Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αβγοκόψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αβγοκόβω
  2. θα αβγοκόψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αβγοκόβω
  3. να αβγοκόψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αβγοκόβω