άπαν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άπαν | τα | άπαντα |
γενική | του | άπαντος | των | απάντων |
αιτιατική | το | άπαν | τα | άπαντα |
κλητική | άπαν | άπαντα | ||
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- άπαν < άπας < αρχαία ελληνική ἅπας