αγγαρέψουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααγγαρέψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγγαρεύω
- θα αγγαρέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγγαρεύω
αγγαρέψουμε