάει - αγρικά | αγρικούσε | θα αγρικάει - αγρικά | να αγρικάει - αγρικά | ||
α' πληθ. | αγρικάμε - αγρικούμε | αγρικούσαμε | θα αγρικάμε - αγρικούμε | να αγρικάμε - αγρικούμε | ||
β' πληθ. | αγρικάτε | αγρικούσατε | θα αγρικάτε | να αγρικάτε | αγρικάτε | |
γ' πληθ. | αγρικάν(ε) - αγρικούν(ε) | αγρικούσαν(ε) | θα αγρικάν(ε) - αγρικούν(ε) | να αγρικάν(ε) - αγρικούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγρίκησα | θα αγρικήσω | να αγρικήσω | αγρικήσει | ||
β' ενικ. | αγρίκησες | θα αγρικήσεις | να αγρικήσεις | αγρίκα - αγρίκησε | ||
γ' ενικ. | αγρίκησε | θα αγρικήσει | να αγρικήσει | |||
α' πληθ. | αγρικήσαμε | θα αγρικήσουμε | να αγρικήσουμε | |||
β' πληθ. | αγρικήσατε | θα αγρικήσετε | να αγρικήσετε | αγρικήστε | ||
γ' πληθ. | αγρίκησαν αγρικήσαν(ε) |
θα αγρικήσουν(ε) | να αγρικήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγρικήσει | είχα αγρικήσει | θα έχω αγρικήσει | να έχω αγρικήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγρικήσει | είχες αγρικήσει | θα έχεις αγρικήσει | να έχεις αγρικήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγρικήσει | είχε αγρικήσει | θα έχει αγρικήσει | να έχει αγρικήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγρικήσει | είχαμε αγρικήσει | θα έχουμε αγρικήσει | να έχουμε αγρικήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγρικήσει | είχατε αγρικήσει | θα έχετε αγρικήσει | να έχετε αγρικήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγρικήσει | είχαν αγρικήσει | θα έχουν αγρικήσει | να έχουν αγρικήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγρικώ
|