αγανακτήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αγανακτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγανακτώ
- θα αγανακτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγανακτώ
αγανακτήσεις