Ετυμολογία

επεξεργασία
έννομη συνέπεια < (καθαρεύουσα): έννομος συνέπεια

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

έννομη συνέπεια θηλυκό

  • (νομικός όρος) χαρακτηρίζεται το επερχόμενο αποτέλεσμα πράξης, που προβλέπει η υφιστάμενη νομοθεσία, ή οι όροι συνθήκης, ή νόμιμης σύμβασης, ή που ορίζει τελεσίδικα δικαστική Αρχή
    ⮡  έννομη συνέπεια παράνομης πράξης είναι ο κολασμός αυτής
    ⮡  έννομη συνέπεια της αγοραπωλησίας είναι η μεταβίβαση κυριότητας
    ⮡  έννομη συνέπεια εκ της φορολογίας είναι η καταβολή, ή απαλλαγή φόρου, δασμού, ή τελών
    ⮡  έννομη συνέπεια της κατάπαυσης πυρός, όταν συνομολογείται, είναι η διακοπή των εχθροπραξιών
    ⮡  έννομη συνέπεια της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος είναι η εξόφληση του ιδίου λογαριασμού
    ⮡  έννομη συνέπεια της ανθρωποκτονίας σε κάποιες πολιτείες της Αμερικής είναι η θανατική ποινή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία