Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγνοηθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγνοούμαι
  2. θα αγνοηθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγνοούμαι