ήτοι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ήτοι < αρχαία ελληνική ἤτοι
Μόριο επεξεργασία
ήτοι (επεξηγηματικό μόριο)
- δηλαδή, που σημαίνει, που ισοδυναμεί
- Το έργο επιχορηγήθηκε κατά το 50% του συνολικού ποσού, ήτοι 4.245.000 €.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ήτοι
|