Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγριέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγριεύω
  2. θα αγριέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγριεύω
  3. να αγριέψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγριεύω