Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άπλωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
άπλωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
απλώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
απλώνω