Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγορεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγορεύω
  2. θα αγορεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγορεύω
  3. να αγορεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγορεύω