Ετυμολογία

επεξεργασία
αβουλήτως < αβούλητος

  Επίρρημα

επεξεργασία

αβουλήτως

  • που γίνεται με τρόπο που μαρτυρεί έλλειψη βούλησης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία