Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔριθος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἔριθος αρσενικό ή θηλυκό

  1. εργάτης
  2. υπηρέτης
  3. δούλος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία