Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άνομα < άνομος

  Επίρρημα επεξεργασία

άνομα

  1. με τρόπο που παραβαίνει τον νόμο
  2. (μεταφορικά) με τρόπο που παραβαίνει την γενικώς αναγνωρισμένη ηθική

  Μεταφράσεις επεξεργασία