Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αβγοκόψετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αβγοκόβω
  2. θα αβγοκόψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αβγοκόβω