αγνοηθείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αγνοηθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγνοούμαι
- θα αγνοηθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγνοούμαι
αγνοηθείτε