αΐλη
Καππαδοκικά (cpg)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αΐλη θηλυκό
- άλλη μορφή του αγίλα: στάνη, μαντρί
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αγέλη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- αγίλα (στάνη, μαντρί) & μορφές - ⌘ Ιστορικό Λεξικό των ιδιωμάτων της Καππαδοκίας (ΙΛΙΚ) online στην Ακαδημία Αθηνών, 2025- (συντομογραφίες, φωνητικά σύμβολα, βιβλιογραφία)