Ετυμολογία

επεξεργασία
άνομα < άνομος

  Επίρρημα

επεξεργασία

άνομα

  1. με τρόπο που παραβαίνει τον νόμο
  2. (μεταφορικά) με τρόπο που παραβαίνει την γενικώς αναγνωρισμένη ηθική

  Μεταφράσεις

επεξεργασία