αγορεύσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αγορεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγορεύω
- θα αγορεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγορεύω
αγορεύσουμε