Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

άρει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αίρω
  2. θα άρει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αίρω
  3. να άρει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αίρω