Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άμειψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
άμειψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αμείβω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αμείβω