Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άπαν < άπας < αρχαία ελληνική ἅπας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άπαν ουδέτερο

  • το παν, το σύνολο, το σημαντικότερο απ' όλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία