άνθρωπας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαάνθρωπας αρσενικό
- (λαϊκό, σπάνιο, σκωπτικό, προφορικό) ο άνθρωπος στα μάγκικα
- ※ Ο ..(βουλευτής).. μιλώντας στη Βουλή έκανε ένα λάθος από αυτά που σκορπούν άφθονο γέλιο και παραπέμπει σε μία άλλη εποχή. Την εποχή με τους... μάγκες, που μιλούσαν με πιο... μόρτικη γλώσσα, για να δείξουν ότι δεν σηκώνουν πολλά πολλά. Έτσι την ώρα που μιλούσε είπε χαρακτηριστικά: «Τι να κάνει ο... άνθρωπας». Το λάθος πάντως το διόρθωσε αμέσως.΄(«Τι να κάνει ο... άνθρωπας;» - Ο Βίτσας τα είπε... μάγκικα στη Βουλή, 21/12/2018, 90.1 FM, parapolitika.gr ([1])
- ※ Ρε δείτε τι έκανε ο άνθρωπας με τον αστακό! (από τίτλο σε βίντεο του YouTube, ανακτήθηκε στις 4/8/2024)
- ※ Άμα ειναι ψώνιο ο άνθρωπΑς (από forum, διατηρήθηκε η πρωτότυπη γραφή με κεφαλαίο Α για υπερτονισμό, ανακτήθηκε στις 4/8/2024)