αγγίξει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααγγίξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγγίζω
- θα αγγίξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγγίζω
- να αγγίξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγγίζω
αγγίξει