αγιογραφήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααγιογραφήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγιογραφώ
- θα αγιογραφήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγιογραφώ