Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αγγαρέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγγαρεύω
  2. θα αγγαρέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγγαρεύω