Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. αν είναι ιδιωματικό. Να συνδεθεί τότε, με το απάγκειος/απάγκειος ‑‑Sarri.greek  | 18:31, 24 Νοεμβρίου 2021 (UTC).


Ας ελεγχθεί αν έχει παθητικό τύπο.


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκειάζω < άγκειος

  Ρήμα επεξεργασία

αγκειάζω

  1. (στον γ΄ ενικό) αγκειάζει, αναφορά σε τόπο προφυλαγμένο από τις καιρικές συνθήκες (αέρας / βροχή)
  2. πηγαίνω σε μέρος για να προστατευτώ από τις καιρικές συνθήκες

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος - Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας Τόμος Α, έκδ. 2013, σελ. 54

  Μεταφράσεις επεξεργασία