αβασκάνετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααβασκάνετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αβασκαίνω
- θα αβασκάνετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αβασκαίνω
αβασκάνετε