Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγαλλίασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αγαλλιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αγαλλιάζω