Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγαναχτήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγαναχτώ
  2. θα αγαναχτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγαναχτώ
  3. να αγαναχτήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγαναχτώ