Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άδηλο πρόσωπο < → δείτε τις λέξεις άδηλος και πρόσωπο

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

άδηλο πρόσωπο ουδέτερο, πληθυντικός: άδηλα πρόσωπα

  • (νομικός όρος): ονομάζεται το πρόσωπο του οποίου η ατομικότητα δεν έχει προσδιοριστεί κατά τον χρόνο της σύνταξης διαθήκης.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία