Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγγίξουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγγίζω
  2. θα αγγίξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγγίζω