Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

έλξω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος έλκω
  2. θα έλξω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος έλκω