αγρικήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααγρικήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγρικώ
- θα αγρικήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγρικώ
αγρικήσουμε