Τὸ Χρονικὸν τοῦ Μορέως (διόρθωση του Χρονικόν του Μορέως @el.wikisource)
14ος αιώνας, ανώνυμου



Sigla - Σύμβολα
το κείμενοH Codex Havniensis 57 (Κοπεγχάγιος κώδικας)
πλάγια
italics
P Codex Parisinus 2898 grec (Παρισινός κώδικας)
για στίχους που λείπουν από τον H.
for verses missing from Codex:H.
#00αριθμοί στίχων σε όλο το έργο - colometry by verse throughout
(00)μετά τον στίχο 1333: παλιά αρίθμηση έκδοσης Buchon - colometry as in Buchon ed.
[§fr00]αντιστοιχία με τη γαλλική παραλλαγή (πεζό κείμενο), έκδ. Longnon (1911)
p.00αριθμός σελίδας βιβλίου - page number
apparatus
criticus
δεν περιλαμβάνεται - not inluded
επιλεκτικά: χωρίς ένδειξη = Codex Parisinus 2898 grec
T = Codex Taurinensis (Ταυρίνειος κώδικας -Τορίνο-)


Πηγές - Sources

  • @ia.archive Καλονάρος, Πέτρος Π. (επιμ. 1894-1959) [Kalonaros, Petros P. (ed.)] Το Χρονικόν του Μορέως. Αθήνα: Δημητράκος, 1940.
  • @gallica Buchon, Jean-Alexandre C. (ed. 1791-1846) Chronique de la conquête de Constantinople et de l'établissement des Français en Morée. Paris: 1825
    • @gallica Le livre de la conqueste [de la princée de Morée] / par Buchon ; publié pour la première fois d'après le manuscrit de Bruxelles
  • @txm-bfm Longnon, Jean. Livre de la conqueste de la princée de l'Amorée. Chronique de Morée (1204-1305), publiée par la Société de l'Histoire de France. Paris, H. Laurens, 1911.

Σημείωση - Note

  • Οι χρονολογήσεις, τα συμβάντα που περιγράφονται στο πρωτότυπο κείμενα δεν είναι πάντα ακριβή.
  • Τα ονόματα, τα τοπωνύμια έχουν ποικίλες μορφές. Στα παραθέματα του Βικιλεξικού, υπάρχουν σύνδεσμοι με τη Βικιπαίδεια και διευκρινιστικά σχόλια.
  • Dating and events as in the original text are often inaccurate.
  • Names, placenames have multiple forms. At our quotations in el.wiktionary, there are links to el.wikipedia and notes.


ΜΕΡΟΣ Α΄ - PARS I

επεξεργασία
p.5ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ
PΘέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ ἀφήγησιν μεγάλην·Codex:P, 1-103 (λείπουν φύλλα από τον H)
κι ἂν θέλῃς νὰ μὲ ἀκροαστῇς, ὀλπίζω νὰ σ’ ἀρέσῃ.
[fr§2]Ὅταν τὸ ἔτος ἤτονε, ἀπὸ κτίσεως κόσμου,
Έτος 6612 κατά το βυζαντινό σύστημα χρονολόγησης από κτίσεως κόσμου:
αντιστοιχεί στο 1104.
Στην πραγματικότητα: 1η σταυροφορία (1096-1099).
ἑξάκις χιλιάδες δὲ κ’ ἑξάκις ἑκατοντάδες
5καὶ δώδεκα ἐνιαυτούς, τόσον καὶ οὐχὶ πλέον,
διὰ συνεργίας καὶ προθυμίας, μόχθου πολλοῦ καὶ κόπου
τοῦ μακαρίου ἐκεινοῦ φρὲ Πιέρου ἐρημίτου,
ὅστις ἀπῆλθε στήν Συρίαν, νὰ ἔχῃ προσκυνήσει
ἔσω εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφο.
10Κι ὡς ηὗρε τοὺς χριστιανούς, ὁμοίως τὸν πατριάρχην,
οἵτινες ἐδουλεύασιν ἐκεῖ τὸν ἅγιον τάφον,
τὸ πῶς τοὺς ἀτιμώνασιν τὸ ἀβάφτιστον τὸ ἔθνος,
ἐκεῖνοι οἱ Σαρεκηνοὶ ὅπου τὸν ἀφεντεῦαν·Στην πραγματικτότητα, ήταν Σελτζούκοι Τούρκοι.
p.6ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ
ὅταν ἐλειτούργα κ’ ὕψωνεν τὰ ἅγια ὁ πατριάρχης,
15μὲ δύναμης τὰ ἅρπαζαν κ’ ἐρρίχτασίν τα κάτω,
κι ἂν ἦτον τόσα ἀπότολμος νὰ τοὺς ἀντιμιλήσῃ,
εὐτὺς χάμω τὸν ἔρριπταν, πολλὰ τὸν τιμωροῦσαν.
Ἰδόντας τοῦτο ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ὁ ἐρημίτης,
μεγάλως ἐβαρέθηκεν, ἔκλαψεν ἐλυπήθην,
20καὶ εἶπεν πρὸς τοὺς χριστιανοὺς καὶ πρὸς τὸν πατριάρχην.
«Ὡς χριστιανὸς ὀρθόδοξος ὀμνύω σας καὶ λέγω·
»ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς κ’ ἡ δόξα του ν’ ἀποστραφῶ στὴν Δύση,
»στὸν Πάπα τὸν ἁγιώτατον κ’ εἰς ὅλους τοὺς ρηγᾶδες
»βούλομαι ἐλθεῖν σωματικῶς νὰ τοὺς εἰπῶ τὰ βλέπω,
25»κι ὀλπίζω εἰς ἔλεος Χριστοῦ νὰ τοὺς παρακινήσω,
»νὰ ἔλθουν μὲ τὰ φουσσᾶτα τους ἐδῶ στὸ μέρος τοῦτο,
»νὰ ἐβγάλουν τοὺς Σαρεκηνοὺς ἐκ τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον».
Λοιπὸν θρηνῶντας ἐστράφηκεν καὶ εἰς τὴν Ρώμην ἦλθεν.
Τοῦ Πάπα ἀφηγήσετον τὰ ἤκουσεν καὶ εἶδεν.
30Κι ὁ Πάπας, ὡς τὸ ἤκουσεν τὸ πῶς τὸν ἀφηγᾶτον,
ἔκλαψεν σφόδρα, λυπηρά, μεγάλως ἐλυπήθην·
εὐτὺς ὁρίζει, γράφουσιν εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα·
γαρδιναλέους ἀπέστειλεν, λεγάτους κ’ ἐπισκόπους,
εἰς τὸ ρηγᾶτο Φράντσας τε καὶ τόπους τοὺς ἑτέρους,
35ἔνθα ἦσαν οἱ Χριστιανοί, ὅπου καὶ ἀφεντεῦαν·
εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν εἰς αὔτους ἀποστείλει·
εἴτις ἀπέλθῃ στὴ Συρίαν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον,
ὅσα καὶ ἂν ἁμάρτεσεν ἀφότου ἐγεννήθη,
νὰ ἔχῃ τὴν συμπάθειον εὐτὺς τῶνε φταισμάτων.
40    Ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ ἅπαντες οἱ ἀρχηγοὶ τῆς Δύσης,
εὐτὺς ἐπῆραν τὸν σταυρὸν κ’ εἰς τὸν Χριστὸν ὠμόσαν
νὰ ἀπέλθουν νὰ ἐβγάλουσιν τὸ γένος τῶν βαρβάρων.
Τῶν χριστιανῶν ἡ ἕνωσις ἐγίνοτον μεγάλη·
ὀγδοῆντα ὀχτὼ εὑρέθησαν χιλιάδες καβαλλάροι,
45κι ὀχτακοσίες δεκοχτὼ χιλιάδες οἱ πεζοί τους.
[fr§3]Ἐκ τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐκεῖθεν ἀπεράσαν·
τὸν τόπον τῆς Ἀνατολῆς, Τοῦρκοι τὸν ἐκρατοῦσαν.
p.7ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΙΝ ΚΑΙ Μ. ΑΣΙΑΝ
Ὁ βασιλεὺς γὰρ τῶν Ρωμαίων, Ἀλέξης ὁ Βατάτζης,Στην πραγματικότητα: ο Αλέξιος Α΄Κομνηνός
ἰδὼν τὸ πλῆθος τῶν Φραγκῶν, συμβίβασιν ἐποῖκεν,
50ὅρκον, συνθήκας ἔποικεν μετὰ τοὺς κεφαλᾶδες·
τὸν τόπον τῆς Ἀνατολῆς, ὅπου ἦτον γονικόν του,
ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς κ’ ἐβγάλουσιν τοὺς Τούρκους ἀπ’ ἐκεῖθεν,
ἐὰν τοῦ παραδώσουσιν τὸν τόπον καὶ τὰ κάστρη,
σωματικῶς νὰ ἀπελθῇ μ’ αὐτοὺς εἰς τὴν Συρίαν,
55νὰ ἔχῃ μετ’ αὐτὸν δώδεκα χιλιάδες καβαλλάρους.
Οἱ Φράγκοι γὰρ ὡς ἄνθρωποι ἀληθινοὶ εἰς πάντα,
ἐπίστεψαν τοῦ βασιλέως τοὺς λόγους κι ὤμοσάν του.
Οἱ Φράγκοι, ἀπεὶν ὠμόσασιν, τοὺς ὅρκους ἐβαστάξαν·
περνοῦν εἰς τὴν Ἀνατολήν, τὸν τόπον ἐκερδίσαν,
60εὐτὺς τὸν ἐπαράδωκαν Ἀλέξιον τὸν Βατάτζην,
ὅπου ἦτον τότες βασιλεὺς ὅλης τῆς Ρωμανίας.
Ἐπεὶν γὰρ ἐπαράλαβεν τὰ κάστρη καὶ τὲς χῶρες,
βουλὴν ἐπῆρεν δολερή μετὰ τοὺς ἄρχοντές του,
τὸ πῶς νὰ εὕρουν ἀφορμή, καὶ πῶς νὰ ἔχουν μείνει
65ἐκ τὸ ταξεῖδι τῆς Συρίας, καὶ νὰ μὴ κιντυνέψουν.
Ἐνταῦτα ἑνώθη ὁ βασιλεὺς μετὰ τοὺς πριγκιπᾶδες,
τοὺς κεφαλᾶδες κι ἀρχηγοὺς τοῦ Φράγκικου φουσσάτου,
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτούς, ταῦτα τοὺς συντυχαίνει·
«Πρῶτο τὸν Θεὸν εὐχαριστῶ, δεύτερο ἐσᾶς ὁμοίως,
70»ὅπου μὲ ἐβοηθήσετε κ’ ἠπῆρα τὸ γονικό μου.
»Ἐν τούτῳ σᾶς παρακαλῶ, νὰ ἔναι μὲ βουλή σας,
»δότε με μῆναν τέρμενο ὅπως διὰ νὰ μείνω,
»τὰ κάστρη, τὰ ἐκερδίσετε, νὰ τὰ ἔχω σιταρχίσει,
»νὰ ὀρθώσω τὰ φουσσᾶτα μου, νὰ ἐλθοῦσι μετ’ ἐμένα·
75»εὐτὺς νὰ ὁρμήσω, νὰ ἔρχωμαι ἔνθα καὶ νὰ σᾶς εὕρω».
[fr§4]Οἱ Φράγκοι ὡς χριστιανοὶ δόλον οὐκ ἐσκοπῆσαν,
ἐπίστεψαν τὸν λόγον του καὶ ἀποχαιρετοῦ τον·
τὴν Ἀρμενίαν ἐπέρασαν, εἰς Ἀντιοχείαν ἀπῆλθον·
κι ὁ βασιλεὺς ἀπέμεινεν, ἀπέργωσεν τοὺς Φράγκους,
80τὸν ὅρκον ὅπου ὤμοσεν ἔσφαλε, ἐπάτησέ τον,
καὶ οὐκ ἀπῆλθεν μετ’ αὐτοὺς καθὼς τοὺς εἶχε ὀμόσει.
Ἔδε σφάλμα, τὸ ἔποικεν, ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος·
p.8Η ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ
ὅλοι τοῦ κόσμου οἱ ἄνθρωποι τὸν ἐκατηγορῆσαν.
Οἱ Φράγκοι, ὅταν ἀπήλθασιν εἰς τὴν Ἀντιοχείαν,
85πολλὰ ἐκακοπάθησαν ἕως νὰ τὴν ἐπάρουν.
Ἀφότου γὰρ ἠπήρασιν τῆς Ἀντιοχείας τὴν πόλιν,
ἐκεῖ ἐξεχειμάσασιν μέχρι τὸν μάρτιον μῆνα·
κ’ ἐκεῖθεν ἐξεβήκασιν τὰ μέρη τῆς Συρίας,
κουρσεύοντα, κερδίζοντα τὰ κάστρη καὶ τὲς χῶρες·
90πολλοὺς πολέμους ἔποικα μὲ τὸ ἔθνος τῶν βαρβάρων,
καθὼς ἐγγράφως ηὕραμεν λεπτῶς εἰς τὸ Βιβλίο
τῆς Κουγκέστας, ὅπου ἔγινεν ἐτότες στὴν Συρίαν.
Καὶ ταῦτα γὰρ συνοπτικὰ σὲ γράφω νὰ μανθάνῃς,
διατὶ σπουδάζω νὰ στραφῶ εἰς τὴν ἀφήγησίν μου.
95    Ἀφότου γὰρ ἐσέβησαν ἀπέσω στὴν Συρίαν,
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἐδιέβησαν ὁλόρθα·
τὴν χώραν ἐπολέμησαν, ἐσέβησαν ἀπέσω.
Ἐπεὶν γὰρ ἀπεσώσασιν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον,
δόξαν καὶ ὕμνον ἔδωκαν τὸν ποιητὴν καὶ πλάστην·
100βουλὴν ἐπῆραν οἱ ἀρχηγοὶ ποῖον νὰ ποίσουν ρῆγαν·
πολὺ ἐσυνερίζονταν, δι’ οὗ εἶχαν μεγάλην δόξαν.
Οἱ δὲ ὅλοι οἱ φρονιμώτεροι καὶ τὸ κοινὸ μετ’ αὔτους
p.9ΙΔΡΥΣΙΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
τὸν Κοτευφρῶνεν ντὲ Μπουλιοῦ ἐγλέξαν διὰ ρῆγαν.
δι’ οὗ ἦτον φρονιμώτερος, ἐνάρετος εἰς ὅλους·
H105ἀφέντην τὸν ἐποίκασιν καὶ ρῆγαν τῆς Συρίας. σημειώσεις: Codex P
Ἐκεῖνος γάρ, ὡς φρόνιμος, τὴν ἀφεντίαν ἐδέχτη·
τὸ στέμμα γὰρ τὸ χρύσινον οὐδὲν τὸ ἐπαραδέχτητὸ γὰρ τὸ στέμμα τὸ χρυσὸ
στὴν κεφαλήν του κἂμ ποσῶς νὰ τὸ τοῦ ἔχουν βάλει,νὰ τοῦ τὸ ἔχουν
λέγας· Οὐκ ἦτον ἄξιος, οὐδὲ εὔπρεπον ὑπῆρχε,λέγων· «Οὐκ εἶμαι ἄξιος
110ἐκεῖ ὅπου ἐστέψαν τὸν Χριστὸν μὲ ἀκάνθινον τὸ στέμμα,
νὰ στέψουσιν ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον μὲ χρυσίον.
    Ἀφότου γὰρ ἐπλάτυνεν τῶν Φραγκῶν ἡ ἀφεντίατῶν Φράγκων
εἰς τὸ ρηγᾶτο τῆς Συρίας, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,καθάρια σὲ τὸ λέγω
οὐδὲν ἐδιάβαιναν ποσῶς πέντε ἢ δέκα χρόνοι,οὐδὲν ἐδιέβηκαν
115ἐκ τὸ ρηγᾶτο τῆς Φραγκίας, ἀπὸ τὴν Ἀγλητέρραν,Ἐκκλητέραν
κι ἀπὸ τὰ ἄλλα ἕτερα τῆς Δύσεως τὰ ρηγᾶτα,
ὅσοι ἀγαποῦσαν τὸν Χριστὸν κ’ εὐσέβειαν ἐποθοῦσαν,καὶ εὐσέβειαν εἶχαν
νὰ μὴ περάσωσιν λαός, πλῆθος φτωχοὶ καὶ πλούσιοι,πολλοὶ ἐπερνοῦσαν, ὑπάγαιναν
εἰς τὴν Συρίαν ἀπέρχονται εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον·ἀπέρχονταν
120συφάμελοι ὑπαγαίνασιν ἐκεῖ κ’ ἐκατοικοῦσαν,
οἱ μὲν διὰ τὸ προσκύνημα, καὶ ἄλλοι διὰ τὴν δόξαν.οἱ δὲ διὰ τὴν δόξαν
[fr§5]Παρελθουσῶν γὰρ τῶν χρονῶν ἑκατὸν πληρωμένων.τῶν γὰρ χρονῶν
p.10ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
ἀφότου ἐγένετον ἐκεῖνο τὸ πασσάτζο,ἀφότου γὰρ ἐγίνετον ἐκεῖνο τὸ πασσάτζιο,
τὸ ἔτος ἐτότε ἔτρεχεν τὸ ἀπὸ κτίσεως κόσμου
125ἕξι χιλιάδες, λέγω σε, κ’ ἑφτὰ ἑκατοντάδες,
καὶ δεκαέξι μοναχοὺς χρόνους εἶχεν τὸ ἔτος,δεκαὲξ ἐνιαυτοὺς
οἱ κόντοι ἐκεῖνοι ἑνώθησαν, ὅπερ ἐδῶ ὀνομάζω,
κι ἄλλοι μεγάλοι ἄνθρωποι ἐνῷ ἦσαν ἐκ τὴν Δύσιν·ὁποῦσαν ἐκ τὴν Δύσιν
ὅρκον ἐποίησαν ὁμοῦ καὶ τὸν σταυρὸν ἀπῆραν,ὠμόσασιν... ἐπῆραν
130ὅπως ὁμοῦ περάσωσιν εἰς τῆς Συρίας τὰ μέρη,
ἐκεῖσε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἰς τοῦ Κυρίου τὸν τάφον.
Ὁ πρῶτος ἦτον ὁ Παντουής, κόντος ἦν τῆς Φιλάντρας·
τὸν δεύτερον ἐλέγασιν τὸν κόντον τῆς Τσαμπάνιας·
τὸν τρίτον γὰρ ὠνόμαζαν τὸν κόντον τῆς Τουλούζας.
135Τὸ δὲ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ τῶν φλαμουραρίων,καὶ τῶν φλαμπουριάρων
ὅπου ἤσασιν εἰς τὴν βουλὴν καὶ εἰς τὸ ταξεῖδι ἐκεῖνο,P:παραλείπεται ο στίχος
οὐκ ἠμπορῶ νὰ τοὺς εἰπῶ διὰ τὴν πολυγραφίαν.
Βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ οἱ κεφαλᾶδες ὅλοιἐπήρασιν
τὸ ποῖον νὰ ποιήσουν κεφαλὴν ἀπάνω εἰς τὰ φουσσᾶτα.ποῖον νὰ ποίσουν
140Ἐν τούτῳ ἀποδιαλέξασιν τὸν κόντον τῆς Τσαμπάνιας,ἀποδιάλεξαν τὸν κόντο
διατὶ ἦτον εὐτροπώτερος κ’ εἰς τ’ ἄρματα ἐπιδέξιος·εὐπρεπέστατος
ἐκεῖνος ἦτον νεούτσικος, χρονῶν εἰκοσιπέντε·
καὶ διὰ τὴν παρακάλεσιν ὅλων τῶν κεφαλάδων
τὸ ὀφφίκιον ἐπαράλαβε, μὲ προθυμίαν τὸ ἐπῆρε.
145Ἐνταῦτα ἀπήρασιν βουλὴν ὅτι νὰ ἀπελθοῦσιν,
ὁ κατὰ εἷς εἰς τὸν τόπον του διὰ νὰ οἰκονομηθοῦσι·ὁ καθεὶς εἰς
εἰς τὸν ἐρχόμενον καιρόν, εἰς τὸ ἔμπα τοῦ ἀπριλίου,
p.11ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΗΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΙΑΣ
ἀμφότεροι νὰ ἐσμίξουσιν, εἰς τὴν Συρίαν ν’ ἀπέλθουν.ν’ ἀπέλθουν στὴν Συρίαν
[fr§6]Κι ἀφότου ἀπεχωρίστησαν, στοὺς τόπους τους ἀπῆλθαν·Κι’ ἀφῶν... ἀπῆλθον
150οὐδὲν ἐδιάβησαν ποσῶς κανένας μῆνας, δύο,εἷς μῆνας ἢ καὶ δύο,
ἀπὸ ἁμαρτίας ἐγίνετον κι ἀπέθανεν ὁ κόντος,
ἐκεῖνος ὁ παράξενος, ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας.
Θρῆνος καὶ θλίψη ἐγίνετον ς’ ὅλους τοὺς πελεγρίνους·
κι ἀπὸ τὴν θλῖψιν τὴν πολλὴν ἦλθαν νὰ κιντυνέψουν,
155νὰ ἀφήκουσιν τὸ πέραμα καὶ τὸ πασσάτζο ἐκεῖνο·ν’ ἀφήσουσι τὸ πέραμα κ’ ἐκεῖνο
ἔδε ἁμαρτία ὅπου ἐγίνετον, ὁ θάνατος τοῦ κόντου.ὅπου ἔγινεν
[fr§7]Ἐν τούτῳ, ὡς ἠθέλησε Θεὸς νὰ γένῃ τὸ πασσάτζο,ὡς ἤθελε ὁ θεὸς κ’ ἐγίνη
ὅπως νὰ μὴ ἀπορὴσωσι τόσοι μεγάλοι ἀνθρῶποι,
νὰ μείνουν καὶ ἀφήσουσι τέτοιον καλὸν ταξεῖδιν,τοιοῦτον καλὸν ταξεῖδι,
160εἷς ἀπὸ αὐτοὺς εὑρέθηκεν χρήσιμος καβαλλάρης·
ἄνθρωπος ἦτο εὐγενικός, φρόνιμος ὑπὲρ μέτρου,εὐγενής,... μέτρον
μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, ντὲ Βιλαρντουῆ τὸ ἐπίκλην,μισὲρ Τζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, Βαλλαρδουῆ (Geoffroi Ier de Villehardouin, 1169-1229 c.1164-1216)
καὶ μέγας πρωτοστράτορας ἦτον γὰρ τῆς Τσαμπάνιας.εἰς τὴν Τσαμπάνιαν.
Ἐκεῖνος ἦτο ὁ μαΐστορας καὶ ὁ πρωτοσύμβουλός του,ὁ μάστορας
165ἐκεινοῦ τοῦ μακαριτοῦ τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας,
ὅπου τὸν ἐσυμβούλευεν νὰ ποιήσουν τὸ ταξεῖδιν·ἐσυβούλεψεν
κι ὡς εἶδεν γὰρ τὸ ἐριζικόν, τὸν θάνατον τοῦ κόντου,
ἀνέλαβεν τὴν ὑπόθεσιν τὸ τοῦ πασσάτζου ἐκείνου.ἐκείνου τοῦ πασσάντζου
Ἐλόγισεν, ὡς φρόνιμος, ὅτι ἁμαρτία ἤθελε εἶσται,θέλει εἶσται
170διὰ ἑνὸς ἀνθρώπου θάνατον νὰ μείνῃ τὸ πασσάτζοτὸ πασσάντζιο
κ’ ἡ σωτηρία τῶν χριστιανῶν, ψέγος ἤθελεν εἶσται.ψέγος μέγας
[fr§8]Ἀπῆρεν δύο καβαλλαρίους ὅπου εἶχε ἐκ τῆς βουλῆς του·Ἐπῆρεν δύο καβαλλαρέους ὁποὖχεν τῆς βουλῆς τοῦ
ἐκ τὴν Τσαμπάνια ἐξέβηκεν εἰς τὴν Φιλάντριαν ἦλθεν,ἐδιέβην
p.12ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
ηὗρεν τὸν κόντον Παντουὴν μεγάλως λυπημένον.
175διὰ τὴν θανὴν ποῦ ἐγίνετον στὸν κόντον τῆς Τσαμπάνιας,
κι ἀφότου συνεθλίβησαν ἀμφότεροι οἱ δύο,
μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος, παρηγορᾷ τον κόντον·
καὶ τόσον ἔξευρε νὰ εἰπῇ, τόσην βουλὴν νὰ δώσῃ,
ὅτι ἐμεταστερέωσεν νὰ γένῃ τὸ πασσάτζο.
180Κι ἀφότου ἐστερεώσασιν ὅτι νὰ τὸ πληρώσουν,
ὁ κόντος τῆς Φιλάντριας τοῦ ἔδωκε ἕναν καβαλλάρην
νὰ ὑπάῃ μετ’ αὐτὸν σύντροφος στὸν κόντον τῆς Τουλούζας.
Εὐθέως τὸν δρόμον ἔπιασαν κ’ εἰς τὴν Προβέντσαν ἦλθαν·
τὸν κόντον ηὗραν λυπηρόν, εἰς σφόδρα ἦτον θλιμμένος,
185τὸ μὲν ἦτον διὰ τὴν θανὴν τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας,
τὸ πλειότερον, ὡς ἔλεγε, διὰ τὸ πασσάτζο ἐκεῖνο
ὅπου ἦσαν καταπιάσοντα κι ἀρτίως ἐσκανταλίστη.
Καὶ τότε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
ἄρχισε νὰ τὸν παρηγορᾷ κ’ ἐπληροφόρεσέ τον,
190τὸ πῶς ὁ κόντος Παντουής, ὁ ἀφέντης τῆς Φιλάντριας,
θέλει καὶ ἐμεταστερέωσεν νὰ γένῃ τὸ πασσάτζο.
«Διὰ τοῦτο ἀπέστειλεν ἐδῶ τὸν καβαλλάρη ἐτοῦτον
»κ’ ἐμὲν ὡσαύτως μετ’ αὐτόν, πληροφορίαν σὲ λέγω,
»νὰ σὲ πληροφορέσωμεν, ἂς ἔν’ τὸ θέλημά σου,
195»εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο,
»νὰ γράψωμεν καὶ τῶν ἀλλῶν ὅπου εἰς τὸν ὅρκον εἶναι,
»νὰ ἔλθουν κ’ ἐκεῖνοι μετὰ ἐσᾶς νὰ ἑνωθῆτε ἀλλήλως,
»τὸ πρᾶγμα νὰ στερεώσετε τὸ πῶς θέλετε πράξει».
    Ὁ κόντος γάρ, ὡς φρόνιμος, ἐκεῖνος τῆς Τουλούζας,
200ἀκούσων τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ τοὺς λόγους καὶ τὴν πρᾶξιν,
εὐθέως ἐσυγκατέβηκεν κ’ εἰς τὴν βουλήν του ἐσέβη.
Ἐν τούτῳ ἐδιορθώσασιν τὸ ποῦ νὰ ἑνωθοῦσιν.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ πολλάκις νὰ βαρειέσαι;
εἰς τὴν Μπουργούνια ἐσμίξασιν ἀμφότερ’ οἱ κοντᾶδες·
205βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ μετὰ τοὺς πελεγρίνους,
p.13Ο ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ ΕΚΛΕΓΕΤΑΙ ΑΡΧΗΓΟΣ
τὸ ποῖον νὰ ποιήσουν κεφαλὴν εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα.
Ἐν τούτῳ οἱ φρονιμώτεροι ὅλων τῶν πελεγρίνων
εἶπαν κ’ ἐσυμβουλέψασιν νὰ ποιήσουν τὸν Μπονιφάτσιον·
μαρκέσης ἦτον ντε Μουφαράντ, ἀφέντης μέγας ὑπῆρχεν,
210στρατιώτης γὰρ ἐξάκουστος καὶ πρῶτος τῆς Ἰτάλιας.
Δύναμιν εἶχεν φοβερήν, φουσσᾶτα εἶχε μεγάλα·
ἡ ἀδελφή του εὑρίσκετον ρήγαινα τῆς Φραγκίας.
    Ἐνταῦτα ἐπαρακάλεσαν ἐκεῖνοι οἱ δύο κοντᾶδες,
ὁμοίως κ’ οἱ ἄλλοι ἕτεροι, οἱ πρῶτοι τῶν πελεγρίνων,
215ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ ν’ ἀπέλθῃ στὸν μαρκέζην,
νὰ ποιήσῃ τόσον πρὸς αὐτόν, νὰ τὸν παρακαλέσῃ,
ὅπως νὰ καταδέξεται τὴν ἐνοχὴν νὰ πιάσῃ,
ν’ ἀπέλθῃ μ’ αὐτοὺς στὴν Συρίαν, νὰ ἔνι πρῶτος ’ς ὅλους,
διὰ κεφαλὴν καὶ ὁριστὴν εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα.
[fr§9]220Οἱ δύο κοντᾶδες τοῦ ἔδωκαν πρὸς ἕναν καβαλλάρην·
ὑπόσχεσιν τοῦ ἐποιήσασιν εἰς ὅσον καταστήσῃ,
νὰ τὸ κρατήσουσιν στερκτὸν καὶ οὐ μὴ τὸ παρατρέψουν.
    Ἐν τούτῳ ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἀπεχαιρέτησέ τους,
ἀπῆρεν τοὺς καβαλλαρίους ἐκείνων τῶν δύο κοντάδων,
225ὁλόρθα ἀπήλθασιν ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ Μπονοφάτσος.
Στὴν Λάτσαν τὸν ηὑρήκασιν, χώρα μεγάλη ἔνι·
κι ἀφότου ἐπεζέψασιν κ’ ἐκατουνέψανέ τους,
εἰς τὸν μαρκέσην ἤλθασιν, γλυκέα τὸν χαιρετοῦσιν
ἐκ μέρους τῶν εὐγενικῶν ἐκείνων τῶν κοντάδων,
230εἶθ’ οὕτως κι ἀπὸ τῶν λοιπῶν ὁλῶν τῶν πελεγρίνων.
p.14ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
Τὰ πιττάκια ὅπου ἐβάσταζαν, πρῶτα τοῦ ἐπροσκομίσαν,
κι ἀπέκει τὸν ἐσύντυχεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος·
ἄρχασεν οὕτως λέγει του· πῶς τὸν παρακαλοῦσιν
τὸν κόντον τῆς Φιλάντριας εἶπε ὀμπρός, δεύτερον τῆς Τουλούζας,
235κι ἀπέκει τοὺς εὐγενικούς, τοὺς πρώτους τοῦ πασσάτζο
νὰ καταδέξεται γενεῖ εἰς αὔτους καπετᾶνος,
κυβερνητής, διορθωτὴς εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα.
Ὡς φρόνιμον κ’ εὐγενικὸν οἱ ὅλοι τὸν ἐκλέξαν,
κ’ ἐλπίζουν εἰς τὰ φρόνα του νὰ μὴ τοὺς ἔχῃ λείψει.
[fr§10]240Ὁ μαρκέσης, ὡς φρόνιμος, οὕτως τοὺς ἀπεκρίθη·
«Εὐχαριστῶ τοὺς ἄρχοντες, ἅπαντες τοὺς κοντᾶδες,
»τὸ πῶς ἐκαταδέχτησαν τὸ ὀφφίκιον νὰ μὲ δώσουν.
»Ἐγὼ γὰρ οὐκ ἠμπορῶ ἀπόκρισιν νὰ ποιήσω
»ἄνευ βουλῆς καὶ θέλημα τοῦ ἀφέντου μου τοῦ ρῆγα,
245»ὁποῦ ἔχω ἀφέντην καὶ γαβρόν, τὸν ρῆγαν τῆς Φραγκίας
»ὡσαύτως καὶ τῆς ρήγαινας ὅπου ἔνι ἀδελφή μου.
»Λοιπὸν διὰ τὴν ἀγάπην του ὁμοίως καὶ διὰ τὴν τιμήν μου,
»ἂς μὲ ὑπομένουσιν μικρὸν ἕως οὗ νὰ ἀπέλθω εἰς αὔτους,
»νὰ ἒχω βουλὴν κι ἀπολογίαν τὸ τί μὲ θέλουν ὁρίσει,
250»καὶ μετὰ ταῦτα νὰ στραφῶ κι ἀπόκρισιν νὰ τοὺς ποιήσω».
p.15Ο ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ ΕΚΛΕΓΕΤΑΙ ΑΡΧΗΓΟΣ
[fr§11]Οἰκονομήθη παρευτὺς ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης
ἀπὸ τὴν Λάτσα ἐξέβηκεν, ἀπέρασεν τὰ ὅρη,
ὅπου χωρίζουν τὴν Φραγκίαν ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν.
Τοσοῦτον γὰρ ὡδήγεψεν, εἰς τὴν Φραγκίαν ἀπῆλθε·
255εὗρεν τὸν ρῆγαν στὸ Παρίς, τὴν ρήγαιναν ὁμοίως·
ὁμοῦ τοὺς ἐχαιρέτισεν καθὼς ἦσαν οἱ δύο.
Χαρὰν μεγάλην ἔποικαν τὸ ἰδεῖ τον τὸν μαρκέσην·
ἡ ρήγαινα τὸν ἐρωτᾷ· «Τί θέλεις ἐδῶ, ἀδελφέ μου;
»μεγάλως τὸ θαυμάζομαι τὸ πῶς ἦλθες ἐνταῦτα·
260»ποτὲ μου μοναξότερα οὐδὲν σὲ εἶδα νὰ ἔλθῃς
»εἰς τὸ ρηγᾶτον τῆς Φραγκίας διὰ νὰ μᾶς θέλῃς ἴδει».
    Ὁμοῦ τοὺς ἀφηγήσετον, λεπτομερῶς τοὺς εἶπεν
τὸν τρόπον, τὴν ὑπόθεσιν, διατὶ ἦλθεν ἐκεῖ εἰς αὔτους·
τὸ πῶς τὸν ἐξεζήτησαν οἱ εὐγενικοὶ κοντᾶδες,
265ὅπου ὠμόσαν στὸν Χριστὸν εἰς τὴν Συρίαν νὰ ἀπέλθουν,
«ὅπως ν’ ἀπέλθω μετ’ αὐτοὺς εἰς τοῦ Κυρίου τὸν τάφον
»καπετάνος καὶ ὁδηγὸς ἀπάνω εἰς τὰ φουσσᾶτα,
»Καὶ οὐκ ἠθέλησα ποσῶς ἀπόκρισιν νὰ ποιήσω
»ἄνευ βουλῆς, θελήματος ἐσᾶς ὅπου ἔχω ἀφέντες.
270»Ἐν τούτῳ ἦλθα νὰ ἰδῶ ἐσᾶς, νὰ μάθω τὸν ὁρισμόν σας,
»πῶς ὁρίζετε εἰς ἐμὲν ἀπόκρισιν νὰ ποιήσω».
Συντόμως τοῦ ἀποκρίθηκεν ὁ ρῆγας τῆς Φραγκίας
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτόν, ἐτέτοια τὸν ἐλάλει·
«Εὐχαριστῶ σε, ἀδελφέ, τοῦ Μουφαρᾶ μαρκέσης,
275»εἰς τὴν βουλὴν ὅπου ἔποικες κι’ ἦλθες βουλὴν νὰ ἐπάρῃς
»ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀγαπᾷς κι ἀπὸ τοὺς ἐδικούς σου.
»Ἐν τούτῳ γὰρ μὲ φαίνεται τιμή σου ἔνι μεγάλη,
»ὅταν σὲ ἀνακράζουσιν κ’ ἐξεζητοῦν δι’ ἀφέντην,
»διὰ κεφαλὴν καὶ κύβερνον τέτοι μεγάλοι ἀνθρῶποι·
280»τὸν Θεὸν πρέπει νὰ εὐχαριστᾷς ὁμοίως καὶ τὸ ριζικόν σου.
»καὶ ποίησέ το ἀπόκοτα, μὲ προθυμίαν μεγάλην
»Ἐμὲν ἀρέσει με καλὰ καὶ συμβουλεύω σέ το,
p.16ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
»ἐπεὶ λογίζομαι καλά, ἐξεύρω κ’ ἐγνωρίζω,
»ὅτι διὰ ἐμοῦ τὴν ἀφορμὴν τὸ πολεμοῦν ἐκεῖνοι,
»ὅπως νὰ ἔχῃς ἀπὸ ἐμὲν βοήθειαν καὶ φουσσᾶτα.
»Ἐν τούτῳ λέγω, ἀδελφέ, ὁρίζω κι ἀγαπῶ το·
»ἄνοιξον τὸ λογάρι μου κ’ ἔπαρον ὅσον θέλεις,
»ὅσοι ἀγαποῦσιν, πρόθυμα ἀπὸ ὅλον τὸ ρηγᾶτο,
»νὰ ἔλθουν μετ’ ἔσου εἰς τὴν Συρίαν, θέλω κι ὁρέγομαί το
»ἐπεὶ ἔνι δόξα καὶ τιμὴ ὅλων τῶν ἐδικῶν σου».
[fr§12]Ἀκούσων γάρ, ὡς φρόνιμος, ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης,
ἔκλινε τὸ κεφάλιν του, καὶ προσκυνᾷ τὸν ρῆγαν.
Πρῶτα θεὸν εὐχαριστᾷ καὶ δεύτερον ἐκεῖνον,
ἀπῆρεν ὅσα τοῦ ἔδωκεν λογάριν καὶ φουσσᾶτα·
ἀπηλογίαν τοῦ ἐζήτησεν κι ἀποχαιρέτισέ τον,
τὴν ρήγαιναν ἀσπάστηκεν καὶ λέγει πρὸς ἐκείνην·
«Δέσποινά μου εὐχήσου με, ν’ ἀπέλθω μὲ τὴν εὐχήν σου».
Ἐνταῦτα ἐπῆρε, ἐστράφηκε ἐκεῖ ὁποῦ ἦτον ἀφέντης,
στὸν τόπον τοῦ ντὲ Μουφαρὰντ ὁποῦ πολλὰ ἐπεθύμα·
Πιττάκια γράφει παρευτύς, μαντατοφόρους στέλνει
στὸν κόντον τῆς Φιλάντριας τὰ ἔστειλε κ’ ἐκεινοῦ τῆς Τουλούζας,
τὸ πῶς ἐστράφη ἐκ τὴν Φραγκίαν ὅπου ἦτον εἰς τὸν ρῆγαν,
κ’ ἔχει βουλὴν καὶ προθυμίαν νὰ ποίσῃ τὸ τοῦ ἐζητῆσαν,
στὴν συντροφία τους νὰ ἀπελθῇ ἐκεῖ στὸν ἅγιον τάφον,
ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Χριστὸς διὰ τὸ ἀνθρώπινον τὸ γένος.
[fr§13]Ἐν τούτῳ ἐμαντατοφορήστησαν τὸ ποῦ νὰ ἐσμίξουν ὅλοι
ὅπως νὰ ἐπάρουσιν βουλὴν τὸ πόθεν νὰ ἀπεράσουν·
εἰς τὸ Σαβόη ἑνώθησαν κ’ ἐκεῖ βουλὴν ἀπῆραν·
ἀφότου ἐσυμβουλεύτησαν, ἰσιάστησαν ἀλλήλοις
τὸ πέραμα νὰ ποιήσουσιν ἀπὸ τὴν Βενετίαν.
[§]Ἐνταῦθα ἐπαρακάλεσαν ἀμφότερ’ οἱ κοντᾶδες,
ὡσαύτως ὅλοι οἱ δὲ λοιποί, οἱ πρῶτοι τοῦ πασσάτζο,
Ο ΓΟΔΟΦΡ. ΒΙΔΔΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΕΙΣ ΒΕΝΕΤΙΑΝ
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν πρῶτον τῆς βουλῆς τους,
ὡς ἄξιος, φρονιμώτερος ἀπ’ ὅλον τὸ φουσσᾶτον,
ν’ ἀπελθῇ ἐκεῖ εἰς τὴν Βενετίαν τὸ πέραμα νὰ ὀρθώσῃ·
προστάγματα τοῦ ἐποίκασιν μὲ κρεμαστὲς τὲς βοῦλλες,
τὴν δύναμίν τους τοῦ ἔδωκαν κ’ ὑπόσχεσιν τοῦ ἐποῖκαν,
τὸ ὅσον ποιήσῃ νὰ στερχτοῦν, νὰ τὸ ἔχουσιν πληρώνει.
[§]Οἱ δύο κοντᾶδες τοῦ ἔδωκαν πρὸς ἕναν καβαλλάρην·
ἄλλον ἕναν τοῦ ἔδωκεν ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης·
εἶχεν γὰρ κι ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἄλλους δύο ἐδικούς του
κι ἀπῆρεν τους κ’ ἐμίσσεψεν, ἐπέρασεν τὰ ὄρη,
εἰς τὸ Πιεμοὺντ ἐσώσασιν, στοῦ Μουφαρᾶ ἀπεσῶσαν,
ἐπέρασαν τὴν Λουμπαρδίαν, στὴν Βενετίαν ἐσῶσαν,
τὸν δοῦκαν ἐχαιρέτησαν ἐκ μέρους τοῦ μαρκέση,
καὶ τῶν κοντάδων ἄλλα δὴ καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὅλους,
τοὺς πρώτους καὶ καλλιώτερους ὅπου τὴν δόξαν εἶχαν.
Ἀτός του ὁ μισὶρ Ννζεφρὲς τοῦ ἔδωκεν τὰ πιττάκια·
μετὰ ταῦτα τοῦ ἐλάλησεν, ἐκ στόματος τοῦ εἶπεν·
τὸ πῶς τὸν ἀξιώνουσιν, ὡς φίλον κι' ἀδελφόν τους,
νὰ ποιήσῃ νὰ ἔχουν πλευτικά, νὰ θέλουσιν περάσει
στὸν ἅγιον τάφον τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖσε στὴν Συρίαν·
διὰ ὀχτὼ χιλιάδες χρήζουσιν μὲ τὰ ἄλογα περάσουν,
καὶ ἄλλες ὀγδοήκοντα χιλιάδες οἱ πεζοί τους.
[§]Ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας, μισὶρ Ἀρίγος ἄκω,
ντὲ Ἄντουλο τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν
-ἄνθρωπος ἦτον φρόνιμος, πολλὰ χαριτωμένος-
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
τιμητικὰ ἀποδέξετον μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκεῖνον·
χαρὰν μεγάλην ἔλαβε τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο,
ἐπεὶ ἐλογίστη, ἐσκόπησεν ὁτι ἐκ τοῦ πασσάτζου ἐκείνου
τιμὴν καὶ διάφορον πολὺν νὰ λάβῃ ἡ Βενετία.
Ὥρισεν κ’ ἐσωρεύτησαν οἱ μεγιστᾶνοι ὅλοι,
εἶθ’ οὗτως κι ὅλον τὸ κοινὸ τῆς πόλης Βενετίας·
στὸν Ἅγιον Μάρκο ἐσέβησαν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέγῃ·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, συντρόφοι, συγγενεῖς μου,
θεωρεῖτε πῶς μᾶς ἀγαπᾷ ὁ βασιλέας τῆς δόξης·
τιμὴν καὶ δόξαν, διάφορον, μᾶς ἔστειλεν ἐμπρός μας,
ὅταν τὸ ἄνθος τῆς Φραγκίας, οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι,
ἦλθαν παρακαλῶντα μας στὴν χώρα μας ἀπέσω,
νὰ δώσουν τὸ λογάριν τους κ’ ἡμεῖς τὰ πλευτικά μας».
Ἀκούσοντά το οἱ ἄρχοντες, οἱ πρῶτοι τῆς Βενετίας,
εἶθ’ οὕτως κι ὅλον τὸ κοινὸν ποῦ ἦσαν ἐκεῖ μετ’ αὔτους,
τοὺς λόγους καὶ τὴν διδαχὴν ὁποῦ τοὺς εἶπε ὁ δοῦκας,
μεγάλως τὸ ἀνεχάρησαν, τὸν δοῦκα εὐχαριστῆσαν
εἰς τὴν βουλὴν καὶ διδαχὴν, ὅπερ τοὺς ἐδιατάχτη·
ὁμοῦ τὸν ἐπροσκύνησαν, ἐστέρξαν κι ἀφιερῶσαν,
κ’ εἶπαν ὅτι νὰ πληρωθῇ ἄνευ καμμίας προφάσεως.
Κι ἀφότου ἀφιρώσασι κ’ ἐστέρξαν τὴν βουλὴν τους,
ἐκράξαν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ καὶ τοὺς καβαλλαρίους,
ποῦ ἦσαν ἐκεῖσε μετ’ αὐτὸν συντρόφοι μετ’ ἐκεῖνον·
μισὶρ Ἀρίγο ντὲ Ἄντουλος, δοῦκας τῆς Βενετίας,
ἀπόκρισιν τοὺς ἔδωκεν, οὕτως τοὺς ἀποκρίθη·
τὸ πῶς τὸ πρᾶγμα ὅπου ζητοῦν ἀρέσει τῆς Βενετίας.
[§]Προστάγματα ἐποιὴσασιν, ἔγραψαν, ἐβουλλῶσαν·
οὕτως τοὺς ἀφιρώσασι μὲ συμφωνίες μεγάλες
ὅτι ἐὰν συμβῇ ὑπόθεσις κι οὐδὲν ἐλθοῦν οἱ Φράγκοι
ΣΥΜΦΩΝΟΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΒΕΝΕΤΙΑΣ
τόσοι ὅπου νὰ γεμίσουσιν τὰ πλευτικὰ καράβια,
τὰ θέλουν ἀρματώσουσι οἱ Βενετίκοι δι’ αὔτους,
τὴν ἔξοδον τῶν πλευτικῶν τὰ ἠθέλαν ἐνεμείνει,
ἄνευ προφάσεως κι ἀφορμῆς νὰ τὴν ἔχουν πληρώσει.
[§]Καὶ ἀφότου ἐκπληρώσασιν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες,
ἀπηλογίαν ἀπήρασιν οἱ φράγκοι καβαλλάροι·
τὸν δοῦκα ἀπεχαιρέτησαν κι ὅλους τοὺς Βενετίκους,
ἐξέβησαν ’κ τὴν Βενετίαν, τὴν Λουμπαρδίαν ὡδέψαν,
στὸ Μουφαρὰν ἐσώσασι καὶ τὸν μαρκέσην ηὗραν·
λεπτῶς τὸν ἀφηγήσαντο τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον,
κι ὅσα ἐκατεστὴσασιν μετὰ τοὺς Βενετίκους.
Ἀκούσων ταῦτα τοῦ Μουφαρᾶ ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης,
μεγάλως εὐχαρίστησε τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποιῆσαν.
Ἐν τούτῳ ἀπεχαιρέτησαν οἱ καβαλλάροι ἐκεῖνοι
τὸν Μπονιφάτσον, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τὸν μαρκέσην·
ἐπέρασαν τῆς Λουμπαρδίας τὰ ὄρη τὰ μεγάλα,
εἰς τὴν Φιλάντρα ἀπέσωσαν ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ κόντος,
ἐκεῖνος ὁ παμφρόνιμος ὁ Μπαντουής, σὲ λέγω.
Λεπτομερῶς τοὺς ἐρωτᾷ τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποιῆσαν
μὲ τὸ κουμοῦ τῆς Βενετίας, ἂν ηὗραν τὴν ὄρεξίν τους.
κι ὅσον τοῦ ἐπληροφόρεσαν τὰ ἔπραξαν καὶ ἐποῖσαν,
σφόδρα τοῦ ἐφάνηκεν καλόν, χαρὰν μεγάλη ἐποιῆσεν.
[§]Ὁρίζει γράφει παρευτὺς εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα
ἔνθα ἦσαν οἱ ἅπαντες οἱ πελεγρῖνοι ἐκεῖνοι,
ὅπου ἦσαν ἐπάροντα τὸν σταυρὸν εἰς τὴν Συρίαν νὰ ἀπέλθουν,
τὸ πῶς ἐκαταστήσασιν μετὰ τοὺς Βενετίκους,
νὰ ὁρμώσουσι τὰ πλευτικὰ τοῦ νὰ ἔχουσιν περάσει
εἰς τὸν ἐρχόμενον καιρόν, ἀπὸ τὸν μάρτιον μῆναν.
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
[§]Ἐν τούτῳ ἐξῆλθε ἀπὸ ἁμαρτίας ἔμποδος εἰς τοὺς Φράγκους
κι οὐδὲν ὡρμῆσαν νὰ ἀπελθοῦν ὅλοι ἐκ τὴν Βενετίαν·
οἱ Προβεντσάλοι ἀπήρασιν βουλὴν μετὰ τὸν κόντον
ἐκεῖνον ὅπου σὲ λαλῶ, τὸν κόντον τῆς Τουλούζας,
διὰ τὸ εἶναι ἀπάνω εἰς τὸν αἰγιαλὸν καὶ εἶχαν πλευτικά τους
νὰ ἔχουν περάσει ἀπ’ ἐκεῖ διὰ τὸ εἶχαν ἐπιδέξιο.
[§]Καὶ ἐρχόμενος ὁ νέος καιρός, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
τῆς Φιλάντριας ὁ κόντος καὶ ἅπαντες ἐκ τῆς Φραγκίας τὰ μέρη,
κι ὁ Μπονιφάνσος τοῦ Μουφαρᾶ, ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης,
στὴν Βενετίαν ἀπήλθασι διὰ νὰ ἔχουσιν περάσει,
Κι ὡς εἶδαν ὅτι ἔλειπεν ὁ κόντος τῆς Τουλούζας
μὲ τὸν λαόν του κ’ ἕτερους ἀπὸ τὰ μέρη ἐκεῖνα
κι οὐκ ἦτον τόσος ὁ λαὸς τὰ πλευτικὰ γεμίσουν,
σκάνταλον μέγα ἐγίνετον ἀπὸ τοὺς Βενετίκους,
κι οὐκ ἤθελαν ν’ ἀφήσουσιν τοὺς Φράγκους νὰ ἀπεράσουν,
ἕως νὰ ἀποπληρώσουσιν τὲς συμφωνίες ὅπου εἶχαν,
τὴν ἔξοδον τῶν πλευτικῶν ὅπου τοὺς ἐπερσεῦαν.
Ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΒΕΝΕΤΙΑΝ ΚΑΙ ΖΑΡΑΝ
μεγάλως ἐβλαστήμησε τὸ σκάνταλον ἐκεῖνο·
ἐσκόπησεν κ’ ἐβιάστηκεν τὸ πῶς νὰ τὸ ἡμερώσῃ.
[§]Λοιπὸν ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὅπου σὲ ἀφηγοῦμαι,
ἡ πόλις τῆς Τσάρας -εὑρίσκετον ἐκεῖ εἰς τὴν Σκλαβουνίαν-
ροβολεμένη εὑρίσκετον κατὰ τῆς Βενετίας.
Κράζει καὶ λέγει τῶν Φραγκῶν, ὁλῶν τῶν κεφαλάδων,
τὸν Μπονιφάτσιον, πρότερον τὸν Μουφαρᾶ μαρκέση,
ὅπου ἦτον ’ς ὅλους κεφαλὴ ἔνοχος τοῦ φουσσάτου·
δεύτερον πάλε ἀπ’ αὐτὸν τὸν Παντουὴν ἐκεῖνον,
τὸν κόντον τῆς Φιλάντριας, σὲ λαλῶ, ὅπου ἦτον πρῶτος ’ς ὅλους·
«Ἄρχοντες, λέγω πρὸς ἐσᾶς, ἂν θέλετε νὰ λείψῃ
τὸ σκάνταλον κ’ ἡ ταραχὴ ὅπου ἔνι στὸ φουσσᾶτο,
ἂν θέλετε τοῦ νὰ γενῇ καὶ νὰ τὸ ὑποσχεθῆτε,
τὴν Τσάραν, ποῦ εἰς τὴν Σκλαβουνίαν ἑνῷ μᾶς ροβολεύει,
νὰ πολεμήσετε αὐτὴν μετὰ τὴν δύναμίν σας,
καὶ νὰ τὴν παραδώσετε εἰς τοῦ κουμοῦ τὰς χεῖρας,
ἡμεῖς νὰ σᾶς χαρίσωμε τὴν ἔξοδον ἐτούτην
ὅπου ἔνι αὐνῶν τῶν πλευτικῶν ὁποῦ σᾶς τὴν ζητοῦμε».
[§]Ἐνταῦθα ἐσυμβιβάστησαν οἱ Φράγκοι, τὸ ἐστεργῆσαν·
ἐποίησαν τὲς συνθῆκες τους καὶ τὲς συμβίβασές τους·
ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας ὁμοῦ μὲ τὸν λαόν του
ἐσέβησαν στὰ πλευτικά, ’ς ἐκεῖνα ὅπου ἐπερσεῦαν,
ὡρμώσασι κ’ ἐξέβησαν ἀπὸ τὴν Βενετίαν·
ἐκεῖ στὴν Τσάραν ἤλθασιν, ἐπιάσαν τὸν λιμιῶνα,
[§]Ἐν τούτῳ οἱ Φράγκοι πρόθυμα, μετὰ σπουδῆς μεγάλης,
πεζεύουν ἐκ τὰ κάτεργα, τὴν χώραν πολεμοῦσιν·
ἀπὸ σπαθίου τὴν ἔπιασαν, τῆς Βενενίας τὴν δίδουν,
ἐπλήρωσαν τὸν ὅρκον τους καὶ τὴν ὑπόσχεσίν τους.
Η ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΙΣ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
[§]Ἐνταῦθα ἄρξομαι ἀπ’ ἐδῶ, θέλω τοῦ νὰ σκολάσω
ἐτοῦτο ὅπου ἀφηγὴσομαι, ἄλλο νὰ καταπιάσω,
τὸ πῶς ἐγίνη ἡ ἔμποδος ἐκεινῶν τῶν πελεγρίνων,
κι ἀφῆκαν τὸ ταξεῖδι τους ἐκεῖνο τῆς Συρίας,
κι ἀπῆλθαν κ’ ἐκερδίσασιν τὴν Κωνσταντίνου πόλιν.
[§]Ἐτότε ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι,
ἦτον βασιλέας τῆς πολέου, ἐκεινῆς τῆς Κωνσταντίνου,
ὁ βασιλεὺς τῶν Ρωμαίων, κὺρ Σάκης ὁ Βατάτσης·
εἶχε αὐτάδελφον κακόν, Ἀλέξιον τὸν ἐλέγαν·
τὸν βασιλέαν ἐτύφλωσε, τὴν βασιλείαν ἀπῆρεν.
[§]Ἐκεῖνος γὰρ ὁ βασιλεὺς κὺρ Σάκης ὁ Βατάτσης
μὲ τοῦ ρηγός, τὴν ἀδελφὴν, ἐκεινοῦ τῆς Ἀλαμάνιας,
εἶχεν υἱὸν παράξενον, Ἀλέξιον τὸν ἐλέγαν·
τὸ ἰδεῖ ὅτι ἐτύφλωσεν ἐκεῖνος τὸν πατήρ του,
εὐθέως ἐμίσσεψε ἀπ’ ἐκεῖ στὴν Ἀλαμάνια ἑδιάβη,
ἐκεῖ στὸν θεῖον του ἀπέσωσεν στὸν ρῆγαν τῆς Ἀλαμάνιας·
λεπτῶς τοῦ ἀφηγήσατο τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον,
τὸ πῶς ὁ θεῖος του ὁ ἀσεβὴς τὴν βασιλείαν ἀπῆρεν.
[§]Ὁ ρῆγας γάρ, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ ἐλυπήθην·
ἐσκόπησεν, ὡς φρόνιμος, τὸ πῶς νὰ τοῦ βοηθήσῃ.
Ο ΑΛΕΞΙΟΣ ΖΗΤΕΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΝ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ
[§]Ἐν τούτῳ λέγει πρὸς αὐτόν· «Υἱέ μου καὶ
ἀνεψιέ μου,
τὸ τί σὲ ποιήσει οὐδὲν ἔχω εἰς τοῦτο, τὸ μὲ λέγεις·
ὅμως μαντᾶτα ἤκουσα -συντόμως μὲ τὰ ἠφέραν-
τὸ πῶς τὸ πλῆθος τῶν Φραγκῶν ποῦ στὴν Συρία ὑπαγαίνουν,
ἐκεῖ στὸν τάφον τοῦ Χριστοῦ, στὴν Βενετίαν ἐσῶσαν.
«Λοιπὸν ἐμένα φαίνεται, ἂν θέλῃς ὅτι νὰ τὸ ποιήσῃς,
καὶ δυνηθῇς νὰ ὑποσχεθῇς τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης ἐτοῦτο,
ὅ,τι ἂν ὁρίσῃ τοῦ λαοῦ, ἑκείνων τῶν πελεγρίνων,
ν’ ἀφὴσουν τὸ ταξεῖδιν τους, ἐκεῖνον τῆς Συρίας,
καὶ ἀπέλθουν στὴν Κωνσταντινούπολιν νὰ σοῦ τὴν παραδώσουν,
νὰ πιάσουν τὸ βασίλειον σου νὰ ἔχῃς τὴν ἀφεντία σου,
νᾶ ποιήσουν πάντας τοὺς Ρωμαίους νὰ σέβωνται τὸν Πάπαν,
τῆς Ρώμης γὰρ τὴν ἐκκλησίαν νὰ ἔχουν προσκυνήσει,
νὰ εἶναι ἕνα μετὰ μᾶς εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν,
οὕτως ἐλπίζω καὶ θαρρῶ στὴν βασιλείαν σου νὰ ἔλθῃς».
[§]Ἀκούσων ταῦτα ὅπου λαλῶ Ἀλέξιος ὁ νέος Βατάτσης,
ὅλα τὰ ὑποσχήθηκεν, ἔταξεν νὰ τὰ ποιήσῃ.
[§]Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν, πρόθυμα νὰ ὑποσχιέται,
ὥρισε γράφουσι γραφάς, πιττάκια εἰς τὸν Πάπα·
μανταταφόρους ὤρθωσε καὶ εἰς αὖτον ἀποστέλνει,
λεπτομερῶς τοῦ ἐμὴνυσεν ὅσον λέγω ἐνταῦτα.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ ἂ λάχῃ νὰ βαρειέσαι;
Η ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΙΣ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
Ὁ Πάπας, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐχάρηκε μεγάλως·
ὥρισε, ἔγραψαν παρευτὺς ἐκεῖ εἰς τοὺς πελεγρίνους,
γαρδενάριν ἀπέστειλε, λεγᾶτον τὸν ἐποιῆσεν.
Εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν ἀπέστειλεν εἰς ὅλους,
ὅτι, ἐὰν ἀφήσουν τῆς Συρίας ἐκεῖνο τὸ ταξεῖδιν,
νὰ ἀπέλθουν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν νὰ βάλουν τὸν Ἀλέξην,
τοῦ βασιλέως γὰρ τὸν υἱόν, ἐκεινοῦ τοῦ κὺρ Σάκη,
εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς βασιλείας νὰ τὸν ἔχουν θρονιάσει,-
ὅσοι ἀποθάνουν εἰς αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ ταξεῖδιν,
νὰ ἔχουν συμπάθειον κι ἄφεσιν ἀπὸ τὲς ἁμαρτίες τους,
ὥσπερ νὰ ἀποθάνασιν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον.
[§]Ὁ γαρδενάρης ποὺ λαλῶ, ἐκεῖνος ὁ λεγᾶτος,
ἐπῆρεν τὰ προστάγματα τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα·
ὥδεψε ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν, στὴν Βενετίαν ἐσῶσεν,
ἐσέβην εἰς τὸ κάτεργον, ἀπῆλθεν εἰς τὴν Τσάραν.
Ἐκ τὸ ἄλλο μέρος ἔσωσεν Ἀλέξης ὁ Βατάτσης·
ὁ ρῆγας τὸν ἀπέστειλεν ἀπὸ τὴν Ἀλαμάνιαν.
Ἀφότου ἀποσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν Τσάραν,
ἐγένετον διαλαλημὸς ’ς ὅλους τοὺς πελεγρίνους,
Ο ΑΛΕΞΙΟΣ ΖΗΤΕΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΝ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ
νὰ σωρευτοῦν κι ἀκούσωσι τὸν ὁρισμὸν τοῦ Πάπα.
Ἐν τούτῳ τοὺς ἐσύντυχεν ἐκεῖνος ὁ λεγᾶτος,
τοῦ Πάπα τὰ προστάγματα ὥρισεν κι ἀναγνῶσαν.
[§]Λεπτομερῶς τοὺς ἔδειξεν τὴν στράταν τῆς Πολέου,
Τὸ πῶς ἔνι διαφορικὴ πλέον παρὰ τῆς Συρίας·
ἐπεὶ ἔνι διὰ καλλιώτερον τοὺς χριστιανοὺς νὰ βάλουν
εἰς ἰσιασμὸν καὶ ὁμοιότητα, τοὺς Φράγκους μὲ τοὺς Ρωμαίους,
παρὰ νὰ ὑπάγουν στὴν Συρία ἄνευ καμμίας ἐλπίδος.
[§]Πολλὰ ἐταραχεύτησαν τινὲς εἰς τὰ φουσσᾶτα,
ὅπου ἀγαποῦσαν ν’ ἀπελθοῦν ἐκεῖ στὸν ἅγιον τάφον·
καὶ διὰ τὸ ἰσιάστησαν οἱ καλλιώτεροί τους
νὰ ἀφὴκουν τὴν στράταν τῆς Συρίας, ν’ ἀπέλθουν εἰς τὴν Πόλιν,
ἐστράφησαν εἰς τὴν Φραγκίαν τινὲς πλεῖστοι κλερᾶδες·
διὰ τοῦ λεγάτου τὴν διδαχήν, διὰ τὴν εὐχὴν τοῦ Πάπα,
ἐπέσαν οἱ ἄλλοι εἰς ὄρεξιν νὰ ἀπέλθουν εἰς τὴν Πόλιν.
[§]Ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας ἰδὼν τὴν προθυμίαν,
ὡσαύτως ὅλον τὸ κοινὸν τῆς Βενετίας μετ’ αὖτον,
εἶπαν κ’ ἑσυμβουλεύτησαν νὰ ὑπάουν κι αὐτοὶ στὴν Πόλιν
ἀφεὶν εἶχαν τὰ πλευτικὰ ἐκεῖνα τὰ περσά τους·
ἐπεὶ ἂν ἠθέλαν νὰ στραφοῦν στὴν Βενετίαν ὀπίσω,
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ
ὡς ἐντροπή, κατηγορία, ἦτον τῆς Βενετίας.
Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστησαν, εἰς τοῦτο ἀφιρῶσαν,
ὅτι διὰ τὴν συμπάθειαν τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα,
καὶ δεύτερον διὰ τὴν τιμὴν ὅλης τῆς Βενετίας,
νὰ ὑπάουν κι αὐτοὶ στὴν συντροφίαν ἐκεῖ τῶν πελεγρίνων·
[§]Καὶ ἀφότου ἐσυμβιβάστησαν οἱ ἅπαντες τοῦ φουσσάτου,
ἀπὸ τὴν Τσάρα ἑξέβησαν ὠρθῶσαν καὶ ὑπαγαῖναν·
ὁλόρθα ὑπάουν τῆς Ρωμανίας, ἐσῶσαν εἰς τὴν Πόλιν·
οἱ Φράγκοι ἐπεζέψασιν εὐθέως εἰς τὴν στερέαν,
κ’ οἱ Βενετίκοι ἐστήκασιν ἀπάνω εἰς τὰ καράβια.
Τῆς Πόλεως γὰρ νὰ σὲ ἔχω εἰπεῖ τὸ πῶς κεῖται ἡ χώρα·
ὡς ἄρμενον τὴν προσομοιῶ, τρίγωνος γὰρ ὑπάρχει,
τὰ δύο μέρη στὴν θάλασσαν, τὸ τρίτον στὴν στερέαν.
[§]Διατὶ τὸ βάθος τοῦ γιαλοῦ ἔνι βαθὺ καὶ μέγα,
τόσον αὐτῆς τῆς θάλασσας ὁμοίως καὶ τοῦ λιμιῶνος,
ὅπου ἔνι γῦρον τῆς Πολέου, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
ὄχι τὰ κάτεργα ἀλλά δή οἱ κόκες, τὰ καράβια,
ἐρχόντησαν μέχρι εἰς τὴν γῆν ὡσὰν νὰ ἦσαν βάρκες.
Οἱ Βενετίκοι, ὡς φρόνιμοι τεχνῖτες τῆς θαλάσσου,
μὲ πονηρίαν καὶ φρόνεσιν, μετὰ μεγάλης τέχνης,
γεοφύρια ἐποιήσασιν ἀπάνω εἰς τὰ καράβια·
ΚΑΤΑΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
μὲ τέχνην καὶ μὲ φρόνεσιν τὰ ἐρρίπταν εἰς τοὺς τοίχους,
μὲ τὰ σκουτάρια καὶ σπαθία ἐσέβησαν ὁλόρθα,
ἀπάνω εἰς τοὺς τοίχους τῆς Πολέου ἐσέβησαν ἀπέσω.
Οἱ Φράγκοι γὰρ ἐκ τὴν στερεὰν ἦτον ὁ πόλεμός τους·
ἀλλὰ οὐ καὶ ἰσχύσασι ποσῶς νὰ βλάψουσι τὴν Πόλιν.
[§]Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ ἂ λάχῃ νὰ βαρειέσαι;
οἱ Βενετίκοι ἐσέβησαν πρῶτα στὴν Πόλι ἀπέσω·
ἡ Πόλις ἐπιάστη ἀπὸ σπαθίου, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι.
Ἐκεῖνος ὁ Αλέξιος ὁ κακός, ὁ ἄπιστος βασιλέας
ἔφυγεν, ὡς ἡμπόρεσεν, ἀπέρασεν εἰς τὸ Σκουτάρι,
ἐδιάβη στὴν Ἀνατολήν, ἐξέβη ἀπὸ τὴν Πόλιν.
Ἐν τούτῳ τὰ ἀρχοντόπουλα ὅπου ἦσαν τῆς Πολέου,
τὸ ἰδεῖ τὸ πλῆθος τῶν Φραγκῶν ποῦ ἐσέβησαν ἀπέσω,
σπουδαίως γοργὸν ἐδράμασιν στὴν φύλαξιν ὅπου ἦτον
ἐκεῖνος γὰρ ὁ βασιλέας κὺρ Σάκιος ὁ Βατάτσης·
τὰ σίδερα τοῦ ἐξέβαλαν, εἰς τὸ παλάτι ἀπῆλθαν·
στὸν θρόνον τὸν ἐκάθησαν, οὕτως τυφλὸς ὡς ἦτον.
[§]Οἱ Φράγκοι γὰρ ὡς ἔμαθαν περὶ τοῦ βασιλέως
ἐκράξαν τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν πρωτοσύμβουλὸν τους,
μετὰ ταῦτα ἄλλους ἄρχοντας, εὐγενικοὺς ἀνθρώπους·
λεπτῶς τοὺς ἐπαρήγγειλαν στὸν βασιλέαν ν’ ἀπέλθουν,
νὰ ἐπάρουν γὰρ καὶ μετ’ αὐτοὺς Ἀλέξιον τὸν υἱόν του·
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ
νὰ τοῦ συντύχουν φρόνιμα τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον,
τὲς συμφωνίες ὅπου ἔποικεν ὁ ὑιός του μὲ τὸν Πὰπαν,
ἂν ἔνι ὅτι ἀρέσουν του καὶ θέλει νὰ τὲς στέρξῃ.
Σπουδαίως ἀπῆλθαν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνοι οἱ ἀποκρισάροι·
ηὗραν ἐκεῖ τὸν βασιλέα, στὸν θρόνον ἐκαθέτον·
τιμητικὰ τὸν χαιρετοῦν ἀπὸ τοὺς κεφαλᾶδες·
λεπτῶς τοῦ ἀφηγήθησαν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες,
ὅπου ἔποικεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ μετὰ τὸν Πάπα Ρώμης·
ἂν ἀγαπᾷ κι ὁρέγεται νὰ τὲς ἔχει στερεώσει.
[§]Ἐνταῦθα γὰρ ὁ βασιλεὺς κὺρ Σάκης ὁ Βατάτσης
φρόνιμα ἀπεκρίθηκεν, ὡς βασιλεὺς ὅπου ἦτον·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, ὅσον ἐποίησε ὁ υἱός μου,
κι ὁ ἀδελφός μου μετ’ αὐτοῦ, ὁ ρῆγας τῆς Ἀλαμάνιας,
ἐγὼ τὸ θέλω κι ἀγαπῶ, στέργω το μετ’ ἐκείνους·
ποιὴσατε προστάγματα, κ’ ἐγὼ νὰ τὰ βουλλώσω».
Ἀφότου γὰρ ἐγίνησαν οἱ συμφωνίες ἐκεῖνες,
περιέστησαν οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ φράγκικου φουσσάτου,
διὰ τὸ ἦτον ἔμπα τοῦ καιροῦ, καὶ ἐσέβαινε ὁ χειμῶνας,
νὰ ἐξεχειμάσουσιν ἐκεῖ εἰς τῆς Πόλεως τὴν χώραν·
κ’ εἰς τὸν ἐρχόμενον καιρόν, εἰς τὸ ἔμπα τοῦ μαρτίου,
νὰ ἔχουν κινήσει ἑνομοῦ μετὰ τὸν βασιλέα,
κ’ εἰς τὴν Συρίαν νὰ ἀπελθοῦν κατὰ τὲς συμφωνίες τους.
Ο ΙΣΑΑΚΙΟΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΙΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ
[§]Μετὰ βουλῆς καὶ ὁρισμοῦ κὺρ Σάκη τοῦ Βατάτση
ἐστέψασιν διὰ βασιλέαν Ἀλέξιον τὸν υἱὸν του.
Ἐν τούτῳ ἐσυμβουλεύτησαν μετὰ τὸν βασιλέα.
[§]Ἀφότου γὰρ ἐστέψασιν Ἀλέξιον τὸν υἱόν του
διὰ ἀφέντην καὶ βασιλέα ὅλης τῆς Ρωμανίας,
οὐδὲν ἐπέρασε ποσῶς ἕνας μῆνας σωζᾶτος
- καθὼς εὑρίσκεται ἀπὸ ἀρχῆς τὸ γένος τῶν Ρωμαίων
εἰς δολιότητα πολλὴν κ’ εἰς ἀπιστίες μεγάλες -
τινὲς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς πρώτους τῆς Πολέου,
ἀπῆλθαν εἰς τὸν βασιλέα Ἀλέξιον τὸν Βατάτσην,
καὶ λέγουσι οὕτως πρὸς αὐτόν· «Δέσποτα, βασιλέα,
ἀφῶν ἐπρόσταξεν ὁ Θεὸς κ’ ἔχεις τὴν βασιλείαν σου,
τί σὲ ἤφερεν, ἀφέντη μας, εἰς τὴν Συρίαν νὰ ἀπέλθῃς;
τὸ διάστημα ἔνι πολὺ ἐδῶθεν στὴν Συρίαν,
οἱ ἔξοδες, τὰ πλευτικὰ πολὺ θέλουν κουστίσει·
καὶ ἄλλο μεγαλιώτερον, πολλάκις καὶ χαθοῦμεν
στὰ πέλαγα τῆς θάλασσας, θέλεις εἰς τὴν στερέαν.
Ἐτοῦτοι οἱ Φράγκοι, ὅπου θεωρεῖς, πολλὰ εἶν’ θεληματάροι.
ὁμοίως κ’ ἐλαφροκέφαλοι, ὅτι τοὺς δόξῃ, κάμνουν·
ἂς τοὺς ἀφήκωμε νὰ ὑπᾶν εἰς Θεοῦ τὴν κατάραν,
καὶ ἡμεῖς ἂς ἀπομείνωμεν ἐδῶ στὰ ἰγονικά μας».
Ὁ βασιλεύς, ὡς νεούτσικος καὶ ἀπαίδευτος τοῦ κόσμου,
γοργὸν ἐσυγκατέβηκεν εἰς τὴν βουλὴν ἐκείνην.
Εἶπαν· «Καὶ πῶς νὰ ἔχῃ γενεῖ, νὰ τοὺς ἀποφληθοῦμε;»-
«Ἂς τοὺς ἀφήκωμε ἀκομὴ κανέναν μῆναν πλέον·
τὲς διοίκησες ὅπου βαστοῦν νὰ τὲς ἔχουν ἐξοδιάσει,
κι οὕτως νὰ ποιήσωμε ἐναρχίαν νὰ τοὺς ἔχωμε ἐξαλείψει».
Καθὼς τὸ ἐσυμβουλεύτησαν, οὕτως καὶ τὸ ἐπληρῶσαν.
[§]Ἀφῶν ἐπλήρωσε ὁ καιρός, κανένας μῆνας, δύο,
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ
- εἶχον χωρικὸν τὸν λογισμὸν θαρρῶντα νὰ προκόψουν -
τὲς πόρτες τῆς Πολέου ἐσφάλισαν καὶ φύλαξες ἐβάλαν·
τοὺς Φράγκους ὅπου εὑρέθησαν ἐντὸς τότε τῆς Πόλης,
εἰς τὸ σπαθὶ τοὺς ἔβαλαν, ὅλους τοὺς ἀπεκτεῖναν.
Ἔδε ἀσέβειαν ποῦ ἔποικαν οἱ ἀσεβεῖς Ρωμαῖοι
εἰς χριστιανοὺς ὀρθόδοξους κι ἀληθινοὺς ἀνθρώπους,
ὅπου ἐκοπίασαν κ’ ἔβαλαν τὸν βασιλέαν ἐκεῖνον
εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς βασιλείας ὅπου τὸ εἶχεν χάσει.
Ὁ Θεὸς γὰρ ὁ εὔσπλαχνος, ὁ δίκαιος εἰς τὰ πάντα,
εὐδόκησεν ἡ χάρη του ἐτότε εἰς τὸν φόνον ἐκεῖνον,
ὅτι κανεὶς εὐγενικὸς ἀπὸ τοὺς πλούσιους Φράγκους,
οὐδὲν ηὑρέθηκεν τινὰς ἐκεῖ εἰς τὴν Πόλι ἀπέσω
μόνον καὶ ἄνθρωποι φτωχοί, τεχνῖτες ὑποχέροι.
Τὰ γὰρ φουσσᾶτα τῶν Φραγκῶν ὅπου ἔστηκαν ἀπέξω
τῆς χώρας Πόλεως, σέ λαλῶ, ὡσαν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
τὸ ἀκούσει, ἰδεῖ τὴν ταραχήν, τὸν σουγλισμὸν τοῦ φόνου,
τὸν θόρυβον καὶ τὰς φωνὰς ἐκεινῶν ποῦ ἐσκοτῶναν,
εὐθέως γοργὸ ἀρματώνονται πεζοὶ καὶ καβαλλάροι·
ἐπιάσαν γὰρ ἐκ τοὺς Ρωμαίους, ἠρώτησαν τὸ πρᾶγμα,
τὸ πῶς ἐγίνη ἡ ἐναρχία, τὴν ἐποιῆσαν οἱ Ρωμαῖοι,
τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔποικαν ἀρτίως εἰς τὸν λαόν μας.
Κ’ ἐκεῖνοι ὅπου τὸ ἐξεύρασιν ἐπληροφόρησάν τους
τὸν τρόπον καὶ τὴν ἀφορμήν, τὸ εἰς τί σκοπὸν τὸ ἐποῖκαν.
[§]Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ φράγκικου φουσσάτου,
τοὺς Βενετίκους ἄφησαν τὴν θάλασσαν φυλάττουν,
καὶ πλεῖστον ἕτερον λαὸν πάλε ἀπὸ τὴν στερέαν·
κι ὁ ἄλλος ἕτερος λαὸς τοῦ πλήθους τοῦ φουσσάτου
ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους, τὰ φλάμουρα ἐξαπλῶσαν,
τὰ ἀλάγια ἐχωρίσασιν, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι.
ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΡΩΜΑΙΩΝ ΚΑΙ ΦΡΑΓΚΩΝ
Ἀπὸ τὴν Πόλι ἐξέβησαν, ἄρχισαν νὰ κουρσεύουν
τοὺς τόπους κι ὅλα τὰ χωρία, τὰ μέρη Ρωμανίας,
μέχρι στὴν Ἀνδριανόπολιν ἐσῶσαν κ’ ἐκουρσέψαν·
πέντε ἡμερῶν τὸ κάμνουσιν στράταν ἀπὸ τὴν Πόλιν.
Κι ἀφότου ἐχορτάσασιν κοῦρσος καὶ πλῆθος κέρδου,
ἐγνώμιασαν καὶ ηὕρασιν ὅτι εἶχαν πλέον κερδίσει
παρὰ ὅπου εἶχαν στὰ κάτεργα καὶ εἰς ὅλα τὰ πλευτικά τους·
ἐνταῦθα ὀπίσω ἐστράφησαν, ἤλθασιν εἰς τὴν Πόλιν.
[§]Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλεύς, κὺρ Σάκης ὁ Βατάτσης,
μεγάλως τὸ ἐβλαστήμησεν, σφόδρα τὸ ἐλυπήθην·
οὐδὲν ἔξευρεν ποσῶς ἐκ τὴν βουλὴν ἐκείνην
ὅπου ἔδωκαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἀλέξη τοῦ Βατάτση
ἐκεῖνοι οἱ θεοκατάρατοι, οἱ ἄνομοι δημηγέρτες.
Ὥρισεν καὶ ἐκράξασιν Ἀλέξιον τὸν υἱόν του·
μεγάλως τὸν ἀτίμωσεν, ἐχόλιασέν τον σφόδρα,
καὶ λέγει οὕτως πρὸς αὐτὸν μετὰ δακρύων τοὺς λόγους·
«Εἰπές μου, θεοκατάρατε, οὐκ εἶσαι ἐσὺ υἱός μου;
πῶς τὸ ἐθυμήθης, ἄπιστε τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων,
τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔποικες καὶ τὴν δημηγερσίαν
’ς ἐκεινοὺς ὅπου σ’ ἔποικαν νὰ εἶσαι βασιλέας;
Οὕτως σὲ ἁρμόζει ἀπὸ τὸν νῦν νὰ σὲ κρατοῦν οἱ πάντες,
ὡσὰν ἐκεῖνον τὸν ἄπιστον Ἰούδαν τὸν Σκαριώτην,
ὅπου ἔποικεν τὴν προδοσίαν τοῦ Κυρίου τῆς Δόξης.
Γοργὸν σὲ ὁρίζω νὰ μὲ εἰπῇς τὸ ποῖ σ’ ἐσυμβουλέψαν
νὰ ποίσῃς τοῦτο τὸ ἔποικες, τὴν τόσην ἀπιστίαν;
ἀτίμωσες τὴν βασιλείαν, τὸ γένος τῶν Ρωμαίων·
ποῖος νὰ πιστέψῃ ἀπὸ τοῦ νῦν Ρωμαίου τινὸς ἀνθρώπου;»
Ἐκεῖνος ἀπὸ τοῦ φόβου του κι ἀπὸ στενοχωρίας του,
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ
οὐκ εἶχεν πῶς τὸ ἀρνηθῇ· εἶπεν καὶ μαρτυρᾷ τους
ἐκείνους τοὺς πανάπιστους ποῦ τὸν ἐσυμβουλέψαν.
Ὥρισε εὐθέως ὁ βασιλεὺς κ’ ἠφέραν τους ὀμπρός του·
τοὺς ὀφθαλμούς τους ἐξέβαλεν, στὴν φυλακὴν τοὺς βάνει·
κι ἀπέκει κράζει δύο ἄρχοντες, πρώτους τοῦ παλατίου.
[§]Ὁρίζει γράφει γράμματα ’ς ἐκεῖνον τὸν μαρκέσην
ὡσαύτως καὶ εἰς τοὺς ἕτερους κοντᾶδες, κεφαλᾶδες.
Ἐξαφορμίστη πρὸς αὐτούς, μεθ’ ὅρκου τοὺς τὸ ἐμήνα,
ὅτι ποτὲ οὐκ ἤξευρεν τὴν ἀπιστίαν ἐκείνην,
ὅπου ἔποικεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ μετὰ τοὺς δημηγέρτες.
«Παρακαλῶ σας, ἄρχοντες, τὸ πρᾶγμα νὰ πραΰνῃ·
ἂς λείψουσιν τὰ σκάνταλα, μηδὲν γενῇ τὸ πλεῖον.
Ἐδῶ κρατῶ τοὺς ἄπιστους στὴν φυλακὴν ἀπέσω·
τυφλοὺς τοὺς ἔχω, ἐπάρετε, ὁρίσετε ἂς τοὺς κρίνουν,
ὡς δημηγέρτες ἄπιστους τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων.
Ἐγὼ γὰρ τὰ προστάγματα ὅπου ἔχομε ἀμφοτέρως,
τὲς συμφωνίες κι ὁμόλογα, κρατῶ τὰ ἀφιρωμένα·
στέργω νὰ τὰ πληρώσωμεν ἄνευ κανενὸς δόλου.
Τὸ κοῦρσον ὅπου ἐποίκετε καὶ ἡ αἰχμαλωσία,
ἂς ἔνι εἰς ἀνταμοιβὴν τοῦ φόνου τοῦ λαοῦ σας·
ὁ υἱός μου γὰρ νεούτσικος κι ἀπαίδευτος τοῦ κόσμου,
παρακαλῶ σας, ἄρχοντες, ὡς ἀδελφοὺς καὶ φίλους,
ἂς ἔχῃ τὴν συμπάθειον σας, μετ’ ἔσας νὰ ἀποθάνῃ·
ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἔμπροστεν ὡς ἀδελφός σας νὰ ἔνι·
ἂς ἔνι εἰρήνη εἰς ἐμᾶς, ἀγάπη κι ὁμοτόνια.
Ἐξεχειμάστε ἑνομοῦ ἐδῶ στὴν Πόλιν μέσα,
καὶ εἰς τοῦ καιροῦ τὴν ἄνοιξιν νὰ ὑπᾶτε τῆς Συρίας·
ὁ υἱός μου νὰ ἔλθῃ μετ’ ἐσᾶς κατὰ τὲς συμφωνίες μας».
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες τοῦ φράγκικου φουσσάτου,
βουλὴν ἐπῆραν ἑνομοῦ, ἰσιάστηκαν εἰς τοῦτο·
ἐγίνη ἀγάπη εἰς αὐτοὺς καθὼς ἦτον καὶ πρῶτον.
Ἐν τούτῳ ἐξεχειμάσασιν, ἦλθεν ὁ μάρτης μῆνας·
οἱ Φράγκοι ᾠκονομήθησαν νὰ θέλουν ὑπαγαίνει
ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΡΩΜΑΙΩΝ ΚΑΙ ΦΡΑΓΚΩΝ
ἐκεῖσε εἰς τὸ ταξεῖδιν τους, εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον.
[§]Ἐνταῦτα ἀπῆλθεν εἰς αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς Ἀλέξιος
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτούς, ἐπαρακάλεσέ τους·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, συντρόφοι ἠγαπημένοι,
ἐσεῖς ἐξεύρετε καλὰ τὸν φτόνον τοῦ διαβόλου,
τὸ πῶς μᾶς ἐσκαντάλισε εἰς τὴν νεότητά μας.
Λοιπὸν ἐγὼ εὑρίσκομαι εἰς ὅλα μου ἀρχικάρης,
κι οὐδὲν ἔχω τὰ πράγματα ὅπου μοῦ κάμνουν χρεία,
οὕτως ὡς πρέπει εἰς θέλημα διὰ τὸ ταξεῖδιν ἐτοῦτο.
Καὶ ἄλλο πάλε σᾶς λαλῶ, πληροφορέθητέ το·
ἀπὸ ἀφορμῆς τοῦ σκάνταλου ἐτούτου ὅπου ἐγινέτον
οὐ προθυμοῦσιν οἱ Ρωμαῖοι νὰ ἐσμίξουν μὲ τοὺς Φράγκους·
διὰ τοῦτο λέγω, πρὸς ἐσᾶς, ἀξιοπαρακαλῶ σας,
νὰ ἔχω συμπάθειον ἀπὸ ἐσᾶς ἡμέρες δεκαπέντε
νὰ ὀρθώσω τὰ φουσσᾶτα μου καὶ νὰ σᾶς καταφτάσω».
[§]Οἱ Φράγκοι γὰρ τὸ ἐστέρξασιν, κινοῦσιν κ’ ὑπαγαίνουν·
τὴν Ἡράκλειαν ἐπέρασαν· πάντα κοντὰ ἀναμένουν
ἐκεῖνον γὰρ τὸν βασιλέαν Ἀλέξιον τὸν Βατάτσην.
Ἀκούσατε οἱ ἅπαντες, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
ὅσοι πιστεύετε εἰς Χριστόν, τὸ βάφτισμα φορεῖτε,
ἐλᾶτε ἐδῶ νὰ ἀκούσετε ὑπόθεσιν μεγάλην,
τὴν κακοσύνην τῶν Ρωμαίων, τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔχουν.
Ποῖος νὰ θαρρέσῃ εἰς αὐτούς, ὅρκον νὰ τοὺς πιστέψῃ,
ἀφῶν τὸν Θεὸν οὐ σέβονται, ἀφέντη οὐκ ἀγαποῦσιν;
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ
ὁ εἷς τὸν ἄλλον οὐκ ἀγαπᾷ μόνον μὲ πονηρίαν.
[§]Ἀφῶν οἱ Φράγκοι ἐξέβησαν ἐκεῖθεν ἐκ τὴν Πόλιν,
ὁκάποιος πλούσιος ἄνθρωπος, ἄρχων ἀπὸ τὴν Πόλιν,
Μούρτζουφλον τὸν ἐλέγασιν, οὕτως εἶχεν τὸ ἐπίκλην,
ἰδὼν τὸν γέρο βασιλέα τὸ πῶς τὸν ἐτυφλῶσαν,
κι Ἀλέξιον τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸ πῶς ὑπῆρχε νέος,
ἐλόγιασεν τὴν βασιλείαν μὲ πονηρίαν νὰ ἐπάρῃ.
Κράζει τινές του συγγενεῖς, φίλους τε καὶ γειτόνους,
τσαγδάρους καὶ λιμαρικούς, βουλὴν μὲ αὐτοὺς ἀπῆρεν
Ἀλέξιον γὰρ τὸν βασιλέα ἐπιάσαν κ’ ἐφονέψαν·
εἰς μοναξίαν τὸν ηὕρασιν κ’ ἐθανατώσανέ τον,
ἐστέψασιν τὸν Μούρτζουφλον, τὸ στέμμα τοῦ ἐφορέσαν,
ὠνομάσαν τον βασιλέα, οὕτως τὸν εὐφημῆσαν.
[§]Ἐνταῦτα γὰρ ὡς τὸ εἴδασι τινὲς ἀπὸ τὴν Πόλιν,
ἀκούσων τοῦ παράξενου τοῦ βασιλέως τὸν φόνον,
βαρκέτταν ἀρματώσασιν πενῆντα δύο κουπίων·
ἐπλέψασιν κι ἀπήλθασιν, ἐσώσασιν τοὺς Φράγκους,
ἐκεῖσε ὅπου ὑπαγαίνασιν στὰ μέρη τῆς Συρίας·
λεπτομερῶς τοὺς εἴπασιν κ’ ἐπληροφόρησάν τους,
τοῦ βασιλέως τὸν θάνατον τὸ πῶς τὸν ἐσκοτῶσαν,
ὁ Μούρτζουφλος ὁ ἄπιστος τὴν βασιλείαν ἀπῆρεν.
[§]Οἱ Φράγκοι γάρ, ὡς τὸ ἤκουσαν, ἐθλίβησαν μεγάλως·
ἀπαύτου ἀπήρασιν βουλὴν τὸ πῶς νὰ ἔχουν πράξει.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ καὶ νὰ σὲ τὰ ἐμορφίζω;
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες τοῦ φράγκικου φουσσάτου,
ΛΙΒΕΛΛΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
μεγάλως τὸ ἐθαυμάστησαν, εἰς σφόδρα τὸ λυποῦνται,
καὶ ἄρχισαν νὰ λέγουσιν οἱ φρονιμώτεροί τους,
νὰ καταργίζουν τοὺς Ρωμαίους μὲ τὴν ὑπόληψίν τους·
«Τίς νὰ πιστέψῃ εἰς Ρωμαῖον εἰς λόγον εἴτε εἰς ὅρκον;
λέγουσιν ὅτι εἶναι Χριστιανοὶ καὶ στὸν Θεὸν πιστεύουν·
ἐμᾶς τοὺς Φράγκους μέμφονται, λέγουν, κατηγοροῦν μας,
σκύλους μᾶς ὀνομάζουσι, ἀτοί τους ἐπαινοῦνται·
λέγουν ὅτι εἶναι Χριστιανοὶ καὶ βάφτισμα φοροῦσιν·
αὐτοὶ καὶ μόνοι λέγουσιν ὅτι εἰς Χριστὸν πιστεύουν.
Μετὰ τοὺς Τούρκους κάθονται, πίνουν καὶ ἑστιάζουν
καὶ τίποτε οὐκ ἐλέγουσιν οὐδὲ κατηγοροῦν τους·
καὶ μετὰ μᾶς ἂν φάγουσι στὰ καύχη καναντίζουν·
στὴν ἐκκλησία τους ἐὰν συμβῇ Φράγκος νὰ λειτουργὴσῃ,
σαράντα ἡμέρες λείπεται ἄψαλτη ἡ ἐκκλησιά τους.
Ἀκούσατε τὲς αἵρεσες, τὲς ἔχουν οἱ Ρωμαῖοι·
ἀτοί τους γὰρ καὶ μοναχοὶ ἀλλήλως ἐπαινοῦνται
κ’ ἐμᾶς τοὺς Φράγκους μέμφονται, ἐμᾶς κατηγοροῦσιν,
ὅπου κρατοῦμε τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν καὶ τὸν νόμον,
καθὼς μᾶς τὸ ἐδιδάξασιν, ἐκεῖνοι οἱ ἅγιοι ἀποστόλοι.
Ὁ πρῶτος γὰρ ἀπόστολος ἦτον ὁ ἅγιος Πέτρος,
ὁποῦ τὸν ἐθρόνιασε ὁ Χριστὸς πρῶτον τῆς οἰκουμένης·
τοῦ παραδείσου τὰ κλειδία τοῦ ἔδωκεν ἀτός του·
τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἔδωκε νὰ δέσῃ καὶ νὰ λύσῃ·
ὅσον ποιήσῃ εἰς τὴν γῆν, εἰς οὐρανοὺς νὰ στέργῃ.
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ἀπόστολος ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
καὶ εἶχεν τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ τὸν ὁρισμόν του ὡσαύτως,
διότι τοὺς χρόνους ἐκεινοὺς ἡ πόλις γὰρ τῆς Ρώμης
τὸν κόσμον ὅλον ἀφέντευεν, ὅλην τὴν οἰκουμένην,
διὰ νὰ πατάξῃ τὰ εἴδωλα, τὴν ἀπιστίαν τῶν ἔθνων,
καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν ἐκκλησίαν νὰ αὐξήσῃ καὶ στερεώσῃ.
Ἐκεῖ ἀπῆλθεν καὶ ᾠκοδόμησεν τῆς ἐκκλησίας τὸν θρόνον·
ἐκεῖ τὸν ἐσταυρώσασι διὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν.
Ἀπαύτου γὰρ ἐξήλθασιν τινὲς πλεῖστοι Παπᾶδες,
ὅπου ἐκρατοῦσαν τὸ σκαμνὶ τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης.
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ
Οἱ Φράγκοι γὰρ καὶ οἱ Ρωμαῖοι πίστιν μίαν ἐκρατοῦσαν·
τῆς οἰκουμένης οἱ ἀρχιερεῖς, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
οἱ πατριάρχαι κ’ οἱ ἀρχιερεῖς οἱ πρῶτοι τῆς οἰκουμένης,
ἐπαῖρναν τὴν χειροτονίαν ἕκαστος ἀπὸ ἐκεῖνον,
ὅπου ἦτον Πάπας κι ἀρχιερεὺς εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς Ρώμης.
Διαβόντα γὰρ χρόνοι πολλοὶ αὐτεῖνοι οἱ Ρωμαῖοι,
Ἕλληνες εἶχαν τὸ ὄνομα, οὕτως τοὺς ὠνομάζαν,
-πολλὰ ἦσαν ἀλαζονικοί, ἀκομὴ τὸ κρατοῦσιν-
ἀπὸ τὴν Ρώμη ἀπήρασιν τὸ ὄνομα τῶν Ρωμαίων.
Ἀπ’ αὔτης τῆς ἀλαζονείας, τὴν ἔπαρσιν ὅπου εἶχαν
ἀφήκασιν τὸν ὄρδιναν τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης,
καὶ στήκουν ὡς σχισματικοί, μόνι τὸ καῦχος ἔχουν.
Τηρήσετε, ἄρχοντες καλοί, τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔχουν·
λέγουν ὅτι εἶναι Χριστιανοί, καὶ ἀλήθειαν οὐ κρατοῦσιν·
τὸν ὅρκον τους οὐδὲν κρατοῦν, οὐδὲ Θεὸν φοβοῦνται·
μόνον τὸ βάφτισμα ἔχουσι τὸ τῆς χριστιανωσύνης.
Ἰδὲ τὸ ὁρίζουν οἱ γραφὲς καὶ τὰ βιβλία ὅπου ἔχουν·
τὴν διδαχὴν ὅπου ἔποικαν οἱ δώδεκα ἀποστόλοι,
οἱ τέσσαροι εὐαγγελισταὶ ὅπου μᾶς ἐφωτίσαν,
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικαν ἐτότε εἰς τὸν κόσμον,
ὅταν ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ εἰς γῆν περιεπάτει·
κι ἀπαύτου πάλε ἡ διδαχὴ ὅπου μᾶς ἐδιδάχτη,
τῆς ἐκκλησίας τὸν ὄρδιναν τὸ πῶς νὰ τὸν κρατῶμεν·
ὅλα τὰ ἐλαττώσασιν ἀφότου ἐχωρίσαν
ἀπὸ τῆς Ρώμης Ἐκκλησίας, ποῦ ἔνι καθολική μας,
κι ἀφῆκαν τὴν χειροτονίαν τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα,
κι ἀλλήλως γὰρ χειροτονοῦν τὸν Πατριάρχην ποῦ ἔχουν.
Λοιπὸν ἀφότου οὐ σέβονται τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης,
διατὶ νὰ ὑπᾶμε εἰς τὴν Συρίαν κι οὐ μὴ νὰ στραφοῦμε ὀπίσω;
νὰ ἐπάρωμεν τῶν ἄπιστων τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἔχουν·
ἀφότου τὸν ἀφέντην τους τὸν βασιλέαν ἐπνίξαν;
Κι ἀπ’ αὐτοῦ γὰρ τηρήσετε τὴν ἀσέβειαν ὅπου ἔχουν
τὸν βασιλέαν ὅπου εἴχασιν διὰ φυσικὸν ἀφέντην,
μὲ φτόνον καὶ δημηγερσίαν, ἐσφάξαν κι ἀπεκτεῖναν.
Τίς νὰ πιστέψῃ εἰς αὐτούς, εἰς ὅρκον εἴτε εἰς λόγον,
νὰ τοὺς κρατήσῃ Χριστιανούς, ὡς τὸ λαλοῦν καὶ λέγουν;
μὲ λόγια εἶναι Χριστιανοί, τὸ ἔργον γὰρ τοὺς λείπει·
ἀνάθεμα τὸν Χριστιανὸν ὅπου νὰ τοὺς πιστέψῃ.»
Ἀφότου γὰρ ἐθλίβησαν τὸν βασιλέαν οἱ Φράγκοι
κ’ εἶπαν τὲς παραπόνεσες καὶ τῶν Ρωμαίων τὲς πρᾶξες,
ἄρξαν νὰ συμβουλεύωνται τὸ πῶς θέλουσιν πράξει.
ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ
Τινὲς ἀπ’ αὔτους αλεγαν εἰς τὴν Συρίαν νὰ ἀπέλθουν,
κι ἄλλοι, οἱ φρονιμώτεροι, εἶπαν κ’ ἐσυμβουλέψαν,
τέτοιαν βουλὴν ἐδώκασιν, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι·
»Ἀφότου οἱ ἄπιστοι Ρωμαῖοι, ἐκεῖνοι οἱ δημηγέρτες,
τὸν βασιλέαν ἐσκότωσαν, τὸν φυσικόν τους ἀφέντην,
ὅπου ἔπρεπε νὰ τὸν κρατοῦν δεύτερον τοῦ Κυρίου,
καὶ οὐκ ἔχουν ἄλλον φυσικὸν νὰ τοὺς ἔχῃ ἀφεντεύει·
περὶ νὰ ὑπᾶμε εἰς τὴν Συρίαν τὰ οὐκ ἔχομεν γυρεύει,
ἐνταῦτα στρέμμα ἂς ποιήσωμεν ἀπέσω εἰς τὴν Πόλιν,
καὶ πόλεμον ἂς δώσωμεν ὅλοι μὲ τ’ ἄρματά μας.
Κι ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ πάρωμεν τὴν Κωνσταντίνου πόλιν,
τὴν βασιλεία ἂς κρατήσωμεν ὅλης τῆς Ρωμανίας».
Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστησαν οἱ κεφαλᾶδες ὅλοι·
ὡσαύτως ὅλον τὸ κοινὸν τοῦ φράγκικου φουσσάτου·
τὰ πλευτικά τους ὥρισαν, τὰ ἄρμενα ἐγυρίσαν.
[§]Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλά; κ’ ἐγὼ πολλὰ βαρειόμαι·
ἐστράφησαν οἱ Φράγκοι μας ἐκεῖσε εἰς τὴν Πόλιν,
κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὸν λιμιῶνα,
τὴν χώραν ἐτριγύρισαν τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης.
Οἱ Φράγκοι ἐμηχανεύτησαν ὡσὰν κ’ οἱ Βενετίκοι·
μετ’ αὔτους ἦσαν ἑνομοῦ ὁμοίως καὶ οἱ Προβεντσάλοι
ὡσαύτως κ’ ἐκ τοῦ Μουφαρᾶ ἐκεῖνοι οἱ Λουμπάρδοι.
Τὰ τριπουτσέτα ἑστήσασιν ὅλα ἀπὸ τὴν στερέαν,
τὲς σύνταξες ἐχώρισαν, τὸν πόλεμον ἀρχίσαν.
Ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν τσαγρῶν ἄνθρωπον οὐκ ἀφῆναν
νὰ στέκῃ ἀπάνω εἰς τὰ τειχέα τῆς χώρας τῆς Πολέου.
Εἶχαν καὶ σκάλες ξύλινες, καλὰ σιδερωμένες·
εἰς τὰ τειχέα τὲς ἔστησαν διὰ νὰ σέβουν ἀπέσω.
Οἱ καβαλλάροι ἐπέζεψαν ἀπάνω ἐκ τὰ φαρία·
τὸ ἰδεῖ τὲς σκάλες, ἔδραμαν, ἐσέβησαν ἀπάνω.
Οὕτως, ὡσὰν σὲ τὸ λαλῶ, ἐπιάστη ἐτότε ἡ Πόλις,
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ
οἱ Φράγκοι ἐσέβησαν ἐμπρὸς ἀπέκει ἐκ τὴν στερέαν,
κ’ οἱ Βενετίκοι πάλε ἐσέβησαν ἀπάνω ἐκ τὰ καράβια,
ἐκεῖθεν ὅπου ἐστήκασιν τὸν γῦρον τῆς θαλάσσου.
Ἰστέον γὰρ νὰ ἐξεύρετε ὅτι ἐπιάστη ἡ Πόλις,
ὡσὰν ἐπιάστη πρότερον ἀπὸ τοὺς Βενετίκους,
εἰς τοῦ νοεμβρίου τὲς τέσσαρες ἡμέρες ἦτον τότε·
τὸ δὲ ὑστερνὸν καὶ δεύτερον τὸ πιάσμα τῆς Πολέου,
εἰς τοῦ ἀπριλίου τὲς τέσσαρες ἐγίνη πάλε ἐκεῖνο.
Ἀπὸ τοῦ πλήθους τοῦ λαοῦ, τοῦ δυνατοῦ πολέμου,
τινὰς οὐκ ἴσχυσεν ποσῶς νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν Πόλιν.
[§]Ἐπιάσαν γὰρ τὸν Μούρτζουφλον τὸν ἄπιστον ἐκεῖνον,
τῶν ἀρχηγῶν τὸν ἤφεραν διὰ νὰ τὸν ἔχουν κρίνει.
Μεγάλως τὸ ἐχάρησαν οἱ εὐγενικοὶ κοντᾶδες·
ὄχληση ἠγίνη, ταραχή, τὸ τί κρίσιν νὰ πάθῃ.
[§]Ὁκάποιος γέρων ἄνθρωπος εὑρέθη ἐκεῖ εἰς τὴν Πόλιν·
ἄνθρωπος ἦτον φρόνιμος, γραμματικὸς εἰς σφόδρα·
τὸ ἀκούσει πῶς ἠθέλασιν οἱ Φράγκοι νὰ τὸν ἔχουν κρίνει,
ἐκεῖνον τὸν πανάπιστον τὸν Μούρτζουφλον σὲ λέγω,
ἔδραμε ἐκεῖσε εἰς ἐκεινοὺς ὅπου ἦσαν κεφαλᾶδες,
ὅπου εἶχαν γὰρ τὴν ἐξουσίαν εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα·
ἄρχισε λέγει πρὸς αὐτούς, ἐπληροφόρησέ τους,
ΘΑΝΑΤΩΣΙΣ ΜΟΥΡΤΖΟΥΦΛΟΥ
τὸ πῶς ὁκάποιος βασιλέας - κὺρ Λέον τὸν ὠνομάζαν,
φιλόσοφος ἦτον φοβερὸς καὶ προφητεῖες ἐποῖκεν -
πολλὰ πράγματα ἔποικε ἐκεῖσε εἰς τὴν Πόλιν·
ἄλλα ἐπληρῶσαν τὸν καιρὸν ὅπου ἔμελλε νὰ ἔλθουν,
κ’ ἄλλα πάλε ἀναμένασιν νὰ ἔλθῃ ὁ καιρός τους.
Λοιπὸν ἐκεῖ πλησίον ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν
ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει·
γράμματα ἔποικεν γλυπτά, γράφουσιν ὡς σὲ λέγω·
«Ἀπέδω ἐτοῦτο τὸ κιόνι ὀφείλουν ἐγκρεμνίσαι
τὸν βασιλέα τὸν ἄπιστον τῆς Κωνσταντίνου Πόλης».
Λοιπόν, ὡς φαίνει, ἄρχοντες, ἡ προφητεία ἐπληρώθη·
ἀφῶν τὸ κιόνι ἔχετε κι αὐτὸν τὸν δημηγέρτην,
πληρώσετε τὴν προφητείαν τοῦ φιλοσόφου ἐκείνου»·
[§]Τὸ ἀκούσει το οἱ ἄρχοντες μεγάλως τὸ ἐθαυμάσαν.
ἀπὴρασι τὸν γέροντα τὸ κιόνι νὰ τοὺς δείξῃ·
κι ἀφῶν ἀπῆλθαν εἰς αὐτὸ κ’ ἐπληροφόρεσάν το
μεγάλως τὸ ἐθαυμάστησαν καὶ πάλε ἐχάρησάν το,
διατὶ ηὗραν τὸ ἐπιδέξιόν τους τὸν ἄπιστον νὰ κρίνουν,
ὡρίσαν γὰρ καὶ ἠφέραν τον κ’ ἐκεῖ τὸν ἀνεβάσαν,
ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ κιονίου κάτω τὸν ἐγκρεμνίσαν·
οἱ δαίμονες ἐφάνησαν ποῦ ἀπῆραν τὴν ψυχήν του.
[§]Ἀφότου γὰρ ἐγίνετον τοῦ δημηγέρτη ἡ κρίσις
ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄρχοντες, οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου,
εἰς τὸ παλάτι ἀπήλθασιν τοῦ βασιλέως ἐκείνου·
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ μικροί τε καὶ μεγάλοι
τὸ πῶς νὰ πράξουν αἰσθητὰ περὶ τῆς βασιλείας.
ΙΔΡΥΣΙΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ
[§]Τὰ λόγια ἤσασιν πολλὰ ἕως οὗ νὰ τὰ διακρίνουν.
τὸ γὰρ εἰς τέλος, εἴπασιν, οὕτως τὸ ἐσφαλίσαν·
ὅτι ἀφῶν ὑπαγαίνασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν Συρίαν,
κι ὁ Πάπας ὁ ἁγιώτατος μετὰ ἐντολῆς μεγάλης
τοὺς ὥρισε νὰ ἀφήκουσι ἐκεῖνο τὸ ταξεῖδιν,
ν’ ἀπέλθουν καὶ νὰ βάλουσιν Ἀλέξιον τὸν Βατάτσην
εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς βασιλείας, κ’ ἐκεῖνοι τὸν ἐβάλαν·
κι ἀπαῦτα ἀπὸ τοὺς ἴδιους του κ’ ἐκ τῶν Ρωμαίων τὸ γένος,
ἐσφάξαν καὶ ἀπέκτειναν κ’ ἐθανατώσανέ τον,
κι οὐκ ἔνι ἄλλος ἀπ’ αὐτοῦ ἄξιος τῆς βασιλείας·
«ἂς τὸ κρατήσωμεν διὰ ἐμᾶς κι ἂς μείνωμεν ἐνταῦτα,
μὲ δίκαιον τὴν ἀπήραμεν, μὲ τοῦ σπαθίου τὸ ξίφος».
[§]Κι ἀφότου τὸ ἀφιρώσασιν οὕτως, ὡσὰν τὸ λέγω,
βουλὴν ἀπῆραν ἀπ’ αὐτοῦ νὰ ποιήσουν βασιλέα.
Ἐκλέξαν δώδεκα ἄρχοντες, ἄξιους, φρονιμωτάτους·
οἱ ἕξι ἦσαν ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἕξι φλαμουριάροι·
συνθῆκες ὅρκον ἔποικαν, νὰ ἐκλέξουν βασιλέα
μὲ πιστοσύνην τοῦ Θεοῦ, ἄνευ τρόπου καὶ δόλου.
Ἐσέβησαν ’ς ἕνα κελλίν· ἐκεῖ τοὺς ἀπεκλεῖσαν,
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ
ἕως ὅτου νὰ κληρώσουσιν τὸν βασιλέα τῆς Πόλης.
[§]Πολλὰ ἐταραχεύτησαν ἀλλήλως μὲ τὰ λόγια,
διατὶ οὐκ ἰσιάζονταν ἑνομοῦ νὰ ποιήσουν βασιλέαν·
ἐπεὶ τινὲς ἐλέγασιν κ’ εἰς σφόδρα ἐπαινοῦσαν
τὸν δοῦκαν γὰρ τῆς Βενετίας, φρόνιμον κ’ ἐπιδέξιον,
κ’ ἐλέγαν ὅτι ἄξιος ἦτον διὰ βασιλέας.
[§]Κι ἀπὸ τῆς τόσης ταραχῆς ὅπου εἴχασιν ἀλλήλως,
ὁκάποιος ἦλθεν κ’ εἶπε το τὸν δοῦκα τῆς Βενετίας.
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς πανφρόνιμος κ’ εἰς ὅλα ἐπιδέξιος,
σπουδαίως ἀπῆλθε εἰς ἐκεινοὺς τοὺς δώδεκα φρονίμους,
τὴν θύραν ἀκριοχτύπησεν διὰ νὰ τὸν ἀφραστοῦσιν,
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτούς· «Ἄρχοντες, ἀφκραστῆτε·
ὁκάποιος λόγους μὲ ἤφερεν, ἦλθεν κι ἀπέσωσέ τους,
τὸ πῶς ὁκάποιοι ἀπὸ ἐσᾶς, ἀπὸ τῆς ἀρετῆς τους,
ὡς εὐγενεῖς καὶ φρόνιμοι, τὸ θέλημάν τους λέγουν·
λέγουσιν λόγους περὶ ἐμοῦ ὡς διὰ τὴν βασιλείαν,
ὅτι εἶμαι ἄξιος νὰ γενῶ τῆς Πόλης βασιλέας.
Λοιπὸν ἐγώ, ὡς φρόνιμους φίλους καὶ ἀδελφούς μου,
μεγάλως τοὺς εὐχαριστῶ· ὁ Θεὸς νὰ τοὺς τὸ στρέψῃ,
τὸ εἴπασιν καὶ λέγουσιν διὰ ἐμὲν τὸν ἀδελφόν τους.
Ὅμως ἐγὼ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τὴν χάριν καὶ τὴν δόξαν
οὐδὲν εὑρίσκω εἰς ἐμέν, λέγω στὸν ἐνιαυτόν μου,
τοσούτην ἀδιάκρισιν, νὰ μὴ τὸ ἐγνωρίζω,
ὅτι εἰς τοῦ κουμοῦ τῆς Βενετίας ἐξέβησαν ἀνθρῶποι
γνώσεως μεγάλης καὶ στρατειᾶς, ὡσὰν καὶ εἰς ἄλλους τόπους.
ἀλλὰ τινὰς οὐκ ἔφτασεν ποτέ του εἰς τόσην δόξαν,
τὸ στέμμα τὸ βασιλικὸν νὰ τοῦ τὸ ἔχουν φορέσει.
Ἐν τούτῳ σᾶς παρακαλῶ, ὡς φίλους κι ἀδελφούς μου,
νὰ πάψουσιν τὰ σκάνταλα, ἡ ταραχή, τὰ λόγια.
κι ὅσοι ἐλαλήσετε διὰ ἐμὲν νὰ γενῶ βασιλέας,
ἐπαίρνω ἐγὼ τοὺς λόγους τους καὶ τὲς φωνὲς ὅπου εἶπαν,
καὶ θέτω ἀπάνω εἰς αὐτὰς κ’ ἐγὼ τὸν ἐδικόν μου·
καὶ ἂς μίξωμεν καὶ τῶν ἀλλῶν, νὰ ποιήσωμεν ὁμάδα
τῶν δώδεκα τὴν ἐκλογήν, νὰ πληρωθῇ τὸ πρᾶγμα,
κι ἂς ποιήσωμεν διὰ βασιλέαν τὸν κόντον Βαλδουβῖνον
ὅπου ἔνι ἀφέντης φυσικός, ἀφέντης τῆς Φιλάντριας·
διατὸ ἔνι ἄξιος κι εὐγενής, χρήσιμος εἰς τοὺς πάντας
κ’ ἔντιμος νὰ ἔνι βασιλέας ἀπὸ ὅλους τοῦ φουσσάτου».
[§]Ἀκούσων ταῦτα οἱ δώδεκα ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι,
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοὶ νὰ ποιήσουν βασιλέα,
ἐνταῦτα ἐσυγκατέβησαν κι ὅλοι τὸ ἐστεργῆσαν·
ἀπέκει ἐσηκώθησαν ὅπου ἦσαν μαζωμένοι,
εἰς τὸ παλάτι ἀπήλθασιν αὐτοῦ τοῦ βασιλέως·
ἐλάλησαν νὰ σωρευτοῦν οἱ πάντες τοῦ φουσσάτου,
νὰ ἀκούσουν τὴν ἀπόκρισιν, τὴν εἶπαν κ’ ἐδιορθῶσαν,
τοῦ βασιλέως τὴν ἐκλογήν, τὸ ποῖος χρεωστεῖ νὰ ἔνι.
[§]Κι ἀφότου ἐσωρεύτηκαν οἱ πάντες τοῦ φουσσάτου
εἰς τὰ παλάτια τὰ λαμπρὰ τοῦ βασιλέως ἐκεῖνα,
ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ὁ φρονιμώτερός τους,
τὸν λόγον τους ἐβάσταξεν, ἐμφάνισεν τὸ πρᾶγμα,
τὸ πῶς μὲ φόβον τοῦ Θεοῦ, μὲ προσοχὴν μεγάλην,
τὸν κόντον τῆς Φιλάντριας ἐκλέξασιν διὰ βασιλέαν καὶ ρῆγαν
τῆς Πόλεως καὶ τῆς βασιλείας ὅλης τῆς Ρωμανίας.
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἅπαντες, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
οἱ πλούσιοι γὰρ κ’ οἱ εὐγενικοί, τὸ κοινόν, τὸ φουσσᾶτο,
εἰς σφόδρα τὸ ἀγαπήσασιν, ἐστέρξαν κι ἀφιρῶσαν,
ὁ κόντος γὰρ ὁ Παντουὴς νὰ ἔνι βασιλέας.
Ἠφέρασιν τοῦ βασιλέως τὸ στέμμα καὶ τὸν σάκκον,
ἐστέψασιν κ’ ἐντύσαν τον ὡς βασιλέαν, σὲ λέγω,
κ’ εὐφήμησαν κ’ ἐδόξασαν, ὡς πρέπει κι ὡς λαχάνει.
[§]Κι ἀφότου τὸν ἐστέψασιν κ’ ἐγίνη βασιλέας,
σκάνταλον μέσα ἐγίνετον καὶ ταραχὴ μεγάλη
εἰς τοὺς Λουμπάρδους, σὲ λαλῶ, ὁμοίως καὶ εἰς τοὺς Φραγκίσκους,
ὅπου ἀγαποῦσαν καὶ ἤθελαν νὰ γένῃ ὁ μαρκέσης
ἐκεῖνος γὰρ τοῦ Μουφαρᾶ, ὅπου ἦτον καπετάνος
εἰς τὰ φουσσᾶτα καὶ λαόν, καθὼς σὲ τὸ ἐπροεῖπα.
Ἐνταῦτα ὁ πανφρόνιμος Δοῦκας τῆς Βενετίας,
ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ἀρίς, ντὲ Ἄντουλο τὸ ἐπίκλην,
ἐβάλθη μετὰ ἕτερους τὰ σκάνταλα νὰ ἐσβύσῃ.
Ἀπῆρεν γὰρ καὶ μετ’ αὐτοῦ τὸν κόντον τῆς Τουλούζας·
τοσαῦτα ἔξευρεν νὰ εἰπῇ, τόσον νὰ τοὺς πραΰνῃ,
εἶπεν, ἐκαθοδήγησεν, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, ἀφότου ἐγενέτον
ἡ ἔκλεξις τοῦ βασιλέως, κ’ ἐστέφτη κ’ ἐπληρώθη
- ἄσκημον πρᾶγμα κι ἄπρεπον, κατηγορία μεγάλη -
ὅσοι τὸ εἰποῦν κι ἀκούσωσιν ’ς ὅλην τὴν οἰκουμένην,
ὅτι μὲ λόγου κ’ ἐκλογῆς τέτοιων μεγάλων ἀνθρώπων
ἐγένετο ἡ ἐκλογὴ κ’ ἐστέφτη ὁ βασιλέας,
κι ἀπαύτου ἐμενανοήσετε, ὡς φαίνεται, διὰ φτόνον.
Ἐν τούτῳ λέγω πρὸς ἐσᾶς, ἀξιοπαρακαλῶ σας,
νὰ λείψουσιν τὰ σκάνταλα, οὐδὲν ἔνι τιμή σας·
ἀφότου ἐγίνη βασιλέας τῆς Φιλάντριας γὰρ ὁ κόντος,
ἂς γένῃ καὶ τοῦ Μουφαρᾶ αὐτοῦνος ὁ μαρκέσης
ρῆγας κι ἀφέντης γονικὸς τῆς Σαλονίκης πόλης
μὲ ὅσα διαφέρνει ἐπ’ αὐτῆς καὶ ὀφείλει νὰ ἀφεντεύῃ».
Τὸ ἀκούσει ταῦτα ὁ λαός, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
οἱ πλούσιοι γὰρ καὶ τὸ κοινὸ τοῦ φράγκικου φουσσάτου,
στριγγὴν φωνὴν ἐλάλησαν, ὅλοι τὸ ἐπροσκυνῆσαν.
Κι ἀφότου τὸ ἐστεργήθησαν κ’ ἐστέψασι διὰ ρῆγα
τὸν Μπονιφάτσον, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τὸν μαρκέσην,
ἐπάψασιν τὰ σκάνταλα κ’ ἐγένετον εἰρήνη.
[§]Μετὰ ταῦτα ἐδιορθώσασιν τοὺς δώδεκα ἐκείνους,
ὅπου ἔκλεξαν τὸν βασιλέαν, τὴν μερισίαν νὰ ποιήσουν
τοῦ τόπου τῆς Ἀνατολῆς κι ὅλης τῆς Ρωμανίας,
ὅσον διαφέρνει τῆς Πολέου τῆς βασιλείας σὲ λέγω,
πρὸς τὴν οὐσίαν καὶ τὴν ἀξίαν τοῦ καθενὸς καὶ ἑκάστου,
καὶ τὸν λαὸν ὅπου εἴχασιν εἰς τὴν κουγκέστα ἐκείνην.
Μὲ κλήρους καὶ μὲ προσοχὴν ἡ μερισία ἐγενέτον·
ἔτυχεν γὰρ τῆς Βενετίας τὸ τέταρτον ἱμερίδι,
καὶ τὸ ἥμισον τοῦ τέταρτου, ὄγδον τὸ λέγουν ἄλλοι,
ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Πολέου κι ὅλης τῆς Ρωμανίας,
καθὼς τὸ γράφεται ἀκομὴ ὁ Δοῦκας τῆς Βενετίας
εἰς τὰς γραφὰς κ’ εἰς τὴν τιμὴν τῆς ἀφεντίας ὅπου ἔχει.
[§]Λοιπὸν ἐτότε ὅπου λαλῶ, εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον
ἦτον ἀφέντης τῆς Βλαχίας καὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος,
τῆς Ἄρτας καὶ τῶν Γιαννινῶν κι ὅλου τοῦ Δεσποτάτου,
κὺρ Ἰωάννην τὸν ὠνόμαζαν, Βατάτσης εἶχεν τὸ ἐπίκλη.
Κι ὡς ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν καὶ ἐπληροφορέθη
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἀπήρασιν τὴν ἀφεντίαν τῆς Πόλης,
κ’ ἐστέψασιν καὶ βασιλέαν, ἀπήρασιν τὰ κάστρη,
τὲς χῶρες ἐμερίσασιν ὅλης τῆς Ρωμανίας·
εὐθέως, σπουδαίως ἀπέστειλεν ἐκεῖ εἰς τὴν Κουμανίαν·
δέκα χιλιάδες ἤλθασιν, ὅλοι ἐκλεχτοὶ Κουμᾶνοι
μὲ Τουρκουμάνους ἐκλεχτούς, ὅλοι ἐκαβαλλικεῦαν.
Ἄρματα εἴχασιν καλά, διαρίχια ἐφοροῦσαν·
οἱ μὲν κοντάρια ἐβάσταιναν κ’ οἱ ἕτεροι βεργίτες.
Ἐσώρεψεν καὶ τὸν λαὸν ὅλης τῆς ἀφεντίας του,
φουσσᾶτα ἐπεριεσώρεψεν μεγάλα κι ἀντρειωμένα
κι ἄρχισε μάχην δυνατὴν νὰ πολεμῇ τοὺς Φράγκους·
οὐχὶ γὰρ εἰς πρόσωπον, νὰ πολεμήσῃ εἰς κάμπον,
ἀλλὰ μὲ τρόπον μηχανίας ὡσὰν τὸ κάμνουν οἱ Τοῦρκοι.
Διαβόντα γὰρ ἕνας καιρός, ἐγύρισεν ὁ ἄλλος·
μὲ πονηρίαν ἀπόστελνεν τοὺς καταπατητᾶδες
τοῦ νὰ μαθαίνῃ ἀδιάλειπτα τὲς τῶν Φραγκῶν γὰρ πρᾶξες.
[§]Κι ὡς ἔμαθεν πληροφορίαν τὸ ποῦ ἦτο ὁ Μπονοφάτσιος,
ὁ ρῆγας τοῦ Σαλονικίου, οὕτως τὸν ὠνομάζαν,
τὲς νύχτες ἐπερπάτησεν ἕως οὗ νὰ ἐφτάσῃ ἐκεῖθεν.
Τὰ ἐγκρύμματά του ἔβαλεν εἰς ἐπιδέξιους τόπους·
καὶ ὅσον ἐξημέρωσεν κ’ ἐπλάτυνεν ἡ ἡμέρα,
διακόσιους γὰρ ἐδιόρθωσεν ὅπου ἦσαν τὰ λαφρά τους
κ’ ἐδράμασιν κ’ ἐκούρσεψαν γῦρον τοῦ κάστρου ἐκείνου·
τὸ κοῦρσο ἐπεριμάζωξαν, ἀπήρασι, ὑπαγαίνουν.
Τὸ ἰδεῖ οἱ Λουμπάρδοι ὅπου ἤσασι ἐκεῖσε μὲ τὸν ρῆγαν,
σπουδαίως ἀπῆραν τ’ ἄρματα, πηδοῦν, καβαλλικεύουν·
ἀτός του ὁ ρῆγας μετ’ αὐτοὺς ἐξέβηκεν ὁμοίως
ὡς ἄνθρωποι ἀπαίδευτοι τῆς μάχης τῶν Ρωμαίων.
Ὀμπρὸς ὀπίσω ἐξέβαιναν πρὸς εἴκοσι καὶ τριάντα·
κ’ ἐκεῖνοι ὅπου ἐκουρσέψασιν κ’ ἐφεῦγαν μὲ τὸ κοῦρσο
ἕως οὗ νὰ τοὺς προσφέρουσιν ἀπέσω εἰς τὰς χωσίας.
Ἐνταῦτα ἀπεχωσιάσασιν γύρωθεν οἱ χωσίες
καὶ τοὺς Λουμπάρδους ἄρχασαν νὰ τοὺς θέλουν τοξεύει·
ἐδεῖχναν ὅτι φεύγουσιν ἐκεῖνοι οἱ Κουμᾶνοι
κ’ ἐγύριζαν ὀπίσω τους καὶ τὰ φαρία ἐδοξεῦαν.
Οἱ δὲ Λουμπάρδοι ὡς εἴδασιν μετὰ τὸν Μπονοφάνσιον,
ἐκεῖνον τὸν ἀφέντην τους, τοῦ Σαλονικίου τὸν ρῆγα,
τὸ πῶς τοὺς ἐτριγύρισαν κ’ ἐκατεδόξευάν τους,
ὅλοι ἑνομοῦ ἐσωρεύτησαν, νὰ ζήσουν κι ἀποθάνουν.
Τὸ δὲ οἱ Κουμᾶνοι κ’ οἱ Ρωμαῖοι οὐκ ἐζυγώνανέ τους·
μὲ τὰς σαγίττας ἀπὸ μακρὰ τοὺς ἐκατεδοξεῦαν
κι οὕτως τοὺς ἀποκτείνασιν κ’ ἐθανατώσανέ τους.
Ἀπαύτου δὲ καὶ ἔμπροστεν, καθὼς σε τὸ ἀφηγοῦμαι,
μὲ πονηρίον καὶ μηχανίαν, ὡς τὸ ἔχουν οἱ Ρωμαῖοι,
τοὺς Φράγκους ἐμαχόντησαν, ἐπαῖρναν τους καὶ ἐδίδαν,
καθὼς τὸ ἔχουν πανταχοῦ οἱ μάχες καὶ οἱ στρατεῖες,
ἕως ὅτου ἐπεράσασιν τῶν τριῶν χρονῶν τὸ τέλος.
[§]Κι ἀφότου ἐπληρώθησαν οἱ τρεῖς χρόνοι κι ἀπάνω,
ὁ Βαλτουβὴς ὁ βασιλεὺς ὠρέχτηκεν νὰ ἀπέλθῃ
ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδριανόπολιν, χώρα μεγάλη ὑπάρχει.
Κι ὡσὰν ἐδιέβηκεν ἐκεῖ, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
ὁκάποιος τοῦ τὸ ἐμηνύτεψεν ἐκεινοῦ τοῦ δεσπότη
τοῦ Καλοϊωάννη, σὲ λαλῶ, τοῦ ἀφέντου τῆς Βλαχίας·
κ’ ἐκεῖνος, ὡς τὸ ἤκουσεν κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη,
γοργόν, σπουδαίως, καὶ σύντομα, μὲ προθυμίαν μεγάλην,
καταπαντόθε ἐσώρεψεν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα·
ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδριανόπολιν σπουδαίως ἐκατεφτάσεν.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ πολλάκις νὰ βαρειέσαι;
ἐπεὶ κ’ ἐγὼ ὡσὰν κ’ ἐσὲν βαρειῶμαι νὰ τὰ γράφω·
ἀλλὰ διὰ συντομώτερον καὶ διὰ κοντοὺς τοὺς λόγους,
σὲ λέγω καὶ πληροφορῶ, μὲ ἀλήθειαν σὲ τὸ γράφω,
ὅτι, ὡσὰν τὸ ἔποικεν ἐκείνου τοῦ μαρκέση,
τοῦ ρῆγα τοῦ Σαλονικίου, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγήθην,
τὸ ἐποίησαν καὶ Μπαλτουῆ, τοῦ βασιλέως τῆς Πόλης·
μετὰ χωσίες καὶ μηχανίες οὕτω τοὺς ἐπλανέσαν,
ἐξέβησαν εἰς τὴν φωνὴν καὶ ταραχὴν ἐκείνην
ποῦ ἐλάλησαν καὶ εἴπασιν ὅτι ἦλθαν τὰ φουσσᾶτα
τοῦ Καλοϊωάννη, σὲ λαλῶ, ἐκεινοῦ τοῦ δεσπότη.
Πεντακοσίους ἀπέστειλεν ἐκεῖνος ὁ δεσπότης,
ὅπου ἔδραμαν κ’ ἐκούρσεψαν τοὺς κάμπους καὶ τοὺς τὸπους
ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδριανόπολιν ποῦ ἦτον ὁ βασιλέας.
Ὥρισεν γὰρ ὁ βασιλέας τὸν πρωτοστράτοράν του
καὶ τὰ σαλπίγγια ἐλάλησαν, πηδοῦν καβαλλικεύουν·
Φλαμέγκους εἶχε ἑξακοσίους καὶ τριακοσίους Φράγκους
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοί, φαρία ἐκαβαλλικεῦαν,
ἄρματα εἴχασιν λαμπρὰ ὡς τὰ ἔχουσιν οἱ Φράγκοι.
Ἀϊλλοὶ ζημία ὅπου ἐγένετον ἐκείνην τὴν ἡμέραν
’ς τέτοιους ἀνθρώπους βγενικοὺς ἀπ’ τὸ ἄνθος τῆς Φραγκίας,
τὸ πῶς ἐκαταλύθησαν κι ἀδίκως ἀποθάναν,
διατὶ οὐκ ἔξευραν κἂμ ποσῶς τὴν μάχην τῶν Ρωμαίων.
Ἤλθασιν γὰρ οἱ ἄρχοντες οἱ Ἀνδριανοπολῖτες
καὶ λέγουσιν τοῦ βασιλέως· «- Ἀφέντη μας, δεσπότη,
κράτησον τὰ φουσσᾶτα σου μηδὲν ἔβγουσιν ἔξω·
ἐπεὶ αὐτοί, ὅπου θεωρεῖς, ὅτι ἦλθαν καὶ κουρσεύουν,
ὡς πλάνοι ἤλθασι κλεφτῶς νὰ μᾶς ἐξεμαυλίσουν·
τὰ δὲ φουσσᾶτα ὅπου ἔχουσιν, ὅλοι εἶναι χωσιασμένοι
καὶ ἀναμένουν ὡς διὰ ἐμᾶς νὰ μᾶς ὑπάουσι ἐκεῖσε.
Αὐτοῦνοι γὰρ οὐ πολεμοῦν ὡσὰν ἐσεῖς οἱ Φράγκοι,
εἰς κάμπον ν’ ἀναμείνουσιν νὰ δώσουν κονταρέας,
ἀλλὰ μὲ τὰ δοξάρια τους φεύγοντα πολεμοῦσιν.
Καὶ πρόσεχε, ἀφέντη μας καλέ, μηδὲν ἐβγῇς εἰς αὔτους·
ἂν μᾶς ἀπῆραν πρόβατα, ἄλογά τε καὶ βοΐδια,
ὡς δανεικὰ ἂς τὰ ἐπάρουσιν, ἂν τύχῃ νὰ τὰ στρέψουν».
Ἀκούσων τοῦτο ὁ βασιλεὺς ἐκατηγόρησέ το,
χολιαστικὰ τοὺς ὥρισε πλέον νὰ μὴ τὸ εἰποῦσιν,
διότι πρᾶγμα λέγουσιν, κατηγορίαν μεγάλην.
«Νὰ ἐβλέπω μὲ τὰ ὀμμάτια μου ἐμπρός μου τοὺς ἐχτρούς μου
ὅπου ζημιώνουν, καταλοῦν, τοὺς τόπους μου κουρσεύουν,
κ’ ἐγὼ νὰ στήκω ὡσὰν νεκρὸς καὶ νὰ τοὺς ὑπομένω;
κάλλιον τὸ ἔχω, θάνατον σήμερον ν’ ἀποθάνω
περὶ νὰ εἰποῦσιν ἀλλαχοῦ νὰ μὲ κατηγορήσουν».
Ὥρισεν ἐλαλήσασιν, καὶ εἶπαν τὰ σαλπίγγια·
εἰς τρία ἀλλάγια ἐχώρισε τοὺς Φράγκους ὅπου εἶχεν,
καὶ τοὺς Ρωμαίους εἰς ἄλλα τρία κ’ ἐξέβησαν στὸν κάμπον.
Τὸ ἰδεῖ τους γὰρ οἱ Κούμανοι, ἐκεῖνοι ὅπου ἐκουρσεῦαν,
τὸ πῶς ἐξέβησαν ’ς αὐτοὺς, ἐχάρησαν μεγάλως,
ἔδοξαν ὅτι φεύγουσιν μὲ τὸ κοῦρσο ὅπου εἶχαν·
κ’ οἱ Φράγκοι, ὡς ἀπαίδευτοι τῆς μάχης γὰρ ἐκείνης,
ἀρχίσαν νὰ τοὺς διώκουσιν διὰ νὰ τοὺς ἔχουν σώσει·
κ’ ἐκεῖνοι πάλε φεύγοντα τοὺς ἐκατεδοξεῦαν
τὰ ἄλογα καὶ τὰ φαρία ὅπου ἐκαβαλλικεῦαν.
Τόσον τοὺς ἐπαράσυραν κ’ ἐξεμαυλίσανέ τους,
ὅτι τοὺς ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν χωσίαν·
εὐθέως ἐξεχωσιάσασιν οἱ Τοῦρκοι κ’ οἱ Κουμᾶνοι,
ἄρχισαν νὰ δοξεύουσιν τῶν Φραγκῶν τὰ φαρία.
Οἱ Φράγκοι γὰρ ἐλόγιασαν πόλεμον νὰ τοὺς ποιήσουν
μὲ τὰ κοντάρια καὶ σπαθία, ὡς ἦσαν μαθημένοι.
Οἱ δὲ Κουμᾶνοι ἐφεύγασιν κι οὐδὲν τοὺς ἐπλησίαζαν,
μόνι μὲ τὰ δοξάρια τους τοὺς ἐκατεδοξεῦαν
καὶ τόσα ἐκατεδόξεψαν ὅτι ἀπεκτείνανέ τους·
ἐψόφησαν γὰρ τὰ φαρία, οἱ καβαλλάροι ἐπέσαν.
Σαλίβες εἶχαν τούρκικες ὁμοίως καὶ ἀπελατίκια·
μὲ ἐκεῖνα τοὺς ἐσύχνασαν ἀπάνω εἰς τὰ κασσίδια,
κι ἀπέκτειναν τὸν βασιλέαν κι ὅλα του τὰ φουσσᾶτα.
Ἔδε ζημία ὅπου ἐγίνετον ἐκείνην τὴν ἡμέραν·
πᾶσα στρατιώτης εὐγενὴς πρέπει νὰ τοὺς λυπᾶται
διατὸ ἀπέθαναν ἄδικα δίχως νὰ πολεμήσουν.
Οἱ δὲ Ρωμαῖοι ὅπου ἤσασιν μετὰ τὸν βασιλέα
ἐκεῖ ἐκ τὴν Ἀνδριανόπολιν, ὀλίγους γὰρ ἐλάβαν,
ἐπεὶν τὸ ἰδεῖ τὸν βασιλέα τὸ πῶς τὸν ἀπεκτεῖναν,
ἔφυγαν, ὀπίσω ἐστράφησαν, ἐσέβησαν στὴν χώραν·
μαντᾶτα ἐσυνεβγάλασιν στὴν Κωνσταντίνου πόλιν,
τὸ πῶς ἐκαταλύσασιν τὸν βασιλέαν οἱ Τοῦρκοι.
[§]Ὁ Δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας εὑρέθηκεν ἐκεῖσε·
εὐθέως φουσσᾶτα ἐσώρεψεν, στὴν Ἀνδριανόπολη ἦλθεν
νὰ συμμαχήσῃ τὸν λαόν, τὴν χώραν νὰ φυλάξῃ.
[§]Ὡσαύτως ἐσυνέβγαλεν σπουδαίως ἀποκρισάρην
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνατολὴν εἰς τὸν μισὶρ Ρομπέρτον,
αὐτάδελφον τοῦ βασιλέως, τοῦ Βαλδουβίνου ἐκείνου.
Χῶρες καὶ κάστρη ἀφέντευεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Νύμφον·
εἶχε φουσσᾶτα δυνατά, φλαμουριαρίους μετ’ αὖτον.
Κι ὡς τὸ ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη
τὸ πῶς ἐκαταλύσασιν τὸν βασιλέα οἱ Τοῦρκοι,
τὰ κάστρη του ἐσωτάρχισεν κι ἀπῆλθεν εἰς τὴν Πόλιν.
[§]Ὁ Δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας ἐστράφηκεν ἐκεῖσε·
καταπαντοῦθεν ἐμήνυσε διὰ τοὺς φλαμουραρίους
τοὺς πρώτους ὅπου ἀφέντευαν τότε εἰς τὴν Ρωμανίαν.
Κι ἀφότου ἐσωρεύτησαν κ’ ἑνώθησαν ἀλλήλως,
ἐθρόνιασαν διὰ βασιλέαν ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον,
τοῦ βασιλέως τὸν ἀδελφὸν τοῦ Βαλδουβίνου ἐκείνου.
[§]Ἐκεῖνος γὰρ ὁ βασιλεὺς ὁ μισίρε Ρομπέρτος
εἶχεν υἱόν, τὸν ἔλεγαν κ’ ἐκεῖνον Βαλδουβῖνον,
ὅστις ἐγίνη βασιλέας κ’ ἔχασε τὴν βασιλείαν·
τὴν θυγάτηρ του ἀπόστελνεν διαβὼν ὀλίγοι χρόνοι,
τοῦ ρόϊ Ραγκοῦ τὴν ἔστελνεν νὰ ἐπάρῃ διὰ γυναῖκαν·
στὸν Ποντικὸν ἐπιάσασιν τὰ κάτεργα λιμιῶνα,
ὅπου ἔνι γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, κάστρον λαμπρὸν ὑπάρχει.
Ἐκεῖ εὑρέθη ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἀφέντης τοῦ Μορέως,
ὅπου ἦτον πρῶτος ἀδελφὸς τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου·
μὲ μηχανίαν καὶ φρόνεσιν ἔπιασεν κ’ εὐλογήθην
τὴν θυγάτηρ τοῦ βασιλέως ἐκείνου τοῦ Ρομπέρτου.
Καὶ ὁ βασιλεύς, τὸ ἀκούσει το μεγάλως τὸ ἐβαρύνθη.
ὕστερον γὰρ ἰσιάστησαν, καθὼς τὸ θέλεις μάθει
ἐδῶ εἰς ἐτοῦτο τὸ βιβλίον ἔμπροστεν ’ς ἄλλην λέξιν.
[§]Ἐν τούτῳ παύω ἀπ’ ἐδῶ, θέλω τοῦ νὰ σκολάσω
ἐτοῦτο ὅπου ἀφηγήσομαι, ἄλλο νὰ καταπιάσω,
νὰ σᾶς εἰπῶ ἀφήγησιν, καταλογὴν μεγάλην,
τὸ πῶς ἐπρᾶξαν οἱ Ρωμαῖοι, ἀφότου ἐξεπέσαν
κ’ ἐχάσασιν τὴν βασιλείαν τῆς Κωνσταντίνου πόλης.
Ἐν τούτῳ ἄρξομαι ἀπ’ ἐδῶ, ἀφκράζου νὰ μανθάνῃς.
[§]Τὸν χρόνον γὰρ καὶ τὸν καιρὸν ὅπου ἔπιασαν οἱ Φράγκοι
τὸ τὴν Κωνσταννινούπολιν, ὡσὰν τὸ ἀφηγοῦμαι,
ἰδὼν οἱ ἄρχοντες Ρωμαῖοι, οἱ πρῶτοι τῆς Ρωμανίας
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνατολήν, ποῦ εἶχαν τὴν παρρησίαν,
ἐκλέξασιν δι’ ἀφέντην τους καὶ βασιλέα ἐθρονιάσαν
ἐκεῖνον τὸν κὺρ Θεόδωρον, Λάσκαριν τὸν ἐλέγαν·
γαβρὸς ἦτον τοῦ βασιλέως κὺρ Σάκη τοῦ Βατάτση
κ’ εἶχεν τὴν θυγατέρα του ὁμόζυγον γυναῖκα.
[§]Κι ἀφότου τὸν ἐστέψασιν κ’ ἐποίησαν βασιλέαν,
τὰ κάστρη του ἐσωτάρχισε κ’ ἐρρόγεψεν φουσσᾶτα,
Τούρκους, Κουμάνους, Ἀλαϊνούς, Ζύχους γὰρ καὶ Βουλγάρους.
Ἄρχισε τοῦ νὰ μάχεται μὲ προθυμίαν μεγάλην
τοὺς Φράγκους ὅπου ηὑρέσκονταν εἰς τῆς Νικαίας τὰ μέρη,
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνατολὴν ὅπου ἔνι ἡ Φιλαδέλφεια,
ὅπου ἦτον γὰρ καὶ ἀφέντευεν ὁ μισὶρ Ρομπέρτος ντὲ Φιλάντριας.
[§]Κ’ ἐδιήρκησεν ἡ μάχη τους χρόνους κἄν τρεῖς καὶ πλέον,
ἕως οὗ ἐσκοτώθη ὁ βασιλεὺς αὐτὸς ὁ Βαλδουβῖνος,
κ’ ἐστέψασιν διὰ βασιλέαν ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον.
[§]Ἔζησεν γὰρ ὁ βασιλεὺς ὁ Λάσκαρις ἐκεῖνος
χρόνους κ’ ἔτη ὅσα ἠθέλησεν ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης·
κι ὡσὰν τοῦ ἦλθεν τὸ κοινὸ τοῦ κόσμου ν’ ἀποθάνῃ, -
κ’ εἶχεν υἱὸν μειράκιον, ἀνήλικος ὑπῆρχεν, -
ὥρισεν καὶ ἐκράξασιν κὺρ Μιχαὴλ ἐκεῖνον,
τὸν Παλαιολόγον, σὲ λαλῶ, τὸν πρῶτον τῆς Ρωμανίας,
ὡς τίμιον, φρονιμώτερον εἰς ὅλους τοὺς Ρωμαίους·
πρῶτα τοῦ ἐπαράδωκεν ἐκεῖνον τὸν υἱόν του,
καὶ δεύτερον τὴν ἀφεντίαν ὅλης τῆς βασιλείας.
Μεθ’ ὅρκου τὰ ἐπαράλαβεν ὅσα τοῦ ἐπαρεδῶκεν·
πατέρα γὰρ τοῦ βασιλέως ὥρισε νὰ τὸν κράζουν.
[§]Κι ὅσον ἐμεταστάθηκεν ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος,
ὁ Παλαιολόγος ὥρισεν, τὰ κάστρη ἐσωταρχίσαν·
ἔθεκεν φύλαξες καλές, εἰς τ’ ὄνομάν του ὠμόσαν·
τὸν ὅρκον ἐπαράλαβεν ὅλων τῶν κεφαλάδων,
ὡσαύτως γὰρ καὶ τοῦ κοινοῦ ὅλης τῆς βασιλείας.
Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν ὅλην τὴν ἀφεντίαν,
τοὺς ἄρχοντας ἐτίμησεν ὅλης τῆς βασιλείας·
τοὺς μὲν γὰρ εὐεργέτησεν, ἀλλῶν χώρας ἐδῶκεν·
κι ὅσον ἀπεκατέστησεν τὲς ὄρεξές τους ὅλες,
ἔπνιξεν κ’ ἐθανάτωσεν τὸν ἀφεντόπουλόν του,
τοῦ Λάσκαρη γὰρ τὸν υἱόν, τοῦ βασιλέως ἐκείνου.
Ἔδε ἀνομία καὶ ἁμαρτία, ὅπου ἔποικεν ὁ ἄθλιος,
νὰ πνίξῃ τὸν ἀφέντην του, τὴν ἀφεντίαν νὰ ἐπάρῃ·
ποῖος νὰ τὸ ἀκούσῃ καὶ νὰ εἰπῇ ὅτι εἰς Θεὸν πιστεύουν
ἄνθρωποι ὅπου οὐδὲν κρατοῦν ἀλήθειαν οὔτε ὅρκον;
τὰ ἔθνη γὰρ τὰ ἀβάφτιστα ὅρκον ἂν σὲ ποιήσουν
πρὸς τὰ συνήθεια ὅπου ἔχουσιν, τὸν νόμον ποῦ κρατοῦσιν,
πρῶτα νὰ λάβῃ θάνατον παρὰ νὰ σὲ ἀφιορκήσῃ.
Οἱ δὲ Ρωμαῖοι, ὅπου λέγουσιν ὅτι εἰς Χριστὸν πιστεύουν,
ὅσον σὲ ὀμνύει πλειότερον κι ὅρκους σὲ ἀφιερώνει,
τόσον σὲ μηχανεύεται διὰ νὰ σὲ ἀπεργώσῃ,
νὰ ἐπάρῃ ἀπὸ τὰ ροῦχα σου ἢ νὰ σὲ θανανώσῃ.
Ἀϊλλοὶ καὶ τί κερδίζουσιν νὰ σφάλλουν πρὸς τὸν Θέον;
καὶ πῶς τοὺς ἀπετύφλωσεν ἡ ἁμαρτία ὅπου πράττουν,
ὅτι τοὺς ἐξωλόθρεψεν ἀπὸ τὰ ἰγονικά τους,
κ’ ἐγένονταν ἀμάλωτα ὅλης τῆς οἰκουμένης.
Ποῖον ἄλλο γένος σήμερον εὑρίσκεται εἰς τὸν κόσμον
νὰ τοὺς πουλοῦν ὡς ἀμάλωτα μόνον καὶ τοὺς Ρωμαίους;
ὅμως ὡς πράττει ὁ κάτε εἷς οὕτως θέλει ἀπολάβει.
Τὴν λέξιν γὰρ ὅπου ἄρχισα νὰ λέγω καὶ νὰ γράφω,
θέλω νὰ σοῦ ἀφηγήσωμαι ἕως οὗ νὰ τὴν πληρώσω.
[§]Ἀφότου ἐθανάτωσεν κὺρ Μιχαὴλ ἐκεῖνος,
ὁ Παλαιολόγος, σὲ λαλῶ, τὸν ἀφεντόπουλόν μου,
τοῦ βασιλέως γὰρ τὸν υἱόν, τοῦ Λάσκαρη ἐκείνου,
καὶ ἔλαβε τὴν ἀφεντίαν ὅλης τῆς βασιλείας,
φουσσᾶτα ἐπερισώρεψεν, Τούρκους καὶ ἄλλες γλῶσσες,
τὴν μάχην ἐπεχείρησε νὰ μάχεται τοὺς Φράγκους
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνατολὴν ὅπου εἶχε τὸ ἐπιδέξιον.
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ βασιλεὺς ὁ μισίρε Ρομπέρτος
οὐδὲν ἦτον εἰς τὸν καιρὸν ἐτότε ὅπου σὲ λέγω,
διατὸ ἦτον ἀποθάνοντα ὀμπρὸς ὀλίγους χρόνους·
κι ἀφέντευεν ὁ Βαλτουὴς ἐκεῖνος ὁ υἱός του,
ὅπου ἔχασεν τὴν βασιλείαν μὲ τὴν κακήν του πρᾶξιν.
Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστηκεν αὐτὸς ὁ Παλαιολόγος
μὲ τὸ κουμοῦ τῆς Γένοβας, τὸν Γαλατᾶν τοὺς δίδει,
ὅπου ἔνι ἐκεῖθεν τῆς Πολέου ἀπέκει τοῦ λιμιῶνος·
χώραν ἐποίκασιν ἐκεῖ κι ἀππλίκιν τους μεγάλο·
ὅρκον, συνθήκας ἔποικαν μετὰ τὸν βασιλέα,
νὰ εἶναι ἀκουμέρκευτοι ’ς ὅλην τὴν Ρωμανίαν,
νὰ τοῦ βοηθοῦν μὲ κάτεργα εἰς ὅλες του τὲς μάχης,
νὰ ἔχουσι τὴν ρόγαν τους καὶ τὴν φιλοτιμίαν τους.
[§]Κάτεργα ἑξῆντα ἀρμάτωσε αὐτὸς ὁ Παλαιολόγος·
ἔβαλεν καὶ ἀρχάσασιν μάχην μετὰ τοὺς Βενετίκους,
διανὸ ἦσαν εἰς βοήθειαν ἐκεινοῦ τοῦ Βαλδουΐνου·
ἐκράτησαν τὰ ἔμπατα, τὲς στράτες τοῦ πελάγου
τοῦ νὰ μὴ φέρουσιν ποθὲν σωτάρχιον εἰς τὴν Πόλιν.
Κ’ ἐκεῖνος πάλε ἐπέρασεν εἰς τῆς Πολέου τὰ μέρη
μ’ ὅσα φουσσᾶτα ἠμπόρεσεν νὰ ἔχῃ περισωρέψει·
τὴν Πόλιν ἐκατάκλεισε τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης.
[§]Κ’ ἰδὼν ἐτοῦτο οἱ Ρωμαῖοι, ὅπου ἦσαν εἰς τὴν Πόλιν,
σύντομα ἐσυμβιβάστησαν μετὰ τὸν Παλαιολόγον·
ὅρκον, συνθῆκες, ἔποικαν κ’ ἐμπάσαν τον ἀπέσω.
Κι ὡς εἶδε ἐτοῦτο ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Βαλδουῖνος,
τὸ πῶς τὸν ἀπιστήσασιν τὸ γένος τῶν Ρωμαίων,
ἐκεῖσε ἐκατέφυγεν μετὰ τοὺς Φράγκους ὅλους
ὅπου ἤσασιν γὰρ μετ’ αὐτὸν εἰς τὰ παλαιὰ παλάτια·
ἐκεῖ ἐπολεμοῦσαν τὸν οἱ Τοῦρκοι κ’ οἱ Ρωμαῖοι.
[§]Ὡς εἶδεν γὰρ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Βαλδουῖνος
τὸ πῶς τὸν ἐκατάκλεισαν εἰς τὰ παλαιὰ παλάτια,
-καράβιν εἶχε ἐξαίρετον, μέγα, λαμπρὸν ὑπῆρχε,
εἰς αὖτο ἐδιέβηκεν ἐκεῖ μὲ τρεῖς χιλιάδες ἄλλους·
ἀπὸ τὴν Πόλη ἐξέβησαν, τὴν θάλασσαν ἐπλέψαν,
ἔσωσαν στὴν Μονοβασίαν, ἐκεῖσε ἁππλικέψαν·
ἐξέβησαν ἔξω εἰς τὴν γῆν κ’ εἰς τὸν Μορέαν ἐσῶσαν.
Ἐκεῖ ἦτον τότε ὁ πρίγκιπας ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος·
τὸ μάθει ὅτι ἦλθε ὁ βασιλεὺς ἦλθεν εἰς ἀπαντήν του,
πολλὰ γὰρ τὸν ἐτίμησεν ὡς βασιλεὺς ὅπου ἦτον.
Ὁ βασιλεὺς ἐσπούδαζε ν’ ἀπέλθῃ εἰς τὴν Δύσιν,
ἐλπίζοντα λογίζοντα νὰ τοῦ ἔχουν βοηθήσει
ὁ Πάπας μὲ τὴν Ἐκκλησίαν κι ὁ Ρήγας τῆς Φραγκίας,
φουσσᾶτα νὰ τοῦ δώσουσιν καὶ συμμαχίαν μεγάλην,
ὀπίσω πάλε νὰ στραφῇ ἐκεῖσε εἰς τὴν Πόλιν.
[fr§87]Ἐν τούτῳ ἐνεμείνασιν πολλοὶ ἀπὸ τὸν λαόν του
ἐκεῖ γὰρ μὲ τὸν πρίγκιπα ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον,
εἰς λογισμὸν νὰ τοὺς εὑρῇ ἐκεῖσε ὁ βασιλέας
στὸ στρέμμα ὅπου ἤλπιζεν τοῦ νὰ στραφῇ ἀπ’ ἐκεῖθεν.
Ἐκεῖνοι γὰρ ἐνέμειναν ὅπου τοὺς ὀνομάζω.
Ὁ πρῶτος ὁ μισὶρ Ἀσελής, ντὲ Ντοὺθ εἶχεν τὸ ἐπίκλην,
αὐτάδελφος ἦτον τοῦ Καίσσαρη ἐτότε τῆς Πολέου,
τὴν μήτηρ τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκείνου ντὲ Ντουρνάη
ἐπῆρεν εἰς γυναῖκαν του κ’ ἐνέμεινε εἰς τὸν τόπον.
1325Ἀπαύτου ἦτο ὁ μισὶρ Βηλές, ντὲ Ἀνόε εἶχεν τὸ ἐπίκλην,
ὅπου ἦτον πρωτοστράτορας τῆς Ρωμανίας ἐτότε·
ὁ πρίγκιπας εὐεργεσίαν τὴν Ἀρκαδίαν τοῦ ἐδῶκεν.
Ἐνέμειναν οἱ ντὲ Μπλαθοὶ κ’ ἐκεῖνοι οἱ ντὲ Βερήθοι.
Ντὲ Ἀμπὴ ἦσαν τέσσαροι ἀδελφοί, ντὲ Ἀνὴ ἦσαν ἄλλοι δύο.
1330Ἄλλος ἦτον ντὲ Λεσπηγγὰς καὶ πλεῖστοι ἄλλοι σιργέντες·
ὁμοίως καὶ ἄρχοντες Ρωμαῖοι· ἐνέμειναν κ’ ἐκεῖνοι,
τοὺς ὁποίους οὐκ ὀνομάζω σε διὰ τὴν πολυγραφίαν.

ΜΕΡΟΣ Β΄ - PARS II

επεξεργασία
(1)[fr§88]1333Ἐνταῦτα θέλω ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ πάψω τὰ σὲ λέγω,
τὲς πρᾶξες ὅπου ἐπράξασιν οἱ βασιλεῖς ἐκεῖνοι,
1335ὁ Παλαιολόγος ἀλλὰ δὴ κι ὁ Βαλδουβὴς ἐκεῖνος,
διατὶ σπουδάζω νὰ στραφῶ εἰς τὸ προκείμενόν μου,
καθὼς τὸ ἐπεχείρησα εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ λόγου,
διὰ νὰ πληρώσω τῆς ἀρχῆς τοῦ πρόλογου τὸ τέλος.
p.57ΤΟ ΠΩΣ ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ ΕΚΕΡΔΙΣΑΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ
1340Ἐπεὶ ἂν εἶσαι γνωστικὸς κ’ ἐξεύρεις τὰ σὲ γράφω,
καὶ ἔγροικος εἰς τὴν γραφήν, τὰ λέγω νὰ ἀπεικάζῃς,
πρέπει νὰ ἐκατάλαβες τὸν πρόλογον ὅπου εἶπα
εἰς τοῦ βιβλίου μου τὴν ἀρχὴν τὸ πῶς τὸ ἐκαταλέξα
ὅτι δι’ ἀρχὴν θεμελίου εἶπα τὸ τῆς Συρίας,
ὡσαύτως τῆς Ἀνατολῆς, ἔπειτα τῆς Πολέου,
τὸ πῶς τοὺς τόπους ἐκεινοὺς ἐκέρδισαν οἱ Φράγκοι -
ὅπως νὰ ἔλθω καὶ φέρω σε καὶ νὰ σὲ καταλέξω,
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἐκέρδισαν ὁμοίως καὶ τὸν Μορέαν.
Κι ἂν ἔχῃς ὄρεξιν νὰ ἀκούῃς πρᾶξες καλῶν στρατιώτων,
νὰ μάθῃς καὶ παιδεύεσαι, ἂ λάχῃ νὰ προκόψης.
Εἰ μὲν ἐξεύρεις γράμματα, πιάσε ν’ ἀναγινώσκῃς·
εἴ τε εἶσαι πάλι ἀγράμματος, κάθου σιμά μου, ἀφκράζου·
κ’ ἐλπίζω, ἂν εἶσαι φρόνιμος, ὅτι νὰ διαφορήσῃς,
ἐπεὶ πολλοὶ ἀπὸ ἀφήγησες ἐκείνων τῶν παλαίων,
ὅπου ἤλθασιν μετὰ ἐκεινῶν, ἐπρόκοψαν μεγάλως.
Ἐν τούτῳ ἄρξομαι ἀπ’ ἐδῶ κι ἀφκράζου τὰ σὲ λέγω.
[fr§89]Ὁ κόντος ὁ παράξενος ἐκεῖνος τῆς Τσαμπάνιας
ὅπου σὲ εἶπα εἰς τὴν ἀρχὴν ἐτούτου τοῦ βιβλίου,
ὅπου ἄρχισεν τὸ πέραμα καὶ τὸ πασσάτζο ἐκεῖνο
μετὰ τοὺς ἄλλους ἕτερους εὐγενικοὺς ἀνθρώπους
ν’ ἀπέλθῃ ἐκεῖσε εἰς τὴν Συρίαν, εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον-
ἐκλέξαν τον διὰ κεφαλὴν καὶ μέγαν καπετᾶνον
εἰς τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἴχασιν      ἐτότε οἱ πελεγρῖνοι,
καὶ ἔπεσεν κι ἀπέθανεν, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγήθην.
Εἶχεν κι ἄλλους δύο ἀδελφοὺς δευτέρους ἀπὸ αὖτον.
[fr§90]Κι ὡσὰν ἀκούσουν κ’ ἔμαθαν τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἐκεῖνοι,
ὅπου ὑπαγαῖναν στὴν Συρίαν μὲ θέλημα τοῦ Πάπα,
ἀφῆκαν τὸ ταξεῖδιν τους κι ἀπῆλθαν εἰς τὴν Πόλιν
κ’ ἐκέρδισαν τὴν Ρωμανίαν κ’ ἐγίνησαν ἀφέντες,
βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ ἐκεῖνοι οἱ δύο αὐταδέλφοι·
νὰ μείνῃ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἐκεῖ εἰς τὸ ἰγονικόν τους,
κι ὁ ἄλλος νὰ ἀπέλθῃ εἰς Ρωμανίαν διὰ νὰ κερδίσῃ τόπον.
Λοιπὸν ὡς τὸ ἔχει ἐριζικὸν ἡ χάρις τῶν ἀνθρώπων,
κι οὐδὲν ὁμοιάζουν οἱ ἀδελφοὶ εἰς πρόσοψιν καὶ χάριν,
ἦτον ὁ ὑστερνότερος ἀπὸ τοὺς δύο αὐταδέλφους,
ὁκάτι ἐπιδεξιώτερος καὶ φρονιμώτερός τους.
Κ’ ἰσιάστησαν οἱ δύο ἀδελφοί, ὁ πρῶτος ν’ ἐνεμείνῃ
ἐκεῖσε εἰς τὸ κοντᾶτο του ἐκεῖνο τῆς Τσαμπάνιας,
κι ὁ δεύτερος ἀπὸ τοὺς δύο μισὶρ Γουλιάμος ἄκω,
εἶχεν καὶ ἐπίκλην ὁ λόγου του, τὸν ἐλέγαν ντὲ Σαλοῦθε
νὰ εὕρῃ φουσσᾶτα ὅσα ἠμπορεῖ νὰ ἐπάρῃ μετὰ ἐκεῖνον,
κ’ ἐκεῖνος νὰ ἔλθῃ εἰς Ρωμανίαν τοῦ νὰ ἔχῃ κουγκεστήσει
κάστρη καὶ χώρας τίποτε νὰ τὰ ἔχῃ ἰγονικά του.
Ὁ κόντος γὰρ τοῦ ἐξέδωκεν ὅσον λογάριν εἶχε,
καὶ εἶπεν του· «Ἀδελφούτσικε, ἀφῶν ἐγὼ ἐνεμένω
ἀφέντης εἰς τὰ κάστρη μας κ’ εἰς τὸ ἰγονικόν μας,
ἔπαρε τὸ λογάριν μας καὶ τὰ κοινά μας ὅλα
κι ἄμε μὲ τὴν εὐχίτσα μου ὁμοίως καὶ τοῦ πατρός μας,
κ’ ἐλπίζω εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅτι νὰ εὐτυχήσῃς».
Ἐν τούτῳ ἐπεριεσώρεψεν κ’ ἐρρόγεψεν φουσσᾶτα·
εἰς τὴν Μπουργούνιαν ἔστειλεν, ἦλθαν πολλοὶ μετ’ αὖτον,
οἱ μὲν τὴν ρόγαν ἔπαιρναν κ’ ἐρχόντησαν μετ’ αὖτον,
ἄλλοι τινές, ὅπου ἤσασι κ’ ἐκεῖνοι φλαμουριάροι,
ὅπου ἦσαν πλούσιοι ἄνθρωποι, ἤλθασιν μετ’ ἐκεῖνον,
ὁ κατὰ εἷς διὰ λόγου του τοῦ νὰ ἔχῃ κουγκεστήσει.
Στὴν Βενετίαν ἀπόστειλεν τὰ πλευτικὰ νὰ ὁρμώσουν,
κ’ εὐθέως τὰ οἰκονόμησαν ὅσα ἠθέλαν κ’ ἐχρῆζαν.
[§]Τὸν μάρτιον μῆναν ἤλθασιν κι ἀπέρασαν ἀπέκει,
κ’ εἰς τὸν Μορέαν ἐφτάσασιν εἰς τοῦ μαΐου τὴν πρώτην·
ἐκεῖσε ἀποσκάλωσαν στὴν Ἀχαΐαν τὸ λέγουν,
ὅπου ἔνι ἐδῶθεν τῆς Πατροῦ κἄν δεκαπέντε μίλια·
εὐθέως καστέλλιν ἔχτισαν ὅλον μὲ τὰ πλιθάρια.
Ἐτότε γὰρ ὅπου λαλῶ κ’ εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον
ὁ τόπος ὅλος τοῦ Μορέως, ὅσος καὶ περιέχει
τὸ λέγουν Πελοπόννεσον, οὕτως τὸν ὀνομάζουν,
οὐδὲν εἶχεν καταπαντοῦ, μόνον δώδεκα κάστρη.
Λοιπὸν ἀφότου ἐπέζεψαν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀχαΐαν,
ἐξέβησαν τὰ ἄλογα ἀπ’ ἔσω ἐκ τὰ καράβια,
κἄν δύο ἡμέρες ἐνέμειναν ἕως οὗ νὰ τὰ ἀναπάψουν.
Κ’ ἐνταῦτα ἐκαβαλλίκεψαν, ἀπῆλθαν εἰς τὴν Πάτραν·
τὸ κάστρον ἐτριγύρισαν, ὡσαύτως καὶ τὴν χώραν,
τὰ τριπουτσέτα ἐστήσασιν γύρω καταπαντόθεν,
τοὺς τζαγρατόρους ἔβαλαν, τὸν πόλεμον ἀρχάσαν·
κι ἀπὸ τοῦ πλήθους τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ θαρσέου πολέμου,
ἀπὸ τοῦ πρώτου ἐσέβησαν στὴν χώραν τὴν ἀπ’ ἔξω.
Κι’ ἀφῶν τὴν χώραν ἀπήρασιν, ἐκεῖνοι γὰρ τοῦ κάστρου
καὶ εὐθέως ἐσυμβιβάστησαν, τὸ κάστρον ἐπαρεδῶκαν
μετὰ συνθήκας κι ἀφορμὴν νὰ ἔχουσιν τὰ ἐδικά τους,
ὁ κατὰ εἷς τὸ ὁσπίτι του ὁμοίως καὶ τὸ ἐδικόν του.
Κι ἀφῶν τὴν Πάτραν ἀπήρασι, τὲς φύλαξες ἐβάλαν,
τὸ κάστρον ἐσωτάρχισαν, εἶθ’ οὕτως καὶ τὴν χώραν
ἀπὸ λαὸν καὶ ἄρματα, ὡς ἔπρεπεν κι ἁρμόζει·
κι ἀπαύτου ὀπίσω ἐστράφησαν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀχαΐαν.
[§]Βουλὴν ἀπῆραν μ’ ἐκεινοὺς τοὺς τοπικοὺς Ρωμαίους,
ὅπου τοὺς τόπους ἔξευραν, τοῦ καθενὸς τὴν πρᾶξιν,
κ’ εἶπαν κ’ ἐσυμβουλέψαν τους τὸ πῶς ἔνι ἡ Ἀνδραβίδα,
ἡ χώρα ἡ λαμπρότερη στὸν κάμπον τοῦ Μορέως·
ὡς χώρα γὰρ ἀπολυτὴ κοίτεται εἰς τὸν κάμπον,
οὔτε πύργους, οὔτε τειχέα ἔχει κἀνόλως ’ς αὔτην.
[§]Ἐν τούτῳ ὡρμήσασιν ἐκεῖ, ὁλόρθα ὑπαγαίνουν,
ἐξάπλωσαν τὰ φλάμπουρα τοῦ καθενὸς φουσσάτου·
κι ἀφότου ἐπλησιάσασιν ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα,
κ’ ἐμάθασιν οἱ Ἀνδραβισαῖοι ὅτι ἔρχονται οἱ Φράγκοι,
ἐξέβησαν μὲ τοὺς σταυροὺς ὁμοίως μὲ τὰς εἰκόνας
οἱ ἄρχοντες καὶ τὸ κοινὸ τῆς χώρας Ἀνβραβίδου,
καὶ ἦλθαν κ’ ἐπροσκύνησαν τὸν Καμπανέση ἐκεῖνον.
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς παμφρόνιμος, καλὰ τοὺς ἀποδέχτη,
ὤμοσεν κ’ ὑπισκήθη τους νὰ μὴ τοὺς ἀδικήσῃ,
οὔτε ζημία νὰ λάβουσιν ἀπὸ τὰ ἰγονικά τους,
τιμήν, δωρεὰς νὰ ἔχουσιν κ’ εὐεργεσίας μεγάλας·
ὅλοι τοῦ ὑπωμόσασιν δοῦλοι του ν’ ἀποθάνουν.
[§]Κι ὅσον ἀπεκατέστησεν τὴν χώραν Ἀνδραβίδας,
βουλὴν ἐπῆρεν μετ’ αὐτοὺς τὸ ποῦ νὰ φουσσατέψῃ.
Ἐν τούτῳ ἐδόθη ἡ βουλὴ στὴν Κόρινθον νὰ ἀπέλθουν,
διατὸ ἔνι κάστρον φοβερόν, τὸ κάλλιον τῆς Ρωμανίας,
καὶ ἔνι τὸ κεφάλαιον ὅπερ γὰρ ἀφεντεύει
ὅλην τὴν Πελοπόννεσον ὅσον κρατεῖ ὁ Μορέας.
Ἐπεί, ἂν προστάξῃ ὁ Θεὸς καὶ προσκυνήσῃ ἡ Κόρινθος,
ὅλα τὰ κάστρη τὰ ἕτερα τοῦ τόπου τοῦ Μορέως
ἄνευ σπαθίου καὶ πόλεμου θέλουσιν προσκυνήσει.
[§]Κι ἀφότου ἐδόθη ἡ βουλὴ ἐκείνη ὅπου σὲ λέγω,
ὤρθωσεν κι ἄφηκε λαὸν ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα,
καὶ ἄλλον εἰς τὴν Ἀχαΐαν, καὶ τρίτον εἰς τὴν Πάτραν,
καὶ ὥρισεν τὰ πλευτικὰ νὰ ὑπάγουν τῆς θαλάσσου,
κ’ ἐκεῖνος μὲ τὸν ἕτερον λαὸν γὰρ τοῦ φουσσάτου
ἐκ τὴν Βοστίτσαν ἔδραμεν κ’ ἐδιάβη εἰς τὴν Κόρινθον.
Κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν χώραν,
τὸν γῦρον τέντας ἔστησαν, ἐπιάσαν τὲς κατοῦνες.
Τὸ κάστρον γὰρ τῆς Κόρινθος κεῖται ἀπάνω εἰς ὄρος·
βουνὶν ὑπάρχει θεόχτιστον καὶ ποῖος νὰ τὸ ἐγκωμιάσῃ;
ἡ χώρα γὰρ εὑρίσκετον κάτωθεν εἰς τὸν κάμπον,
μὲ πύργους γὰρ καὶ μὲ τειχέα καλὰ περικλεισμένη.
[§]Λοιπὸν εὑρίσκετον ἐκεῖ ἐτότε ὅπου σὲ γράφω
ὁκάποιος μέγας ἄνθρωπος καὶ φοβερὸς στρατιώτης,
κ’ εἶχεν τὴν Κόρινθο ἀλλὰ δὴ τὸ Ἄργος καὶ Ἀνάπλι·
ὡς κεφαλὴ καὶ φυσικὸς ἀφέντης τὰ ὑποκράτει
ἐκ μέρους γὰρ τοῦ βασιλέως ἐκείνου τῶν Ρωμαίων,
Σγουρὸν τὸν ὠνομάζασιν, οὕτως εἶχεν τὸ ἐπίκλην·
κι ὡς ἐπληροφορέθηκεν ὅτι ἔρχονται οἱ Φράγκοι,
ἀπὸ τὴν χώρα ἐξήβαλεν γυναῖκες καὶ παιδία,
ὡσαύτως καὶ τὸν λίον λαὸν ὅπου ἄρματα ἐβαστοῦσαν,
κι ἀπάνω τοὺς ἀνέβασεν στὸ κάστρον τῆς Κορίνθου·
κ’ ἐκεῖνος γὰρ ἐνέμεινεν ἐκεῖσε εἰς τὴν χώραν
μὲ ὅσοι ἐβαστοῦσαν ἄρματα διὰ νὰ τὴν διαφεντέψῃ.
[§]Ἀφότου γὰρ ἀπέσωσεν ἐκεῖσε ὁ Καμπανέσης,
ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγήσομαι, στῆς Κόρινθος τὴν χώραν,
κ’ ἔβαλεν τὰ φουσσᾶτα του καὶ περιεγύρισέ την.
Ἀφῆκεν κι ἀναπαύτησαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν·
ἐπὶ τῆς αὐρίου γὰρ τὸ πρωΐ, ὡσὰν ἐξημερῶσεν,
ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους, τὸν πόλεμον ἀρχάσαν.
Τὰ τριπουτσέτα ἐσύρνασιν γύρωθεν εἰς τοὺς πύργους,
κ’ οἱ τζάγρες οὐκ ἀφήνασιν ἄνθρωπον νὰ προσκύψῃ
ἔξω ἐκ τὰ δόντια τοῦ τειχίου νὰ ἰδοῦν τὸ ποῖος τοξεύει.
Τὲς σκάλες ὅπου εἴχασιν ἐστῆσαν εἰς τοὺς τοίχους,
κ’ εὐθέως ἀπέσω ἐσέβησαν, ἐπιάσασιν τὴν χώραν.
Ὅσοι ἐπαρεδόθησαν ἐλεημοσύνην ηὗραν·
οἱ δὲ ποῦ εἰς πόλεμο ἔστηκαν ἀπὸ σπαθίου ἀποθάναν.
Ὁ Σγουρὸς γὰρ ὡς φρόνιμος καὶ βέβηλος ὅπου ἦτον,
ἔφυγεν καὶ ἀνέβηκεν ἐκεῖ ἀπάνω εἰς τὸ κάστρον.
[§]Κι ἀφότου οἱ Φράγκοι ἐπιάσασιν τὴν χώραν τῆς Κορίνθου
ὁ Καμπανέσης ὥρισεν, διαλαλημὸν ἐποιῆσαν,
ὅτι ὅσοι ἐκ τὰ περίγυρα τῶν χώρων τῆς Κορίνθου
θέλουν νὰ προσκυνήσουσιν, νὰ τὸν δεχτοῦν δι’ ἀφέντην,
νὰ ἔχουν τιμὴν καὶ εὐεργεσίαν, ἀναδοχὴν μεγάλην·
οἱ δὲ πιαστοῦν εἰς πόλεμον ἐλεημοσύνη οὐ μὴ εὕρουν.
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες καὶ τὸ κοινὸν ὁμοίως,
ἀρχίσασιν νὰ ἔρχωνται, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
ἀπὸ τὸ μέρος Δαμαλᾶ καὶ μέχρι εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος·
ὅσοι τὸ ἀκοῦσαν ἤλθασιν μὲ προθυμίαν μεγάλην,
τοῦ Καμπανέση ὠμόσασιν δοῦλοι του ν’ ἀποθάνουν·
κ’ ἐκεῖνος τοὺς ἐδέχετον μετὰ περιχαρίας.
Καταπαντόθε ἐπλάτυνεν ἐτότε τὸ μαντᾶτο
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἀπήρασιν τὸ κάστρον τῆς Κορίνθου
κ’ ἔχουν ἀφέντη ἐξάκουστον, τὸν λέγουν Καμπανέσην.
[§]Τὸν χρόνον ἐκεῖνον καὶ καιρὸν ὅπου ἦλθε ὁ Καμπανέσης
κ’ ἐπέζεψεν στὴν Ἀχαΐαν, καθὼς σὲ τὸ ἐπροεῖπα,
εἰς τοῦ βιβλίου τὸν πρόλογον, φαίνει με, σὲ τὸ γράφω,
τὸ πῶς γὰρ μὲ τοῦ πιασμοῦ τῆς Κωνσταντίνου πόλης
χρόνον ἕναν καὶ μοναχὸν ἦλθεν ὁ Καμπανέσης
νὰ κουγκεστήσῃ τὸν Μορέαν, ὡσὰν τὸ ἀφηγοῦμαι
λοιπόν, καθὼς ἐπλάτυνεν κι ἀκούστη τὸ μαντᾶτο,
εὑρέθηκεν εἰς τὴν Βλαχίαν αὐτὸς ὁ Μπονιφάτσος,
ὁ ρῆγας τοῦ Σαλονικίου, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν·
ὁμοίως εὑρέθη μετ’ αὐτὸν ὁ ἐπαινετὸς ἐκεῖνος,
τὸν ἔλεγαν μισὶρ Ντζεφρέ, Βιλαρτουὴ τὸ ἐπίκλη.
Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστησαν τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτον
ν’ ἀπελθοῦν εἰς τὴν Κόρινθον, νὰ ἰδοῦν τὸν Καμπανέσην·
καθὼς τὸ ἀπήρασιν βουλὴν, οὕτως καὶ τὸ ἐπληρῶσαν,
καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Κόρινθον κ’ ηὗραν τὸν Καμπανέσην.
[§]Χαρὰν μεγάλην ἔποικαν, ὅταν ἐκεῖσε ἐσμίξαν,
διατὶ ἐπεθυμοῦσαν πολλὰ τοῦ νὰ ἑνωθοῦν ἀλλήλως.
[§]Ἐνταῦτα ἀπήρασιν βουλὴν ν’ ἀπέλθουν εἰς τὸ Ἄργος
ἀπῆραν τὰ φουσσᾶτα τους κ’ ἐδιάβησαν ἐκεῖσε.
Τὸ κάστρον κοίτεται εἰς βουνί, πολλὰ ἔνι ἀφιρωμένον,
ἡ δὲ τοῦ Ἄργου τῆς πόλεως ἡ χώρα ἡ μεγάλη
μέσα εἰς τὸν κάμπον κοίτεται ὡς τέντα ἁπλωμένη·
τὸ σώσει ἐδῶκαν πόλεμον κ’ ἐσέβησαν ἀπ’ ἔσω.
Ὁ Σγοῦρος γὰρ ὁ ἐπαινετὸς ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης,
ὅπου εἰς τὸ κάστρο εὑρίσκετον ἐκεῖνον τῆς Κορίνθου,
τὸ ἰδεῖ τὸ πῶς ἐμίσσεψαν τὰ φράγκικα φουσσᾶτα,
τὴν νύχταν ἐκατέβηκεν κ’ ἐσέβην εἰς τὴν χώραν
μ’ ὅσον λαὸν ἠμπόρεσεν νὰ ἐπάρῃ μετ’ ἐκεῖνον.
Ζημίαν μεγάλην ἔποικεν, φονοκοπεῖο στοὺς Φράγκους,
ὅπου εἰς τὴν χώρα εὑρέθησαν πολλ’ ἀποθαρρεμένοι·
ὅσοι γὰρ εὑρέθησαν ὑγιεῖς εἰς τὰ κορμιά τους
καὶ ἔφτασαν κι ἀρματώθησαν, πόλεμον τοὺς ἐδῶκαν,
οἱ δὲ ὅπου ἦσαν ἀστενεῖς κ’ ἐκοίτονταν εἰς ζάλην,
ὅλους ἐσφάξασιν εὐτύς, οὐδ’ ἕναν ἐλεῆσαν.
[§]Τὴ νύχτα ἐκείνη παρευτὺς ἔσωσεν τὸ μαντᾶτο
στὸν Καμπανέσην, σὲ λαλῶ, ἐκεῖ ὅπου ἦτον στὸ Ἄργος·
πολλὰ τὸ ἐθλίβη λυπηρὰ διὰ τοὺς ἀρρωστημένους
ὅπου τοὺς ἐκατέσφαξαν ἀπ’ ἔσω εἰς τὰ κρεββάτια·
τὴν χώραν τοῦ Ἄργου ἄφηκεν καλὰ σωταρχισμένην·
καλοὶ στρατιῶτες ἔμειναν διὰ νὰ τὴν φυλάττουν,
κ’ ἐκεῖνος στρέμμαν ἔποικεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κόρινθον.
Κι ἀφότου ἐστράφηκεν ἐκεῖ, ἄργησε μὲ τὸν ρῆγαν,
ἐκεῖνον τοῦ Σαλονικίου, τὸν μισὶρ Μπονιφάτσον.
[§]Ἡμέρας γὰρ κἄν ἕξι, ὀχτὼ ἐνέμεινεν ἐκεῖσε.
Ὁ ρῆγας τότε ἐζήτησεν ἀπηλογία νὰ ἐπάρῃ.
Ἐνταῦτα τοῦ ἐζήτησεν ὁ Καμπανέσης χάριν,
βοήθειαν γὰρ καὶ πρόβλεψιν νὰ ποιήσῃ εἰς ἐκεῖνον,
νὰ τοῦ βοηθήσῃ τίποτε ἀπὸ τὴν βασιλείαν του.
Κι ἐκεῖνος γὰρ ὡς εὐγενὴς καὶ ρῆγας ὅπου ἦτον,
τοῦ ἔδωκεν κ’ ἐχάρισεν τῆς Ἀθηνοῦ τὸ ὁμάντζο·
Μέγαν Κύρην τὸν ἔλεγαν, οὕτως τὸν ὠνομάζαν
ἐκεῖνον ὅπου ἀφέντευεν ἐτότε τὴν Ἀθήναν·
ἐκ τῶν Ἑλλήνων τὸ εἴχασιν τὸ ὄνομα γὰρ ἐκεῖνο·
ὡσαύτως γὰρ τοῦ ἔδωκε τὰ τρία ὁμάτζια τοῦ Εὐρίπου,
τῆς Ποντενίτσας ἀλλὰ δὴ τὸ ἐκράτει ὁ μαρκέσης,
νὰ τὰ κρατοῦσιν ἀπὸ αὐτὸν κι’ ἀφέντη νὰ τὸν ἔχουν.
Ὁ ἀφέντης γὰρ τῆς Ἀθηνοῦ ἐκ τὴν Μπουργούνιαν ἦτον·
οἱ δὲ τοῦ Εὐρίπου, ὅπου λαλῶ, ἐκεῖνοι οἱ τρεῖς ἀφέντες
ἐκ τὴν Βερούναν ἤσασιν, ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν.
Ὥρισε ὁ ρῆγας κ’ ἔγραψαν νὰ ἐλθοῦσιν πρὸς ἐκεῖνον·
κι ἀφότου ἤλθασιν ἐκεῖ ὅπου ἦτο ὁ Καμπανέσης,
ἀτὸς του τοὺς ἐπαράδωκεν νὰ τὸν ἔχουν ἀφέντη·
κι ἀπαύτου ἀπεχαιρέτησεν κ’ ἐδιάβη τὴν ὁδόν του.
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὅπου ἦλθεν μετ’ ἐκεῖνον
τὸν ρῆγαν τοῦ Σαλονικίου, ὡς ἦλθε νὰ μισσέψῃ,
εἶπε οὕτως πρὸς αὐτὸν κ’ ἐπαρακάλεσέ τον
νὰ ἔχῃ συμπάθειον ἀπὸ αὐτόν, κ’ ἐκεῖσε νὰ ἐνεμείνῃ
μ’ ἐκεῖνον τὸν ἀφέντην του, τὸν εἶχε φυσικόν του,
τὸν Καμπανέσην, σὲ λαλῶ, ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα
νὰ τὸν ἰδῇ καὶ ἑνωθῇ καὶ μείνῃ μετ’ ἐκεῖνον.
[§]Κι ἀφότου γὰρ ἐμίσσεψεν τοῦ Σαλονίκη ὁ ρῆγας
κ’ ἐνέμεινε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
τοὺς ἄρχοντες ἐρώτησεν, τοὺς τοπικοὺς Ρωμαίους,
ὅπου τοὺς τόπους ἔξευραν τὰ κάστρη καὶ τὰς χώρας
ὅλης τῆς Πελοπόννησος ὅσον κρατεῖ ὁ Μορέας,
τοῦ νὰ τοῦ διερμηνέψωσιν τοῦ καθενὸς τὴν πρᾶξιν·
κι ὅσον ἐρώτησεν καλὰ κ’ ἐπληροφόρεσάν τον,
τὸν Καμπανέσην ἔκραξεν καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον·
«Ἀφέντη, ἐγὼ ὡς ξενοτικὸς ἄνθρωπος γὰρ τοῦ τόπου,
ἐρώτησα τοὺς ἄρχοντες, ὅπου εἶναι μετὰ σένα·
κι ὡς ἐπληροφορέθηκα ἀπὸ αὔτους τὴν ἀλήθειαν,
εἶδα μὲ τὰ ὀμμάτια μου τὸ κάστρον τῆς Κορίνθου,
τοῦ Ἄργου καὶ τοῦ Ἀναπλίου, τὴν δύναμιν ὅπου ἔχουν.
Ἂν θέλῃς νὰ καθέζεσαι νὰ τὰ παρακαθίσῃς,
ἐχάσες τὸ ἐπεχείρησες, ἀπεργωμένος εἶσαι·
διατὸ εἶν’ τὰ κάστρη δυνατά, καλὰ σωταρχισμένα,
κι οὐδὲν τὰ δύνεσαι ποσῶς μὲ πόλεμον ἐπάρει·
ἀλλὰ ὡς ἐπληροφορέθηκα ἀπὸ καλοὺς ἀνθρώπους,
ἀπὸ τὴν Πάτραν κ’ ἔμπροστεν μέχρι εἰς τὴν Κορώνην
οἱ χῶρες εἶναι ἁπλώτερες, κάμποι γὰρ καὶ δρυμῶνες,
ν’ ἀπέρχεσαι ἐλεύτερα μὲ ὅλα σου τὰ φουσσᾶτα.
Κι ἀφῶν κερδίσῃς τὰ χωρία καὶ νὰ σὲ προσκυνήσουν,
τὰ κάστρη ἂν ἐνεμείνουσιν, ἕως πότε νὰ βαστάζουν;
Ὅρισε γὰρ τὰ πλευτικὰ νὰ ὑπάγουν τῆς θαλάσσου,
κ’ ἡμεῖς ἂς ὑπαγαίνωμεν ὅλοι ἀπὸ τῆς στερέας·
κι ἀφότου σώσωμεν ἐκεῖ ὅπου ἔχεις τὸν λαόν σου,
τὸν τόπον ὅπου ἐκέρδισες, στὸν ἐριζικόν σου ἐλπίζω
κ’ εἰς τοῦ Θεοῦ τὸ ἔλεος τοῦ νὰ ἔχῃς διαφορήσει».
[§]Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενικὸς ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης,
μεγάλως εὐχαρίστησεν τὸν πρωτοστράτοράν του·
ὥρισεν κ’ ἐσωτάρχισαν τὴν χώραν τῆς Κορίνθου·
φουσσᾶτα ἄφηκε καλὰ τὸν τόπον νὰ φυλάττουν·
κι ὡς τὸν εἶπε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς κ’ ἐκαθοδήγησέ τον,
οὕτως καὶ ἐπληρώθηκεν κ’ εἰς τὸν Μορέαν ἀπῆλθαν.
Ἀπὸ τὴν Πάτραν ἤλθασιν, στὴν Ἀνδραβίδα ἐσῶσαν,
ἐκεῖ ὅπου ἦσαν οἱ ἄρχοντες, τοῦ κάμπου τοῦ Μορέως.
Καὶ τότε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
ἐσώρεψεν τοὺς ἄρχοντες καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, ἀπάρτε καὶ συντρόφοι,
ἐσεῖς θεωρεῖτε, ἐβλέπετε τὸν ἀφέντην ἐτοῦτον,
ὅπου ἦλθε ἐδῶ εἰς τοὺς τόπους σας ὅπως νὰ τοὺς κερδίσῃ·
μηδὲν σκοπήσετε, ἄρχοντες, ὅτι διὰ κοῦρσον ἦλθεν,
νὰ ἐπάρῃ ροῦχα καὶ ζῶα καὶ νὰ μισέψῃ ἀπέδω·
ὡς φρόνιμους ποῦ σᾶς θεωρῶ πληροφορίαν σᾶς λέγω·
θεωρεῖτε τὰ φουσσᾶτα του, τὴν παρρησίαν ὅπου ἔχει.
ἀφέντης ἔνι, βασιλέας, καὶ ἦλθε νὰ κερδίσῃ.
Ἐσεῖς ἀφέντη οὐκ ἔχετε τοῦ νὰ σᾶς συμμαχήσῃ·
κι ἂν δράμουν τὰ φουσσᾶτα μας, τὸν τόπον σας κουρσέψειν,
νὰ αἰχμαλωτίσουν τὰ χωρία καὶ νὰ σφαγοῦν οἱ ἀνθρῶποι
ὕστερον τί νὰ ποιήσετε, ὅταν σᾶς μετανοήσῃ;
λοιπὸν ἐμέναν φαίνεται διὰ καλλιώτερόν σας
νὰ ποιήσωμεν συμβίβασιν, νὰ λείψουν καὶ οἱ φόνοι,
τὰ κούρση κ’ ἡ αἰχμαλωσία ἀπὸ τὰ ἰγονικά σας,
κ’ ἐσεῖς ὅπου εἶστε φρόνιμοι κ’ ἐξεύρετε τοὺς ἄλλους,
ὅπου εἶναι, λέγω, συγγενεῖς, φίλοι σας καὶ συντρόφοι,
πρᾶξιν νὰ ποιήσετε εἰς αὐτοὺς τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσειν».
[§]Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες, ὅλοι τὸ ἐπροσκυνῆσαν
ἀπόστειλαν καναπαντοῦ τοὺς ἀποκρισαρίους τους,
ἔνθα ἔξευραν ὅτι ἤσασιν φίλοι καὶ συγγενεῖς τους·
τὸ πρᾶγμα τους ἐδήλωσαν κ’ ἐπληροφόρησάν τους·
ἀφροντισίαν τοὺς ἔστειλαν ἀπὸ τὸν Καμπανέσην·
ὅσοι βούλονται ἀπελθεῖν τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσει,
τὰ ἰγονικά τους νὰ ἔχουσιν κι ἄλλα πλεῖον νὰ τοὺς δώσῃ·
ὅσοι τὸ ἀξιάζουν κι ὠφελοῦν τιμὴν μεγάλην νὰ ἔχουν.
Κι ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ ἄρχοντες καὶ τὸ κοινὸν ὁμοίως,
ἀρχίσαν καὶ ἐρχόντησαν κ’ ἐπροσκυνοῦσαν ὅλοι·
κι ἀφότου ἐσωρεύτησαν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδραβίδα,
τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ Μορέως, ὅλης τῆς Μεσαρέας,
ἐποίκασιν συμβίβασιν μετὰ τὸν Καμπανέσην,
ὅτι ὅλα τὰ ἀρχοντόπουλα, ὅπου εἴχασιν προνοῖες,
νὰ ἔχουσιν ὁ κατὰ εἷς, πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχεν,
τὴν ἀνθρωπέαν καὶ τὴν στρατείαν, τόσον νὰ τοῦ ἐνεμείνῃ,
καὶ τ’ ἄλλο τὸ περσότερον νὰ μερίζουν οἱ Φράγκοι·
καὶ οἱ χωριάτες τῶν χωριῶν νὰ στέκουν ὡσὰν τοὺς ηὗραν.
[§]Ἄρχοντες ἕξι ἐβάλασιν καὶ ἄλλους ἕξι Φράγκους,
ὅπερ ἐμοιράσασιν τοὺς τόπους καὶ προνοῖες.
[§]Κι ὅσον ἀπεκατέστησεν ἐτοῦτο ὅπου σὲ λέγω,
ἦλθεν ὁ πρωτοστράτορας μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
εἰς τὴν βουλὴν ὅπου ἤσασιν, λέγει τοῦ Καμπανέση·
«Ἀφέντη, πρέπει νὰ σκοπᾷς καὶ νὰ ἔχῃς καταλάβει,
τὸ πῶς εὑρίσκεσαι μακρέα ἀπὸ τὰ ἰγονικά σου·
φουσσᾶτα ἔχεις ἐδῶ πολλὰ ὅπου εἶναι εἰς ἔξοδόν σου·
τὰ πλευτικὰ κουστίζουσιν πλειότερον τῶν φουσσάτων·
διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσὲν καὶ συμβουλεύω σέ το·
τοῦ νὰ μὴ χάνῃς τὸν καιρὸν καὶ τὸν λαὸν ὅπου ἔχεις.
Ἐγὼ ἐπληροφορέθηκα ἀπὸ τοὺς ἄρχοντές σου·
ἐδῶ σιμά μας εὑρίσκεται τοῦ Πονδικοῦ τὸ κάστρον,
ποῦ ἔνι ἀπάνω στὸν αἰγιαλόν, ἐκεῖ ἂς ἀπελθοῦμεν,
ἀπαύτου ἔνι ἡ Ἀρκαδία καὶ ἀπέκει ἡ Κορώνη,
κι ὀκάτι ὀλίγον πρὸς ἐκεῖ ἔνι ἡ Καλαμάτα.
Αὐτὰ τὰ κάστρη τέσσαρα, ὅπου εἶπα κι ὀνομάζω,
ποῦ εἶναι ἀπάνω στὸν αἰγιαλὸν καὶ λέγω ἐτοῦτο, ἀφέντη·
ἕως οὗ ἔχομεν τὰ πλευτικά, ἂς ἀπελθοῦμε ἐκεῖσε,
τὰ κάστρη αὐτὰ νὰ ἐπάρωμε, ὅπου ἔχουν τοὺς λιμιῶνες,
εἰς τὸ μέρος ποῦ μᾶς βολεῖ καὶ μᾶς ἔνι ἐπιδέξιον».
[§]Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενικὸς ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης
καὶ ὅλ’ οἱ ἄλλοι οἱ ἕτεροι οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του,
ἐπαίνεσαν τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν λόγον του ἐστέρξαν·
ὤρθωσαν τὰ φουσσᾶτα τους, ὁμοίως τὰ πλευτικά τους·
στὸν Πονδικὸν ἐσώσασιν κ’ ἐπολεμήσανέ τον.
Τὸ κάστρον ἦτον ἀχαμνόν, ἀπὸ σπαθίου, τὸ ἀπῆραν
καὶ φύλαξιν ἐβάλασιν καλὸν λαὸν ἀπέσω.
[§]Κι ἀφότου ἐσωτάρχισαν τοῦ Πονδικοῦ τὸ κάστρον,
τὰ πλευτικά του ἐκίνησαν καὶ τῆς θαλάσσου ὑπάουν·
κ’ ἐκεῖνος γὰρ ἐκ τὴν στερέαν στὴν Ἀρκαδίαν ἐσῶσεν·
ηὗραν τὸ πέλαγος κακόν, οὐδὲν εἶχεν λιμιῶναν
νὰ πιάσουσιν τὰ πλευτικὰ κι ἀνάπαψιν νὰ ἔχουν.
Ἐνταῦθα ἀπήρασιν βουλὴν τὸ κάστρο μὴ πολεμήσουν
ἐτότε, ἐκείνην τὴν φορὰν ὅπου ἤλθασιν ἐκεῖσε,
ἀλλ’ ἕως οὗ ἔχουν τὰ πλευτικά, νὰ ἀπέλθουν εἰς τὰ κάστρη,
ποὺ εἶναι ἀπάνω στὸν αἰγιαλόν, νὰ ἔχουσι λιμιῶνες.
Ὅμως τινὲς ἐκ τὸν λαὸν ἀπὸ τὰ πεζικά τους
ἐδράξασιν, μὲ πόλεμον ἐσέβησαν στὸν μποῦρκον·
κι ὅσους ἔφτασαν μὲ τὸ σπαθὶ ἀπέθαναν εὐθέως·
κι ὅσοι ἠμπόρεσαν καὶ ἔφυγαν ἐσέβησαν στὸ κάστρον.
Ἐνταῦτα ὡρμώσασιν κ’ ὑπάουν ὁλόρθα εἰς τὴν Μεθώνην·
τὸ κάστρον ηὗραν ἔρημον, ὅλο ἦτον χαλασμένο·
τὸ εἴχασιν χαλάσασειν ὀμπρὸς οἱ Βενετίκοι,
διατὸ ἐκρατοῦσαν οἱ Ρωμαῖοι ἐκεῖ τὰ πλευτικά τους,
κ’ ἐμπόδιζαν κ’ ἐκούρσευαν τὰ ξύλα τῶν Βενετίκων.
[§]Καὶ ἀπαύτου ἐκίνησαν κ’ ὑπάουν στὸ κάστρο τῆς Κορώνης,
κ’ ηὗραν τὸ κάστρον ἀχαμνὸν ἀπὸ τειχέα καὶ πύργους·
εἰς βράχον σπηλαίου ἐκείτετον, ἀφιρωμένο ἦτον·
τὸ σώσει δὲ τὰ πλευτικὰ τὸν γῦρον τὸ ἐγυρίσαν.
Οἱ καβαλλάροι καὶ πεζοὶ τὸν πόλεμον ἀρχάσαν·
τὰ τριπουτσέτα ἐστήσασιν κ’ ἐκεῖ τοὺς ἐσυχνάσαν·
ἀπάδεια οὐκ εἴχασιν ποσῶς εἰς τὰ τειχέα νὰ στήκουν
ἐκεῖνοι γὰρ οἱ Κορωναῖοι ὅπου ἦσαν εἰς τὸ κάστρον·
τὸ ἰδεῖ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, τοῦ πολέμου τὸ θάρσος,
ἐλάλησαν κ’ ἐζήτησαν συμπάθειον νὰ τοὺς ποιήσουν,
τὸ κάστρον νὰ τοὺς δώσουσιν, μόνον νὰ τοὺς ὀμόσουν
νὰ ἔχουσιν τὰ ὁσπίτια τους ὁμοίως τὰ ἰγονικά τους.
Ὁ πρωτοστράτωρ τὸ ἤκουσεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος·
εὐθέως τοὺς ὑπωμόσατο, ὁ πόλεμος ἐπάψεν·
οἱ Φράγκοι ἀπέσω ἐσέβησαν, τὸ κάστρο ἐπαραλάβαν·
σωτάρχισιν ἐβάλασιν ἀπ’ ἔσω καὶ λαόν τους.
[§]Ἐπὶ τῆς αὐρίου ἐμίσσεψαν, στὴν Καλομάταν ἦλθαν.
Τὸ κάστρον ηὗραν ἀχαμνόν, ὡς μοναστήριν τὸ εἶχαν·
τὸ σώσει τὸ ἐπολέμησαν, ἀπὸ σπαθίου τὸ ἀπῆραν.
[§]Μὲ συμφωνίες τὸ ἔδωκαν κ’ ἐκεῖνοι ὡσὰν κ’ οἱ ἄλλοι.
Ὡς τὸ ἔμαθαν γὰρ οἱ Ρωμαῖοι ἀπ’ ἔσω ἀπὸ τὸ Νίκλι,
ἐκεῖνοι τῆς Βελίγοστης, τῆς Λακοδαιμονίας,
ὅλοι ὁμοῦ ἐσωρεύτησαν, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι·
ἐκ τῶν ζυγῶν τῶν Μελιγῶν ἦλθαν τὰ πεζικά τους·
ἦλθαν τοῦ Λάκκου τὰ χωρία, στὸν Χρυσορέαν ἐσῶσαν,
ἀκούσασιν κ’ ἐμάθασιν τὸ πῶς ἦλθαν οἱ Φράγκοι,
καὶ περπατοῦν ἐκ τὰ χωρία κ’ ἐπαίρνουσιν τὰ κούρση,
καὶ εἶπαν κ’ ἐλογίσαντο νὰ τοὺς ἔχουν ζημιώσει.
Ἐκεῖσε ἐπαρεσύρθησαν, τὸ λέγουν Κηπησκιάνους,
ὅπου τὸ κράζουν ὄνομα στὸν Κούντουραν ἐλαιῶνα.
Ἦσαν χιλιάδες τέσσαρες, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι.
Οἱ Φράγκοι γὰρ ὡς τὸ ἐμάθασιν πάλε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους,
ὅπου ἤσασιν γὰρ μετ’ αὐτοὺς κ’ ἐξεύρασιν τοὺς τόπους,
ἐκεῖ τοὺς ἐπαρέσυραν, ἦλθαν καὶ ηὕρανέ τους
καὶ πόλεμον ἐδώκασιν οἱ Φράγκοι κ’ οἱ Ρωμαῖοι.
Κ’ οἱ Φράγκοι γὰρ οὐκ ἤσασιν, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι,
μόνοι ἑφτακόσιοι μοναχοί, τόσους τοὺς ἐγνωμιάσαν.
Μὲ προθυμίαν ἀρχάσασιν τὸν πόλεμο οἱ Ρωμαῖοι,
διατὶ ὀλίγους τοὺς ἔβλεπαν, ὕστερα ἐμετενοῆσαν.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ καὶ τί τὸ διάφορόν μου;
τὸν πόλεμον ἐκέρδισαν ἐτότε ἐκεῖν’ οἱ Φράγκοι·
ὅλους ἐκατασφάξασιν, ὀλίγοι τοὺς ἐφύγαν.
Αὐτὸν καὶ μόνον τὸν πόλεμον ἐποῖκαν οἱ Ρωμαῖοι
εἰς τὸν καιρὸν ποῦ ἐκέρδισαν οἱ Φράγκοι τὸν Μορέαν.
[§]Κι ἀφότου ἐκερδίσασιν τὴν Καλομμάτα οἱ Φράγκοι
κ’ εἶδαν τὸν τόπον ἔμνοστον, ἁπλήν, χαριτωμένον,
τοὺς κάμπους γὰρ καὶ τὰ νερά, τὸ πλῆθος τῶν λιβαδίων.
Ὁ Καμπανέσης ὥρισεν ὁλῶν τῶν πλευτικῶν του
ὁ κατὰ εἷς νὰ ἀπέρχεται ἐκεῖθεν, ὅπου ἦτον·
διὸ τὸν ἐπληροφόρεσαν οἱ ἄρχοντες οἱ Ρωμαῖοι,
ὅτι οὐδὲν τοῦ ἐκάμασιν τίποτε χρεία ἀπάρτι.
Ὥρισεν γὰρ κ’ ἐβγάλασιν ἀπ’ ἔσω ἐκ τὰ καράβια
σωτάρχιον, ἄρματα πολλά, ὁμοίως καὶ τζαγρατόρους.
Κι’ ὅσον ἐπαραδιάβασεν τὰ μέρη Καλλομάτας
κι ἀνάπαψεν τὰ ἄλογα, ὁμοίως καὶ τὸν λαόν του,
βουλὴν ἀπῆρεν ποῦ νὰ ὑπάῃ, ποῦ νὰ καβαλλικέψῃ.
Εἰς τοῦτο εἶπαν οἱ Ρωμαῖοι, οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του,
νὰ ἀπέλθουν στὴν Βελίγοστην κι ἀπέκει εἰς τὸ Νίκλι,
διατὸ εἶναι χῶρες προεστὲς εἰς ὅλον τὸν Μορέαν·
στὸν κάμπον κοίτονται κ’ οἱ δύο, εὐθέως τὲς θέλουν πάρει·
κι ἀπαύτου πάλε ν’ ἀπελθοῦν στὴν Λακκοδαιμονίαν.
Καὶ τότε ὁ πρωτοστράτορας, μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
εἶπεν καὶ ἐσυμβούλεψεν στὴν Ἀρκαδία νὰ ἀπέλθουν,
τὸ κάστρον γὰρ νὰ ἐπάρουσιν, ὁ τόπος νὰ πλαταίνῃ,
νὰ στείλουν κ’ εἰς τὸ Ἀράκλοβον ὅπου κρατεῖ τὸν δρόγγον,
ὅπου τὰ λέγουν τὰ Σκορτά, μικρὸν καστέλιν ἔνι,
ἀλλὰ εἰς τραχῶνιν κάθεται, πολλὰ ἔνι ἀφιρωμένον·
λέγουν ὁκάποιος τὸ κρατεῖ ἀπὸ τοὺς Βουτζαρᾶδες,
Δοξαπατρὴν τὸν λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ἔνι·
«κι ἀφῶν ἐπάρωμεν κι αὐτὸ καὶ νὰ πλατύνῃ ὁ τόπος,
ἐνταῦτα ἂς ἀπερχώμεθα ἐκεῖ εἰς τοὺς ἄλλους τόπους».
Οὕτως ὡς τὸ ἐσυμβούλεψεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
τὸ ἔστερξεν τοῦ νὰ γενῇ ἀτός του ὁ Καμπανέσης.
Ὥρισεν κ’ ἐλάλησασιν ὅλα τους τὰ σαλπίγγια,
κ’ εὐθέως ἐκαβαλλίκεψαν, ἐκίνησαν κ’ ὑπάγουν.
[§]Στὴν Ἀρκαδίαν ἐσώσασιν ὥραν μεσημερίου·
ἐπιάσαν τὲς κατοῦνες τους στὸν κάμπον ἐτεντῶσαν,
τὸ κάστρον ἐζητήσασιν, κ’ ἐκεῖνοι οὐδὲν τὸ δίδουν,
διατὶ τὸ κάστρον κοίτεται ἀπάνω γὰρ στὸ σπήλαιον
κ’ εἶχαν καὶ πύργον δυνατὸν ἀπὸ γὰρ τῶν Ἑλλήνων·
σωτάρχειον εἶχαν δυνατήν, ἤλπιζαν νὰ βαστάξουν
τὴν μάχην καὶ τὸν πόλεμον, νὰ μὴ παραδοθοῦσιν.
Ἡ μέρα ἐκείνη ἐπέρασεν, ἡ ἄλλη ἐξημερώνει.
[§]Ὁ Καμπανέσης ὥρισεν, τὰ τριπουτσέτα ἐστῆσαν
καὶ ἄρχισαν νὰ πολεμοῦν ἐκεῖ ἀπάνω εἰς τὸ κάστρον.
Ἐκ τὸ ἕνα μέρος ἔδερναν μετὰ τῶν τριπουτσέτων,
κι ἀπὸ τὴν ράχην κ’ ἔμπροστεν ἦσαν οἱ τζαγρατόροι.
Κι ὡς εἴδασιν οἱ Ἀρκαδινοὶ ὅπου ἦσαν εἰς τὸ κάστρον,
τὸν πόλεμον τὸν δυνατὸν ὅτι οὐκ ἠμποροῦν βαστάζει,
στριγγὴν φωνὴν ἐλάλησαν, ὁ πόλεμος νὰ πάψῃ·
συμβίβασιν ἐποιήσασιν τὸ κάστρον νὰ παραδώσουν·
κ’ εὐθέως ὁ πρωτοστράτορας μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
ὥρισεν τῶν ἀρχηγῶν τὸν πόλεμον νὰ πάψουν.
Οἱ Ἀρκαδινοὶ ἐζητήσασιν συμπάθειον νὰ τοὺς ποιήσῃ,
ἀφροντισίαν νὰ ἔχουσιν μὲ τὰ ὑποστατικά τους·
ὅρκον ἐδώκασιν εὐτὺς κ’ ἐδώκασιν τὸ κάστρον.
[§]Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν τὸ κάστρο ὁ Καμπανέσης,
οὐδὲν ἀργήσασιν ἐκεῖ μόνι καὶ δύο ἡμέρας·
κι’ οὕτως ἐσώσασιν ἐκεῖ ὁκάποι ἀποκρισάροι·
πιττάκια ἐβασταίνασιν, ἐκ τὴν Φραγκίαν τὰ ἠφέρναν,
τοῦ Καμπανέση τὰ ἔδωκαν κ’ ἐπροσκυνήσανέ τον·
ἐκ στόματος τοὺς ἐρωτᾷ· «λέγετε τὰ μαντᾶτα».
Κ’ ἐκεῖνοι ὡς ἦσαν λυπηροὶ μετὰ δακρύων τοῦ λέγουν·
«Ἀφέντη μας, ἐγνώριζε, ἀπέθανε ὁ ἀδελφός σου,
ὅπου ἦτον πρῶτος ἀδελφός, ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας.
Οἱ ἄρχοντες τοῦ τόπου σου, ὅλοι οἱ φλαμουριάροι,
ὡσαύτως ὅλον τὸ κοινὸν ὅπου ἔνι ἰγονικόν σου,
παρακαλοῦν καὶ προσκυνοῦν σύντομα ἐκεῖ νὰ ἀπέλθῃς·
οὐκ ἔχουσι γὰρ φυσικὸν ἀφέντη, μόνον ἐσέναν.
«Αὐτὸς ὁ ρῆγας τῆς Φραγκίας, ὅπου κρατεῖς ἀπ’ αὖτον,
πολλὰ ἀγαπᾷ καὶ βιάζεται γοργὸν νὰ καταλάβῃς·
οἱ συγγενεῖς σου κ’ οἱ ἅπαντες εὐγενικοὶ τῆς Δύσεως,
ὅλοι σὲ γράφουν καὶ ζητοῦν σύντομα ἐκεῖ νὰ ἀπέλθῃς».
[§]Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενικὸς ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης,
ὡς φρόνιμος νεούτσικος μεγάλως ἐλυπήθη,
ἔκλαψε εἰς σφόδρα, σὲ λαλῶ, εἰς θλίψιν μεγάλην ἐμπῆκεν,
ὥρισεν γὰρ κ’ ἐκράξασιν τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου,
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν πρωτοσύμβουλόν του,
κ’ ἐλάλησεν ὡς φρόνιμος καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους.
[§]«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, συντρόφοι, στρατιῶται,
τὸν Θεὸν ἐβγάνω μάρτυρα στὴν θλίψιν ὅπου ἔχω
διὰ τὴν θανὴν γὰρ ἐκεινοῦ τοῦ ἀφέντη κι ἀδερφοῦ μου.
Δεύτερον πάλιν θλίβομαι, ἔχω μεγάλην ἔννοιαν
ἐτοῦτο ὅπου ἐκατάπιασα κ’ ἦλθα στὴν Ρωμανίαν,
νὰ λάβω δόξαν καὶ τιμὴν καὶ τόπον νὰ κερδίσω·
κι ὅσον τὸ ἐκατάπιασα κ’ ἔτρεχα εἰς τὸ τέλος,
ἐχάσα τὴν ἐλπίδα μου κ’ ἐγκρεμνοβόλισά την
καὶ ἦλθε μὲ τὸ ἐνάντιον ἐν γὰρ δισσοῖς τοῖς τρόποις.
Ὅμως ὡς ἤκουσα ἀπὸ ἀρχῆς ἐκ τοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους,
καὶ λέγουν καὶ διατάσσουν μας - ὅσοι γὰρ δυστυχοῦμε -
ὑπομονὴν νὰ ἔχωμεν κι οὕτως νὰ διαφοροῦμεν·
διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσᾶς, ὅλους παρακαλῶ σας
τοῦ νὰ μὲ συμβουλέψετε ὡς πρέπει καὶ τυχαίνει,
νὰ ποιήσω πρᾶγμαν εὔπρεπον νὰ πρέπῃ τῆς τιμῆς σας,
κ’ ἐσᾶς ὅπου εἶστε μετ’ ἐμὲν νὰ μὴν κατηγορήσουν».
[§]Ἐνταῦτα ἐδόθη ἡ βουλὴ κ’ ἐγίνετον ἐτοῦτο·
νὰ ἔνι ὁ πρωτοστράτορας μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
νὰ ἔχῃ μετ’ αὖτον δύο ἀρχιερεῖς καὶ δύο φλαμουριαρίους
καὶ ἄλλους πέντε ἄρχοντες, τοὺς τόπους νὰ ἰμερίσουν,
νὰ δώσουσιν τοῦ καθενὸς πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου ἔχει,
πρὸς τὸν λαὸν καὶ τὰ ἄρματα ὅπου εἶχεν στὸ φουσσᾶτο.
[§]Ἐν τούτῳ ἐκάτσαν ἑνομοῦ ἐκεῖνοι οἱ δέκα μόνοι
κ’ ἐκατέγραψαν τὸν λαόν, τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου.
Λοιπὸν ἀφότου ἐγράψασιν τοὺς τόπους κ’ ἠμερίσαν,
ἐκεῖνοι οἱ δέκα ὅπου λαλῶ, ἠφέρασιν τὰ ἐγράφου,
τοῦ Καμπανέση τὰ ἔδωκαν κ’ ἐπροσκομίσανέ τα.
[§]Κι ἀφότου τὰ ἀναγνώσασιν κ’ ἐφανερώσανέ τα,
ὅλοι τοὺς ἐπαινέσασι καὶ ἀτός του ὁ Καμπανέσης·
διότι γὰρ οὐκ ἔγραφεν στὴν μερισίαν ἐκείνην
τίποτε διὰ τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν πρωτοστράτοράν του,
μεγάλως τὸ ἐθαυμάστηκεν, εἶπεν κ ἐπαίνεσέ τον,
τὲς τάξες καὶ τὴν φρόνεσιν, τὲς χάριτες ὅπου εἶχεν.
[§]Ἐν τούτῳ τὸν ἐλάλησεν· «μισὶρ Ντζεφρέ», τὸν λέγει,
-εἰς τὸν ἐμφανὲς τὸν ἔκραξεν καὶ φανερὰ τὸν εἶπεν-
«ἐγὼ ἐξεύρω εἰς πληροφορίαν, μὲ ἀλήθειον σὲ τὸ λέγω,
«ἐσὺ ἐπεχείρησες ἀρχὴν καὶ τὴν βουλὴν ἐδῶκες
ἐτότε ἐκεῖνον τὸν καιρὸν τοῦ ἀφέντη κι ἀδελφοῦ μου
διὰ τὸ πασσάτζο τῆς Συρίας κ’ ἐτέθη καπετάνος.
Κι ὡς ἦλθεν ἀπὸ ἁμαρτίας κι ἀπέθανε ὁ ἀδελφός μου
οὐδὲν ὑπόμεινες ποσῶς νὰ μείνῃ τὸ πασσάτζο,
κι ἀπήλθετε εἰς τὴν Ρωμανίαν κι ἀπήρατε τὴν Πόλη·
ὅλα γὰρ τὰ καμώματα κ’ οἱ πρᾶξες οἱ μεγάλες,
ἐσὺ τὲς ἐσυμβούλεψες κι ἀποκατέστησές τες,
κι ὡς ἔμαθες ὅτι ἦλθα ἐγὼ ἐδῶ εἰς τὸν Μορέαν,
τὴν μοῖραν ὅπου σὲ ἔρχετον νὰ ἐπάρῃς τῆς κουγκέστας,
τὸν βασιλέα τὸν Βαλδουβὴ καὶ τοὺς συντρόφους ὅλους,
ὅλους τοὺς ἐλευτέρωσες καὶ ἦλθες εἰς ἐμέναν.
[§]Κ’ ἤθελεν εἶσταιν ἁμαρτία, κατηγορία μεγάλη
ἐὰν οὐ σὲ εὐεργέτησα ὡς πρέπει καὶ λαχαίνει.
Ἐν τούτῳ θέλω, δίδω σε νὰ ἔχῃς διὰ ἰγονικόν σου
τὴν Καλομμάτα κι Ἀρκαδίαν μετὰ τὴν περιοχὴν τους».
[§]Μὲ δαχτυλίδιον γὰρ χρυσὸν εὐθέως τὸν ρεβεστίζει·
κι ἀφότου ἐρεβεστήθηκεν κ’ ἔποικέν του τὸ ὁμάντζιο,
τότε τὸν ἐμετάκραξε καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον.
«Μισὶρ Ντζεφρέ, ἀπὸ τοῦ νῦν ἄνθρωπος μου εἶσαι λίζιος,
ἀφῶν κρατεῖς τὸν τόπον σου ἀπὸ τὴν ἀφεντία μου
κι ἁρμόζει νὰ εἶσαι πρὸς ἐμὲν ἀληθινὸς εἰς πάντα,
κ’ ἐγὼ πάλε νὰ ἀποθαρρῶ τὰ πάντα μου εἰς ἐσένα.
Λοιπὸν ἀφότου ὀφείλω ὑπάει ἐκεῖσε εἰς τὴν Φραγκίαν,
παρακαλῶ κι ὁρίζω σε διὰ τὴν ἐμὴν ἀγάπην,
τὸν τόπον, ὅπου ἐκέρδισα ἐδῶ εἰς τὸν Μορέαν,
νὰ παραλάβῃς καὶ κρατῇς διὰ ἐμὲν νὰ τὸν φυλάττῃς·
εἰς τέτοιον τρόπον κι ἀφορμὴν δίκαιός μου νὰ εἶσαι μπάϊλος,
τοῦ νὰ κρατῇς τὴν ἀφεντίαν, ὥσπερ ἐγὼ ἀτός μου.
Κ’ εἰ μὲν μὲ ἀρέσει καὶ φανῇ νὰ στείλω ἄλλον δίκαιόν μου
ἐκ τοὺς ἐμοὺς τοὺς συγγενεῖς ἀπ’ ἔσω εἰς χρόνον ἕνα,
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν νὰ τοῦ τὴν παραδώσῃς,
κ’ ἐσὺ τότες γὰρ νὰ κρατῇς τὸν τόπον σου ἀπ’ ἐκεῖνον.
Εἰ δὲ περάσῃ ὁ καιρός, τὸ τέρμενο τοῦ χρόνου,
κι οὐδὲν ἀπέλθῃ ἐδῶ κανεὶς τὴν ἀφεντίαν νὰ ἐπάρῃ,
θέλω γὰρ καὶ ὀρέγομαι κ’ ἐδῶ σὲ τὸ στερεώνω,
νὰ μείνῃς κύριος ἀπ’ ἐμοῦ, ἀφέντης κληρονόμος».
[§]Ἐνταῦτα γὰρ καὶ ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
τὸν Καμπανέση προσκυνᾷ, εἶπεν κ’ εὐχαριστᾷ τον
διὰ τὴν τιμὴν καὶ ἔπαινος, ἅπερ τοῦ ἐμαρτύρα,
καὶ δεύτερον διὰ τὴν δωρεὰν ὅπου ἔποικεν εἰς αὖτον·
τὸ γὰρ παλιάτζο τοῦ Μορέως, τὴν ἀφεντίαν τοῦ τόπου,
αὐτὸς τὰ ἐπαράλαβεν, ὡς τὸ εἶπε ὁ Καμπανέσης·
ὥρισε, ἔγραψαν τὰ χαρτία, τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες·
μεθ’ ὅρκου γὰρ τὰ ἔποικαν κ’ ἐνταῦτα τὰ ἐβουλλῶσαν
οἱ φλαμουριάροι κ’ οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου.
[§]Κι ὅσον τὲς ἐκατέστησαν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες,
ὁ Καμπανέσης ὤρθωσε κ’ ἐμίσσεψε κ’ ἐδιάβη·
οὐδὲν ἠθέλησε ποσῶς νὰ ἐπάρῃ μετ’ ἐκεῖνον
μόνον καὶ δύο καβαλλαρίους καὶ δώδεκα σιργέντες·
μὲ κάτεργον ἀπέρασεν, τῆς Βενετίας ἀπῆλθεν
κι ἐδιάβη ὁλόρθα εἰς τὴν Φραγκίαν ἐκεῖσε εἰς τὴν Τσαμπάνιαν,
κ’ ἐνέμεινε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἀφέντης εἰς τὸν τόπον.
[§]Ἀφότου γὰρ ἐνέμεινεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
μπάϊλος κι ἀφέντης τοῦ Μορέως, καθὼς σὲ ἀφηγοῦμαι,
στὴν Ἀνδραβίδα ὥρισε νὰ σωρευτῇ ὁ λαός του,
ὅπου ἦτο ἐτότε εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς ἀφεντίας ὅπου ἦτον·
καὶ ὅσον ἐγίνη ἡ ἕνωσις μικρῶν γὰρ καὶ μεγάλων,
εἶπεν κ’ ἠφέραν τὸ βιβλίον, ὅπου ἦτο ἡ μερισία
ἐγράφως γὰρ τοῦ καθενὸς, τὸ τί τοῦ ἐπαρεδόθη
νὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται παρὰ τοῦ Καμπανέση.
Ἐν τούτῳ ηὑρέθησαν ἐκεῖ ὅπου ἦσαν προνοιασμένοι.
Ὁ πρῶτος ὅπου ἔγραφεν ἦτο ὁ μισὶρ Γαρτιέρης,
ντὲ Ροζήερες ἦτον τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν·
εἶχεν εἰκοσιτέσσαρα καβαλλαρίων τὰ φίε,
στὴν Μεσαρέαν τοῦ ἐδόθησαν· κάστρον ἐποῖκε ἐκεῖσε,
κι ὠνόμασε τὴν Ἄκοβαν· οὕτως τὴν ὀνομάζουν.
Ἀπαύτου ἐδόθησαν ὁμοίως τοῦ μισὶρ Οὕγκου ἐκείνου
ντὲ Μπρίερες ἦτον τὸ ἐπίκλην του εἰς τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον·
εἰκοσιδύο καβαλλαρίων τὰ φίε τὸν ἐδῶκαν.
Τὸ παραλάβει τὲς προνοῖες ἔχτισε κάστρο ἐκεῖσε,
Καρύταιναν τ’ ὠνόμασαν, οὕτως τὸ λέγουν πάλε.
Ἐκεῖνος υἱὸν ἐγέννησε, μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκεῖνον
ἀφέντην τῆς Καρύταινας, οὕτως τὸν ὠνομάζαν,
ὅπου ἦτον εἰς τὴν Ρωμανίαν ἐξάκουστος στρατιώτης.
Ἀπαύτου πάλε ἔγραφεν τρίτος μπαροῦς ἐκεῖνος
μισὶρ Γυλιάμο τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλη εἶχε Ἀλλαμάνος·
ἡ Πάτρα γὰρ τοῦ ἔγραφεν νὰ ἔχῃ καὶ ἀφεντεύῃ
μὲ ὅλην της τὴν διακράτησιν τοῦ ἐδόθη νὰ τὴν ἔχῃ.
Ἀπαύτου ἐδόθη ἡ μπαρουνία μισὶρ Μαΐου ἐκείνου·
ντὲ Μοῦς εἶχεν τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν·
τὸ κάστρον τῆς Βελίγοστης καβαλλαρίων τεσσάρων
τὰ φίε νὰ τὰ ὑποκρατοῦν καὶ φλάμουρον βαστάζῃ.
Ἀπαύτου πάλε ἔγραφεν ἄλλος μισὶρ Γουλιάμος
νὰ ἔχῃ τὸ κάστρον τοῦ Νικλίου κι αὐτὸ μὲ ἕξι φίε.
Ἄλλος πάλε ἀπὸ αὐτοῦ ἔγραφεν στὸ βιβλίον·
μισὶρ Γγιοῦν τὸν ἔλεγαν ντὲ Νιβηλὲ τὸ ἐπίκλην·
ἕξι φίε τοῦ ἐδόθησαν νὰ ἔχῃ εἰς τὴν Τσακωνίαν·
κάστρον ἔχτισεν ἐκεῖ, τὸ ὠνόμασεν Γεράκι.
Τὸν μισὲρ Ὄτον ντὲ Ντουρνᾶ ἐπρόνοιασεν ὡσαύτως
νὰ ἔχῃ τὰ Καλάβρυτα καὶ φίε δέκα καὶ δύο.
Ἀπαύτου ἔγραφεν ὁμοίως ὁ μισὶρ Οὗγκος ντὲ Λέλε
νὰ ἔχῃ ὀχτὼ καβαλλαρίων φίε εἰς τὴν Βοστίτσαν·
ἀφῆκεν τὸ ἐπίκλην του, ντὲ Τσερπηνὴ ὠνομάστη.
Τοῦ μισὶρ Λούκα ἐδόθησαν τέσσαρα φίε καὶ μόνον,
τῶν Λάκκων τὴν περιοχὴν νὰ ἔχῃ τῶν Γριτσένων.
Τοῦ μισὶρ Ντζᾶ γὰρ ντὲ Νουηλὴ ὁ Πασαβὰς τοῦ ἐδόθη
καὶ τέσσαρα φίε νὰ κρατῇ, φλάμουρον νὰ βασταίνῃ,
νὰ ἔνι πρωτοστράτορας, νὰ τὸ ἔχῃ ἰγονικόν του.
Τοῦ μισὶρ Ρουμπέρτου ντὲ Τρεμουλᾶ τέσσαρα φίε τοῦ ἐδῶκαν·
τὴν Χαλανδρίτσαν ἔχτισεν κ’ ἐλέγαν τον ἀφέντην.
Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ὁσπιταλίου τέσσαρα φίε τοῦ ἐδῶκαν·
τοῦ Τέμπλου ἄλλα τέσσαρα φλάμουρον νὰ σηκώνῃ·
εἴθ’ οὕτως γὰρ ἐδόθησαν κι αὐτῶν τῶν Ἀλλαμάνων
τέσσαρα φίε τοῦ νὰ κρατοῦν στὰ μέρη Καλομμάτας.
Τοῦ μητροπολίτη τῆς Πατροῦ μετὰ τοὺς κανονίκους
ὀχτὼ φίε καβαλλαρίων τοῦ ἔδωκαν νὰ ἔχῃ·
ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ὤλενας τέσσαρα φίε τοῦ ἐδῶκαν,
καὶ τῆς Μεθώνης ἀλλὰ δὴ κ’ ἐκείνου τῆς Κορώνης
πρὸς τέσσαρα τοὺς ἔδωκαν μετὰ τοὺς κανονίκους·
εἶθ’ οὕτως τῆς Βελίγοστης κ’ ἐκεῖνος τοῦ Ἀμυκλίου
ὅλοι πρὸς τέσσαρα εἴχασιν σὺν τῆς Λακοδαιμονίας.
Ἐτοῦτοι ὅλοι, ὅπου μὲ ἀκούεις καὶ λέγω κι ὀνομάζω,
εὑρέθησαν εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Καμπανέση ἐκείνου
ἐγράφου εἰς τὸ ρουντζέστρο του, ὅπου ἦσαν προνοιασμένοι.
Οἱ καβαλλάριοι, ὅπου εἴχασιν πρὸς ἕνα φίε ὁ καθένας,
καὶ οἱ σιργέντες ἀλλὰ δή, ὅπου ἦσαν προνοιασμένοι,
οὐδὲν τοὺς ὀνομάζομεν διὰ τὴν πολυγραφίαν.
[§]Κι ἀφότου ἀναγνώσασιν ἐκεῖνο τὸ ροντζένστρο,
ἐζήτησε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς βουλὴν τῶν κεφαλάδων,
ὡσαύτως καὶ τῶν ἀρχιερέων, ἐκείνων τῶν ἐπισκόπων,
τὸ πῶς νὰ καταστήσουσιν καὶ πῶς νὰ κατορθώσουν
τὴν πρᾶξιν καὶ τὴν ἀφορμήν, τὸ πῶς θέλουν δουλεύει
ἐκεῖνοι, ὅπου εἶχαν τὲς προνοῖες, ὅπερ τοὺς ἐπρονοιάσαν,
διὰ νὰ βασταίνουν ἄρματα, τὸν τόπον νὰ φυλάττουν·
ἐπεὶ ἂν οὐδὲν φυλάγεται ὁ τόπος, ποῦ ἐκερδίσαν
μὲ τὰ ἄρματα καὶ τὴν στρατείαν, πάλιν τὸν θέλουν ἀχάσει.
Ἐν τούτῳ μὲ κοινῆς βουλῆς καὶ διάκρισης μεγάλης
εἴπασιν κ’ ἐδιόρθωσαν καὶ περιεστήσανέ το·
ὅτι ὅσοι γὰρ καὶ εἴχασιν πρὸς τέσσαρα τὰ φίε,
φλάμουρα νὰ βασταίνουσιν καὶ φλαμουριάροι νὰ εἶναι,
νὰ ὀφείλῃ ἔχει ὁ κατὰ εἷς μετὰ τὸ φλάμουρόν του
καβαλλάρη ἕνα μετ’ αὐτὸν καὶ δώδεκα σιργέντες,
κι ὅσοι κρατοῦσιν κ’ ἔχουσιν ἀπάνω τῶν φίε τεσσάρων,
νὰ δίδουν κ’ ἐκπληρώσουσιν διὰ τὸ καθένα φίε
σιργέντες δύο εἰς ἄλογα ἢ ἕναν καβαλλάρην.
Κ’ οἱ καβαλλάροι ὅπου κρατοῦν πρὸς ἕνα φίε ὁ καθένας,
ἀτός του ὀφείλει καὶ χρεωστεῖ δουλεύει διὰ τὸ χρέο του·
ὡσαύτως καὶ τοὺς λέγουσιν σιργέντες τῆς κουγκέστας,
ὁ κατὰ εἷς νὰ ἐκπληρῇ δουλείαν μὲ τὸ κορμί του.
[§]Εἴπασιν δὲ κ’ ἐδιώρθωσαν διὰ τὸ ἦσαν εἰς τὴν μάχην,
τὸ μὲν διὰ νὰ φυλάττουσιν ἐκεῖνα ὅπου ἐκερδίσαν,
καὶ τὸ ἄλλο νὰ κερδέζουσιν ἐκεῖνα γὰρ τὰ οὐκ ἔχουν,
ὅτι νὰ στήκεται ἡ δουλεία τὸν χρόνον ὅλον λέγω,
εἰς τέτοιον τρόπον κι ἀφορμὴν ὡσὰν τὸ καταλέγω.
Ὅτι ἐκ τοὺς μῆνας δώδεκα, ὅπου ἔχει ὁ χρόνος ὅλος,
νὰ ἐκπληρώνῃ ὁ κατὰ εἷς τοὺς τέσσαρους γὰρ μῆνας
εἰς γαρνιζοῦν καθολικήν, ἔνθα ἀρέσει τοῦ ἀφέντη·
τοὺς δὲ τοὺς ἄλλους τέσσαρους νὰ ἀπέρχεται εἰς φουσσᾶτο,
ἔνθα χρήζει καὶ βούλεται τοῦ προνοιατόρου ὁ ἀφέντης·
τὸ δὲ τὸ τρίτον τοῦ χρονοῦ, τοὺς τέσσαρους γὰρ μῆνας,
ὀφείλει ὁ προνοιάτορας νὰ ἔνι ὅπου θέλει.
Διὰ τοῦτο γὰρ ὅπου εἴπασιν, νὰ δουλεύῃ ὅλον τὸν χρόνον,
ἔνι διὰ τὴν προτίμησιν τοῦ ἀφέντη, ὅπερ ἔνι,
ἀπὸ τοὺς μῆνας δώδεκα νὰ ἐπαίρνῃ ὅποιους θέλει.
[§]Οἱ δὲ ἐπίσκοποι κ’ ἡ Ἐκκλησία, τὸ Τέμπλο κι Ὁσπιτάλια,
οὐδὲν ὀφείλουσιν ἐκπληρεῖν εἰς γαρνιζοῦν δουλείας·
τὸ δὲ εἰς ἀρμάτων συμμαχίας κ’ εἰς κούρση κ’ εἰς πολέμους,
ἔνθα ὁ ἀφέντης τοῦ χρειαστῇ καὶ χρείαν τοῦ τόπου, κάμνει,
ὀφείλουν εἶσται πανταχοῦ ὡσὰν κ’ οἱ προνοιατόροι.
Ὡσαύτως ἐπερίστησαν κ’ ἐτοῦτο τὸ κεφάλαιον·
ὅτι οἱ προεστοὶ κ’ οἱ ἐπίσκοποι ὅλων τῶν ἐκκλησίων
φλάμουρα νὰ βαστάζουσιν εἰς ἀφορμὴν τῆς μάχης·
τὸ δὲ εἰς βουλὴν τῆς ἀφεντίας κ’ εἰς κρίσεις γὰρ τοῦ τόπου
ὀφείλουν εἶσται γὰρ αὐτοὶ ὡσὰν κ’ οἱ φλαμουριάροι,
ἄνευ γὰρ τῶν φονικῶν κρίσεών τε κ’ ὑποθέσεων,
ὅπου οὐκ ἔπρεπεν κἄν ποσῶς νὰ κρένουν οἱ ἐπισκόποι.
[§]Κι ἀφότου ἀπεκατέστησαν τὰ ὅσα σὲ ἀφηγοῦμαι,
ὥρισεν ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς μικρούς τε καὶ μεγάλους,
ὅλοι νὰ οἰκονομηθοῦν τοῦ νὰ ἔχουν φουσσατέψει,
τοὺς τόπους ὅπου ἐπρονοιάστησαν νὰ τοὺς ἔχουν κερδίσει,
κ’ ἐκείνους ὅπου οὐκ εἴχασιν νὰ θέλουν κουγκεστήσει.
Καὶ ὅσον ἐφουσσάτεψαν, ὠρθῶσαν καὶ ὑπαγαίναν
μὲ τὴν βουλὴν γὰρ τῶν Ρωμαίων, ὅπου ἐξεύραν τοὺς τόπους,
ὁλόρθα εἰς τὴν Βελίγοστην ἐκεῖ τοὺς ἀπεσῶσαν·
εἰς χαμοβοῦνι ἐκοίτετον τὸ κάστρο ἐκεῖνο ἐτότε·
μὲ πόλεμον τὸ ἐπήρασιν, ὀλίγοι ἐπροσκυνῆσαν.
Ἀπαύτου ὁλόρθα ἐδιάβησαν ἐκεῖσε εἰς τὸ Νίκλι·
ἐκεῖνο εἰς κάμπο ἐκοίτετον· τὸ ἰδεῖ γὰρ τὰ φουσσᾶτα,
τὰ φράγκικα καὶ τῶν Ρωμαίων, ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκείνους,
οἱ ἄρχοντες γὰρ τοῦ Ἀμυκλίου τοὺς πύργους ἀφιρῶσαν
μὲ τὸν λαὸν καὶ ἄρματα ὅπου εἴχασιν μετ’ αὔτους.
Οἱ τοῖχοι ἦσαν ὑψηλοί, ὅλοι μὲ τὸ χορῆγι·
ἐστάθησαν εἰς πόλεμον μὲ προθυμίαν μεγάλην,
ἡμέρας τρεῖς ἐκράτησαν τὸν πόλεμον τοῦ κάστρου
κι οὐδὲν ἠθέλησαν ποσῶς τοῦ νὰ παραδοθοῦσι.
Ἰδὼν τοῦτο ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὥρισε καὶ ἠφέραν ξύλα,
νὰ ποιήσουν σκρόφες ἀλλὰ δὴ ὁμοίως καὶ τριπουτσέτα·
ὤμοσεν γὰρ στὸν ὅρκον του ἀπέκει οὐ μὴ μισσέψῃ
ἕως οὗ νὰ ἐπάρῃ ἀπὸ σπαθίου τὸ κάστρον τοῦ Νικλίου,
κ’ εἰ μὲν τὸ ἐπάρῃ ἀπὸ σπαθίου, ψυχὴν μὴ ἐλεημονήσῃ.
Ἀκούσων ταῦτα οἱ Ρωμαῖοι ὅπου ἦσαν μὲ τοὺς Φράγκους,
ὅπου εἴχασιν γὰρ συγγενοὺς ἐκεῖ ἀπέσω εἰς τὸ κάστρον,
σύντομα τοὺς ἐμήνυσαν κ’ ἐπληροφόρεσάν τους,
ὅτι ἐὰν τὸ κάστρο οὐ δώσουσιν καὶ νὰ παραδοθοῦσιν,
καὶ πιάσουν το ἀπὸ σπαθίου, ὅλοι εἶναι ἀποθαμένοι.
Κι ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ ἅπαντες ἐκεῖνοι οἱ Νικλιῶτες,
βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ, τὸ κάστρο ἐπαραδῶκαν,
μὲ συμφωνίες τὸ ἔδωκαν νὰ ἔχουν τὰ ἰγονικά τους.
Καὶ ὅσον ἐπαράλαβεν ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς τὸ Νίκλι,
ὥρισεν κ’ ἐσωταρχίσαν το, ὡς ἔπρεπεν κι ἁρμόζει·
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ
κ’ ἐν τούτῳ ἐμίσσεψε ἀπ’ ἐκεῖ κ’ ἐδιάβηκεν ὁλόρθα
ἐκεῖσε εἰς τὴν Λακοδαιμονία, χώρα ἦτον μεγάλη,
μὲ πύργους καὶ καλὰ τειχέα, ὅλα μὲ τὸ χορῆγι·
πολλὰ γὰρ ἀφιρώσασιν νὰ μὴ παραδοθοῦσι.
Ἡμέρες πέντε ἐποιήσασιν οἱ Φράγκοι ἐκεῖ τὸν γῦρον
μὲ πόλεμον ἀδιάλειπτον, ἡμέραν γὰρ καὶ νύχταν,
τὰ τριπουτσέτα ἐστήσασιν, τὰ ἤφεραν ἐκ τὸ Νίκλι·
κι ὡσὰν τοὺς ἀπεκτείνασιν κ’ ἐχάλασαν τοὺς πύργους,
μὲ βίαν ἐπαραδόθησαν, μὲ συμφωνίες καὶ ὅρκον,
νὰ ἔχουσιν τὰ ὁσπίτια τους καὶ τὲς προνοῖες ὅπου εἶχαν.
Κι ἀφότου ἐπαρεδόθησαν οἱ Λακοδαιμονῖτες,
ἐκεῖσε ἀπέσω ἀππλίκεψεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἀτός του·
ὥρισεν τὰ φουσσᾶτα του κι ἀρχάσαν νὰ κουρσεύουν
τὸ μέρος γὰρ τῆς Τσακωνίας καὶ μέχρι εἰς τὸ Ἕλεος,
κ’ ἐκεῖσε εἰς τὰ Βάτικα κ’ εἰς τὴν Μονοβασίαν.
Ἐνταῦτα ἦλθαν οἱ ἄρχοντες τῆς  Λακοδαιμονίας,
ὡσαύτως γὰρ τοῦ Ἀμυκλίου, ὅπου εἶχαν τὲς προνοιές τους,
ἐκεῖσε εἰς τὴν Τσακωνίαν κ’ εἰς τοὺς ἑτέρους τόπους,
ὅπου τοὺς ἐκούρσευαν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα.
Καὶ λέγουν τοῦ μισὶρ Ντζεφρέ, εἶπαν, παρακαλοῦν τον,
νὰ ὁρίσῃ τὰ φουσσᾶτα του, νὰ πάψουσιν τὰ κούρση,
νὰ προσκυνήσουν τὰ χωρία, ἀφέντην νὰ τὸν ἔχουν.
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς παμφρόνιμος, ἄκουσε τῶν ἀρχόντων,
καὶ ὥρισεν κ’ ἐστράφησαν ὀπίσω τὰ φουσσᾶτα.
Ἐν τούτῳ ὁρίζει, κ’ ἤλθασιν οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του,
ἐκεῖνοι ὅπου ἐπρονοιάζασιν τὲς χῶρες τῶν στρατιώτων·
ἐγράφως γὰρ τὰ ἐβάλασιν ἀπέσω εἰς τὸ ριτζένστρο
τὰ ὅσα ἐκερδίσασιν κι ὅσα ἐκουγκεστῆσαν,
ἀφότου γὰρ ἐμίσσεψεν ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης.
Ἔκραξεν γὰρ τοὺς ἄρχοντας, τοὺς πρώτους τοῦ Μορέως,
κ’ ἐρώτησέ τους ἀκριβῶς νὰ τὸν πληροφορέσουν
ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ ΦΡΑΓΚΩΝ ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΩΝ
τὸ τί κάστρη ἐνεμένουσιν ὅπου οὐκ ἐπροσκυνῆσαν.
Κ’ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν κ’ ἐπληροφόρεσάν τον·
«Τέσσαρα κάστρη ἀφέντη μας, σὲ λείπουσιν ἀκόμη·
τὸ πρῶτον ἔνι ἡ Κόρινθος, τὸ δεύτερον τὸ Ἀνάπλι,
τὸ τρίτο ἔνι ἡ Μονοβασία, τὸ τέταρτον τὸ Ἄργος·
πολλὰ εἶν’ τὰ κάστρη δυνατά, καλὰ σωναρχισμένα·
μὲ πόλεμον οὐκ ἠμπορεῖς ποτέ σου νὰ τὰ ἐπάρῃς.
Λοιπὸν ἂν θέλῃ ὁ ἀφέντης μας, τὰ κάστρη νὰ τὰ ἐπάρῃ,
κ’ ἡμεῖς, τὸ γένος τῶν Ρωμαίων, δοῦλοι σου νὰ ἀποθάνουν,
τοῦτο ζητοῦμεν, λέγομεν, μεθ’ ὅρκου νὰ μᾶς τὸ ποιήσῃς
ἐγγράφως, νὰ νὸ ἔχωμεν ἡμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας·
ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἔμπροστεν, Φράγκος νὰ μὴ μᾶς βιάσῃ
ν’ ἀλλάξωμεν τὴν πίστιν μας διὰ τῶν Φραγκῶν τὴν πίστιν,
μήτε ἀπὸ τὰ συνήθειά μας, τὸν νόμον τῶν Ρωμαίων».
[§]Ἀκούσων ταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς καλῶς τὸ ἀποδέχτη,
μεθ’ ὅρκου τοὺς τὸ ἐστερέωσεν, ἐγράφως τοὺς τὸ ἐποῖκεν.
[§]Κι ἀφότου ἀπεκατέστησεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
τὰ πάντα ὅλα πράγματα Φραγκῶν τε καὶ Ρωμαίων,
τοῦ καθενὸς τὴν ὄρεξιν καὶ τὰ προνοιάσματά τους,
τόσα τὸν ἀγαπήσασιν μικροί τε καὶ μεγάλοι
διατὸ ἦτον καλοϋπόληπτος, εἰς ὅλους δικαιοκρίτης,
[§]Ὅτι βουλὴν ἀπήρασιν οἱ φρονιμώτεροί τους,
τὸ πῶς νὰ τοῦ ἔμεινε ἡ ἀφεντία τοῦ τόπου τοῦ Μορέως,
διατὸ ἦτον ἄνθρωπος καλός, φρόνιμος εἰς τοὺς πάντας -
«περὶ νὰ ἔλθῃ ἐκ τὴν Φραγκίαν ὁκάποιος ρουχολόγος
ἀπαίδευτος κι ἀδιάκριτος καὶ νὰ μᾶς σκανταλίζῃ».
Ἐν τούτῳ ἦλθαν εἰς αὐτόν, τοὺς λόγους του ἀπεσῶσαν·
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ
ἐκεῖνος γὰρ ἐδειλίασε πολλὰ τὴν ἁμαρτίαν
κι οὐκ ἤθελεν οὐδὲ ποσῶς αὐτὸ νὰ τὸ ποιήσῃ·
ὅμως τόσα τὸν εἴπασιν, τόσα τὸν ἐβιάσαν,
ὅτι τὸν ἐξηλώσασιν ἀπὸ τὴν διάκρισίν του·
ἐσυγκατέβη νὰ γενῇ, τὸ πρᾶγμα νὰ πληρώσῃ.
[§]Ἐν τούτῳ ἐσκοπήσασιν τὸ πῶς νὰ διορθώσουν,
μὲ ποταπὴν ὑπόθεσιν νὰ ἔχουν ἐμποδίσει
ἐκεῖνον, ὅπου ἐτύχαινεν νὰ ἔλθῃ ἐκ τὴν Φραγκίαν,
νὰ ἐμποδιστῇ μὲ τίποτε τρόπον νὰ μὴ ἀποσώσῃ
ἐντὸς τοῦ τέρμενου ἐκεινοῦ ποῦ ἔστησε ὁ Καμπανέσης.
Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς γνωστικὸς ὅπου ἦτον,
καβαλλάριν ἀπέστειλεν ὅπου εἶχε ἰσόψυχόν του,
κ’ ἐδιάβηκεν στὴν Βενετίαν ὁλόρθα εἰς τὸν Δοῦκαν.
Φιλίαν κι ἀγάπην εἴχασιν κ’ ἐγνωριμίαν μεγάλην,
δωρήματα τοῦ ἀπέστειλεν, ἀξιοπαρακαλεῖ τον
νὰ ποιήσῃ πρᾶξιν τίποτε καὶ ἔμποδος νὰ γένῃ
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΣΦΕΤΕΡΙΣΘΗ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
’ς ἐκεῖνον ὅπου ἐτύχαινεν νὰ στείλῃ ὁ Καμπανέσης.
Ὡσαύτως γὰρ ἀπέστειλεν κι ἄλλον εἰς τὴν Φραγκίαν
εἰς φίλους γὰρ καὶ συγγενεῖς ὅπου εἶχεν στὴν Τσαμπάνιαν.
[§]Ἐνταῦτα γὰρ ἀφήνω ἐδῶ νὰ γράφω καὶ νὰ λέγω
διὰ ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ διὰ νὰ σὲ καταλἑξω
περὶ ἐκείνου τοῦ εὐγενικοῦ τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας,
τὸ πῶς ἐκατευόδωσεν, ἀφότου ἀπῆλθε ἐκεῖθεν,
ὅταν ἐδιάβη εἰς τὴν Φραγκίαν ἐκεῖ εἰς τὸ ἰγονικόν του.
[§]Ἀφότου γὰρ ἐμίσσεψεν ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης
ἀπὸ τὸν τόπον τοῦ Μορέως κ’ ἐδιάβη εἰς τὴν Φραγκίαν,
’ς τὴν Τσαμπάνιαν ἀπέσωσε, ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα.
Καλὰ τὸν ἀποδέχτησαν ἐκεῖνοι οἱ ἐδικοί του
κι ἀφότου ἀναπαύτηκεν κἄν δεκαπέντε ἡμέρες,
ἐμίσσεψεν κ’ ἐδιάβηκεν στὸν ρῆγαν τῆς Φραγκίας.
Εἰς τὸ Παρὶς τὸν ηὕρηκεν μετὰ τοὺς ἄρχοντές του·
ἑωρτίαζαν τὴν Πεντηκοστήν, καθὼς τὸ ἔχουν οἱ Φράγκοι·
χαρὰν μεγάλην ἔποικεν ὁ ρῆγας γὰρ τοῦ κόντου,
διατὶ τὸν εἶδε κ’ ἔποικεν στρέμμα ἐκ τὴν Ρωμανίαν,
ὡσαύτως κι ὅλοι οἱ εὐγενικοὶ δουκᾶδες καὶ κοντᾶδες,
ὅπου ἤσασιν συντρόφοι του ὁμοίως καὶ συγγενεῖς του.
[§]Κι ὅσον ἐκαταχάρησαν ἐκεῖσε γὰρ ἀλλήλως,
τὸ ὁμάντζιο ἐποίησεν τοῦ ρηγὸς ὡς διὰ τὸ ἰγονικόν του,
κι’ ἀπηλογίαν ἐζήτησεν, εἰς τὴν Τσαμπάνια ἐστράφη.
Κι ὅσον ἦλθεν στὸν τόπον του κ’ ἐσέβηκεν ἀφέντης,
διορθώνοντα τὸν τόπον του καὶ τὲς ὑπόθεσές του,
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ
μῆνες ὀχτὼ ἐπεράσασιν, τόσους τοὺς ἐγνωμιάσαν.
Κ’ ἐνταῦτα ἐθυμήθηκεν τὲς συμφωνίες ὅπου εἶχεν
μὲ ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ διὰ τοῦ Μορέως τὸν τόπον·
ἐλπίδαν εἶχεν δυνατὴν καὶ θάρρος μέγα εἰς αὖτον,
ὅτι τοῦ στείλει του κανεῖν ἀπὸ τοὺς ἐδικούς του
νὰ τὸν δεχτῇ ὡς ἀφέντη του τὸν τόπον νὰ τοῦ παραδώσῃ.
[§]Ἐν τούτῳ ἀπῆρε τὴν βουλὴν μετὰ τοὺς ἐδικούς του
τὸ ποῖον νὰ στείλῃ εἰς τὸν Μορέαν διὰ ἀφέντη καὶ δίκαιόν του.
Ὁκάποιον εἶχε ἐξάδελφον, τὸν ἔλεγαν Ρομπέρτον·
ἄνθρωπος ἦτον νεούτσικος, ἐξαίρετος εἰς πάντα.
Κράζει καὶ ρεβεστίζει τον ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας·
ἀπὸ τὸν τόπον τοῦ Μορέως τὴν ἀφεντίαν τοῦ ἐδῶκεν.
[§]Ὥρισεν καὶ ἐγράψασιν ὅλα τὰ προβελέγκια,
ὡσαύτως τὰ παραδοτικά, τὰ ἐτύχαινεν νὰ ἐπάρῃ·
λογάριν τοῦ ἔδωκεν πολὺ καὶ φαμελίαν μετ’ αὖτον,
καβαλλαρίους γὰρ τέσσαρους κ’ εἴκοσι δύο σιργέντες.
Ἐκ τὴν Τσαμπάνια ἐξέβηκε εἰς τὸ ἔβγα τοῦ νοεβρίου.
[§]Κι ὅταν ἦλθε εἰς τοῦ Σαβώε τὰ ὄρη νὰ ἀπεράσῃ,
τὰ χιόνια ηὗρεν δυνατά, πολλὰ πηχτὰ εἰς τὰ ὄρη
ὅπου χωρίζουν τὴν Φραγκίαν ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν,
κι οὐδὲν ἠμπόρεσεν ποσῶς τοῦ νὰ ἔχῃ ἀπεράσει.
Ἐν τούτῳ ἄργησεν ἐκεῖ ἕναν μῆναν καὶ πλέον,
κι ὅταν ἠμπόρεσε νὰ ἐλθῇ τὰ ὄρη νὰ ἀπεράσῃ,
ἐξῆλθεν ἐκ τὴν Λουμπαρδίαν, ὡδήγεψεν καὶ ἦλθεν,
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΙ ΤΟΥ ΡΟΒΕΡΤΟΥ
στὴν Βενετίαν ἀπέσωσεν εἰς τὸ ἔβγα τοῦ ἰανουαρίου,
ἐλπίζοντα τοῦ νὰ εὕρῃ κάτεργον νὰ ἀπεράσῃ.
[§]Ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας ὡς τὸ ἐπληροφορέθη
ὅτι ὁ Ρουμπέρτος ἦλθε ἐκεῖ, ὁ ἐξάδελφος τοῦ κόντου -
ἐκ τὴν Τσαμπάνιαν ἔρχεται νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὸν Μορέαν -
κράζει τὸν ἀμιράλην του καὶ μυστικῶς τοῦ εἶπεν
τὸ πρᾶγμα, τὴν ὑπόθεσιν νὰ τὸν ἔχῃ   ἐμποδίσει,
νὰ μὴ τοῦ δώσῃ πλευτικὸν εἰς τὸν Μορέαν ν’ ἀπέλθῃ.
Ὁ δοῦκας γὰρ τὸν ἔκραξε ἐκεῖνον τὸν Ρουμπέρτον,
τιμὴν μεγάλην τοῦ ἔποικεν καὶ φιλοπροσωπίαν
νὰ ἀποθαρρέσῃ εἰς αὐτόν, νὰ τὸν ἔχῃ ἀπεργώσει,
καὶ τόσα τὸν ἐκράτησε μὲ τὰ καλά του λόγια,
μὲ τρόπους γὰρ καὶ ἀφορμὲς καὶ πρόφασες ὁμοίως,
ὅτι ἄργησε εἰς τὴν Βενετίαν κἄν δύο μῆνες καὶ πλέον.
Ἀπαύτου δὲ τοῦ ἔδωκεν κάτεργο ἀρματωμένον,
τὸ ἐτύχαινεν νὰ ἀπελθῇ ἐκεῖσε εἰς τὴν Κρήτην.
[§]Καὶ ὥρισε τὸν κόμιτα, τοῦ κατέργου τὸν κύρην,
εἰς τοὺς Κορφοὺς διαβαίνοντα ἐκεῖ νὰ τὸν ἀφήκουν.
Λοιπὸν ὡσὰν σὲ τὸ λαλῶ ἐγένετον τὸ πρᾶγμα.
[§]Κι ὡς τὸ ἤφερεν τὸ κάτεργον εἰς τοῦ Κορφοῦ τὸ κάστρον,
ὁ κόμιτας τὸν ἔκραξεν ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον
καὶ λέγει του· «τὸ κάτεργον ἔσπασεν ἀπὲ κάτω,
καὶ χρήζομαι νὰ εὐτειαστῇ νὰ τὸ καλαφατίσω·
λοιπόν, καλέ μου ἀδελφέ, τὰ ροῦχα σου ἂς ἐβγάλουν
νὰ ἐλαφρωθῇ τὸ κάτεργον, νὰ τὸ καλαφατίσω».
Καὶ ἐκεῖνος λογιζόμενος ’ς ἀλήθειαν τοῦ τὸ λέγει,
ὥρισεν καὶ ἐξέβαλαν τὰ ροῦχα του εἰς τὸ κάστρον,
κ’ ἐκεῖνος γὰρ ἀππλίκεψεν εἰς τὸ ξενοδοχεῖον.
[§]Κι ὅταν ἐπέρασε ὁ καιρὸς τῆς νύχτας γὰρ τὸ πλεῖον,
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ
κ’ ἐλάλησεν ὁ πετεινός, ἐκεῖνοι τοῦ κατέργου
ἐδῶκαν τὴν συρίστρα τους κ’ εὐθέως πάντα ὑπαγαίνουν.
[§]Καὶ ὅταν ἐξημέρωσεν κ’ ἐννόησεν ὁ Ρομπέρτος,
ἐξύπνησεν καὶ εἶπαν του τὸ κάτεργον ἐδιάβη.
Κι ὡς τὸ ἔμαθε εἰς πληροφορία ἄρχισε νὰ λυπᾶται·
ἐνταῦτα ἐγνώρισεν καλὰ δημηγερσίαν τοῦ ἐποῖκαν,
κι ὅσο τὸ ἐπληροφορέθηκεν κι ἀπείκασε τὸν δόλον,
ἐγύρεψεν καὶ ηὕρηκεν βάρκαν τοῦ νὰ ναυλώσῃ·
κι ὁ καπενάνιος τῶν Κορφῶν, διατὸ ἦτον ξενιασμένος
ἀπ’ τὸν ἀφέντη τοῦ Μορέως τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκεῖνον,
ὥρισε καὶ ἐκράξασιν τῆς βάρκας τὸν ἀφέντην.
Ὁρίζει, ἐπροφωνέθη τον ἀπάνω εἰς τὸ κορμί του
νὰ μὴν περάσῃ κάμποσως ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον.
Ἐκεῖνο γὰρ τὸ κάτεργο, ὅπου εἰς τὴν Κρήτη ἐδιάβη,
ἔρριξεν ἕναν ἄνθρωπον στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν
ἐκεῖ ὅπου ἔνι σήμερον ἡ χώρα τῆς Κλαρέντζας·
ἀπὸ τὸν δοῦκα ἐβάσταζεν ἐκεῖνον τῆς Βενετίας
πιττάκια εἰς τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἀφέντην τοῦ Μορέως,
δηλοποιοῦντα, γράφοντα δι’ ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον,
τὸ πότε ἐκατέλαβεν ἐκεῖ εἰς τὴν Βενετίαν
καὶ πῶς τὸν ἐμποδίσασιν μῆνας δύο καὶ πλεῖον,
καὶ πῶς πάλε τὸν ἔρριξεν εἰς τῶν Κορφῶν τὴν νῆσον
τὸ κάτεργο τῆς Βενετίας, ὅπου εἰς τὴν Κρήτη ἐδιάβη.
[§]Στὴν Ἀνδραβίδα εὑρέθηκεν ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐτότε·
κι ὡς τοῦ ἤφερε ὁ Βενέτικος ἐκεῖνα τὰ πιττάκια,
τιμὴν μεγάλην τοῦ ἔδωκεν κ’ ἐφιλοδώρησέ τον,
κράζει τὸν κιβιτᾶνον του ἐκεῖνον τῆς Ἀνδραβίδας·
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΚΑΙ ΠΕΡΠΕΤΕΙΑΙ ΡΟΒΕΡΤΟΥ
λεπτῶς τοῦ ἐπαρήγγειλεν τὸ πῶς ὀφείλει ποιήσει
ὅταν περάσῃ γὰρ καὶ ἐλθῇ ἐκεῖσε ὁ Ρομπέρτος.
Κ’ ἐκεῖνος γὰρ ἐξέβηκεν ἀπὸ τὴν Ἀνδραβίδα·
εἰς τὸ Βλιζίρι ἐδιέβηκεν διὰ νὰ περιαναμένῃ
ἕως οὗ νὰ μάθῃ τίποτε περὶ γὰρ τοῦ Ρουμπέρτου.
[§]Ἀφότου γὰρ ἐγνώρισεν ἐκεῖνος ὁ Ρουμπέρτος
τὸν τρόπον τῆς δημηγερσίας, ὁποὺ τὸν ἀπεργῶσαν
οἱ Βενετίκοι, σὲ λαλῶ, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
ἐβιάστηκεν πολλὰ νὰ εὐρῇ βάρκαν τοῦ νὰ ἀπεράσῃ,
νὰ καταλάβῃ εἰς τὸν Μορέαν στὸ τέρμενον ὅπου εἶχεν,
ποῦ κατὰ τύχη ἀπέρχετον βάρκα ἀπὸ τὴν Πούλιαν.
Ἐπραγματεύτη, ἐσέβηκεν ἐκεῖ ἀπέσω στὴν βάρκαν,
καὶ ἤφερέν τον ἕως ἐκεῖ στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν.
[§]Ἐρώτησε νὰ τοῦ εἰποῦν ποῦ εὑρίσκεται ὁ μπάϊλος,
κι ὁκάποιος τοῦ ἀποκρίθηκεν, στὴν Ἀνδραβίδα ἔνι.
Σιργέντην ἕνα ἀπέστειλε ἄλογα νὰ τοῦ φέρῃ·
τὸ πεζοδρόμι ἐδιάβηκεν ἕως οὗ νὰ σώσῃ ἐκεῖσε·
οὐκ ηὗρεν τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, ἀλλοῦ ἦτον διαβασμένος.
[§]Τὸν κιβιτάνιον ηὕρηκεν τῆς χώρας Ἀνδραβίδας.
Ἐνταῦτα τὸν ἐλάλησεν κ’ εἶπεν του τὰ μαντᾶτα,
τὸ πῶς στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν εὑρίσκεται ὁ Ρομπέρτος,
ὁ ἐξάδελφος καὶ συγγενὴς τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας,
«ὅπου ἦλθε νὰ ἔνι ἀφέντης σας, ἐσᾶς τῶν Μοραΐτων·
ἄλογα νὰ τοῦ στείλετε, νὰ ἀποσώσῃ ἐνταῦτα».
[§]Κι ὁ κιβιτᾶνος παρευτύς, τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο,
ἀπῆρεν ὅλον τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν μετ’ ἐκεῖνον,
τοὺς ἄρχοντας καὶ βουργησέους ὅλης τῆς Ἀνδραβίδας·
ἄλογα ἀπῆρεν μετ’ αὐτὸν ὅσα τοῦ ἔκαμναν χρεία
κ’ ἐκεῖσε ὁλόρθα ἐδιάβηκεν στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν·
χαρὰν μεγάλη ἐποίκασιν ὡς εἶδαν τὸν Ρομπέρτον
καὶ πρόβλεψιν τοῦ ἐδείξασιν ὅτι πολλὰ ἀγαποῦσαν
νὰ ἔλθῃ, νὰ ἔνι ἀφέντης τους, νὰ ζήσουν μετ’ ἐκεῖνον.
Ἐν τούτῳ τὸν ἐπήρασιν μετὰ χαρᾶς μεγάλης·
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ
στὴν Ἀνδραβίδα ἤλθασιν, ἐκεῖ τὸν ἀππλικέψαν.
[§]Ἐκεῖνος γὰρ  περιχαρίαν,   σπλάχνος  ἔδειξε  μέγα,
καὶ ὅλους ἀπεδέχετον κ’ ἐκαλολόγιζέ τους,
σκοπῶντα καὶ λογίζοντα, τοῦ νὰ τοὺς ἔχῃ δούλους,
κ’ ἐκεῖνοι πάλε ἀφέντην τους νὰ ἔχουσιν ἐκεῖνον.
[§]Ἐνταῦτα εὑρέθη ὁκάποιος κ’ ἐπληροφόρεσέ τον
τὸν τρόπον καὶ τὲς συμφωνίες, ὅπου εἶχε ὁ Καμπανέσης
μ’ ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν μπάϊλον τοῦ Μορέως·
ἐπεὶ ἂν περάσῃ ὁ καιρὸς τὸ τέρμενον τοῦ χρόνου,
νὰ ἐσμίξῃ τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὴν ἀφεντίαν νὰ ἐπάρῃ,
ἐχάσε γὰρ τὸν κόπον του καὶ τὰ ἦλθεν νὰ γυρεύη.
Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενικὸς ἐκεῖνος ὁ Ρομπέρτος,
τοῦ κιβιτάνου ἐζήτησεν ἄλογα νὰ τοῦ δώσῃ,
ὅπως ν’ ἀπέλθῃ σύντομα ἐκεῖσε εἰς τὸν μπάϊλον,
ὡσαύτως νὰ ἔχῃ κι ὁδηγὸν διὰ νὰ τὸν ὁδηγέψῃ.
[§]Κι ὁ κιβιτᾶνος ἦτον χρεία νὰ κάμῃ τὸ θέλημάν του.
Ἄλογα τοῦ ηὗρε ὅσα ἤθελεν καὶ συντροφίαν ὁμοίως·
ἀτός του ἐδιέβη μετ’ αὐτὸν ἕως εἰς τὸ Βλιζίρι,
λέγοντα καὶ λογίζοντα νὰ εὕρουν ἐκεῖ τὸν μπάϊλον.
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ μισὶρ Ντζεφρές, τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο,
ὅτι ὁ Ρουμπέρτος ἔσωσεν στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν,
εὐθέως ἐξέβη ἀπ’ ἐκεῖ, στὴν Καλομμάτα ἐδιάβη·
καὶ πάλε ἀπέκει, ὡς ἔμαθεν ὅτι ἔρχεται ὁ Ρομπέρτος,
ἐμίσσεψεν κ’ ἐδιάβηκεν μετὰ τὴν φαμελίαν του
ὁλόρθα στὴν Βελίγοστην, τὸ μεσημέρι ἐσῶσαν.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΙ ΡΟΒΕΡΤΟΥ
[§]Ἐκεῖνοι γὰρ ὅπου ἤσασιν μ’ ἐκεῖνον τὸν Ρουμπέρτον,
ὁλόρθα τὸν ἐδιάβασαν ἐκεῖ στὴν Καλομάτα,
κι ἀπέκει ἀπῆραν τὰ ἄλογα κ’ ἐστράφησαν ὀπίσω.
[§]Ὁ δὲ Ρουμπέρτος ἔμεινεν ἐκεῖσε μοναχός του·
τὸν κιβιτᾶνον ἔκραξεν τοῦ κάστρου τῆς Καλομάτας,
παρακαλεῖ καὶ λέγει του ἄλογα νὰ τοῦ δώσῃ,
νὰ ἀπέλθῃ στὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν μπάϊλον τοῦ Μορέως.
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς ἠμπόρεσεν, ἄλογα τοῦ ἐδῶκεν,
ὁμοίως τοῦ ἔδωκεν ὁδηγοὺς ὅπου τὸν ὡδηγέψαν.
[§]Κ’ ἐδιέβη εἰς τὴν Βελίγοστην, οὐκ ηὗρε ἐκεῖ τὸν μπάϊλον·
στὸ Νίκλι γὰρ τοῦ εἴπασιν ὅτι ἔνι διαβασμένος.
Οἱ δὲ οἱ Καλαματιανοὶ ἐστράφησαν ὀπίσω,
ἐγύρισαν στὰ σπίτια τους ἐκεῖ στὴν Καλομάταν.
Ὁ δὲ Ρουμπέρτος ἔμεινεν ὡσὰν ἀπορημένος,
διατὶ ἄλογα οὐκ ηὕρεσκεν νὰ ἐπάρῃ μέτ’ ἐκεῖνον.
[§]Ὅμως, ὡς ἠμπόρεσεν, ἐκεῖνος ὁ κιβιτᾶνος
ηὗρεν κ’ ἔδωκέν του ἄλογα, κ’ ἐδιάβη εἰς τὸ Νίκλιν.
Κι ἀφότου γὰρ ἀπέσωσεν στὸ Νίκλιν ὁ Ρουμπέρτος,
μαντατοφόροι ἀπήλθασιν στὴν Λακκοδαιμονίαν,
ὅπου ἦτον ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς κ’ ἐπληροφόρεσάν τον,
τὸ πῶς στὸ Νίκλι ἀπέσωσεν τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας
ὁ ἐξάδελφος, τὸν λέγουσιν Ρομπέρτον τὸν ὀνομάζουν.
[§]Καὶ ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος, τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο,
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ
εὐθέως ἀπῆρε μετ’ αὐτὸν μικρούς τε καὶ μεγάλους,
ὅσοι γὰρ εὑρέθησαν ἐκεῖ εἰς τὴν συντροφίαν του,
καὶ ἦλθεν εἰς συναπαντὴν ἐκείνου τοῦ Ρουμπέρτου·
μετὰ τιμῆς καὶ πρόβλεψης ἐσυναπάντησέ τον,
χαρὰν μεγάλην τοῦ ἔδειξεν εἰς τὸ ἐμφανὲς τῶν πάντων.
Κι ἀφότου ἀπεσώσασιν στὴν Λακκοδαιμονίαν,
ὥρισεν κι ἀππλικέψαν τον στῆς ἀφεντίας τὰ ὁσπίτια.
[§]Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ἐξάδελφος τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας,
ὡς ἔχοντα τὸν λογισμὸν τὴν ἀφεντίαν νὰ ἔχῃ,
ἐπὶ τῆς αὐρίου τὸ πρωΐ, ὡς ἔλαμψεν ἡ ἡμέρα,
ὥρισε καὶ ἐκράξασιν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν μπάϊλον,
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτόν· νὰ ποιήσῃ καὶ ἔλθουν ἐκεῖνοι,
οἱ πρῶτοι καὶ καλλιώτεροι, ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον,
νὰ ἰδοῦσιν τὰ προστάγματα τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας
τοὺς ὁρισμούς, ὅπου ἤφερεν μετ’ αὖτον ἀπ’ ἐκεῖνον.
[§]Ἐντούτῳ ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς τὸν ὁρισμὸν τοῦ ἐποῖκεν·
καὶ ὅσον ἐσωρεύτησαν ἐκεῖσε πάντες, ὅλοι,
κ’ ἐκάθισαν διὰ ν’ ἀφκραστοῦν, τὰ ἔγραφεν ὁ κόντος.
[§]Ἕναν κλέρην ἐσήκωσεν, ὅπου ἤφερεν μετ’ αὗτον
τὰ προβελέγγια, ὅπου ἤφερεν, ὥρισε ν’ ἀναγνώσῃ.
Κι ἀφότου γὰρ τὰ ἀνάγνωσε κ’ ἐνεφάνισε τοὺς λόγους,
τὸ πῶς ὁ κόντος τοῦ ἔδωκεν τὴν ἀφεντίαν τοῦ τόπου,
ὅλης τῆς Πολυπόνεσσος, ὅσον κρατεῖ ὁ Μορέας.
[§]Κι ἀπαύτου πάλιν ἔδειξεν κι ἀνάγνωσέν τα ὁμοίως,
προστάγματα καὶ ὁρισμοὺς ’ς ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες,
τοῦ νὰ δεχτοῦν δι’ ἀφέντην τους ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον.
Η ΚΟΥΡΤΗ ΣΥΝΕΡΧΕΤΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΙΝ ΡΟΒΕΡΤΟΥ
[§]Κι ὅσον ἐπαναγνώστησαν τὰ ἔγγραφα ἐκεῖνα,
σηκώνεται ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς εἰς τὸ ἐμφανὲς τῶν πάντων,
καὶ χαμηλὰ ἐπροσκύνησεν τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ κόντου·
κ’ εὐθέως ὁρίζει κ’ ἤφεραν τὰ προβελέγγια ὅπου εἶχαν,
τὲς συμφωνίες καὶ ἔγγραφα, ὅπου εἶχε ἀπὸ τὸν κόντον,
τὸ πῶς τὸν ἐπαράδιδεν τὸν τόπον τοῦ Μορέως,
νὰ τὸν φυλάττῃ καὶ κρατῇ, δίκαιός του νὰ ἔνι μπάϊλος·
κι ἀπέσω εἰς τὸ τέρμενον χρόνου καὶ μίας ἡμέρας,
ἂν ἔλθῃ ὁ κόντος ἢ ἄλλος τις ἀπὸ τοὺς συγγενούς του,
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν νὰ τοῦ τὴν παραδώσῃ.
Εἴ τε περάσῃ ό καιρός, τὸ τέρμενον τοῦ χρόνου,
κι οὐδὲν ἀπέλθῃ ἀπὸ ἐκεινούς, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
νὰ μείνῃ ὁ τόπος κ’ ἡ ἀφεντία, νὰ ἔνι κληρονόμος
ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ἄνευ καμμίας προφάσης.
[§]Κι ἀφότου ἀναγνώστησαν τὰ ἔγγραφα ἐκεῖνα,
οἱ συμφωνίες ὅπου ἔποικεν ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας,
ἐνταῦτα ἐσηκώθηκεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
καὶ λέγει πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς φλαμουραρίους·
«Ἄρχοντες, ἐσεῖς ἀκούσετε τοῦ ἀφέντου μου τοῦ κόντου
τὲς συμφωνίες καὶ ὁρισμούς, ὅπου μ’ ἐπαρεδῶκεν.
Ἐν τούτῳ λέγω πρὸς ἐσᾶς, παρακαλῶ κι ὁρκίζω
στὸν ὅρκον, ὅπου ἐποίκετε στὸν κόντον κ’ εἰς ἐμέναν,
ὡς χριστιανοὶ φοβούμενοι τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀλήθειαν,
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ
νὰ εἰπῆτε καὶ νὰ κρίνετε ἔσω στὸ δίκαιο ἀπάνω.
Ὡσαύτως γὰρ παρακαλῶ κ’ ἐτοῦτον τὸν Ρουμπέρτον,
ὡς εὐγενῆν κι ἀφέντην μου, στὸ δίκαιον νὰ σταθοῦμε.
νὰ κρίνετε τὸ δίκαιον, ὡς πρέπει καὶ ἁρμόζει.
Μηδὲν θελήσῃ ὁ ἀφέντης μου, ἄδικον νὰ ποιήσῃ,
ἀλλὰ μὲ φόβον τοῦ Θεοῦ μᾶς κρίνετε τοὺς δύο».
Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενὴς ἐκεῖνος ὁ Ρουμπέρτος,
εὐθέως ἐσυγκατέβηκεν κ’ εἶπε νὰ τὸ τηρήσουν·
κι ὡς τὸ διακρίνουν καὶ εἰποῦν μὲ τοῦ Θεοῦ τὸν φόβον,
ἐκεῖνος γὰρ νὰ νὸ δεχτῇ καὶ νὰ τὸ προσκυνήσῃ.
[§]Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἀρχιερεῖς κι ὅλοι οἱ καβαλλάροι,
ἐπιάσαν κι ἀναγνώσασιν τὰ ἔγγραφα ἐκεῖνα,
ἐξ ἀρχῆς γὰρ λεπτομερῶς, μὲ προσοχῆς μεγάλης.
Ἐν τούτῳ ἐλογαρίασαν τὸ τέρμενον τοῦ χρόνου
καὶ ηὗραν, ὅτι ἐπέρασεν ἡμέρας δεκαπέντε
τὸ τέρμενον, ποῦ ἐτύχαινεν νὰ σώσῃ ὁ Ρουμπέρτος,
νὰ παραδώσῃ τὸ ἔγραφα τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας,
τοῦ μπάϊλου του, μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν τόπον νὰ τοῦ δώσῃ.
Ἐνταῦτα ἐκράξασιν τοὺς δύο καὶ λέγουν πρὸς ἐκείνους·
«Ἄρχοντες, ἡμεῖς εὑρίσκομεν στὰ ἔγραφα τοῦ κόντου,
ὅπου ἔποικε τὲς συμφωνίες, ὅπου εἴδαμεν ἐνταῦτα·
στὲς ὅποιες ἔνι ἡ βοῦλλα του καὶ ἐμᾶς ὁλῶν μετ’ αὔτου·
τὸ πῶς μὲ τρόπον κι ἀφορμὴν καὶ συμφωνίες μεγάλες
Η ΚΟΥΡΤΗ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ΤΗΝ ΑΠΑΙΤΗΣΙΝ ΤΟΥ ΡΟΒΕΡΤΟΥ
ἄφηκεν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ δίκαιόν του ἐδῶ εἰς τὸν τόπον,
Λοιπόν, ἀφῶν μὲ συμφωνίες τοῦ ἄφηκεν τὴν τόπον,
κ’ ἐπέρασε τὸ τέρμενον, ἐσὺ δίκαιον οὐκ ἔχεις·
ἐπεὶ ἔνθα εἶναι οἱ χριστιανοὶ ’ς ὅλην τὴν οἰκουμένην,
τὸν νόμον καὶ τὲς ἀγωγές, οἱ συμφωνίες τὲς κλειοῦσιν».
(1060)[§]Ἐνταῦτα γάρ, ὡς τὸ ἤκουσεν ἐκεῖνος ὁ Ρουμπέρτος,
ἀπὸ τῆς θλίψεως καὶ πικρίας, ὅπου εἶχεν ἡ καρδία του,
οὐδὲν ἠμπόρεσε ποσῶς ἀπόκρισιν νὰ στρέψῃ.
Ἐκεῖνος δὲ ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ὀλόρθα ἐσηκώθη·
μὲ πρσοχήν, πραότητα ὅλους εὐχαριστᾷ τους,
ὡς τὸ ἔχουν γὰρ τὸ σύνηθος τῶν ἀφεντῶν οἱ κοῦρτες,
κ’ εὐχαριστοῦσιν ἐκεινοὺς ὅπου τὸ δίκαιον κρένουν.
Ἀφῶν κρίσις ἐδόθηκεν κ’ ἀπόφασις ὁμοίως,
νὰ μείνῃ τοῦ μισὶρ Ντζεφρε ἡ ἀφεντία τοῦ τόπου
ὅλης τῆς Πολυπόνεσος, τὸν λέγουσιν Μορέαν,
τιμὴν μεγάλην ἔποικεν ἐκείνου τοῦ Ρουμπέρτου,
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτὸν· «Ἀφέντη κι ἀδελφέ μου,
πρόσεχε, μὴ τὸ βαρυνθῇς, τὸ ἔδωκεν ἡ κρίσις·
ὅτι τὸ δίκαιον τὸ ἀπαιτεῖ, οὕτως τὸ ἔχει ὁ κόσμος.
Ἄν θέλῃς γὰρ καὶ προθυμᾷς μετ’ ἔμου νὰ ἐνεμείνῃς
ἐδῶ εἰς τὸν τόπον τοῦ Μορέως, νὰ σ’ ἔχω ὡς ἀδελφόν μου,
κι ὅσον κερδίσωμε ἑνομοῦ, νὰ ἐπαίρνῃς τὸ σὲ πρέπει».
Κ’ ἐκεῖνος ἀπὸ θλίψεως του οὐδὲν τὸ ἐκαταδέχτη.
[§]Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς κάλεσμα μέγα ἐποῖκεν,
κ’ ἐκάλεσεν τοὺς ἅπαντας, μικρούς τε καὶ μεγάλους,
(1080)καὶ χαμοτσοῦκιν ἔποικεν, τὸ λέγουν οἱ Ρωμαῖοι·
Ο ΓΟΔΟΦΡΕΙΔΟΣ Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ
κ’ ἐφάγασιν κ’ ἐχάρησαν, κ’  ἐξυλοκονταρίσαν·
χορούς, παιγνίδια ἔποικαν, ἀριφνισμὸν οὐκ εἶχαν.
[§]Ἐκεῖνος γὰρ ὅπου λαλῶ Ρομπέρτο ντὲ Τσαμπάνια,
ἔκραξε τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον·
«Ἀφότου ἐγὼ ἀποεῖδα το τὴν ἀφεντίαν οὐκ ἔχω,
δός μου ἄλογα καὶ συντροφίαν τοῦ νὰ ἔχω ὑπαγαίνει».
Ὡσαύτως γὰρ ἐζήτησεν ὁλῶν τῶν κεφαλάδων,
τῶν ἀρχιερέων καὶ χρήσιμων ἀνθρώπων ὅπου ἦσαν
εἰς τὴν βουλὴν, κι ἀπόφασιν καὶ κρίσιν ὅπου ἐποῖκαν,
χαρτὶ νὰ τοῦ ποιήσουσιν, νὰ τὸ ἔχουσιν βουλλώσει,
τὸ πῶς ἐκρίναν κ’ εἴπασιν τὴν κρίσιν ὅπου ἐδῶκάν,
εἶθ’ οὕτως καὶ τὸ ἀντίγραμμα τῆς συμφωνίας ἐκείνης,
ὅπου ἦτον ποιήσοντα ἑνομοῦ ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας
μετὰ τὸν εὐγενέστατον μισὶρ Ντζεφρὲν ἐκεῖνον,
νὰ τὰ βασταίνῃ μετ’ αὐτὸν ἐκεῖσε εἰς τὴν Φραγκίαν,
διὰ νὰ τὸ δείξῃ τοῦ ρηγὸς κι ὁλῶν τῶν κεφαλάδων,
ὅπου ἦσαν τότε εἰς τὴν Φραγκίαν, τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας,
διὰ νὰ μηδὲν τὸν δέξωνται χωρικὸν τῆς ὑποθέσεως.
(1100) Μετὰ χαρᾶς τὰ ἐποίκασιν κι ὅλοι τὰ ἐβουλλῶσαν.
[§]Ἀπαύτου γὰρ τοῦ ἔδωκεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
δωρήματα, χαρίσματα, διαφορικὰ καὶ πλεῖστα·
δουλωτικὰ καὶ φρόνιμα ὑπόσχεσες τοῦ ἐποῖκεν,
νὰ τὸν ὁρίζῃ πάντοτε νὰ ἔνι ἐδικός του.
Κ’ ἐκ τούτου τὸν ὡδήγεψεν καὶ συντροφίαν τοῦ ἐποῖκεν·
ἀτός του ἐδιάβη μετ’ αὐτὸν μέχρι εἰς τὴν Ἀνδραβίδα.
[§]Κι ἀπέκει ἐβάλθη εἰς κάτεργον κ’ ἐδιάβη εἰς τὴν Φραγκίαν.
Κι ἀφότου γὰρ ἐμίσσεψεν ἐκεῖνος ὁ Ρουμπέρτος
ΑΠΟΜΕΝΕΙ ΜΟΝΟΣ ΑΥΘΕΝΤΗΣ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ
ἐκ τὸν Μορέαν, κ’ ἐνέμεινε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἀφέντης,
ὥρισε νὰ τὸν κράζουσιν ἀφέντην τοῦ Μορέως.
Τοὺς τόπους του κ’ ὑπόθεσες, ὅπου εἶχεν νὰ διορθώνῃ,
ἀλλέως τὲς ἐκατάσταινεν ὡς φυσικὸς ἀφέντης·
ἐκόπιαζεν κ’ ἐβιάζετον πάντοτε νὰ τὲς αὐξαίνῃ.
[§]Λοιπόν, ὡς ἔνι φυσικὸν οἱ πάντες ν’ ἀποθνήσκουν,
ἦλθεν κ’ ἐκείνου ὁ καιρὸς ν’ ἀπέλθῃ ἐκ τὸν κόσμον.
Κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του, τοὺς ἐπισκόπους ὅλους,
ἐποίησε διάταν φοβερὴν ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον·
τὰ πάντα του ὅλα ἐδιόρθωσεν, ἔγραψεν καὶ ἐβούλλωσέ τα.
Καὶ εἶχεν γὰρ δύο υἱούς· τὸν πρῶτον ὠνομάζαν,
μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, τ’ ὄνομα τοῦ πατρός του·
τὸν δεύτερον ἐκράζασιν, Γυλιάμον τὸν ἐλέγαν,
ἐλέγασιν τὸ ἐπίκλη του Γυλιάμο ντὲ Καλομάτα·
ἀφέντην γὰρ τὸν ἄφηκεν κάστρου τῆς Καλομάτας
μετὰ τῆς ἄλλης περιοχῆς τοῦ καστελλανικίου,
διατὶ ἦτο ἐκεῖνο τὸ ἴδιον του τῆς γονικῆς κουγκέστας.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΥ
[§]Ὥρισε μὲ προφώνεσιν γλυκέα τοὺς παραγγέλλει
τοὺς κεφαλᾶδες κι ἀρχιερεῖς κι ὅλους τοὺς καβαλλαρίους,
νὰ ἔχουσιν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ ἀφέντην κληρονόμον,
καὶ νὰ θυμοῦνται πάντοτε τὴν πολιτείαν ὅπου εἶχεν,
τὸν κόπον ὅπου ἐκόπιασεν νὰ κερδεθῇ ὁ Μορέας,
τὸ σπλάχνος κι ἀνθρωποφιλίαν ὅπου εἶχεν εἰς τοὺς πάντας.
Κι ὅσον ἀπεκατέστησεν ἐτοῦτα κι ἄλλα πλεῖστα,
ἐμεταστάθη, ὡς χριστιανός· ὁ Θεὸς νὰ τὸν συγχωρήσῃ.
[§]Κι ὡσὰν ἐμεταστάθηκεν, καθὼς σᾶς τὸ ἀφηγοῦμαι,
θρῆνος ἑγένετον πολὺς εἰς ὅλον τὸν Μορέαν,
διατὶ τὸν εἶχαν ἀκριβόν, πολλὰ τὸν ἀγαποῦσαν
διά τὴν καλήν του ἀφεντίαν, τὴν φρόνεσιν ὅπου εἶχεν.
[§]Κι ἀφότου τὸν ἐκήδεψαν κ’ ἐπράϋνεν ἡ θλῖψις,
ὅλοι βουλὴν ἀπήρασιν, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
κ’ ἐστέψασιν δι’ ἀφέντην τους μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν νέον,
Καὶ ὅσον ἐπαράλαβεν τῆς ἀφεντίας τὴν δόξαν,
ἄρξετον νὰ πορεύεται ὡς φρόνιμος στρατιώτης·
πολλὰ ἦτον προθυμότατος, φιλάνθρωπος εἰς ὅλους,
εἰς σφόδρα γὰρ ἐσπούδαζεν ν’ αὐξαίνῃ τὴν τιμήν του.
[§]Ἐν τούτῳ ἦλθε ὑπόθεσις, ἀφκράζου νὰ σὲ λέγω,
ὅτι ὁ Ρομπέρτος βασιλεὺς τῆς Κωνσταντίνου πόλης,
ποῦ ἦτον τότε εἰς τὴν Ρωμανίαν ἀφέντης βασιλέας,
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
συνθῆκες καὶ συμβίβασες, τρόπον συμπεθερίας,
ἔποικε μὲ νὸν ρόϊ Ραγκοῦ, ρῆγαν τῆς Κατελώνιας,
νὰ ἐπάρῃ εἰς γυναῖκαν του τοῦ βασιλέως θυγάτηρ·
εἰς κάτεργα δύο τὴν ἔθεκεν μετὰ τιμῆς μεγάλης,
καβαλλαροὶ κι ἀρχόντισσες μετ’ αὔτην ὑπαγαίναν.
[§]Ἐκεῖ ἦλθαν κι ἀποσκάλωσαν στοῦ Ποντικοῦ τὸ κάστρον,
ὅπου ἔνι γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, σιμὰ στὴν Ἀνδραβίδα.
Κι ὡσὰν ἦτον τὸ ἐριζικὸν κ’ ἐμέλλετον τὸ πρᾶγμα,
εὑρέθη ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὁ ἀφέντης τοῦ Μορέως,
ἐκεῖ πλησίον τὸ λέγουσιν χώρα τοῦ Βλιζιρίου.
Σπουδαίως μαντᾶτα τοῦ ἤφεραν ἐκεῖσε εἰς τὸ κάστρον,
τοῦ Ποντικοῦ τὸ λέγουσιν, οὕτω γὰρ τὸ ὀνομάζουν,
τὸ πῶς ἀποσκαλώσασιν κάτεργα δύο ἐκεῖσε
εἰς τὸν λιμένα Ποντικοῦ, καθὼς τὸ ἀφηγοῦμαι,
ὅπου βαστοῦν τοῦ βασιλέως ἐκείνου τοῦ Ρουμπέρτου
τὴν θυγάτηρ, κ’ ὑπάγαιναν στὸν ρῆγαν Κατελώνιας.
τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς σπουδαίως ἐκεῖσε ἀπῆλθε·
πεζεύγει ἀπὸ τὸ ἄλογον, στὸ κάτεργον ἐσέβην,
καὶ χαιρετᾶ τοῦ βασιλέως ἐκείνου τὴν θυγάτηρ,
ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
παρακαλεῖ κι ἀξιώνει την στὴν γῆν νὰ ἔχῃ πεζέψει,
καὶ νὰ σεβῇ εἰς τὸ κάστρον του τοῦ νὰ παραδιαβάσῃ,
νὰ ἀναπαυτῇ ἠμέρες δύο, κι ἀπέκει νὰ ὑπαγαίνῃ.
Κ’ ἐκείνη, ὡς εὐγενική, μὲ τὴν βουλὴν ὅπου εἶχεν
ἐπέζεψεν μετὰ χαρᾶς, ἐσέβην εἰς τὸ κάστρον.
[§]Ἐκείνη ἡ μέρα ἀπέρασεν κι ἄλλη ἐξημερώνει·
τινὲς ἀπὸ τοὺς ἴδιους του καὶ συμβουλάτορές του
λέγουσιν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ καὶ συμβουλεύουνέ τον·
« Ἀφέντη, ἐσὺ εὑρίσκεσαι ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν
κ’ ἔχεις τὸν τόπον τοῦ Μορέως ὁπου τὸν ἀφεντεύεις·
"κι ἂν οὐ ποιὴσῃς τέκνον σου νὰ τὸν κληρονομὴσῃ,
τὶ σὲ ὠφελοῦν τὰ πράγματα καὶ τί τὰ ἀγωνιέσαι;
ἐδῶ πούπετε οὐ βρίσκεται γυναῖκα ὡς διὰ ἐσένα·
κι ἀφότου ἑπρόσταξε ὁ Θεὸς κι ἀπέστειλέν την ὧδε,
ἐτούτη ὅπου ηὑρέσκεται τοῦ βασιλἑως θυγάτηρ,
ἔπαρε κ’ εὐλογήσου την, καὶ ποίησε την κυρά μας.
Κι ὁ βασιλεὺς ὁ κύρης της πολλάκις κι ἂν χολιάσῃ
καὶ βαρεθῇ το τίποτε, πάλε νὰ τὸ ἀγαπήσῃ».
Τόσα τὸν ἀναγκάσασιν καὶ τόσα τὸν ἐβίασαν·
κράζει τοὺς φρονιμώτερους ὅπου εἶχεν μετ’ ἐκεῖνον,
βουλὴν ἐζήτησε ὁλονῶν νὰ τοῦ τὴν ἔχουν δώσει,
κι ὅλοι ἀμφοτέρως εἴπασιν κ’ ἐσυμβουλέψανέ τον·
«Ἀφέντη, ἐμᾶς ἀρέσει μας, καὶ ποῖσε το ἀκωλύτως».
[§]Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ὤλενας ἐβάσταξε τὸν λόγον,
κ’ ἐσύντυχεν τοῦ βασιλέως ἐκείνου τὴν θυγάτηρ,
νὰ ἐπάρῃ τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ ἀνὴρ καὶ σύμβιόν της·
πολλοὺς τρόπους τῆς ἔδειξεν φρόνιμους, ἐπιδέξιους,
τὸ πῶς ἐβόλει νὰ γενῇ ἡ συμθερία ἐκείνη
καλλίον εἰς τὸν ἀφέντην τους παρὰ στὸν ρῆγα εκεῖνον
ὅπου τὴν ὑπαγαίνασιν ἐκεῖ στὴν Κανελώνιαν.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ ἂ λάχῃ νὰ βαρειέσαι;
ΝΥΜΦΕΥΕΤΑΙ ΤΗΝ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΝ ΑΓΝΗΝ ΚΟΥΡΤΕΝΑΙΗ
τόσα τῆς εἴπασιν πολλά, τόσα τὴν ἀναγκάσαν,
ὅτι ἐσυγκατέβηκεν κ’ ἐγένετον ὁ γάμος·
κι ἀφότου εὐλογήθησαν κ’ ἐποίησαν τὴν χαράν τους,
τὰ κάτεργα τοῦ βασιλέως ἐστράφησαν στὴν Πόλιν.
Λεπτομερῶς τοῦ εἴπασιν οἱ καβαλλάροι ἐκεῖνοι,
ὅπου ἦσαν μέσα εἰς αὐτὸ τὸ πράγμα ὄπου ἐγίνη.
[§]Κι ὁ βασιλεὺς τὸ ἀκούσει το μεγάλως τὸ ἐβαρύνθη·
ἂν εἶχεν γὰρ τὴν δύναμιν, νὰ τοῦ ἔπεφτε ἐπιδέξιον,
δείξει τὸ ἤθελεν καλὰ τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκείνου,
τὸ πῶς τὸ ἔποικε ἄσκημον καὶ χωριατίαν μεγάλην
τὴν θυγατέρα του νὰ εὐλογηθῇ ἄνευ θελήματός του·
ἐπεὶ γὰρ τὸν ἐμπόδισεν ’ς ἐκεῖνο ὅπου ἐσκόπα,
νὰ ποιήσῃ τὴν συμπεθερίαν καὶ τὲς συμβίβασές του
μετὰ τὸν ρόϊ ντὲ Ραγοῦ διὰ νὰ ἔχῃ πάλε ἀπ’ αὖτον
λαόν, φουσσᾶτα, συμμαχίαν στὴν μάχην τῶν Ρωμαίων,
κ’ ἐδάρτε τὸν ἐμπόδισε κ’ ηὑρέθη ἀπεργωμένος.
[§]Ἐκεῖνος γὰρ ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ὁ ἀφέντης τοῦ Μορέως,
ὡς φρόνιμος, διακριτικός, παιδευτικὸς ὅπου ἦτον,
οὐδὲν ἐποῖκεν ἄργητα διὰ νὰ πολυμερήσῃ·
σπουδαίως πιττάκια ἔγραψεν, μαντατοφόρους στέλνει
ἐκεῖσε εἰς τὸν βασιλέαν ὅπου ἦτον εἰς τὴν Πόλιν,
παρακαλεῖ κι ἀξιώνει τον νὰ τοῦ ἔχῃ συμπαθήσει
εἰς ἐκεῖνο ὅπου ἔποικεν κ’ ἐγίνετον παιδί του·
οὐδὲν τὸ ἔποικε εἰς κακόν, οὔτε εἰς ἀλαζονείαν,
ἀλλὰ ἔποικέ το εἰς ὄρεξιν καὶ καλλονὴν μεγάλην,
ὡς ἄνθρωπος ποῦ εὑρίσκεται ἐντὸς τῆς Ρωμανίας
μακρέα ἐκ τὸ γενολόγιν του κ’ ἐκ τὸ ἰγονικόν του,
κι οὐκ ηὕρεσκεν οὐδὲ ποσῶς γυναῖκαν νὰ ἔχῃ ἐπάρει,
ὡς τοῦ ἔπρεπεν κ’ ἐτύχαινεν πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχεν·
θεωρῶντα γὰρ κ’ ἐβλέποντα τὸ πῶς κ’ ἐκεῖνος ἦτον
ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
ἀπέσω εἰς τὴν Ρωμανίαν κ’ εἶχε μεγάλες μάχες
μετὰ τὸ γένος τῶν Ρωμαίων ὡσὰν κι ὁ βασιλέας·
κι οὐκ εἶχε ἀφέντην προεστὸν ἀπάνω του νὰ ὁρίζῃ·
μὲ τὸ σπαθί του ἐκέρδισε τὸν τόπον ὅπου ἐκράτει.
Λοιπὸν ἂν θέλῃ ὁ βασιλέας τοῦτο νὰ τοῦ ἔχῃ ποιήσει
εἰς τρόπον τῆς ἀνταμοιβῆς, τὸ πρᾶγμα ὅπου ἐποῖκεν
κι ἀπῆρεν τὴν θυγάτηρ του ὁμόζυγον γυναῖκα·
λίζιος του γὰρ νὰ δουλωθῇ καὶ νὰ κρατῇ ἀπὸ ἐκεῖνον
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅπου εἶχεν τοῦ Μορέως,
κι ἂν χρήζῃ τὰ φουσσᾶτα του ὁμοίως καὶ τὸ κορμί του,
ὅταν ὁρίζῃ καὶ χρειαστῇ, νὰ ἔνι εἰς ὁρισμόν του,
νὰ ἔνι μετ’ αὖτον ἑνομοῦ καὶ νὰ κρατοῦν τὴν μάχην,
νὰ κουγκεστίζουν τοὺς Ρωμαίους μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχουν.
[§]Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Ρομπέρτος,
οὐδὲν ἠθέλησε ποσῶς ἀπόκρισιν νὰ στρέψῃ
ἕως οὗ νὰ ἐπάρῃ γὰρ βουλὴν μετὰ τοὺς ἐδικούς του.
Κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του τοὺς πρώτους τῆς βουλῆς του.
λεπτῶς τοὺς ἀφηγήσατο καὶ τὰς γραφὰς τοὺς δείχνει,
τὸ ὅτι τοῦ ἐμήνα ὀ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος τοῦ Μορέως.
Πολλὰ γὰρ ἐσυντύχασι, τὴν πρᾶξιν ἐσιδῆραν
οἱ κεφαλᾶδες ἑνομοῦ μετὰ τὸν βασιλέα.
Ἐνταῦτα οἱ φρονιμώτεροι εἶπαν κ’ ἐσυμβουλέψαν,
ὅτι, ἀφότου λέγει ὑπόσχεται ὁ ἀφέντης τοῦ Μορέως
νὰ γένῃ λίζιος ἄνθρωπος τοῦ βασιλέως τῆς Πόλης,
τὸν τόπον του νὰ ὑποκρατῇ ἀπὸ τὸν βασιλέα,
νὰ ἐσμίξουν μὲ τὸν βασιλέα, ὁμοῦ νὰ πολεμήσουν
ὅλους τοὺς ἀντιδίκους τους ἔνθα κι ἂν τοὺς εὑροῦσιν,
ἀρκεῖ καὶ σώζει νὰ γενῇ εἰρήνη καὶ φιλία
ἀνάμεσα γὰρ εἰς τοὺς δύο ἀφέντες τῆς Ρωμανίας·
ἐπεὶ ἦτο ἐπιδεξιώτερον αὐτὴ ἡ συμπεθερία,
ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΟΣ
παρὰ εἰς τὸν ρῆγαν ντὲ Ραγγιοῦν ὅπου ἔνι οὕτως μακρέα·
ἀφότου γὰρ δουλώνεται καὶ πρὸς τὸν βασιλέα,
τὸν τόπον, ὅπου ἐκέρδισεν, νὰ τὸν κρατῇ ἀπ’ αὖτον.
[§]Ἐνταῦτα ἐγίνη ἀπόκρισις πρὸς τὸν μισίρ Ντζεφρόε
ὅτι νὰ ἐσμίξουν στὴν Βλαχίαν, ἕνωσιν νὰ ποιήσουν,
κ’ ἐκεῖ νὰ κατορθώσουσιν νὰ ἔχουν νὰ διορθώσουν.
Ἐνταῦτα ἦλθεν ὁ βασιλεὺς στὸ κάστρον τῆς Λαρίσσου,
κ’ ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ὁ ἀφέντης τοῦ Μορέως,
ἀπὸ τὴν Θήβα ἐδιάβηκεν κ’ ἐπῆρε καὶ μετ’ αὖτον
ἐκεῖνον, ὅπου ἀφέντευεν ἐτότε τὴν Ἀθήναν,
μέγαν κύρην τὸν ἔλεγαν, ἀπ’ αὖτον γὰρ ἐκράτει
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ποῦ εἶχε στὴν Ρωμανίαν,
κὶ ὅλους τοὺς φλαμουραρίους, ὅπου ἦσαν στὸν Μορέαν.
Ὅλοι μὲ αὐτὸν ἐδιάβησαν ἐκεῖσε στὴν Βλαχίαν,
στὴν Λάρισσον ἑνώθησαν μετὰ τὸν βασιλέα.
[§]Χαρὲς μεγάλες ἔποικαν ἀφότου γὰρ ἐσμίξαν,
καὶ μετ’ ἐκεῖνες τὲς χαρὲς ἀμφότεροι ἐσυντύχαν
καὶ εἶπαν κ’ ἐδιόρθωσαν ἐτοῦτα ὅπου σὲ γράφω.
ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
Πρῶτα τοῦ ἔδωκε ὁ βασιλεὺς διὰ δωρεὰν καὶ προίκιον
ὅλην τὴν Δωδεκάνησον, νὰ τὴν κρατῇ ἀπ’ αὖτον·
δεύτερον τὸν ἐτίμησε πρίγκιπα νὰ τὸν λέγουν·
τρίτον μέγαν δεμέστικον ὅλης τῆς Ρωμανίας·
καὶ τέταρτον νὰ πολεμῇ στὸν τόπον, ὅπου ἐκράτει,
τὸ χαραγεῖο τῶν τορνεσίων, ὁμοίως τῶν δηνερίων.
Ἄνθρωπος λίζιος ἐγίνετον τοῦ βασιλέως ἐνταῦτα,
τὸν τόπον ὅπου ἀφέντευεν νὰ τὸν κρατῇ ἀπὸ ἐκεῖνον.
Κι ἀπαύτου γὰρ τοῦ ἔδωκεν ἐγράφου τὰ συνήθεια,
τὰ ἐκράτει ἐτότε ὁ βασιλέας ’ς ὅλον του τὸ βασίλειον,
ἐνῷ τὰ ἦτον ἐπάροντα ἐκεῖνος ὁ ἀδελφός του,
ὁ Βαλδουῖνος ὁ βασιλεὺς τὰ τῶν Ἱεροσολύμων.
[§]Κι ἀφότου ἀπεκατέστησεν ἐτοῦτα ὅπου σὲ λέγω,
ἀπηλογίαν ἀπήρασιν ὁ εἷς ἀπὸ τὸν ἄλλον·
ὁ βασιλεὺς ἐδιάβηκεν ὁλόρθα εἰς τὴν Πόλιν,
ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΟΣ
κι ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐστράφηκεν ὀπίσω εἰς τὸν Μορέαν
μὲ δόξαν καὶ περιχαρίαν διὰ τὸ ἔποικεν ἀγάπην,
τὴν ἤθελεν κι ὠρέγετον καὶ τὴν πολλὰ ἐπεθύμα.
[§]Κι ἀφότου ἦλθε εἰς τὸν Μορέαν ὁ πρίγκιπα Ντζεφρόες
κ’ ἔμαθεν ἡ ἐξαίρετος ἐκείνη ἡ γυνή του
ἡ πριγκίπισσα τῆς Ἀχαϊας, τοῦ βασιλέως θυγάτηρ,
- τὸ πῶς ἰσιάστη ὁ πρίγκιπας μετὰ τὸν βασιλέα,
πρῶτα Θεὸν ἐδόξασε χαρὰν μεγάλη ἐποῖκεν.
Ἐνταῦτα γὰρ ὁ πρίγκιπας μισίρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του βουλὴν νὰ τοῦ ἔχουν δώσει
τὸ πῶς νὰ διάξῃ καὶ γενῇ ἀπὸ τὰ κάστρη ἐκεῖνα
ὅπου ἐκρατοῦσαν οἱ Ρωμαῖοι στὸ πριγκιπᾶτο ἀκόμη,
τὴν Κόρινθον, Μονοβασίαν, τὸ Ἄργος καὶ τ’ Ἀνάπλι.
Ἐν τούτῳ τοῦ ἀπεκρίθησαν οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του·
« Ἐσὺ ἐξεύρεις, ἀφέντη μου, ὅτ’ οἱ ἐκκλησίες κρατοῦσιν
σιμὰ τὸ τρίτον τοῦ Μορέως, ὅλου τοῦ πριγκιπάτου·
κάθονται κι ἀναπεύονται, τίποτε οὐ ψηφοῦσιν
τὴν μάχην, ὅπου ἔχομεν ἡμεῖς μὲ τοὺς Ρωμαίους.
Λοιπόν, ἀφέντη, λέγομεν καὶ συμβουλεύομέ σε,
νὰ τοὺς καλέσῃς, μὲ ἄρματα νὰ ἔλθουν νὰ μᾶς βοηθήσουν,
Τὰ κάστρη ὅπου μᾶς μάχονται νὰ θέλωμεν τὰ πάρει·
εἴ τε κι οὐδὲν τὸ ποιήσουσιν, κράτησον τὲς προνοῖες τους».
Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ ἀποδέχτη·
ὥρισε κ’ ἐκαλέσαν τους κι ἀπήλθασιν ἐνταῦτα.
Ἐζήτησέν τους συμμαχίαν, ὅλοι νὰ τοῦ βοηθὴσουν,
ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΔΔΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
λαόν, φουσσᾶτα μὲ ἄρματα, τὸν τόπον νὰ φυλάξῃ,
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας νὰ τὸ ἔχῃ πολεμήσει.
Κ’ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν ὅτι οὐδὲν τοῦ ἐχρεωστοῦσαν,
μόνον τιμήν, προσκύνησιν, ὡς πρίγκιπας ὅπου ἦτον,
ἐπεῖν τὰ εἶχαν καὶ κρατοῦν ἀπὸ τὸν Πάπαν τὰ εἶχαν.
Ὁ πρίγκιπας ἐχόλιασεν, ὥρισε κ’ ἐκρατῆσαν
ὅλους τοὺς τόπους καὶ προνοῖες ἔνθα τὲς ἐκρατοῦσαν.
Κι οὐδὲν ἠθέλησεν ποσῶς τίποτε γὰρ νὰ ἐπάρῃ
ἀπὸ τὰ δίκαια τῶν προνοίων ὁλῶν τῶν ἐκκλησίων,
ἄλλὰ ὥρισε κι ἀρχάσασι νὰ χτίζουν τὸ Χλουμοῦτσι·
κ’ οἱ ἐπισκόποι ἀφώριζαν τὸν πρίγκιπα ἀεννάως.
Τρεῖς χρόνους γὰρ ἐκράτησεν ὁ πρίγκιπας τοὺς τόπους
τοῦ πριγκιπάτου, σὲ λαλῶ, ὁλῶν τῶν ἐκκλησίων,
ἕως οὗ καὶ ἀποπλήρωσε τὸ κάστρον Χλουμουτσίου·
κι ἀεννάως τὸν ἀφωρίζασιν καὶ πάντας τοὺς πριγκιπάτους.
Κι ἀφότου τὸ ἀποπλήρωσεν, ὡς ἤθελεν κι ἀγάπα,
φρεμενουρίους ἀπέστειλεν καὶ δύο καβαλλαρίους
στὸν Πὰπαν τὸν ἁγιώτατον, ἐκεῖσε εἰς τὴν Ρώμην,
παραδηλῶντα, λέγοντα, τὸ πῶς ἔνι εἰς τὴν μάχην,
καὶ μάχεται μὲ τοὺς Ρωμαίους ἐκεῖ εἰς τὴν Ρωμάνιαν.
Εἰς τοῦτο ἐπαρακάλεσε τὲς ἐκκλησίες ὅπου εἶναι
μητροπολῖτες κι ἀρχιερεῖς, τὸ Τέμπλο κι Ὁσπιτάλιν
νὰ τοῦ βοηθήσουν κἄν ποσῶς στὴν μάχην ὅπου εἶχεν
ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟΝ ΤΟΥ ΧΛΟΥΜΟΥΤΣΙΟΥ
Κ’ ἐκεῖνοι οὐκ ἠθελήσασιν ποσῶς νὰ τοῦ βοηθήσουν·
ἔβαλεν καὶ ἐκράτησαν τοὺς τὸπους καὶ προνοῖες,
ὅπου εἶχαν κ’ ἐκρατούσασιν ’ς ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο,
κι οὐδὲν ἠθέλησε τριχὸς τίποτε νὰ ἔχῃ ἐπάρει
ἀπὸ τὰ τέλη καὶ δουλεῖες ὁλῶν τῶν ἐκκλησίων,
ἀλλὰ ἔβαλεν κ’ ἐχτίσασιν κάστρον ἀφιρωμένον,
ὅπου φυλάττει τὸν γιαλὸν καὶ τοῦ Μορέως λιμιῶνα.
Πολλάκις, ἂν ἐχάσασιν οἱ Φράγκοι τὸν Μορέαν,
μετὰ τοῦ κάστρου ἐκεινοῦ τὸν ἤθελαν κερδίσει.
Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλεῖ, ὡς ἀγιώτατον Πάπαν,
τοῦ νὰ ἔχῃ τὴν ἀγάπην σου καὶ νὰ τοῦ συμπαθήσῃς,
ἐπεὶ ἂν ἐπῆραν οἱ Ρωμαῖοι τὸν τόπον τοῦ Μορέως,
οὐδὲν ἀφῆναν κἂν ποσῶς τὲς ἐκκλησίες τῶν Φράγκων».
Κι ὁ Πάπας ὁ ἁγιώτατος, ὡς τὸ ἐπληροφορέθη,
συμπάθειον ἔστειλεν εὐθέως τὸν πρίγκιπα Ντζεφρόε.
Ἀφότου εἶδε ὁ πρίγκιπας τοῦ Πάπα τὴν συμπάθειον,
χαρὰς μεγάλας ἔποικεν καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει.
Ἀπαύτου γὰρ ἐμήνυσε νὰ ἔλθῃ ὁ μητροπολίτης,
ἐκεῖνος ὅπου λέγουσι ὁ τῆς Παλαίας Πάτρας,
ὡσαύτως καὶ οἱ ἐπίσκοποι ὅπου εἶναι τοῦ σκαμνίου του,
ὁ κομεντούρης τοῦ Τεμπλίου, αὐτὸς τοῦ Ὁσπιταλίου.
Τὸν ὁρισμὸν τοὺς ἔδειξεν, τοῦ Πάπα τὴν συμπάθειον·
κ’ ἐνταῦθα ὥρισε κ’ ἔστρεψαν τοὺς τόπους ὅπου ἐκράτει,
καὶ μετὰ τοῦτο τοὺς καλεῖ φρόνιμα, μετ’ εἰρήνης·
«Πατέρες, ἐτοῦτο ὅπου ἔποικα κι ἀπῆρα τὲς προνοῖες σας,
οὐδὲν σᾶς φταίω, μὰ τὸν Χριστόν, ἐσεῖς τὸ φταῖτε πλέον,
ἐπεὶ ἔπρεπε νὰ τὸ ἐξεύρετε καὶ νὰ τὸ ἐγροικᾶτε,
ὅτι ἂν ἐπῆραν οἱ Ρωμαῖοι -ὁ Θεὸς νὰ μὴ τὸ δώσῃ,-
τοὺς τόπους ὅπου ἔχομεν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν,
οὐδὲν ἀφῆναν γὰρ ἐσᾶς διατὶ εἶστε τῆς ἐκκλησίας
τοῦ νὰ κρατῆτε ἐδῶ προνοῖες καὶ νὰ ἔχετε προβέντες·
ἀλλ’ οὕτως σᾶς ἠθέλασιν φονέψει κι ἀκληρήσει,
ΓΟΔΟΦΡ. Β'  ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
ὡσὰν κ’ ἐμᾶς τοὺς κοσμικοὺς ὅπου εἴμεθα στρατιῶτες.
Λοιπὸν ἐγὼ οὐδὲν ζητῶ, οὐδὲ μὲ δίκαιον πρέπει
νὰ πολεμῆτε γαρνιζοῦν ὡσὰν οἱ προνοιατόροι
εἰ δὲ εἰς ἄλλες ἀφορμές, διὰ φύλαξιν τοῦ τόπου,
διὰ συμμαχίαν κάστρου τινὸς ὅπου ἔνι ἀσεντζισμένο,
ἀπὸ τοὺς ἀντιδίκους μας, πρέπει νὰ μᾶς βοηθᾶτε,
ὡσαύτως εἰς φουσσάτεμα ν’ ἀπέλθωμεν διὰ κοῦρσο.
Κ’ εἰς ἄλλες γὰρ ὑπόθεσες διὰ συμμαχίαν τοῦ τὸπου,
πρέπει νὰ εἴμεθε ἑνομοῦ τὸν τόπον μας φυλάττειν,
ἐπεὶν ἐσεῖς δίχως ἐμᾶς τίποτε οὐ χρηματεῖτε.
Ἐγὼ γὰρ ἂν ἐκράτησα τῆς ἐκκλησίας τοὺς τόπους,
οὐδὲν ἐπῆρα τίποτε νὰ λάβω εἰς διάφορὸν μου·
κάστρον, θεωρεῖτε, ἔποικα διὰ σωτηρίαν τοῦ τόπου,
διὰ ἐσᾶς κ’ ἐμᾶς τὸ ἔποικα νὰ ἔνι κλειδὶν τοῦ τὸπου.
Πολλάκις ἂν ἐχάσαμεν τὸν τόπον τοῦ Μορέως,
ἀπὸ τὸ κάστρον Χλουμουτσίου τὸν θέλομεν κερδίσει.
Ἐν τούτῳ σᾶς παρακαλῶ ὡς ἐκκλησίας πατέρες,
ἂς ἔχω τὴν συμπάθειον σας ὡσὰν κι ἀπὸ τὸν Πάπαν,
κι ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἔμπροσθεν ἂς ἔχωμεν ὁμοτόνιον·
συντρέχετέ με εἰς ἄρματα, ὡς πρέπει καὶ ἁρμόζει,
κ’ ἐγὼ πάλε νὰ σᾶς βοηθῶ ἀπ’ ὅσον κάμνει χρείαν».
Ἐνταῦτα ἐσυμπαθήστησαν κ’ ἐποίησαν ἀγάπην,
κ’ ἐτάξασιν ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ εἶναι εἰς θέλημά του,
[§]Ἀφότου γὰρ ἐγένετον ἐτοῦτο ὅπου σᾶς εἶπα,
αὐτὸς ὁ πρίγκιπας Ντζεφρὲς οὐδὲν εἶχεν τὴν χάριν,
νὰ ποιήσῃ τέκνον τίποτε ν’ ἀφήκῃ κληρονόμον.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΟΔΟΦΡΕΙΔΟΥ Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΥ
Ὡσὰν ἔνι τὸ φυσικὸν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων,
κι ὅσοι γεννοῦνται ὀφείλουσιν θάνατον ν’ ἀποθάνουν,
ἔπεσεν γὰρ ὁ πρίγκιπας εἰς ζάλην τοῦ θανάτου.
Κι ὡς τὸ εἶδε γὰρ κ’ ἐννοῆσε το ὅτι ἀποθάνει θέλει,
τὸν ἀδελφόν του ἔκραξε, ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμο,
καὶ λέγει οὕτως πρὸς αὐτόν, φιλοπαρακαλεῖ τον·
«Ἀδέλφι μου γλυκύτατον, ἀδέλφι μου ἠγαπημένο,
ἐγὼ ἀποδάρτε ἐπλήρωσα τὰ ἔτη τῆς ζωῆς μου
κ’ ἐσὺ ἀπομένεις ἀπ’ ἐμοῦ ἀφέντης κληρονόμος
εἰς ὅσα γὰρ ἐκέρδισε ὁ ἀφέντης καὶ πατὴρ μας,
μὲ βίαν καὶ μόχθον δυνατόν, τὸ  ξεύρουσιν οἱ πάντες.
Λοιπὸν, ἀδελφέ μου ἀγαπητέ, ἐγὼ εἶχα εἰς τὸν νοῦν μου
νὰ οἰκοδομὴσω ἐκκλησίαν, νὰ ποιήσω μοναστῆρι,
νὰ βάλω τὸ ἅγιον λείψανον τοῦ ἀφέντου τοῦ πατρός μας,
κι οὐδὲν τὸ ἐκατευόδωσα ἀπὸ τὲς ἁμαρτίες μου.
Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, ἀξιώνω καὶ φορτώνω,
ἀφῶν οὐδὲν ἠμπόρεσα νὰ τὸ κατευοδώσω,
ποίησέ το, ἀδελφούτσικε, νὰ ἔχῃς τὴν εὐχήν του,
ἐκείνου τοῦ πολυπαθῆ τοῦ ἀφέντη καὶ πατρός μας·
κι ἂς βάλουσιν τὸ λείψανον ἐκεῖσε εἰς τὸ κιβοῦριν
κι ἀπαύτου πάλε ἂς βάλουσιν πλησίον τὸ ἐδικόν μου.
Καὶ διόρθωσε, καλὲ ἀδελφέ, νὰ ἔχῃ τὸ μοναστῆρι,
ψάλτες γὰρ καὶ λειτουργούς, νὰ ἔχουν τὴν ζωὴν τους,
διὰ νὰ μᾶς μνημονεύουσιν εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Καὶ μετὰ τοῦτο ἀδελφέ, λέγω καὶ συμβουλεύω,
νὰ ἐπάρῃς γὰρ γυναῖκα σου νὰ ἔνι ὁμόζυγὴ σου,
ὅπως νὰ ποίσῃς μετ’ αὐτὴν τέκνα καὶ κληρονόμους
διὰ νὰ κληρονομήσουσιν τὸν κόπον τοῦ πατρός μας».
Ἀφότου γὰρ ἐδιόρθωσεν ὁ πρίγκιπας Ντζεφρόης
τὰ πάντα ὅλα ὅπου ἔπρεπεν ὡς φρόνιμος διορθώσει,
Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΠΡΙΓΚΙΨ
τὸ πνεῦμα του ἐπαρέδωκεν, κι ἀπῆραν το οἱ ἀγγέλοι·
κι ὅσοι τὸ ἀκούετε, λέγετε· Θεὸς τοῦ συμπαθήσῃ.
[§]Ἐνταῦτα γὰρ οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ φλαμουριάροι ὅλοι
ἐστέψασιν διὰ πρίγκιπα ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμο,
τὸν ἀδελφὸν τοῦ πρίγκιπος ἐκείνου τοῦ Ντζεφρόη.
ὅστις καὶ γὰρ ἐξέβηκεν ἄνθρωπος ἐπιδέξιος,
φρόνιμος καὶ κοπιαστὴς εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους,
ὅπου νὰ ἐγεννήθησαν εἰς μέρη Ρωμανίας·
καὶ ἦτον καὶ φιλάνθρωπος, οἱ πάντες τὸν ἀγαποῦσαν.
Κι ἀφότου ἐπαράλαβε τὴν ἀφεντίαν τοῦ τόπου,
ηὗρεν ὅτι ἐκρατούσασιν ἀκόμη οἱ Ρωμαῖοι
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας κ’ ἐκεῖνο τῆς Κορίνθου,
ὡσαύτως γὰρ τοῦ Ἀναπλίου ποῦ ἔνι πλησίον τοῦ Ἄργου,
τὰ ὅποια κάστρη εἴχασιν τοὺς πρώτους γὰρ λιμιῶνες,
ὅπου ἔρχονταν τὰ πλευτικὰ τοῦ βασιλέως Ρωμαίων,
κ’ ἠφέρνασιν σωτάρχισιν κι ἀνθρώπους τῶν ἀρμάτων.
[§]Ἰδὼν ἐτοῦτο ὁ πρίγκιπας μεγάλως τὸ ἐβαρύνθη,
λέγας γὰρ ὅτι ἐὰν οὐδὲν ἔχῃ τὰ κάστρη ἐκεῖνα,
οὐδὲν πρέπει νὰ τὸν λαλοῦν πρίγκιπα τοῦ Μορέως.
Ἐν τούτῳ ἀτός του ἐσκόπησεν ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
κ’ ἐζήτησεν κι ἀλλῶν βουλὴν κ’ ἰσιάστησαν μετ’ αὖτον·
ὅτι ἂν οὐκ ἔχῃ πλευτικὰ τὴν θάλασσαν κρατήσει,
νὰ μὴ ἔρχεται σωτάρχισις εἰς τὰ εἰρημένα κάστρη,
ΕΠΙΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΟΛΟΣΧΕΡΗ ΚΑΤΟΧΗΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ
ποτὲ οὐ κυριεύσει τα οὐδὲ κερδίσει τὰ ἔχει.
Μαντατοφόρους ἔστειλεν στὸν δοῦκαν Βενετίας
κ’ ἰσιάστησαν μὲ τὸ Κουμοῦ εἰς τέτοιες συμφωνίες·
τοῦ νὰ τοῦ δώσῃ τὸ Κουμοῦ ἕως ὅτου νὰ κερδίσῃ
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας κ’ ἐκεῖνο τὸ Ἀνάπλι,
τέσσαρα κάτεργα καλὰ μὲ τὴν ἁρμάτωσίν τους·
κ’ ἐκεῖνος νὰ δώσῃ τοῦ Κουμοῦ τὸ κάστρον τῆς Κορώνης
μὲ τὰ χωρία, περιοχὴν ὁμοῦ μὲ τὴν Μεθώνην,
νὰ τὰ ἔχῃ εἰς κληρονομίαν τὸ Κουμοῦ τῆς Βενετίας·
κι ἀπαύτου γὰρ καὶ ἔμπροστεν κερδίζοντα τὰ κάστρη,
νὰ δίδῃ πάντα ἡ Βενετία διὰ φύλαξιν τοῦ τόπου
κάτεργα δύο καὶ μοναχά, νὰ ἔχουσι τὸν λαόν τους·
κι ὁ πρίγκιπας νὰ ἐκπληρῇ τὴν ἔξοδόν τους ὅλην,
τὸ λέγουσιν πανάτικα, ἄνευ τῆς ρόγας μόνης.
[§]Καὶ οὕτως ὡσὰν ἐδιόρθωσεν ὁ πρίγκιπας ἐτοῦτο,
ἐδιόρθωσε τοῦ νὰ γενῇ τὸ σέντζιον τῆς Κορίνθου.
Ἐνταῦτα ὁρίζει, γράφουσιν τῶν Ἀθηνῶν τοῦ ἀφέντου,
Μέγαν Κύρην τὸν ἔλεγαν ἐκεῖνον τὸν ἀφέντην,
ν’ ἀπέρχεται εἰς βοήθειαν στὸ σέντζο τῆς Κορίνθου.
Ἀπαύτου γὰρ ἀπέστειλεν στὸν δοῦκα τῆς Νηξίας,
στοὺς τρεῖς ἀφέντες τοῦ Εὔριπου κ’ εἰς ὅλους τῶν νησίων,
νὰ ἔλθουν μετὰ δύναμης ἀρμάτων καὶ φουσσάτων·
κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὰ φουσσᾶτα,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ
ἐδιόρθωσεν, ὁ πρίγκιπας τὸν παρακαθισμόν τους.
[§]Λοιπόν, διατὶ ἔνι τὸ βουνὶ τοῦ κάστρου τῆς Κορίνθου
πλατὺ καὶ μέγα, φοβερόν, κι ἀπάνω ἔνι τὸ κάστρον,
εὑρίσκεται πρὸς μεσημβρίαν τοῦ ἐκεινοῦ τοῦ κάστρου
ὁκάτι ἕνα βουνόπουλον, τραχῶνι γὰρ μὲ σπήλαιον.
Κι ὁρίζει ἐνταῦτα ὁ πρίγκιπας κι ἀπάνω ἔχτισε κάστρον,
Μοῦντ’ Ἐσκουβὲ τὸ ὠνόμασαν, οὕτως τὸ κράζουν πάλε·
κι ἀπὸ τὴν ἄλλην γὰρ μερέαν, τὸ λέγουσιν πρὸς ἄρκτον,
ὁ Μέγας Κύρης ἔποικεν κάστρο ἐδικό του ἐκεῖσε.
Ἐβάλασιν σωτάρχισιν, σκουταροτζαγρατόρους.
[§]Καὶ τόσα τοὺς ἐστένεψαν τοὺς Κορινθαίους ἐνταῦτα,
ὅτι ποσῶς οὐκ εἶχαν ἀπάδειαν ξύλο κανὲν νὰ ἐμπάσουν,
οὐδὲ σωτάρχιση καμμία νὰ τοὺς ἐμπῇ ποθόθεν·
μόνι τὸ ὕδωρ τὸ πολὺ τῶν βρύσων καὶ πηγάδων,
ὅπου εἶναι ἀπάνω στὸ βουνὶ ἀπέσω εἰς τὸ κάστρον,
αὐτόνο εἴχασι πολύ, καὶ ποῖος νὰ τοὺς τὸ ἐπάρῃ.
[§]Λοιπόν, ἂν ἤθελα λεπτῶς νὰ σὲ τὰ ἔγραψα ὅλα
ΕΠΙΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΟΛΟΣΧΕΡΗ ΚΑΤΟΧΗΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ
ὅσα καὶ γὰρ ἐγίνησαν στὸ σέντζο τῆς Κορίνθου,
πολλὰ ἠθέλαν βαρεθῆ ἐκεῖνοι ὅπου τὸ ἀκοῦσιν.
Ἀλλὰ ἐκ τὴν στένεψιν τὴν πολλὴν ποῦ εἶδαν ἐκεῖνοι οἱ
ἀπέσω,
ὅτι ποθὲν οὐκ ἠμποροῦν νὰ ἔχουσι βοήθειαν,
ἔπεσαν εἰς συμβίβασιν κ’ ἐδώκασιν τὸ κάστρον,
μεθ’ ὅρκου γὰρ καὶ συμφωνίες, νὰ ἔχουν τὲς προνοῖες τους,
καθὼς κ’ οἱ ἕτεροι Ρωμαῖοι τοῦ πριγκιπάτου ὅλου.
[§]Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
τὸ κάστρον τὸ βασιλικόν, ἐκεῖνο τῆς Κορίνθου,
ὥρισε καὶ ἐβάλασιν σωτάρχισιν μεγάλην
ἀπὸ λαοῦ καὶ ἄρματα, ὡς ἔπρεπεν κι ἁρμόζει.
Κ’ ἐνταῦτα κράζει πρότερον ἀρχὴ τοῦ Μέγαν Κύρην,
καὶ μετὰ ταῦτα ἅπαντας, ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες,
καὶ οὕτως εἶπε πρὸς αὐτοὺς μετὰ μεγάλης γνώμης.
«Συντρόφοι, φίλοι κι ἀδελφοί, πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμεν
πρῶτα τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, δεύτερον τῆς Θεοτόκου,
τὴν χάριν, τὴν μᾶς ἔδωκε κ’ ἔχομεν κερδεμένον
τὸ κάλλιον μέρος τοῦ Μορέως, ὀλίγον γὰρ μᾶς λείπει·
τὸ κάστρον γὰρ τοῦ Ἀναπλίου καὶ τῆς Μονοβασίας,
αὐτὰ τὰ δύο μᾶς λείπουσιν καὶ λέγω, ὅτι, ἂν σᾶς φαίνῃ,
ἐδῶ ποῦ εὑρίσκεστε ἑνομοῦ, ἂς ἔχωμεν συντύχει,
βουλὴ ἂς ἔχωμε ἀμφότεροι μὲ τί τρόπον καὶ στράταν
νὰ πολεμήσωμεν καὶ αὐτὰ νὰ τὰ ἔχωμεν κερδίσει».
[§]Ἐν τούτῳ οἱ φρονιμώτεροι εἶπαν καὶ ἀφιρῶσαν·
»Ὅτι ἀφότου εὑρίσκονται ἀμφότερα τὰ κάστρη
εἰς ἀκρωτῆριν τοῦ γιαλοῦ καὶ ἔχουσιν λιμιῶνα,
πρέπει νὰ τὰ σεντζίσωμεν τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης».
[§]Ἐνταῦτα καθεζόμενοι εἰς τὴν βουλὴν ἐκείνην,
μαντᾶτα ἠφέρασιν ἐκεῖ τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου,
οἱ ἀποκρισάροι ἐστράφησαν ἀπὸ τὴν Βενετίαν
κ’ ἠφέρασιν τὲς συμφωνίες, οὕτως ὡσὰν ἐζήτει
ὁ πρίγκιπας ὁλοστινῶς, ὡς ἤθελεν κι ἀγάπα·
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ
τὰ κάτεργα τὰ τέσσαρα ἦλθαν εἰς τὴν Κορώνην.
Τὸ ἀκούσει το ὁ πρίγκιπας, μεγάλως γὰρ τὸ ἐχάρη,
ὡσαύτως τὸ ἀποδέχτησαν κ’ οἱ κεφαλᾶδες ὅλοι.
Μὲ τὴν βουλὴν ὁ πρίγκιπας κράζει τοὺς Βενετίκους
ἐκείνους ὅπου ἠφέρασιν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες.
Καβαλλάριν ἀπέστειλεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κορώνην·
τὸ κάστρον ἐπαράδωκεν νὰ τὸ ἔχουν οἱ Βενετίκοι
μὲ ὅλην τὴν διακράτησιν μέχρι κρατεῖ ἡ Μεθώνη·
ὅσα χωρία κι ἂν ἤσασιν τὰ ἐκράτει ἐτότε ἡ κούρτη,
νὰ τὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται τῆς Βενετίας ὁ δοῦκας,
ἄνευ τῶν τόπων καὶ προνοιῶν, τὰ ἔχουν οἱ προνοιατόροι.
[§]Κι ἀφότου ἐπαράλαβαν ἐτότε οἱ Βενετίκοι
τὸ κάστρον, τὴν περιοχήν, τὰ μέρη τῆς Κορώνης,
ἀπήλθασιν τὰ κάτεργα ὁλόρθα εἰς τὸ Ἀνάπλι·
τὸ κάστρον ἐσεντζίσασιν ἐκ μέρους τῆς θαλάσσης,
κι ὁ πρίγκιπας ἐκ τὴν στερεὰν μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅλα.
Τὸ καλοκαῖρι ἐπέρασεν, ὁ χειμῶνας εἰσῆλθεν,
κἀκεῖσε ἐξεχειμάσασιν τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης.
Κι ὡς ἦλθε ὁ δεύτερος καιρός, ἦλθε τὸ καλοκαῖριν,
κ’ εἶδαν τὸ κάστρον τοῦ Ἀναπλίου τὸ πῶς ἔνι κλεισμένον
κι οὐκ εἶχαν τίποτε ποσῶς καμμίαν βοήθειαν νὰ ἔλθῃ,
ἐποίησαν συμβίβασιν κ’ ἐδώκασιν τὸ κάστρον.
Τὸ Ἀνάπλι γὰρ εὑρίσκετον κάστρον εἰς δύο τραχώνια·
ΕΠΙΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΟΛΟΣΣΧΕΡΗ ΚΑΤΟΧΗΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ
[§]Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστησαν νὰ δώσουσιν τὸ πρῶτον.
καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἀχαμνότερον νὰ τὸ κρατοῦν οἱ Ρωμαῖοι·
μεθ’ ὅρκου καὶ προστάγματα τὲς συμφωνίες ἐποῖκαν.
[§]Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν ὁ πρίγκιπας τὸ Ἀνάπλι,
μὲ προθυμίαν τὸ ἐχάρισεν τότε τὸν Μέγαν Κύρην,
νὰ τὸ ἔχῃ εἰς κληρονομίαν ἐκεῖνο καὶ τὸ Ἄργος.
Τὴν χάριν, ὅπου ἐχάρισεν ὁ πρίγκιπας, τὸ Ἀνάπλι
κ’ εἶθ’ οὕτως τὸ Ἄργος ἑνομοῦ τότε τὸν Μέγαν Κύρην,
ἦτον διὰ τὴν συνδρομὴν ὅπου ἔποικεν ἐτότε
ὁ Μέγας Κύρης, σὲ λαλῶ, στὸ πιάσμα τῆς Κορίνθου,
ὡσαύτως διατὸ ἀπάντεχεν ὁ πρίγκιπας μετ’ αὖτον
νὰ τοῦ βοηθήσῃ εἰς τὸν πιασμὸν κάστρου Μονοβασίας.
[§]Λοιπόν, ἀφότου ἐπιάσασιν τὸ κάστρον τοῦ Ἀναπλίου,
ὁ πρίγκιπας ἐδιάβηκεν μετὰ τὸν Μέγαν Κύρην·
κι ἀπέκει ἀπεχωρίστησαν, κ’ ἐδιάβη ὁ Μέγας Κύρης
ὁλόρθα ἐκεῖ στὴν χώραν του, τὴν λέγουσιν γὰρ Θήβαν,
κι ὁ πρίγκιπας ἐδιάβηκεν στὰ μέρη τοῦ Μορέως.
[§]Κι ἀφότου ἐπέρασε ὁ καιρός, τὸν λέγουσιν χειμῶνα,
μαντατοφόρους ἔστειλεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος·
καὶ γράφει καὶ παρακαλεῖ πρῶτα τὸν Μέγαν Κύρην,
τοὺς τρεῖς ἀφέντες τοῦ Εὔριπου, τὸν δοῦκαν τῆς Νηξίας,
καὶ ὅλους γὰρ τοὺς ἕτερους ἀφέντες τῶν νησίων,
τὸν κόντον τῆς Κεφαλλονίας κι ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες
τοῦ πριγκιπάτου τοῦ Μορέως, μικρούς τε καὶ μεγάλους,
νὰ ἔρχωνται μὲ ἄρματα, μὲ σωταρχία μεγάλην·
στὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας βούλεται νὰ ἀπέλθῃ·
διατὸ ἔνι ἀπολέμητον, παρακαθίσει τὸ ἔχει
τῆς γῆς γὰρ καὶ τῆς θάλασσας, βούλεται νὰ ἔχῃ βάλλει
φύλαξιν, παρακαθισμὸν ἕως οὗ νὰ τὸ ἔχῃ ἐπάρει.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
Κι ἀφότου ἄνοιξε ὁ καιρὸς ἀπὸ τὸν μάρτιον μῆναν,
καταπαντόθεν ἤλθασιν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα·
εἰς τὰ λιβάδια τοῦ Νικλίου, ἐκεῖσε εἰς τοὺς κάμπους
ἐγίνετον ἡ σώρεψις ἐκείνων τῶν φουσσάτων,
κι ἀπέκει ὁλόρθα ἐδιάβησαν εἰς τὴν Μονοβασίαν.
[§]Τὰ κάτεργα τὰ τέσσαρα ἦλθαν τῶν Βενετίκων
κ’ ἐστῆκαν ἀπὸ τὸν αἰγιαλόν, τὴν θάλασσαν ἐπιάσαν·
ἐδιόρθωσεν ὁ πρίγκιπας τὸν παρακαθισμόν του·
μὲ τέτοιον τρόπον κι ἀφορμὴν τὴν ἐπαρακαθίσαν
ἐτότε τὴν Μονοβασίαν, ὡς τὸ κλουβὶ τὸ ἀηδόνι.
Ἐκεῖνοι τῆς Μονοβασίας ὅπου ἔξευραν τὸ κάστρον,
ὅτι ἔρχετον ὁ πρίγκιπας νὰ τοὺς παρακαθίσῃ,
ἐποῖκαν τὴν σωτάρχειον τους πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχαν,
καὶ εἰς ψῆφον οὐκ εἴχασιν τὰ φράγκικα φουσσᾶτα,
ἔχοντα γὰρ τὸν λογισμὸν μικρόν, νὰ ἔχουσιν ἀργήσει
ἐκεῖ εἰς τὸν παρακαθισμὸν ὅπου τοὺς ἐποιῆσαν.
[§]Ὁ πρίγκιπας γὰρ ἐβλέποντας τὴν τόση ἀλαζονείαν,
ἀπὸ χολῆς του καὶ θυμοῦ ὤμοσε εἰς τὸ σπαθί του,
ποτέ του ἀπέκει μὴ διαβῇ ἕως οὗ τὸ κάστρο ἐπάρῃ.
Τὰ τριπουτσέτα ὥρισεν κ’ ἐστήσασιν κἄν τρία.
κ’ ἐρρίχτασιν ἀδιάλειπα, ἡμέραν γὰρ καὶ νύχτα·
τὰ ὁσπίτια ἐχαλάσασιν κι ἀνθρώπους ἐφονέψαν.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ καὶ πότε νὰ τὰ γράφω,
τὰ ὅσα ἐποίησε ὁ πρίγκιπας εἰς τὴν Μονοβασίαν,
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ
καὶ πάλε πῶς ἐδιάγασιν οἱ Μονοβασιῶτες;
ἀλλὰ διὰ συντομώτερον καὶ νὰ σᾶς τὸ κοντέψω,
καθὼς τὸν ὅρκον ἔποικεν ὁ πρίγκιπας ἐτότε,
ὅτι ποτέ του οὐ μὴ ἀπελθοῦν ἐκ τὴν Μονοβασίαν
ἕως οὗ νὰ ἐπάρῃ τὸ βουνί, ὡσαύτως καὶ τὸ κάστρον.
[§]Ἐν τούτῳ ἀργήσασιν ἐκεῖ τρεῖς χρόνους γὰρ καὶ πλέον·
ἐκεῖνοι τῆς Μονοβασίας, οὐκ εἶχαν τί νὰ φάγουν,
ἐφάγασιν τοὺς ποντικοὺς ὁμοίως καὶ τὰ κατσία·
οὐκ εἶχαν πλέον τὸ τί νὰ φάουν, μόνον καὶ τὰ κορμιά τους.
Κι ὡς εἶδαν τὴν στενοχωρίαν, τὸν θάνατον ἐμπρός τους,
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσει.
Συμβίβασιν ἐζήτησαν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου·
νὰ εἶναι πάντοτες αὐτοῦ μὲ τὴν κληρονομίαν τους
Φράγκοι ἐγκουσάτοι ἑνομοῦ μετὰ τὰ πράγματά τους,
νὰ μὴ χρεωστοῦσιν δούλεψιν ἄνευ τὰ πλευτικά τους,
ἔχοντα γὰρ τὴν ρόγαν τους καὶ τὴν φιλοτιμίαν τους.
Ὁ πρίγκιπας τοὺς ἔποικεν ἐγράφως βουλλωμένες
τὲς συμφωνίες κ’ ὑπόθεσες ὅπου τοῦ ἐζητῆσαν·
καὶ ὅσον ἐπαράλαβαν τὰ ὁρκωμοτικά τους,
τρεῖς ἄρχοντες ἀπ’ ἐκεινοὺς ἀπῆραν τὰ κλειδία
τοῦ κάστρου τῆς Μονοβασίας, τοῦ πρίγκιπος τὰ ἠφέραν·
ὁ ἕνας ἦτον Μαμωνᾶς, ὁ ἄλλος Δαιμονογιάννης,
ὁ τρίτος ἦτον Σοφιανός, οὕτως τὸν ὠνομάζαν.
Αὐτὲς ἦσαν οἱ τρεῖς γενεὲς κ’ οἱ εὐγενικώτεροί τους
ὅπου ἦσαν στὴν Μονοβασίαν κ’ εἶναι ἀκόμη ἐκεῖσε·
τὸν πρίγκιπαν ἐπροσκύνησαν, καλὰ τοὺς ἀποδέχτη
ὡς φρόνιμος, διακριτικὸς ὅπου ἦτον εἰς τοὺς πάντας·
γλυκία τοὺς ἀναδέχτηκεν, μετὰ τιμῆς μεγάλης,
εὐεργεσίαν τοὺς ἔποικεν ἄλογα καὶ φαρία,
καὶ ροῦχα γὰρ ὁλόχρυσα, σκαρελέτα μετὰ ἐκεῖνα,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
ἐπρόνοιασέ τους ἀλλὰ δὴ στὰ μέρη τῶν Βατίκων.
Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας, τὸ ἐξάκουστον ἐκεῖνο,
σωτάρχειον ἔβαλεν πολλήν, ἀνθρώπους τῶν ἀρμάτων,
καὶ ἄρματα καὶ διοίκησες, ὡς ἔπρεπε νὰ ἔχῃ.
Ἀκούσων γὰρ τὰ ἐξέχωρα, τὰ μέρη τῶν Βατίκων,
κ’ ἐκεῖνοι ἀπὸ τὴν Τσακωνίαν ποῦ ἦσαν ροβολεμένοι,
ὅτι αὐτὴ ἐπροσκύνησε τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
ὁλοδρομαίως ἐρχόντησαν κ’ ἐπροσκυνούσανέ τον·
κι ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, ὅλους τοὺς ἐχαιρέτα,
γλυκία τοὺς ἀναδέχετον πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχαν.
Καὶ ὅσον ἐκατέστησεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας καὶ τὰ τῶν περιχώρων,
ὥρισεν κι ἀπηλόγιασαν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα,
ὡσαύτως καὶ τὰ κάτεργα ποῦ ἦσαν τῆς Βενετίας,
καὶ μετὰ ταῦτα ἐστράφηκεν στὴν Λακοδαιμονίαν.
Τοὺς κεφαλᾶδες ἔκραξε βουλὴν νὰ τοῦ ἔχουν δώσει,
κ’ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν κ’ ἐσυμβουλέψανέ τον,
διατὶ ἐκοπίασαν πολλὰ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης,
- χρόνους τρεῖς ὅπου ἐστάθησαν εἰς τὴν Μονοβασίαν -
νὰ ἔχουσιν ἀπηλογίαν μικροί τε καὶ μεγάλοι,
νὰ ἀπέρχωνται εἰς τὰ ὁσπίτια τους διὰ νὰ καλοπαθήσουν·
κι ὁ πρίγκιπας μετ’ ἐκεινοὺς ὅπου ἦσαν φαμελία του,
νὰ εἶναι στὴν Λακοδαιμονίαν, νὰ ἔχῃ ἐξεχειμάσει.
Ἐνταῦτα ἐμισσέψασιν μικροί τε καὶ μεγάλοι
κ’ ἐνέμεινεν ὁ πρίγκηπας, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
κι οὕτως ἐκαβαλλίκευεν μετὰ τὴν φαμελίαν του,
καὶ ἐπερπάτει ἐκ τὰ χωρία τοῦ μέρου τῆς Μονοβασίας,
στὸ Ἕλεος κ’ εἰς τὸν Πασσαβᾶν κ’ εἰς τοὺς ἐκεῖσε τόπους·
μετὰ χαρᾶς ἀπέρχετον κι ἀπέρνα τὸν καιρόν του.
ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟΝ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ
Κι ὅσον ἐγύρεψεν καλὰ τὰ μέρη ἐκεῖνα ὅλα,
ηὗρεν βουνὶ παράξενον, ἀπόκομμα εἰς ὅρος,
ἀπάνω τῆς Λακοδαιμονίας κανένα μίλιν πλέον.
Διατὶ τοῦ ἄρεσεν πολλὰ νὰ ποιήσῃ δυναμάριν,
ὥρισε ἀπέξω στὸ βουνὶ κ’ ἐχτίσαν ἕνα κάστρον,
καὶ Μυζηθρὰν τ’ ὠνόμασεν, διατὶ τὸ ἐκράζαν οὕτως·
λαμπρὸν κάστρον τὸ ἔποικεν καὶ μέγα δυναμάριν.
Λοιπόν, διατὶ τὸν εἴπασιν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου,
ὅτι ὁ ζυγὸς τῶν Μελιγῶν ἔνι γὰρ δρόγγος μέγας
κ’ ἔχει κλεισοῦρες δυνατὲς καὶ χῶρες γὰρ μεγάλες,
ἀνθρώπους ἀλαζονικοὺς κι οὐ σέβονται ἀφέντην·
ἐκατασκόπησεν πολλὰ τὸ πῶς νὰ τοὺς κυριέψῃ.
Ἐν τούτῳ εἶπεν πρὸς αὐτὸν καὶ ἡ βουλὴ ὅπου εἶχεν,
ὅτι, ἀφότου ἐγένετον τοῦ Μυζηθρᾶ τὸ κάστρον,
καὶ ἔνι ἀπάνω εἰς τὸν ζυγόν, τοῦ Μελιγοῦ τὸν δρόγγον,
νὰ ποιήσῃ κι ἄλλον γύρωθεν ἐκείνων τῶν βουνίων,
ὅπως νὰ κυριέψουσιν ἐκείνους γὰρ τοὺς τόπους.
Ἐν τούτῳ ἐκαβαλλίκεψεν ὁ πρίγκιπας ἀτός του,
καθὼς τὸν ἐσυμβούλεψαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
κ’ ἐπέρασε τὸν Πασσαβᾶν κ’ ἐδιάβη εἰς τὴν Μάϊνην·
ἐκεῖ ηὗρεν σπήλαιον φοβερὸν εἰς ἀκριοτῆρι ἀπάνω.
Διατὶ τοῦ ἄρεσεν πολλά, ἐποίησεν ἕνα κάστρον
καὶ Μάϊνην τὸ ὠνόμασε, οὕτως τὸ λέγουν πάλιν.
Κι ὡσὰν εἶδαν οἱ  ἄρχοντες κ’ οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ δρόγγου
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἐποιήσασιν ἐκεῖνα τὰ δύο κάστρη,
ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟΝ ΤΗΣ ΜΑΪΝΗΣ
βουλὴν ἐπῆραν ἑνομοῦ τὸ πῶς νὰ θέλουν διάξει.
Ἐν τούτῳ ἐλέγαν οἱ ἀρχηγοὶ ὅπου εἶχαν καὶ τὸ πλοῦτος,
ὅτι νὰ στήκουν ἀφιρὰ παρὰ νὰ δουλωθοῦσιν.
Οἱ δέ, τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ τὸ κοινὸν τὸ ὅλον,
εἶπαν κι ἐδώκασιν βουλὴν τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσει,
μόνι νὰ ἔχουσιν τιμήν, δεσποτικὰ μὴ κάμουν,
ὡσὰν νὰ κάμνουν τὰ χωρία ὅπου εἶναι εἰς τοὺς κάμπους·
«ἐπεὶν ἀφῶν ἐγίνησαν αὐτὰ τὰ δύο κάστρη,
κι οὐδέν ἀπάδειαν ἔχομεν, ὡσὰν μᾶς ἀποκλείσουν,
εἰς κάμπους κατεβαίνωμεν, νὰ κάμνωμεν νὰ ζοῦμεν,
οὐδὲν ἔχομε δύναμιν νὰ ζοῦμε εἰς τὰ ὄρη».
Ἰδόντα γὰρ οἱ ἄρχοντες κι’ οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ δρόγγου
πῶς τὸ κοινὸν ἠθέλασιν τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσει,
οὐκ εἴχασι τὸ ποιήσει ἀλλέως, κ’ ἐπέσασιν εἰς δρόμον.
[§]Μαντατοφόρους ἔστειλαν στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
συμβίβασιν ἐζήτησαν τοῦ νὰ ἔχουσιν ἐγκούσιον,
τέλος οὔτε δεσποτικὸν νὰ ποιήσουσι ποτέ τους,
καθὼς οὐδὲν τὸ ἔποικαν ποτέ τους οἱ γονεῖς τους·
προσκύνημα νὰ δίδουσιν, δουλείαν τῶν ἀρμάτων,
ὥσπερ τὸ ἐπολεμούσασιν ὁμοίως τοῦ βασιλέως.
Τὲς συμφωνίες ἐστερέωσεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος,
ἐγράφως τοὺς τὲς ἔποικεν μὲ κρεμαστὲς τὲς βοῦλες.
[§]Κι ἀφότου ἐπροσκύνησεν τοῦ Μελιγοῦ ὁ δρόγγος,
τινὲς ἀπ’ αὔτους εἴπασιν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
ὅτι ἂν θέλῃ νὰ ἔχῃ τὸν ζυγὸν ὅλον στὸ θέλημάν του,
νὰ ποιήσῃ κάστρο εἰς τὸν αἰγιαλὸν πλησίον τῆς Γιστέρνας.
Κι ὁ πρίγκιπας τοῦ ἐπίστεψεν ἐκεινοῦ ὅπου τὸ εἶπεν·
ὥρισε γὰρ κ’ ἐχτίσαν το καὶ Λεῦτρο τὸ ὠνομάσαν.
Κι ἀφότου γὰρ ἐχτίστησαν τὰ κάστρη ὅπου σὲ εἶπα,
ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΛΕΥΤΡΟΥ
τὸ Λεῦτρον γὰρ κι ὁ Μυζηθρᾶς καὶ τῆς παλαίας Μαΐνης,
ἐδούλωσε τὰ Σκλάβικα κ’ εἶχεν τα εἰς θέλημάν του,
καὶ περιεπάτει, ἐχαίρετον ἀπὸ ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο,
ὡσὰν τὸ ἐκατακύριεψεν καὶ ἀφεντέψε το ὅλον.
[§]Ἐν τούτῳ θέλω ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ πάψω καὶ νὰ λέγω
περὶ τοῦ πρίγκιπα Ἀχαΐας ἐκείνου τοῦ Γυλιάμου,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ περὶ τοῦ βασιλέως
κὺρ Θεοδώρου τοῦ Λάσκαρη, τοῦ βασιλέως Ρωμαίων,
ὅπου ἦτον στὴν Ἀνατολὴν τοὺς χρόνους γὰρ ἐκείνους,
διατὶ στὴν Πόλην εὑρίσκετον φράγκος γὰρ βασιλέας
καὶ Παντουῆν τὸν ἔλεγαν, οὕτως τὸν ὠνομάζαν.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
[§]Καθὼς ἀκούσετε ἐδῶ ὀπίσω εἰς τὸ βιβλίον,
τὸ πῶς ἐκείνους τοὺς καιροὺς ὅπου ἦτον βασιλέας
κὺρ Θεόδωρος ὁ Λάσκαρης εἰς τοὺς Ρωμαίους ἀπάνω·
καὶ ἦλθε τον ὁ θάνατος κι ἀφῆκεν τὸν υἱόν του,
ὅπου ἦτο ἀνήλικον παιδί, νὰ τὸ ἀναθρέφῃ ἐκεῖνος,
κὺρ Μιχαὴλ τὸν ἔλεγαν, ὁ μέγας Παλαιολόγος,
διατὶ ἦτον ὁ πρωτότερος ἄρχων τῆς Ρωμανίας.
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς ἠθέλησεν νὰ ποιήσῃ ἁμαρτίαν,
ἔπνιξεν κ’ ἐθανάτωσε τὸν ἀφεντόπουλόν του
κ’ ἐκράτησεν τὴν βασιλείαν ὅλης τῆς Ρωμανίας.
[§]Ἀκούσων τοῦτο ὁ Ἄγγελος ἐκεῖνος Καλοϊωάννης,
Κουτρούλης εἶχεν τὸ ἐπίκλην του, δεσπότης τῆς Ἑλλάδος,
τὸ πῶς ἐποίησεν κ’ ἔπραξεν ἐκεῖνος ὁ Παλαιολόγος,
κ’ ἐφόνεψε τὸν βασιλέαν, τὴν βασιλείαν του ἀπῆρεν,
ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
ἐθλίβη γὰρ καὶ ἐχόλιασε, μεγάλως τὸ ἐβαρύνθη·
ὅρκον ἐποίησεν ἀφιρόν, ποτὲ τὸν Παλαιολόγον
νὰ μὴ τὸν τάξῃ βασιλέα, ἀφέντη μὴ τὸν ἔχῃ·
ἀφότου μὲ τυραννικὴν ὑπόθεσιν ἀπῆρεν
τὴν βασιλείαν γὰρ τῶν Ρωμαίων, οὐ πρέπει νὰ τὸν ἔχῃ
ἀφέντην οὐδὲ φίλον του, ἀλλὰ οὐδὲ συγγενῆν του.
[§]Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλέας ἐκεῖνος ὁ Παλαιολόγος,
μεγάλως τὸ ἐβαρύνθηκε, ἐθλίβην κ’ ἐχολιάσεν,
κ’ εἶπεν ὅτι, ἂν εἶχεν ὁδὸν νὰ ἀπέρασεν στὴν Δύσιν,
γουργὸν πολλὰ τὸν ἤθελεν χολιάσει γὰρ καὶ θλίψει·
ἀλλὰ διατὸ εὑρίσκετον ἐτότε εἰς τὴν Πόλιν
ὁ Βαλδουβῖνος ὁ βασιλέας κ’ εἶχεν τὴν ἀφεντίαν,
οὐδὲν εἶχε τὴν δύναμιν στὴν Δύσιν νὰ ἀπεράσῃ.
Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν τὴν Κωνσταντίνου Πόλιν
κ’ ἐπέρασε στὸν Γαλατᾶν κ’ εἶχεν τὴν βασιλείαν,
ἐποίησεν κ’ ἐφουσσάτεψε τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης
κι ἄρχισε μάχην φοβερὴν εἰς τὸν δεσπότην Ἄρτας.
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς ἦτον φρόνιμος, καλὰ ἐμετεχερίστη·
τοὺς Φράγκους γὰρ ἐρρόγεψε, τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον
καὶ τὸν ἀφέντην Ἀθηνῶν, ὁμοίως τοὺς Εὐριπιῶτες·
μὲ ἐκείνους ἐβοήθηκεν κι ἀπέρασε τὴν μάχην.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
[§]Ἐνταῦτα ἦλθε ὁ θάνατος κὺρ Ἰωάννου τοῦ δεσπότου
κι ἀφῆκεν κληρονόμον του κὺρ Νικηφόρον τὸν υἱόν του·
ἐκείνου ἐπαράδωκεν τὸ δεσποτᾶτον ὅλον.
Εἶχεν καὶ ἕτερον υἱὸν ὅπου γὰρ ἦτον νόθος,
τοῦ ὅποιου ἄφηκεν στὴν Βλαχίαν ἕνα καλὸ ἰμερίδι,
χῶρες καὶ κάστρη δυνατὰ διὰ νὰ τὰ ἀφεντεύῃ·
Θεόδωρον τὸν ἔλεγαν, Δοῦκαν τὸ παρανόμι.
Ἐκεῖνος γὰρ ἐξέβηκεν στ’ ἄρματα ἀντρειωμένος·
στρατιώτης ἦτον φοβερός, φρόνιμος κ’ ἐπιδέξιος.
[§]Κι ὡς εἶδεν ὅτι ἀπέθανεν ὁ πατήρ του ὁ Καλοϊωάννης,
κ’ ἐνέμεινε ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐκεῖνος ὁ Νικηφόρος,
ὅστις οὐκ ἦτον φρόνιμος ὡς ἦτον ὁ πατήρ του,
ἠθέλησεν κι ὠρέχτηκε νὰ ἐπάρῃ τὴν Βλαχίαν,
νὰ ἐπάρῃ γὰρ καὶ τὸ ἥμισον ὅλου τοῦ Δεσποτάτου.
Ἐποίησε κάστρον ἀφιρόν, τὸ λέγουν ἡ Νέα Πάτρα,
κι ἄρχισε μάχην δυνατὴν μετὰ τὸν ἀδελφόν του,
τὸν κὺρ Νικηφόρον, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τὸν Δεσπότην.
[§]Καὶ διὰ τὸ ἐβοηθούσασιν οἱ Φράγκοι τοῦ Δεσπότου,
ἐδιάβη ὁ κὺρ Θεόδωρος ἐκεῖ εἰς τὸν βασιλέαν,
στὸν κὺρ Μιχάλην, σὲ λαλῶ, τὸν μέγαν Παλαιολόγον.
Πολλὰ τὸν ὑποσχήθηκεν κ’ ἔταξεν νὰ ποιήσῃ,
τὸν ἀδελφόν του ἔταξεν νὰ δώσῃ, τὸν Δεσπότην,
δεμένον ὡς πανάπιστον, καὶ νὰ τὸν προσκυνήσῃ.
Σεβαστοκράτορα τὸν ἔποικε ὅλης τῆς Ρωμανίας
καὶ τὰ φουσσᾶτα του τοῦ ἔδωκεν νὰ τὰ ἔχῃ εἰς ἐξουσίαν του,
νὰ μάχεται, δικάζεται Δεσπότην τὸν ἀδελφόν του·
μεγάλως τὸν ἐτίμησεν κ’ εὐεργεσίες τοῦ ἐδῶκεν.
ΝΥΜΦΕΥΕΤΑΙ ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
[§]Κι ὡς εἶδεν τὴν πληροφορίαν ἐτότε ὁ Δεσπότης
τὸ πῶς τὸν ἐρροβόλεψεν κὺρ Θεόδωρος ὁ ἀδελφός του,
κ’ ἐδιάβη εἰς τὸν βασιλέα ὅπου ἦτον γὰρ ἐχτρός του,
μεγάλως τὸ ἐλυπήθηκεν κ’ εἰς σφόδρα τὸ ἐδειλιάσεν.
Τοὺς ἄρχοντές του ἔκραξε βουλὴν νὰ τοῦ ἔχουν δώσει·
κι ὅλοι τὸν ἐσυμβούλεψαν τὴν ἀδελφὴν νὰ δώσῃ
γυναῖκαν γὰρ ὁμόζυγον τοῦ πρίγκιπος Γυλιάμου·
ἐπεὶ ἄν ἔχῃ τὸν πρίγκιπα βοήθειαν κι ἀδελφόν του,
οὐδὲν ψηφᾷ τοῦ βασιλέως, τὴν μάχην, οἵα κι ἂν ἔνι.
Κι ἀφῶν ἐπῆρε τὴν βουλὴν μετὰ τοὺς ἄρχοντές του,
μαντατοφόρους ἔστειλεν στὸν πρίγκιπα Γουλιάμον.
Ἄνθρωποι ἦσαν φρόνιμοι, γοργὸν τὸν ἐσυμβιβάσαν·
τὲς συμφωνίες ἐποίκασιν τῆς προίκας καὶ τοῦ γάμου.
Γοργὸν στρέμμαν ἐποίκασιν ἐκεῖσε εἰς τὸν Δεσπότην·
ὅλα τοῦ ν’ ἀφηγήθησαν, ἐκ στόματος τὸν εἶπαν,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
τὸ πῶς ἐκαταστήσασιν τὴν ὑπαντρείαν ἐκείνην.
Χιλιάδες ἑξῆντα ὑπέρπυρα ἦτον γὰρ τὸ προικίον,
ὅπου ἔδωκεν τοῦ πρίγκιπος ἐτότε ὁ Δεσπότης
δι’ ἐκείνην τὴν παράξενον τὴν ἀδελφήν του, λέγω,
ἄνευ γὰρ τὰ στολίσματα καὶ τὰ χαρίσματά της.
Οὐδὲν γὰρ ἄργησαν οὐδὲ ποσῶς τὸν γάμον νὰ ποιήσουν·
ἐκεῖ εἰς τὴν Πάτραν τὴν παλαιὰν ἐγίνετον ὁ γάμος.
Κι ἀφῶν ἐσυμπεθέρεψεν ὁ πρίγκιπας κι ὁ Δεσπότης,
πολλὰ γὰρ ἠγαπήθησαν καὶ ἤσασιν τὸ ἕνα,
καὶ ὅταν ἤθελεν συμβῇ νὰ ἔχῃ ὁ Δεσπότης χρείαν,
φουσσᾶτα ἐκ τὸν πρίγκιπα κι ἀνθρώπους τῶν ἀρμάτων,
ὅσα ἔχρηζεν καὶ ἤθελεν εἶχεν τὰ εἰς θέλημά του.
[§]Ἐν τούτῳ θέλω ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ πάψω ἐδῶ ὀλίγον,
νὰ συντυχαίνω καὶ λαλῶ ἐκ τὸν Δεσπότην Ἄρτας,
καὶ θέλω νὰ σᾶς ἔχω εἰπεῖ καὶ νὰ σᾶς ἀφηγήσω
περὶ τοῦ πρίγκιπος Μορέως, ἐκείνου τοῦ Γυλιάμου.
[§]Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας, ἐπλάτυνε ἡ ἀφεντία του·
οὐκ εἶχεν γὰρ νὰ μάχεται μὲ ἄνθρωπον τοῦ κόσμου.
Οἱ φλαμουριάροι τοῦ Μορέως ὁμοίως κ’ οἱ καβαλλάροι
ἀρχίσασιν νὰ πολεμοῦν κάστρη καὶ δυναμάρια,
ὁ κατὰ εἷς στὸν τόπον του νὰ κάμνῃ τὸ ἐδικόν του·
κι ὡσὰν τὰ ἐκατασταίνασι τὰ δυναμάρια ἐκεῖνα,
ἀφῆναν τὰ ὑπονόμια τους, τὰ εἶχαν ἐκ τὴν Φραγκίαν,
κ’ ἐπαίρνασιν τοῦ τόπου τους τ’ ὄνομα ὄπου ἐβάναν.
ΟΙ ΦΕΟΥΔΑΡΧΑΙ ΚΤΙΖΟΥΝ ΚΑΣΤΡΑ ΑΝΑ ΤΟΝ ΜΟΡΕΑΝ
[§]Ἐν τούτῳ ἄρχισεν ἐμπρὸς ὁκάποιος μέγας ἀφέντης,
μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλην του ντὲ Μπριέρες,
ὅπου ἦτο ἀφέντης τῶν Σκορτῶν, τοῦ δρόγγου καὶ τοῦ τόπου.
κάστρον ἐποίησε ἀφιρόν, ὄμορφον δυναμάριν,
Καρύταινα τὸ ὠνόμασεν κ’ ἐκεῖνος ὠνομάστην
ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ ἐξάκουστος στρατιώτης.
Ἀπαύτου γὰρ ὁ δεύτερος, μισὶρ Γαρτιέρης ἄκουε,
ντὲ Ροζιέρες τὸν ἔλεγαν, οὕτως εἶχεν τὸ ἐπίκλην·
κάστρον ἐποίησε φοβερὸν ἐκεῖ εἰς τὴν Μεσαρέαν
καὶ Ἄκωβαν τὸ ὠνόμασεν, κι ἐκεῖνος ἦτο ἀφέντης.
Ὁκάποιον ἄλλον ἔλεγαν τὸ ὄνομα μισὶρ Ἰωάννης,
ντὲ Νουιλὴ τὸ ἐπίκλη του, ὅπου ἦτον καὶ πρωτοστράτωρ
τοῦ πριγκιπάτου τοῦ Μορέως κ’ εἶχεν το εἰς γονικὸν του·
κάστρον ἐποίησε ὁ λόγου του καὶ Πασσαβᾶν τὸ ἐκράξε.
Ἄλλος ἦτον ντὲ Νιβηλὲτ καὶ ἄκουε μισὶρ Ἰωάννης·
ἔποικεν κάστρο ὁ λόγου του κ’ ἔκραξέ το Γεράκιν,
ὅπου ἔνι εἰς τὴν Τσακωνίαν ἐδῶθεν γὰρ τοῦ Ἑλέου.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
Ὡσαύτως καὶ οἱ ἕτεροι ὅπου εἶχαν ἀφεντίες,
οἱ καβαλλάροι κι ἀρχιερεῖς κι ὅλοι οἱ φλαμουριάροι,
ὁ κατὰ εἷς στὸν τόπον του ἐποίησεν δυναμάριν·
τοῦ κόσμου γὰρ τὴν ἡδονὴν ἠθέλαν κι ἀγαποῦσαν,
κ’ ἐχαίρονταν ἀμφότεροι πρὸς τὸν καιρὸν ὅπου εἶχαν.
[§]Ἐν τούτῳ θέλω πάψει ἐδῶ νὰ λέγω ἀπ’ ἐκείνους
καὶ στρέφομαι νὰ σᾶς εἰπῶ τὸ πῶς ἄρχασε ἡ μάχη
ἀπὸ τὸν πρίγκιπα Μορέως, ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον,
μὲ τὸν ἀφέντην Ἀθηνῶν, μισὶρ Γυλιάμον ἄκω,
ντὲ λὰ Ρότζε τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν.
[§]Τὸν χρόνον γὰρ καὶ τὸν καιρόν, ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες
ὅπου ἄκουσες καὶ εἶπα σε ὀπίσω εἰς τὸ βιβλίον μου,
ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΥΡΗ ΑΘΗΝΩΝ
τὸ πῶς ἦλθεν στὴν Κόρινθον ἐκεῖνος ὁ Μπονιφάτσος,
ὁ μαρκέσης ντὲ Μουφαρᾶ, ὁ ρῆγας τοῦ Σαλονικίου
εἰς τὸν ἀφέντην τοῦ Μορέως, τὸν Καμπανέση ἐκεῖνον·
κ’ ἐκ τὴν ἀγάπην τὴν πολλὴν ὅπου εἴχασιν ἀλλήλως,
ὁ Καμπανέσης ἐζήτησεν βοήθειαν τοῦ μαρκέση.
Κ’ ἐκεῖνος γὰρ τοῦ ἐχάρισεν τὸ ὁμάτζιο καὶ λιζίαν·
πρῶτα τοῦ ἀφέντου τῶν Ἀθηνῶν, τὰ τρία τερτσέρια τοῦ Εὐρίπου,
κι ἀπαύτου δὲ τὸ τέταρτον τοῦ μαρκέση τῆς Μποντενίτσας.
Καὶ διὰ τὴν μάχην ὅπου εἶχεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
ὡσαύτως κι ὁ πατέρας του μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
εἶθ’ οὕτως κι ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ἐκεῖνος ὁ ἀδελφός του,
κουρτέσικα ἐδιαβάζασιν ὅλοι γὰρ τὸν καιρόν τους.
[§]Λοιπόν, ὡσὰν ἀφέντεψεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
τὸ πριγκιπᾶτον Ἀχαΐας κ’ εἶχεν το εἰς ἐξουσίαν του,
τὸν Μέγα Κύρη ἐζήτησεν τὸ ὁμάντζιο νὰ τοῦ ποιήσῃ,
ὡσαύτως καὶ τῶν ἀφεντῶν τῆς νήσου γὰρ καὶ τοῦ Εὐρίπου
καὶ τοῦ μαρκέση ἀλλὰ δή, τοῦ ἀφέντου Μπουτενίτσας.
[§]Κ’ ἐκεῖνοι γὰρ ἑνώθησαν κι οἱ πέντε ἀμφοτέρως·
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ κι ἀπόκρισιν τοῦ ἐποιῆσαν,
ὅτι οὐδὲν τὸν γνωρίζουσιν μόνι καὶ σύντροφόν τους·
ὡς δὲ ὁμάντζιο ὅπου λαλεῖ, τίποτε οὐ χρεωστοῦν του,
ἀλλὰ οὐδὲ καταδέχονται ὁμάντζιο νὰ τοῦ ποιήσουν,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
[§]Ἀκούσων ταῦτα ὁ πρίγκιπας μεγάλως τὸ ἐχολιάσεν,
ἐφάνη τον ἀνόρεχτον· ἐπῆρε τὴν βουλὴν του,
καὶ ἡ βουλή του τοῦ ἔδωκεν τοῦ νὰ ἔχῃ φουσσατέψει,
ἀπάνω εἰς αὔτους νὰ ἀπελθῇ διὰ νὰ τοὺς πολεμήσῃ
ὡς ἀντιστάτες, κι ἄπιστους ὅπου ἦσαν πρὸς ἐκεῖνον.
[§]Εἰς τοῦτο ὁρίζει, ἐγράψασιν τοῦ πριγκιπάτου
ἁπάντων,
φλαμουραρίων, καβαλλαρίων, ὁλῶν τῶν ἐπισκόπων,
τοῦ Τέμπλου καὶ Ὁσπιταλίου κι ὁλῶν τῶν βουργεσίων,
στὸ Νίκλι τοὺς ἐμήνυσε νὰ εἶναι σωρεμένοι
στὲς εἴκοσι γὰρ τοῦ Μαΐου, ἄνευ καμμίας προφάσης.
[§]Κι ὡς τὸ ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν ἐτοῦτο ὁ Μέγας Κύρης,
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως οἰκονομᾶται νὰ ἔλθῃ
ἀπάνω του διὰ πόλεμον μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅλα,
καταπαντοῦθε ἐμήνυσεν, ἔνθα κι ἂν εἶχε φίλον,
παρακαλῶντα, ἀξιώνοντα νὰ ἔλθουν νὰ τοῦ βοηθήσουν
στὸν πρίγκιπαν ὅπου ἔρχετον τοῦ νὰ τὸν πολεμήσῃ.
Ὁ κάλλιος φίλος ὅπου εἶχεν καὶ συγγενὴς ἐτότε
ἦτον ὁ ἀντρικώτατος, ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
ὅπου γὰρ τὸν ἐτρέμασιν ’ς ὅλην τὴν Ρωμανίαν·
τὴν ἀδελφὴν του εἶχεν γὰρ ὁμόζυγον γυναῖκαν.
[§]Ὁ Μέγας Κύρης τοῦ ἔγραφεν, μηνᾷ, παρακαλῶντα
ὡς ἀδελφὸν καὶ γνήσιον του, ὅπως νὰ μὴ τοῦ λείψῃ
εἰς ταύτην γὰρ τὴν ἀφορμὴν κ’ εἰς τούτην του τὴν χρείαν
ἐπεὶ εἰς ἐκεῖνον ἤλπιζεν κ’ εἶχεν τὸ θάρρος του ὅλον.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΡΙΓΚΗΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑ ΚΥΡΗ  ΑΘΗΝΩΝ
Ἀκούσων ταῦτα ὁ ἀντρικώτατος, ὁ ἐξάκουστος ἐκεῖνος,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας τὸ τί τοῦ μηνᾷ ὁ ἀδελφός του,
ἐκάτσε, ἐσκόπισεν καλὰ τὸ πῶς νὰ ἔχῃ διάξει,
τὸ τίνος πρῶτα ν’ ἀπελθῇ διὰ νὰ τοῦ ἔχῃ βοηθήσει,
τοῦ πρίγκιπος, ποῦ εὑρίσκετον ἀφέντης του γὰρ λίζιος
καὶ συγγενὴς του σαρκικὸς - θεῖος του γὰρ ὑπῆρχε -
κἄν τοῦ Μεγάλου τοῦ Κυροῦ, τοῦ γυναικαδελφοῦ του.
[§]Κι ὅσον ἐκατεσκόπισεν, εἰς ἐκλογὴν ἀπῆρεν
ἐκεῖνο τὸ χειρότερον, τὸ οὐκ ἦτον τῆς τιμῆς του.
Εἶπεν ὅτι καλλίον ἔχει νὰ ἀχάσῃ τὴν τιμήν του,
παρὰ νὰ λείψῃ ἐκεινοῦ τοῦ γυναικαδελφοῦ του.
Ἐτοῦτο δὲ ἐσκόπισεν στὸν λογισμόν του ἐτότε·
ὅτι, ἂν λείψῃ τοῦ πρίγκιπος - διατὸ ἦτον τάχα θεῖος του -
νὰ ἔχῃ τὴν συμπάθειον του, λαφρὰ νὰ τὸ ἀπεράσῃ.
Ἐν τούτῳ ἐβιάστη δυνατὰ φουσσᾶτα νὰ σωρέψῃ,
κι ἀκούστηκεν καταπαντοῦ καὶ ὅλοι τὸ ἐθαυμάζαν.
[§]Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἤκουσεν μεγάλως γὰρ τὸ ἐχάρη
θαρρῶντα καὶ ἐλπίζοντα νὰ ἔλθῃ ἐκεῖ μετ’ αὗτον.
Ἐκεῖνος γὰρ ἐβιάστηκε νὰ ὑπάγῃ στὸν Μέγαν Κύρην
κι ἀπῆρεν τὸ φουσσᾶτο του κ’ ἐδιέβη εἰς τὴν Θήβαν·
τὸν Μέγαν Κύρην ηὕρηκε φουσσᾶτα νὰ σωρεύῃ.
Κι ὡσὰν τὸν εἶδε ὅτι ἦλθε ἐκεῖ ἐκεῖνος ὁ γαβρός του,
ἐφάνη τοῦ ὅτι ἐκέρδισε τὸ ἥμισον τοῦ κόσμου·
χαρὰν μεγάλη ἐποίκασιν· ὕστερο ἐμετανόησαν.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
[§]Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς ἤκουσεν τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον
τοῦ ἀνεψίου του τοῦ κακοῦ, τοῦ ἀφέντου τῆς Καρυταίνου,
πολλὰ τοῦ ἐφάνη βαρετόν, ἐθλίβη το μεγάλως·
τὸ πρῶτον διὰ τὴν ἀκοὴν ὅπου εἶχεν εἰς τὸν κόσμον,
ὅτι ἦτον καλλιώτερος εἰς ὅλους τοὺς στρατιῶτες,
ὅπου ἦσαν εἰς τὴν Ρωμανίαν τοὺς χρόνους γὰρ ἐκείνους,
καὶ πάλε, διατὸ ἐμέτεχεν καὶ ἦτον ἀνεψίος του
κι ἀπίστησεν τὸν ἀφέντη του κ’ ἐδιάβη στὸν ἐχτρόν του.
[§]Ὅμως, ὡς ἦτον φρόνιμος, ἐπαρηγορήθη μόνος
κι ὤρθωσεν τὰ φουσσᾶτα του, στὴν Κόρινθον ἀπῆλθεν·
μὲ δύναμιν ἀπέρασε τὴν σκάλαν τῶν Μεγάρων,
μὲ πόλεμον ἐκέρδισεν ἐκείνην τὴν κλεισοῦραν.
[§]Ὁ Μέγας Κύρης τὸ ἔμαθεν κ’ ἐθλίβη το μεγάλως,
διατὶ ἔμαθε ὅτι ἐπέρασεν ὁ πρίγκιπας τὴν σκάλαν
κ’ ἐσέβην εἰς τὸν τόπον του κ’ ὑπάει γυρεύοντά τον.
Ἀπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του κ’ ἦλθεν εἰς ἀπαντὴν του,
ἐκεῖ ἐσυναπαντήθησαν εἰς τοῦ Καρύδη τὸ ὄρος.
[§]Μὲ πόλεμον ἀρχάσασιν εἰς τὸ βουνὶν ἀπάνω·
ὡς ἔνι γὰρ ὁ Θεὸς κριτὴς καὶ κρένει εἰς τὸ δίκαιον,
ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΥΡΗ ΑΘΗΝΩΝ ΠΑΡΑ ΤΟ ΚΑΡΥΔΙ
ἔδωκεν τοῦ πρίγκιπος, τὸν πόλεμο ἐκερδίσεν.
Ἐκεῖ ἐσκοτώθη εἰς πόλεμον ὁ ἕνας φλαμουριάρης
μισὶρ Γγιπὲρ τὸν ἔλεγαν, ντὲ Κὸρ εἶχεν τὸ ἐπίκλην,
ὅστις εἶχεν τοῦ μισὶρ Ντζιὰν ντὲ Πασσαβᾶ θυγάτηρ
γυναῖκαν του εὐλογητικήν· καὶ μετὰ ἐκεῖνον ἀπῆρεν
εἰς ἄντρα εὐλογητικὸν τὸν μισὶρ Ντζὰ ἐκεῖνον
ντὲ Σαῖντ-Ὀμὲρ τὸν ἔλεγαν, οὕτως εἶχεν τὸ ἐπίκλην·
κ’ ἐποίκασιν ἀμφότεροι τὸ ἀντρόγυνον ἐκεῖνο
ἕναν υἱὸν ἐξαίρετον, τὸν θαυμαστὸν ἐκεῖνον
τὸν μισὶρ Νικόλαον ντὲ Σαῖντ-Ὀμὲρ ἀφέντη γὰρ τῆς Θήβας,
καὶ μέγαν πρωτοστράτορα τοῦ πριγκιπάτου Ἀχαΐας.
Ὡσαύτως ἐσκοτώθησαν στὸν πόλεμον ἐκεῖνον
σιργέντες καὶ καβαλλαροί, ἀριφνισμὸς οὐκ ἦτον.
[§]Ὁ Μέγας Κύρης ἔφυγεν ἐδιάβη εἰς τὴν Θήβαν
μὲ ὅσους τοῦ ἀκολούθησαν κ’ ἐδιάβησαν μ’ ἐκεῖνον·
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἐκεῖ μὲ αὐτὸν ἐδιάβη.
Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος
τὸν Μέγαν Κύρη εἰς πόλεμον ποῦ ἐγίνη στοῦ Καρύδη,
ὁ Μέγας Κύρης ἔφυγεν ἐσέβην εἰς τὴν Θήβαν·
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἦτον ἐκεῖ μετ’ αὖτον,
ὁ μισὶρ Νικόλας ντὲ Σαῖντ-Ὀμὲρ μετὰ τοὺς ἀδελφούς του,
τὸν μισὶρ Ντζία ντὲ Σαῖντ-Ὀμὲρ καὶ μὲ τὸν μισὲρ Ὄτον,
ὡσαύτως και οἱ τρεῖς ἀδελφοὶ ὅπου εἶχε ὁ Μέγας Κύρης
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐπαινετοὶ στρατιῶτες, καβαλλάροι,
ὁ κατὰ εἷς ἐβάσταινεν φλάμουρον ἐδικόν του·
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
ὁ ἀφέντης γὰρ τοῦ Σάλωνος μισὶρ Τομᾶς ἐκεῖνος,
οἱ τρεῖς ἀφέντες τοῦ Εὔριπου κ’ ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης,
αὐτοὶ ἐβαστοῦσαν φλάμουρα, οἱ δ’ ἄλλοι οἱ καβαλλάροι,
ὅπου ἦσαν εἰς τὸν πόλεμον μετὰ τὸν Μέγαν Κύρην,
οὐδὲν τοὺς γράφω, γὰρ ἐδῶ διὰ τὴν πολυγραφίαν.
[§]Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν,
τὸ ἰδεῖ τὸ πῶς ἐκέρδισε τὸν πόλεμον ἐκεῖνον
ἐδιώχνοντα καὶ σφάζοντα ἐτότε τοὺς ἐχτρούς του,
στὴν Θήβαν τοὺς ἀπέσωσεν καὶ κατησφάλισέν τους.
ΥΠΟΤΑΣΣΕΙ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΚΥΡΗΝ ΑΘΗΝΩΝ
Ὥρισεν κ’ ἐνεντώσασιν τὸ γῦρον τὰ φουσσᾶτα·
τὲς χῶρες ἐκουρσεύασιν κ’ αἰχμαλωτίζανέ τες.
[§]Ἰδόντας γὰρ οἱ προεστοὶ ἐτότε τοῦ φουσσάτου,
ὅπου ἀγαποῦσαν κ’ εἴχασιν ἐκεῖ τοὺς συγγενούς τους,
τὸν Μέγαν Κύρην ἀλλὰ δὴ ὡσαύτως καὶ τοὺς ἄλλους,
ποῦ ἦσαν ἐκεῖσε μετ’ αὐτὸν κ’ ἐχάναν τὰ χωριά τους,
ὁ μητροπολίτης τῆς Θηβοῦ κι ἄλλοι τινὲς ἀπέκει
ἐβάλθηκαν εἰς μεσιτείαν ὅπως νὰ συμβιβάσουν
τὸν Μέγαν Κύρην ἀλλὰ δὴ κι ὅπου ἤσασιν μετ’ αὖτον,
καὶ τόσα ἐβιάστησαν πολλά, ἐσυμβιβάσανέ τους.
Ὁ Μέγας Κύρης ὤμοσεν τοῦ πρίγκιπος ἐτότε
νὰ πάψουσιν τὰ κούρση του κι ὁ ἐξαλειμὸς ἐκεῖνος·
κ’ ἐκεῖνος εἰς τὸν ὅρκον του στὴν Κόρινθον ν’ ἀπέλθῃ,
θέλει στὴν χώραν τοῦ Νικλίου νὰ τοῦ ἔχῃ ποιήσει ὁμάντζιον,
κ’ εἰς ὅσον γὰρ τοῦ ἔφταισεν καὶ ἔσφαλεν πρὸς αὖτον,
διὰ τὰ ἄρματα ποῦ ἐβάσταξεν στὸν πρίγκιπα ἀπάνω,
νὰ ποιήσῃ τὴν ἀνταμοιβὴν ὡς ἀπαιτεῖ τὸ δίκαιον.
Οἱ φλαμουριάροι ἐσέβησαν ἐτότε ἐγγυητᾶδες,
ὥσπερ γὰρ τὸν ἐγγυώθησαν τότε τὸν Μέγαν Κύρην,
νὰ ἔλθῃ στὸ Νίκλι εἰς τέρμενον ποῦ ἐστήσασιν ἐτότε.
[§]Κι ὅσον ἐκαταστήσασιν ἐτοῦτο ὅπου σὲ λέγω,
ἐμίσσεψεν ὁ πρίγκιπας καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Κόρινθον
κι ἀπέκει γὰρ ἐδιέβηκεν ὁλόρθα εἰς τὸ Νίκλι.
[§]Κι ὁ Μέγας Κύρης παρευτὺς ἐδιόρθωσεν κι ἀπῆρεν
μεν’ αὖτον τοὺς εὐγενικοὺς φλαμουριαρίους ὅπου εἶχε,
καὶ ὅλους τοὺς καβαλλαρίους ὅπου εἶχεν μετ’ ἐκεῖνον·
τιμητικὰ κ’ εὐγενικὰ ἀπῆλθεν γὰρ ἐτότε,
ὁλόρθα ἐδιάβηκεν ἐκεῖ στὴν χώραν τοῦ Ἀμυκλίου,
ὅπου τὸν ἀνάμενε ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
[§]Κι ὅσον ἀπέσωσεν ἐκεῖ στὸ Νίκλι ὁ Μέγας Κύρης
κι ἑνώθη μὲ τοὺς ἄρχοντες ὅλους τοῦ πριγκιπάτου,
ὁμοῦ μὲ αὐτὸν ἐδιάβησαν στὸν πρίγκιπαν ἐνταῦτα.
Στὰ γόνατά του ἔπεσαν, ὅλοι παρακαλοῦν τον
νὰ συμπαθήσῃ τὸ ἔποικεν ἐτότε ὁ Μέγας Κύρης,
διατὶ ἐβάσταξε ἄρματα εἰς πόλεμον μετ’ αὗτον.
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς εὐγενικὸς καὶ φρόνιμος ὅπου ἦτον,
κουρτέσικα ἐσυμπάθησεν τότε τὸν Μέγαν Κύρην·
κ’ ἐνταῦτα γὰρ τοῦ ἔποικεν τὸ ὁμάντζιον ποῦ ἐχρεώστει,
στὸ στόμα τὸν ἐφίλησεν κ’ ἐποιήσασιν ἀγάπην.
Μετὰ ταῦτα γὰρ τὸν ὥρισεν ἐνώπιον τῶν κεφαλάδων
ὅτι διὰ τὴν ἀνταμοιβὴν τοῦ φταίσματος ποῦ ἐποῖκεν
ἐβάσταξεν τὰ ἄρματα εἰς πόλεμον κατ’ αὖτου,
νὰ ἀπέλθῃ στὸν ρῆγαν τῆς Φραγκίας κ’ ἐκεῖνος νὰ τὸν κρίνῃ.
Κι ὁ Μέγας Κύρης παρευτὺς ὑπόσχεσιν τοῦ ἐποῖκεν
ὡς τὸ ὥρισεν ὁ πρίγκιπας, νὰ τὸ ἐκπληρώσῃ ἐκεῖνος.
[§]Κι’ ἀφότου ἐκαταστήσασιν ἐτοῦτα ὅπου σὲ λέγω,
οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ ἅπαντες ὁμοίως, κι ὁ Μέγας Κύρης,
ἐπῆραν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἀφέντην τῆς Καρυταίνου
μὲ τὸ καπίστρι εἰς τὸν λαιμόν, στὸν πρίγκιπα ἀπῆλθαν.
Γονατιστὰ δεόμενοι ὅλοι παρακαλοῦν τον
ἐλεημοσύνη νὰ γενῇ νὰ τοῦ ἔχῃ συμπαθήσει.
[§]Κι ὁ πρίγκιπας οὐκ ἤθελεν, πολλὰ τοὺς ἀντιστάθη,
διατὶ τοὺς ἔδειχνε ἀφορμήν, ὡς ἦτον γὰρ καὶ ἡ ἀλήθεια,
τὸ σφάλμα ὅπου ἔποικεν κ’ ἐμίσσεψεν κ’ ἐδιάβη
εἰς τὸν ἐχτρόν του, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τὸν Μέγαν Κύρην,
κ’ ἐκεῖνον ἐλευτέρωσεν, τὸν φυσικὸν του ἀφέντην.
Ὅμως τόσον ἐβιάστησαν κ’ ἐπαρακάλεσάν τον
ΔΕΧΕΤΑΙ ΩΣ ΥΠΟΤΕΛΗ ΤΟΝ Μ. ΚΥΡΗ ΕΙΣ ΝΙΚΛΗ
οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ ἄρχοντες, ὅλοι οἱ κεφαλᾶδες,
ὅτι ἤφεραν τὸν πρίγκιπα κ’ ἦλθεν ’ς ἐλεημοσύνην
τοῦ ἀφέντη τῆς Καρύταινας ἐκείνου τοῦ ἀνεψίου του.
Ἐνταῦτα τὸν ἐσυμπάθησεν μ’ ἐτοῦτον γὰρ τὸν τρόπον·
τὸν τόπον του τοῦ ἔστρεψεν νὰ τὸν κρατῇ ἀπὸ τότε
εἰς τοῦ κορμίου του μοναχά, κληρονομίαν ἂν ποιήσῃ,
εἰς νέον δόμα τοῦ τὸν ἔδωκεν νὰ τὸν κρατῇ ἀπὸ τότε.
[§]Ἀφότου γὰρ ἐγίνησαν συμβίβασες ἐκεῖνες,
χαρὰν μεγάλην ἔποικαν οἱ νέοι καβαλλάροι·
ντζοῦστρες, κοντάρια ἐτσάκισαν, χαρὲς μεγάλες εἶχαν·
[§]Κι ὅσον ἐχάρησαν καλά, ἐμίσσεψαν ἀπέκει·
ὁ Μέγας Κύρης ἐζήτησεν κ’ οἱ ἀφέντες τοῦ Εὐρίπου
ἀπολογίαν τοῦ πρίγκιπος κ’ ἐδιάβησαν ἐκεῖθεν.
Καὶ διατὸ ἔρχετο ὁ καιρὸς ἐτότε τοῦ χειμῶνος,
ὁ Μέγας Κύρης ἔμεινεν τοῦ νὰ ἔχῃ ἐξεχειμάσει,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
[§]Κι ὡς ἦλθεν γὰρ ὁ νέος καιρὸς ἀπὸ τὸν μάρτιον μῆναν,
κάτεργα δύο ἀρμάτωσεν κ’ ἐσέβηκεν εἰς αὖτα
εἰς τὸ Βροντῆσι ἐδιάβηκεν κ’ ἐπέζεψεν ἐκεῖσε.
Ἄλογα ἀγόρασεν τοῦ δάου κ’ ἐβάλθη εἰς τὴν στράταν
καὶ τόσα ὡδήγεψεν καλὰ εἰς τὸ Παρὶς ἐσῶσεν·
τὸν ρῆγαν ηὕρηκεν ἐκεῖ, ἑορτὴν μεγάλην εἶχε,
τὴν λέγουσιν Πεντηκοστὴν ὁ ρῆγας ἑωρτιάζεν.
[§]Δουλωτικὰ τὸν προσκυνᾷ τὸν ρῆγα ὁ Μέγας Κύρης,
κ’ ἐκεῖνος τὸν ἐδέξατο μετὰ τιμῆς μεγάλης,
διατὶ ἔμαθεν ὅτι ἔρχετον ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν.
Ὁ πρίγκιπας ἀπόστελνε μ’ ἕναν του καβαλλάρην
ἐγράφως τὴν ὑπόθεσιν, τὴν ἔποικε ὁ Μέγας Κύρης.
Τὸν ρῆγαν ἐπροσκύνησεν κεῖνος ὁ καβαλλάρης
καὶ τὸ πιττάκιν τοῦ ἔδωκεν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμο.
Κι ὁ ρῆγας γὰρ τὸ ἐδέξετον, ὥρισε κι ἀναγνώστην·
κι ἀφότου ἐγνώρισεν καλὰ ὁ ρῆγας γὰρ τὴν πρᾶξιν,
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΚΥΡΗ ΝΑ ΜΕΤΑΒΗ ΕΙΣ ΠΑΡΙΣΙΟΥΣ
ὅπου ἔποικεν τοῦ πρίγκιπος ἐτότε ὁ Μέγας Κύρης.
[§]Ὁ ρῆγας γάρ, ὡς φρόνιμος, ἐγνώρισεν ἐνταῦτα
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως διὰ τὴν τιμὴν τοῦ κόσμου,
τὸν Μέγαν Κύρη ἀπέστειλεν ἐκεῖσε γὰρ εἰς αὖτον.
Διὰ τοῦτο ἐνταῦτα ὥρισεν κ’ ἦλθαν οἱ κεφαλᾶδες,
ὅπου ἦσαν τότε στὸ Παρὶς στὴν ἑορτὴν ἐκείνην.
[§]Ὁλῶν βουλὴν ἐζήτησεν νὰ τὸν ἔχουν συμβουλέψει.
Πολλὰ ἐσυντύχασιν λεπτῶς τὸ φταίσιμον ποῦ ἐποῖκε
ὁ Μέγας Κύρης, σὲ λαλῶ, τοῦ πρίγκιπος Γυλιάμου.
[§]Κι ὅσον ἐλάλησαν πολλὰ κ’ ηὕρασιν τὴν ἀλήθειαν,
τὸν Μέγαν Κύρην ἔκραξεν, ὁμοίως τὸν καβαλλάρην,
ἀπόκρισιν τοὺς ἔδωκεν ἀμφοτέρων τῶν δύο.
Ἐκ στόματος τοὺς τὸ εἴπασιν κ’ ἐγράφως τοὺς τὰ ἐδῶκαν,
κι ὁ Μέγας Κύρης ἔστεκεν κι ἀφκράζετον τὰ λόγια.
Ἕνας μπαροῦς ἐβάσταξε τοὺς λόγους γὰρ τῆς κούρτης,
τὸν καβαλλάρην ἔκραξε καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον·
«Ἄκουσον, φίλε μου κι ἀδελφέ, κατάλαβε τοὺς λόγους
τὸ τί σὲ ἀποκρένεται ἡ κούρτη τῆς Φραγκίας.
Εἰ μὲν ἦτον ποιήσοντα ἐδῶ ὁ Μέγας Κύρης
τὸ ὁμάντζιον τοῦ ἀφέντη του, τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμο,
καὶ μετὰ τοῦτο ἐβάσταξεν ἄρματα πρὸς ἐκεῖνον
κ’ εἰς κάμπον ἐπολέμησεν εἰς πρόσωπον μετ’ αὖτον,
ὁ νόμος γὰρ ὁρίζει το κ’ ἡ κρίσις ἀπαιτεῖ το
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
νὰ ἦτον ἀκληρονόμητος ἐκεῖνος κ’ ἡ γενεά του
ἀπὸ ὅσον τόπον κι ἀφεντίαν ἐκράτει ἀπὸ ἐκεῖνον.
Ὡς δὲ τὸ λέγει τὸ ἔγραφον, ὅπου ἤφερες ἐνταῦτα
καὶ εἶπες μας κ’ ἐκ στόματος εἰς τὸ ἐμφανὲς τῆς κούρτης,
ὅτι ποτὲ οὐκ ἔποικεν ὁμάντζιο ὁ Μέγας Κύρης
τοῦ ἀφέντη σου τοῦ πρίγκιπος ἐκείνου τοῦ Μορέως,
οὐδὲν φέρνει τὸ φταίσιμον εἰς ἀκληρίαν τὸ πρᾶγμα.
[§]Ὅμως διατὸ ἔξευρεν κ’ ἐγνώριζεν ἀτός του ὁ Μέγας Κύρης,
καθὼς εἶχε τὸν ὁρισμὸν κ’ τὸν πρώην αὐτοῦ ἀφέντην,
τὸν ρῆγαν τοῦ Σαλονικίου, νὰ τοῦ ποιήσῃ ὁμάντζιο,
οὐδὲν ἐτύχαινεν ποσῶς ἄρματα νὰ βαστάξῃ,
ἀλλὰ οὔτε μάχην νὰ μαχιστῇ μὲ τὸν ἀφέντη ἐκεῖνον.
Λοιπὸν ἀφότου ἀπέστειλεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος
τὸν Μέγαν Κύρην κ’ ἦλθε ἐδῶ στοῦ ἀφέντη μας τὴν κούρτην,
ἦλθεν ἀτός του πρόθυμα ἀνταμοιβὴν νὰ ποιήσῃ,
κ’ ἦλθεν μὲ ἔξοδον πολλήν, μὲ κόπον καὶ μὲ μόχθον,
καὶ τὸ ταξεῖδι του, μακρέα, ὡς ἔνι γὰρ κ’ ἡ ἀλήθεια,
τοῦ νὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν ἐδῶ εἰς τὴν Φραγκίαν·
καὶ πάλε γὰρ διὰ τιμὴν τέτοιου μεγάλου ἀφέντη,
ὡς ἔνι ὁ ἀφέντης μας ἐδῶ ὁ ρῆγας τῆς Φραγκίας,
ἁρμόζει ἡ ἀνταμοιβὴ κι ἂς ἔν’ συμπαθημένος».
[§]Κι ὅσον ἐπλήρωσε ὁ μπαροῦς ἐτοῦτο ὅπου σᾶς γράφω,
ὁ Μέγας Κύρης στήκοντα ἐνώπιον γὰρ τῆς κούρτης,
τὸ καπεροῦνι του ἔβγαλεν καὶ φρόνιμα ἀπεκρίθη,
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΚΥΡΗ ΝΑ ΜΕΤΑΒΗ ΕΙΣ ΠΑΡΙΣΙΟΥΣ
τὸν ρῆγαν εὐχαρίστησεν καὶ μετ’ αὐτοῦ τὴν κούρτην.
Καὶ μετὰ ταῦτα δεόμενος τὸν ρῆγαν ἐπαρεκάλει
νὰ γράψῃ πρὸς τὸν πρίγκιπα τὴν τήρησιν τῆς κούρτης,
τὴν κρίσιν ὅπου ἔποικαν καὶ τὴν ἀπόφασίν της.
Κι ὁ ρῆγας ὡς εὐγενικός, ὥρισεν κ’ ἔποικάν το.
[§]Κι ἀφότου ἐποῖκαν τὰ χαρτία κ’ ἐγένετον τὸ τέλος,
ἀτός του ὁ ρῆγας ἔκραξε τότε τὸν Μέγαν Κύρην
καὶ λέγει οὕτως πρὸς αὐτὸν μετὰ γλυκείας τῆς γνώμης·
«Ἐσὺ ἦλθες ἐκ τὸν τόπον σου ἐδῶ ἐκ τὴν Ρωμανίαν
μὲ κόπον γὰρ καὶ μὲ ἔξοδον ἐδῶ εἰς τὴν βασιλείαν μου,
κι οὐκ ἤθελε εἶσται εὔπρεπον νὰ ἐστράφης ἐξοπίσω
χωρὶς νὰ λάβῃς ἀπ’ ἐμὲ ἀνταμοιβὴν καὶ χάριν.
Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσέν, ἀπόκοτα μὲ ζήτα·
εἴ τι σὲ φαίνεται ἀπ’ ἐμοῦ νὰ σὲ τὸ εὐεργετήσω».
[§]Ἀκούσων ταῦτα ὁ φρόνιμος ἐκεῖνος ὁ Μέγας Κύρης,
τὸν ρῆγαν ἐπροσκύνησεν καὶ μυριοευχαριστᾷ τον·
ἐσκόπησε μικρούτσικον κ’ ἐνταῦτα ἀπεκρίθη·
«Εὐχαριστῶ τὸ στέμμα σου, τὴν βασιλειάν σου, ἀφέντη,
ὅταν ἔχεις τὴν ὄρεξιν τοῦ νὰ μ’ εὐεργετήσῃς.
Ἐν τούτῳ λέγω, ἀφέντη μου, τοῦ κράτου σου τοῦ ἁγίου,
ὅτι ἡ ἀφεντία τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου ἔχω καὶ κρατῶ την,
εἴ τις τὴν εἶχεν ἔκπαλαι, Δοῦκαν τὸν ὠνομάζαν·
κι ἂν ἔνι ἀπὸ τοῦ λόγου σου κι ἀπὸ τοῦ ὁρισμοῦ σου,
ἀπάρτι γὰρ καὶ ἔμπροστεν Δοῦκαν νὰ μὲ ὀνομάζουν».
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ ἀποδέχτη·
ὥρισεν κ’ ἐθρονιάσαν τον εἰς τὸ παλάτι ἀπέσω.
[§]Ἐν τούτῳ θέλω ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ πάψω καὶ νὰ λέγω
περὶ τοῦ ρήγα τῆς Φραγκίας, τῆς Ἀθηνοῦ τοῦ Δούκα,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ καὶ νὰ σὲ καταλέξω
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος,
ἐπιάστη στὴν Πελαγονίαν ἐκεῖνος κι ὁ λαός του.
[§]Καθὼς ἀκούσετε ἐδῶ ὀπίσω στὸ βιβλίον μου
τὸ πῶς ἐσυμβιβάστηκεν Δεσπότης ὁ Κουτρούλης
μετὰ τὸν πρίγκιπα Μορέως ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον,
τὴν ἀδελφήν του ἔδωκεν ὁμόζυγον γυναῖκαν.
Ἀπ’ αὔτην τὴν συμπεθερίαν ἐπλήθυνε ἡ ἀγάπη
ἀνάμεσον τοῦ πρίγκιπος κ’ ἐκεινοῦ τοῦ Δεσπότου·
οὕτως γὰρ ἠγαπούντησαν ἐκεῖνοι κι ὁ λαός τους,
ὥσπερ νὰ ἦσαν ἑνομοῦ ὅλοι ἀπὸ μίαν μητέρα.
[§]Λοιπὸν ὡσὰν ἐπλήθυνεν τοῦ βασιλέως ἡ μάχη
ὅπου ἀγωνειέτον πάντοτε κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας,
ἐκεῖνος ὁ Σεβαστοκράτορας τότε πρὸς τὸν Δεσπότην,
ὁ Δεσπότης γὰρ ἐσκόπησε τὸν βασιλέα νὰ βλάψῃ.
Ὁρίζει, γράφουν γράμματα, μαντατοφόρους στέλνει
ἐκεῖσε γὰρ εἰς τὸν Μορέαν στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
ὅπως νὰ γένῃ ἕνωσις, νὰ ἐσμίξουσιν οἱ δύο,
βουλὴν νὰ ἐπάρουν ἑνομοῦ διὰ ὑπόθεσιν μεγάλην
νὰ βλάψουσιν τὸν βασιλέα καὶ νὰ τὸν ἔχουν ζημιώσει.
ΣΥΜΜΑΧΕΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
[§]Κι ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη,
ἐπῆρεν τοὺς καβαλλαρίους καὶ τοὺς φλαμουραρίους του.
[§]Ὁλόρθα ἐκεῖσε ἐδιάβηκεν εἰς τὴν παλαίαν τὴν Πάτραν·
στὸν Ἔπακτον ἀπέσωσεν ἐτότε ὁ Δεσπότης,
ἀπὸ τὸ Δράπανο περνᾷ καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Πάτραν,
ἐνώθη μὲ τὸν πρίγκιπα ἐκεῖνον τὸν γαβρόν του.
Χαρὰν μεγάλην ἔποικαν ἐκεῖνοι κι ὁ λαός τους·
κι ὅσον ἐπεριχάρησαν καλὰ στὴν ὄρεξίν τους,
ἐκάθισαν ἀμφότεροι μετὰ τοὺς κεφαλᾶδες
κι’ ὅλους τοὺς φρονιμώτερους ὅπου εἴχασι μετ’ αὔτους.
[§]Ἐνταῦτα ἄρχασεν λαλεῖ ἐκεῖνος ὁ Δεσπότης,
νὰ λέγῃ παραπόνεσες ἐκ τὲς ζημίες ὅπου εἶχεν
ἐκ τὸν Σεβαστοκράτορα, τὸν ἀδελφόν του ἐκεῖνον.
Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσεν τὲς παραπόνεσές του,
ὅλοι οἱ φρονιμώτατοι ἀπὸ τὸ Δεσποτᾶτο
βουλὴν ἐδῶκαν δολερὴν, ὕστερα ἐμετενοῆσαν,
ὅπως νὰ φουσσατέψουσιν οἱ δύο αὐταδέλφοι ἐκεῖνοι,
ὁ Δεσπότης μὲ τὸν Πρίγκιπαν μὲ ὅσα φουσσᾶτα ἔχουν,
καὶ ν’ ἀπεράσουν τὴν Βλαχίαν στὴν Ρωμανίαν νὰ σέβουν,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
νὰ δράμουν καὶ κουρσέψουσιν ὅλην τὴν Ρωμανίαν·
κι ἂν εὕρουν εἰς συναπαντὴν τοῦ βασιλέως φουσσᾶτα,
ἀτός του ὁ Σεβαστοκράτορας νὰ τοῦ συναπαντήσῃ,
’ς κάμπον νὰ πολεμήσουσιν, τοὺς θέλουν γὰρ νικήσει.
[§]Κι ἀφότου ἀπῆραν τὴν βουλήν, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
ὁ Δεσπότης ὀπίσω ἐστράφηκεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἄρταν·
καταπαντοῦθε ἀπέστειλεν φουσσᾶτα νὰ σωρέψῃ.
[§]Κι ὁ πρίγκιπας ἐστράφηκεν στὴν χώραν Ἀνδραβίδας·
καταπαντοῦθε ἀπέστειλε νὰ οἰκονομοῦνται πάντες,
μικροί, μεγάλοι μὲ ἄρματα, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι·
εἰς ἄνοιξιν γὰρ τοῦ καιροῦ διαβόντα τοῦ χειμῶνος
ἀφῶν πασχάσουσιν ὁμοῦ εἰς τὸν ἀπρίλιον μῆναν,
ὅλοι ν’ ἀπέρχωνται ὀρθὰ ἐκεῖ στῆν Ἀνδραβίδα
διὰ ν’ ἀπεράσουν, ν’ ἀπελθοῦν στὰ μέρη Ρωμανίας.
Ὁ Δεσπότης γὰρ καὶ ὁ Πρίγκιπας ἐρρίξασι τὴν ρόγαν·
φουσσᾶτα ἐρρογέψασι ὅσα ἠμποροῦσαν νὰ ἔχουν.
[§]Ἐν τούτῳ ἀφήνω, τὰ λαλῶ κι ἄλλα νὰ καταπιάσω,
νὰ σᾶς εἰπῶ κι ἀφηγηθῶ περὶ τοῦ βασιλέως.
Καθὼς ἐγίνη ἡ ἕνωσις, ὅπου σᾶς ἀφηγήθην,
ὅπου ἔποικεν ὁ πρίγκιπας κ’ ἐκεῖνος ὁ Δεσπότης
ἐκεῖ στὴν Πάτραν ποῦ ἔσμιξαν κι ἀπῆραν τὴν βουλήν τους
διὰ ν’ ἀπεράσωσιν ὁμοῦ στοῦ βασιλέως τὸν τόπον,
νὰ μαχιστοῦν τὸν βασιλέα, τὸν τόπον του κουρσέψουν,
ΣΥΜΜΑΧΕΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
νὰ ἐπάρουσιν καὶ τὴν Βλαχίαν τοῦ Σεβαστοκρατόρου·
[§]Ἀκούσων ὁ Σεβαστοκράτορας ἐτοῦτα τὰ
μαντᾶτα,
τὰ κάστρη του ἐσωτάρχισε κι ἀφίρωσέν τα σφόδρα
ἀπὸ λαὸν κι ἀπὸ τροφῆς, νὰ ζοῦν νὰ τὰ φυλάττουν·
καὶ τὸ κοινὸν γὰρ τοῦ λαοῦ ὅπου ἦτον στὰ χωρία
ὥρισεν κ’ ἐδιόρθωσε νὰ σέβουν εἰς τὰ κάστρη,
ὅσοι χωροῦνται νὰ σεβοῦν κι ἄρματα νὰ βασταίνουν,
κ’ οἱ ἕτεροι ν’ ἀπέρχωνται ἀπάνω εἰς τὰ βουνία
μὲ τὰ ζῶα ὅπου εἴχασιν νὰ φυλαχτοῦν ἐκεῖσε.
[§]Εἶχεν γὰρ ὁ κὺρ Θεόδωρος, ἐκεῖνος ποῦ σὲ λέγω,
υἱοὺς τρεῖς καὶ ἐξαίρετους ὅπου ἄρματα ἐβαστοῦσαν·
ὁ πρῶτος ἄκω Κομνηνὸς κι’ ὁ δεύτερος ὁ Δοῦκας
κι ὁ τρίτος ἄκω Ἄγγελος, οὕτως τὸν ὠνομάζαν.
Τὸν πρῶτον γὰρ τὸν Κομνηνὸν ἐδιόρθωσε νὰ ἔνι
ἀφέντης γὰρ καὶ κύβερνος στὸν τόπον τῆς Βλαχίας,
καὶ ὥρισεν κι ὠμόσαν του, μικροί τε καὶ μεγάλοι.
[§]Καὶ ὅσον ἐκατόρθωσεν, τὰ εἶχεν νὰ διορθώσῃ,
ἀπῆρεν ὅσους ἤθελεν νὰ ἀπέλθουσι μετ’ αὖτον
κ’ ἐδιέβη εἰς τὸν βασιλέα ὅπου ἦτον εἰς τὴν Πόλιν·
λεπτῶς τοῦ ἀφηγήθηκεν τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον
τὸ πῶς οἰκονομούντησαν μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχαν.
Ὁ πρίγκιπας γὰρ τοῦ Μορέως μὲ τὸν Δεσπότην Ἄρτας
πάντα ρογεύγουν, βιάζονται φουσσᾶτα νὰ μαζώξουν
τοῦ νὰ ἔλθουν εἰς τὸν νέον καιρὸν στὴν Ρωμανίαν νὰ σέβουν
«Βούλονται γάρ, ὡς λέγουσιν, τὴν βασιλείαν σου ἐπάρει,
κ’ ἐσέναν νὰ ἀκληρήσουσιν κ’ ἐμᾶς τοὺς ἐδικούς σου».
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
[§]Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλεὺς ὁ γέρων κὺρ Μιχάλης,
ὡς ἦτον γὰρ εἰς φρόνεσιν κ’ εἰς τὴν ἀνδρείαν μεγάλος,
πάλι ἐφοβήθη, τὸ ἄκουσε, ἐδειλίασε εἰς σφόδρα·
τὸν πρίγκιπα ἐδειλίασεν δια τὸ εἶχεν γὰρ τοὺς Φράγκους.
Ὥρισεν γὰρ κ’ ἐκράξασι τοὺς κεφαλᾶδες ὅλους
τοὺς φρόνιμους κ’ εὐγενικοὺς ποῦ ἦσαν τῆς βασιλείας του.
Ἄρχισε νὰ λέῃ πρὸς αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀφηγᾶται,
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως μὲ τὸν Δεσπότη Ἑλλάδος
ἐφουσσατέψαν κ’ ἔρχονταν ὁλόρθα εἰς τὴν Ρωμανίαν.
«Ἐν τούτῳ θέλω καὶ ζητῶ ὅλοι βουλὴν νὰ δῶτε
ἐνταῦτα τί νὰ ποιήσωμεν καὶ πῶς νὰ ἔχωμεν πράξει».
Πολλὰ ἦσαν γὰρ τὰ λόγια τους ὅπου εἶπαν κ’ ἐλαλῆσαν,
στὸ τέλος γὰρ ἰσιάστησαν καὶ μίαν βουλὴν ἐδῶκαν.
[§]Ὁ πρῶτος ὅπου ἐλάλησεν κ’ εἶπεν τοῦ βασιλέως
ἦτον ὁ Σεβαστοκράτορας, κὺρ Θεόδωρος ἐκεῖνος·
καὶ εἶπεν πρὸς τὸν βασιλέα καὶ πρὸς τοὺς κεφαλᾶδες·
«Δέσποτα, ἅγιε βασιλέα, τοῦ κράτου σου τὸ ἔλεος,
ὅτι ἂν παντέχῃς μοναχὰ μὲ τὸν λαὸν ὅπου ἔχεις,
τὸν τόπον γὰρ τῆς Ρωμανίας νὰ τὸν ἔχῃς φυλάξει,
πληροφορῶ τὸ κράτος σου, ἀπεργωμένος εἶσαι,
τὴν βασιλείαν σου ἀχάνεις την κ’ ἐμᾶς ἀκλήρησές μας.
Ὅρισον γὰρ νὰ ἀνοίξουσιν τὸν θησαυρὸν ὅπου ἔχεις
καὶ ρίξε τὸ λογάρι σου καὶ ρόγεψε Ἀλαμάννους·
στεῖλε εἰς τὸν ρῆγαν τῆς Οὐγγρίας λαὸν νὰ σὲ βοηθήσῃ,
ὁμοίως στὸν ρῆγαν τῆς Σερβίας, ὅπου ἔνι γείτονάς σου,
νὰ ἔλθῃ ἀτός του ἂν ἠμπορῇ, ἢ τὸν λαόν του στείλῃ·
ἀπόστειλον ’ς Ἀνατολὴν νὰ ἐλθοῦσιν τὰ φουσσᾶτα
ὅπου εἶναι γὰρ παιδευτικοὶ εἰς μάχην μὲ τοὺς Τούρκους.
Κι ἀφῶν ἔλθουσιν γὰρ αὐτοὶ ὅπου εἶπα κι ὀνομάζω,
ἐλπίζω πρῶτα εἰς τὸν Θεὸν κι ἀπαύτου στὴν εὐχήν σου,
τὸν τόπον σου φυλάξωμεν ἀπὸ τοὺς ἀντιδίκους
κ’ ἐκείνους γὰρ νὰ βλάψωμεν ὅπου μᾶς φοβερίζουν».
[§]Ἀκούσων γὰρ ὁ βασιλεὺς ὁ γέρων κὺρ Μιχάλης
τὸν λόγον γὰρ καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Σεβαστοκρατόρου,
πολλὰ τὸν εὐχαρίστησεν κ’ ἐπαίνεσεν εἰς σφόδρα,
ἐπεὶν τοῦ ἐφάνηκεν καλὸν εἰς τὸν ἐτέτοιον τρόπον
ὁ τόπος του νὰ φυλαχτῇ καὶ τοὺς ἐχτρούς του βλάψῃ.
Ἐν τούτῳ ὁρίζει γράφουσιν εἰς ὅλους γὰρ τοὺς τόπους,
ὅπου εἶπεν κ’ ἐσυμβούλεψεν κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας.
[§]Μαντατοφόροι ἀπήλθασιν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀλαμάννιαν·
τριακόσιους γὰρ ἐρρόγεψαν ὅλους καβαλλαρίους
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΙ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοί, ὅλοι ἀποδιαλεμένοι.
Ἐκ τὴν Οὐγγαρίαν ἤλθασιν χίλιοι πεντακόσιοι,
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοὶ δοξιῶτες στὰ ἄλογά τους.
Ὁ Κράλης γὰρ τοῦ ἀπέστειλεν, ὁ ρῆγας τῆς Σερβίας,
ἑξακοσίους εἰς τὰ ἄλογα, ὅλους καλοὺς δοξιῶτες.
Ἐκεῖνοι τῆς Ἀνατολῆς ἀρίφνητοι τοῦ ἦλθαν
κ’ ἠφέρασιν καὶ μετ’ αὐτοὺς Τούρκους πεντακοσίους.
Κι ὅταν ἦλθεν ὁ νέος καιρὸς αὐτὸς ὁ μάρτιος μῆνας,
στὰ μέρη Ἀνδριανόπολης εἰς τοὺς πλατέους τοὺς κάμπους
ἐκεῖ ἐπερισωρέψασιν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα.
Κι ὁ βασιλεὺς, ὡς φρόνιμος, καὶ εἶχεν γὰρ τὴν ἔννοιαν,
ἀπόστειλεν καὶ ἤλθασιν Κουμάνοι δύο χιλιάδες,
δοξιῶτες εἰς τὰ ἄλογα πολλὰ ἐλαφροὶ τῆς μάχης.
[§]Κι ἀφότου ἐσυνάχτησαν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα,
κράζει τὸν κὺρ Θεόδωρον τὸν σεβαστοκράτοράν του
καὶ κεφαλὴν τὸν ἔποικεν εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα·
ὅλα του τὰ ἐπαρέδωκεν, τοὺς πάντας ἐπροφωνέθη
νὰ τὸν ἔχουν διὰ κεφαλήν, δίκαιον τοῦ βασιλέως,
τὸν ὁρισμόν του νὰ ἐκπληροῦν ὡσὰν γὰρ τοὺς ὁρίσῃ.
[§]Ἐν τούτῳ ἀφίνω γὰρ ἐδῶ, τὰ λέγω κι ἀφηγοῦμαι
καὶ στρέφομαι νὰ σᾶς εἰπῶ διὰ ἐκεῖνον τὸν Δεσπότην
καὶ διὰ τὸν πρίγκιπα Μορέως, ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον,
τὸ πῶς ἐποῖκαν κ’ ἔπραξαν στὴν μάχην ὅπου ἀρχάσαν.
[§]Ὅταν ἑπέρασε ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ὁ χειμῶνας
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
καὶ ἄρχασεν ὁ νέος καιρὸς ἀπὸ τὸν μάρτιον μῆναν,
ὅπου ἀρχινοῦν καὶ κηλαδοῦν, τὰ λέγουσιν ἀηδόνια,
καὶ χαίρονται, εὐτρεπίζονται τὰ πάντα γὰρ τοῦ κόσμου,
ὁ πρίγκιπας γὰρ τοῦ Μορέως, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος,
ὅστις ἦτον μακρύτερα παρὰ γὰρ τὸν Δεσπότην,
ἀπέστειλεν στὸν Εὔριπον κ’ εἰς ὅλα τὰ νησία,
καταπαντοῦθε ἐσώρεψεν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα.
Ἐπέρασε τὴν θάλασσαν τοῦ Πάκτου εἰς τὸν Πύργον.
[§]Ὁλόρθα ἐδιάβηκεν ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ Δεσπότης·
ἐκεῖ στὴν Ἄρτα ἑνώθησαν κ’ ἐσμίξαν τὰ φουσσᾶτα,
οὐδὲν ἀργήσασιν ποσῶς μόνον καὶ μίαν ἡμέραν·
τὴν δεύτερην ἐκίνησαν ’κ τὰ Γιάννινα ὑπαγαίνουν,
εἰς τὴν Βλαχίαν ἐσέβησαν κ’ ἐκεῖ ἐκοντοαναμεῖναν
ἕως οὗ νὰ ἔλθῃ ὁ λαὸς τοῦ Εὑρίπου, τῶν νησίων,
τῆς Θήβας καὶ τῶν Ἀθηνῶν κι ὁ ἀφέντης τῆς Σαλώνου,
Ἀπὸ τὴν Σιδερόπορταν ἐδιάβησαν ὁλόρθα
καὶ ηὕρασιν τὸν πρίγκιπα ἀπέσω εἰς τὴν Βλαχίαν·
στὸν κάμπον τοῦ Θαλασσινοῦ ἑνώθησαν ἀλλήλως.
[§]Κι ἀφότου ἑνώθησαν ὁμοῦ ὅλα γὰρ τὰ φουσσᾶτα,
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ ὅλοι οἱ μεγάλοι ἀφέντες
τὸ πῶς νὰ πράξουν νὰ ὑπάουν καὶ πόθεν νὰ ἀρχινήσουν.
Τινὲς ἀπ’ αὔτους εἴπασιν τὴν Πάτραν, τὸ Ζητοῦνι,
νὰ βάλουν τὰ φουσσᾶτα τους νὰ τὰ παρακαθίσουν,
τὰ κάστρη τὰ ἀχαμνότερα νὰ τὰ ἔχουν πολεμήσει.
ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΕΙ ΩΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ
Οἱ δὲ οἱ φρονιμώτεροι, παιδευτικοὶ τῆς μάχης
οὐδὲν ἐσυγκατέβησαν εἰς τὴν βουλὴν ἐκείνην·
ἐπεὶ ἂν ἐβάλθη ὁ λαὸς νὰ πολεμοῦν τὰ κάστρη,
οὐδὲν κατευοδώνονται τίποτε διαφορήσει.
«Τὸ κάλλιον καὶ διαφορικὸν, ὅπου ἔχομεν ποιήσει,
ἔνι γὰρ νὰ ἀπέλθωμεν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν
κουρσεύοντα, ζημιώνοντα τοῦ βασιλέως τοὺς τόπους,
κι ἂν εὕρωμεν τὸν βασιλέα εἰς κάμπον ν’ ἀναμένῃ,
μὲ τοῦ θεοῦ τὴν δύναμιν τὸν θέλομεν πολεμήσει.
Κ’ εἰ μὲν εὐδοκήσῃ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς δώσῃ τὸ νῖκος,
πολλὰ ἐλαφρὰ νὰ ἐπάρωμεν τὰ μέρη Σαλονίκης,
στὸ στρέμμα μας νὰ ἐπάρωμεν ὅλην γὰρ τὴν Βλαχίαν·
νά ἐξεχειμάσωμεν ἐδῶ· καὶ πάλε ὡσὰν ἱδοῦμεν
ὅτι τὸ ἀκούσει ὁ λαὸς τῶν κάστρων τῆς Βλαχίας
τὸ πῶς ἐπολεμήσαμεν κ’ ἐπήραμε τὸ νῖκος,
ὅλα τὰ κάστρη παρευτὺς μᾶς θέλουν προσκυνήσει».
[§]Κ’ εἰς τοῦτο ἐσυμβιβάστησαν οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου.
Ἐνταῦτα ἐχωρίσασιν χιλίους ἀλογάτους,
καὶ τρεῖς χιλιάδες γὰρ πεζοὺς νὰ ὑπάουν ἐκεῖ μετ’ αὔτους
διὰ νὰ ὑπαγαίνουν ἔμπροστεν κουρσεύοντα τοὺς τόπους.
Τρεῖς σύνταξες τοὺς ἔποικαν κ’ ἐπροφωνεθήσανέ τους·
ὅλη μέραν νὰ περπατοῦν τοὺς τόπους νὰ κουρσεύουν,
κι ἀφῶν ἔλθῃ γὰρ τὸ σπερνό, νὰ καταλάβῃ ἡ νύχτα,
τοῦ νὰ περισωρεύωνται εἰς ἕναν τόπον ὅλοι.
[§]Ἀπαύτου γὰρ ἐχώρισαν τὲς σύνταξές τους ὅλες
κ’ ἐβάλθησαν εἰς τὴν ὁδὸν κι ἀρχάσαν νὰ ὑπαγαίνουν
κουρσεύοντα, ζημιώνοντα τὸν τόπον τῆς Βλαχίας,
καὶ πάντα οἱ κουρσατόροι τους ὀμπρὸς γὰρ ὑπαγαίναν
μιᾶς ἡμεροῦ τὸ διάστημα, ἐτόσον τοὺς ἀπεῖχαν.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
Καὶ ὅσον ἐκουρσέψασιν τὰ μέρη τῆς Βλαχίας,
ἐπέρασαν τὸ σύνορον ὅπου χωρίζει ὁ τόπος
τοῦ βασιλέως ἐκ τὴν Βλαχίαν, Κατακαλοῦ τὸν λέγουν,
κ’ ἐσέβησαν στοῦ βασιλέως τοὺς τόπους νὰ κουρσεύουν.
[§]Ἐκεῖ ἕναν κάστρον ηὕρασιν, τὸ λέγουσιν τὰ Σέρβια·
ἀνθρώπους γὰρ ἐπιάσασιν ἐκ τὸ καστέλλι ἐκεῖνο.
Ἐρώτησαν νὰ τοὺς εἰποῦν τὸ τί μαντᾶτα ἐξεύρουν
κ’ ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν κ’ ἐπληροφόρησάν τους·
«Τὸ πῶς ὁ Σεβαστοκράτορας μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅλα
κὺρ Μιχαὴλ τοῦ βασιλέως, ὅπου σᾶς ἀναμένουν
σιμὰ εἰς τὴν Ἀνδριανόπολιν εἰς τοὺς μεγάλους κάμπους·
κ’ ἐτύχαινε νὰ ἔρχωνται ἐδῶ γυρεύοντάς σας·
ἐλπίζομεν νὰ ἐπέρασαν σιμὰ στὸ Σαλονίκι».
Ἀκούσων ταῦτα ὁ Πρίγκιπας ὁμοίως καὶ ὁ Δεσπότης,
χαρὰν μεγάλην ἔδειξαν ἐτότε τοῦ λαοῦ τους·
ὅτι ἀγαποῦν κι ὀρέγονται τοῦ νὰ ἔχουν πολεμήσει.
Βουλὴν ἐπῆραν παρευτὺς τὸ τί νὰ ἔχουν ποιήσει,
καὶ ἡ βουλὴ τους ἔδωκε πάντα νὰ ὑπαγαίνουν
ὁλόρθα ἐκεῖ ποῦ εὑρέσκονται ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα,
νὰ πολεμήσουν μετ’ αὐτούς, ἐλπίζουν νὰ νικήσουν·
κ’ εἰ μὲν τοὺς ἔλθῃ τὸ ριζικὸν τὸν πόλεμον κερδίσουν,
ἐλπίζουν νὰ ἐνεμείνουσιν τῆς Ρωμανίας ἀφέντες.
ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΕΙ ΩΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ
Καὶ τόσα ἐκαβαλλίκεψαν ὅτι ἔσωσαν ἐκεῖσε
στὰ μέρη τῆς Πελαγονίας τὰ λέγουν κι ὀνομάζουν.
[§]Ἐκεῖνος ὁ κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας τῆς Βλαχίας,
ὅστις ἦτον Σεβαστοκράτορας ὅλης τῆς Ρωμανίας,
ὁ ἐξάκουστος εἰς τὴν στρατείαν καὶ δόκιμος εἰς ὅλα,
ὡς ἄκουσε ὅτι ἔρχετον ὁ Πρίγκιπας κι ὁ Δεσπότης,
ὤρθωσεν τὰ φουσσᾶτα του κ’ ἐχώρισεν τ’ ἀλλάγια
κ’ ἑρμήνεψεν τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς κεφαλᾶδες
τὴν πρᾶξιν γὰρ καὶ τὴν στρατείαν ὅπου ἔμελλεν ποιήσουν·
Κουμάνους εἶχεν μετ’ αὐτοῦ ὅπου ἦσαν δύο χιλιάδες·
διατὸ ἦσαν ἐλαφρότεροι ἀπ’ ὅλα τὰ φουσσᾶτα,
ὀμπρὸς ἐκαβαλλίκευαν τὸν τόπον νὰ ἀποσκεπάζουν.
Ἀπαύτους γὰρ ἀπέρχονται οἱ τριακόσιοι Ἀλλαμάνοι·
τοὺς Οὔγγρους γὰρ ἐδιόρθωσεν καὶ ἦσαν τὸ ἄλλο ἀλλάγι
κι ἀπ’ ἐκεινοὺς ἐρχόντησαν οἱ Σέρβοι κ’ οἱ Βουλγάροι·
κι ἀπέκει ἐκεῖνος ἔρχετον μὲ τοὺς Ρωμαίους καὶ Τούρκους.
Καὶ ὅσον διεχώρισεν ὅλα του τὰ ἀλλάγια,
εἴκοσι ἑφτὰ εὑρέθησαν ἀλλάγια καβαλλάροι.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
[§]Ὡς φρόνιμος καὶ πονηρὸς ὅπου ἦτον εἰς τὰ πάντα,
ὥρισε εἰς ὅλα τὰ χωρία καὶ ἦλθαν οἱ χωριάτες
κ’ ἐφέραν τὰ φοράδια τους, βοΐδια κι ἀγελάδια
κι ὅσα ὀνικὰ κι ἂν εἴχασιν ἐκεῖ τὰ ἠφέραν ὅλα·
ὅλα τὰ ἐκαβαλλίκευαν ἀπάνω ἐκ τὰ βουνία,
κ’ ἐφαίνονταν ἀπὸ μακρὰ ὅτ’ ἦσαν καβαλλάροι.
Καὶ πᾶσα ἑσπέρα ἀνάβγασιν ὁ κατὰ εἰς ἡστιάν του,
καὶ φαίνονταί σου τὰ βουνία κ’ οἱ κάμποι ὅτι ὅλοι καιόνται.
Κι ἀπαύτου πάλε ὥρισεν μικρούς τε καὶ μεγάλους,
οὕτως καὶ τὰ φουσσᾶτα του ὡσὰν καὶ τῶν χωριάτων,
ὁμοφώνως καὶ μιὰν φωνὴν στριγγίτσαν κι ἐφωνάζαν·
καὶ φαίνεταί σου ὅτι βροντὲς τὸν κόσμον ἐταράττων.
[§]Ἀπαύτου πάλε ἐδιόρθωσεν ἀνθρώπους ἐδικούς του
κ’ ἐπαῖρναν ροῦχα κι ἄλογα κ’ ἔφευγαν κ’ ὑπαγαῖναν
ἐκεῖ εἰς τὸν Πρίγκιπα Μορέως,ὁμοίως κ’ εἰς τὸν Δεσπότην,
κ’ ἐλέγαν τους τὰ ψέματα, τὰ οὐκ εἶδαν οὔτε ἀκοῦσαν.
Τοῦ βασιλέως γὰρ τὸν λαὸν σφόδρα τὸν ἐπαινοῦσαν
κι αὐξαίνουσι κ’ ἐλέγασι διὰ τὸ ἕνα πεντακόσια,
καὶ τόσα τοὺς ἀπόσωσαν ψεματικὰ μαντᾶτα,
ὁτι πολλὰ ἐδειλίασαν οἱ δεσποτάτοι ὅλοι
[§]Ἀπαύτου πάλε ἔκραξεν ἄνθρωπον τῆς βουλῆς του,
ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑ ΜΑΧΗΣ ΔΙΑΤΡΕΞΑΝΤΑ
προνοῖες καὶ χρὴματα πολλὰ τοῦ ἐτάχθη κ’ ὑπησχήθη
νὰ φανιστῇ ὅτι ἔφυγεν κ’ ἐδιάβη στὸν Δεσπότην.
Γραφὴν τοῦ ἔδωκε ἀπόκρυφα νὰ δώσῃ τοῦ Δεσπότη,
ὅ,τι τοῦ εἰπῇ ἐκ στόματος, ὅλα νὰ τὰ πιστέψῃ.
Ἐπῆρεν τὰ πιττάκια του κ’ ἐβάλθη εἰς τὸν δρὸμον·
σπουδαχτικὰ ἐπερπάτησεν, ἦλθεν εἰς τὸν Δεσπότην,
κρυφῶς ἀπῆλθεν εἰς αὐτὸν καὶ μοναξὰ τὸν κράζει.
[§]Ὁ κλέφτης ἦτον πονηρὸς καὶ μηχανὸς εἰς σφόδρα·
ὡσὰν κλαίοντα ἄρχισεν νὰ λέγῃ τὸν Δεσπότην·
«Ἀφέντη, ἐδῶ μὲ ἀπέστειλεν ὁ κύρης μου ὁ ἀδελφός σου
νὰ σὲ εἰπῶ τὸ μυστὴριον του, τὸ τί σὲ συμβουλεύει.
Ἀλήθεια ἔνι, ἀφέντη μου, κ’ ἐκεῖνος μαρτυρεῖ το
ὅτι ἀπὸ τοῦ φτόνου καὶ ζηλείας κι ἀναγκασίες ἀνθρώπων
ἐβάλθητε εἰς σκάνταλα κ’ εἰς τὴν συνερισίαν·
ἐσὺ ἐζήτας τὴν Βλαχίαν, κ’ ἐκεῖνος τὸ Δεσποτᾶτο.
Κι ἀπὸ ἐτούτης τῆς ἀφορμῆς ἐπλήθυνεν ἡ μάχη
μέσα εἰς ἐσᾶς τοὺς ἀδελφοὺς ὅπου ἦτον ψέγος μέγα,
νὰ μάχεστε ἀμφότεροι ἐσεῖς οἱ δύο αὐταδέλφοι.
[§]Λοιπόν, ἀφέντη μου, καλέ, ὁ κύρης μου ὁ ἀδελφὸς σου,
ὡς ἔδραμες ἀπάνω του νὰ ἐπάρῃς τὴν Βλαχίαν,
οὐκ εἶχεν γὰρ ποῦ νὰ γενῇ οὐδὲ τὸ ποῦ νὰ δώσῃ
κ’ ἐπρόσφυγεν στὸν βασιλέαν ὅπου ἔνι ἀντίδικός σου.
Κι ὡς ἔμαθεν ὁ βασιλέας ὅτι φουσσᾶτα κάμνεις,
τὸν πρίγκιπα γὰρ τοῦ Μορέως ἔποικες ἀδελφόν σου,
τὴν ἀδελφὴν σας τοῦ ἐδωκες διὰ ὁμόζυγον γυναῖκαν
κ’ ἐπῆρες εἰς βοήθειαν σου μὲ ὅσα φουσσᾶτα ἔχει.
Κακὴν βουλὴν ἀπήρετε· καὶ ποῖος σᾶς τὴν ἐδῶκεν,
νὰ ἀφῆστε γὰρ τοὺς τόπους σας καὶ τὴν ἀνάπαψίν σας,
νὰ ἔλθητε στὴν Ρωμανίαν στοῦ βασιλέως τοὺς τόπους;
νὰ μάχεσαι τὸν βασιλέα, τίς εἶσαι, Δέσποτά μου;
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
πόσους τέτοιους ὡσὰν ἐσὲν ἔχει στὴν ἐξουσίαν του;
Λοιπόν, ἀφέντη μου καλέ, ἄκου, καὶ πίστευέ μου,
πολλὰ φουσσᾶτα ἔρχονται ἐδῶ νὰ σὲ θέλουν ἀπαντήσει·
ἔχει Ἀλλαμάνους ἐκλεχτοὺς καλὰ πεντακοσίους,
Οὔγγρους χιλιάδες δὲκα τρεῖς ὅλους μὲ τὰ δοξάρια,
Βουργάρους, Σέρβους ἔχει ἐδῶ κἄν τέσσαρες χιλιάδες,
Ρωμαίους ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν ὅλους ἐδῶ τοὺς ἔχει,
ἐκ τὴν Τουρκίαν κι Ἀνατολὴν ἀριφνισμὸν οὐκ ἔχουν·
διὰ τὸν ἕναν ὅπου ἔχετε ὁ πρίγκιπας μετά σε,
εἶναι γὰρ τοῦ βασιλέως ’ς τὸν ἕναν σας διακόσιοι.
Διὰ τοῦτο λέγει, Δέσποτα, ὁ ἀφέντης μου ὁ ἀδελφός σου
ὅτι ἂν ἐμαχίστητε ἀπὸ φτορὰν δαιμόνου,
οὐδὲν ἔχει καλλιώτερον φίλον του εἰς τὸν κόσμον,
κι ὡς ἀγαπῶντα σε πολλά, μεγάλως σὲ λυπᾶται,
Κ’ ἐξεύρεις κι ἄλλο, ἀφέντη μου, τὸ πόσα σὲ κακεύει
ὁ βασιλὲας τῆς Ρωμανίας αὐτὸς ὁ Παλαιολόγος
κι ἂν ἔλθῃς γὰρ εἰς πόλεμον εἰς τοσοῦτα φουσσᾶτα,
πρῶτο ἠμπορεῖ ἀπ’ ἁμαρτίας νὰ χάσῃς τὸ κορμί σου,
καὶ δεύτερον, χειρότερον, ἂν πέσῃς εἰς τὰς χεῖρας
τοῦ Παλαιολόγου βασιλέως ἐκεῖ ὅπου σὲ κακεύει,
ποτὲ τὴν Ἄρτα οὐδὲν θεωρεῖς οὐδὲ τὸ Δεσποτᾶτο,
[§]Ἐν τούτῳ λέγει, ἀφέντη μου, ὁ κύρης μου ὁ ἀδελφός σου·
σκόπησον μὲ ὅλην σου τὴν βουλὴν νὰ φύγῃς νὰ γλυτώσῃς
ἐσὺ μὲ τὰ ἀρχοντόπουλα ποῦ εἶναι τοῦ Δεσποτάτου,
κι ἄγωμε εἰς τὸν τόπον σου, τὰ κάστρη σου νὰ φυλάξῃς.
Καὶ πάλε ἂν χάσῃς τίποτε ἀπὸ τὰ πεζικά σου,
ἀφῶν ἔχεις τὴν ἀφεντίαν κ’ εἶσαι στὸ Δεσποτᾶτο,
πάλε φουσσᾶτα οὐ λείπουν σε, νὰ ἔχῃς ὅσα κι ἂν θέλῃς».
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ἀσεβὴς ὅπου ἔλεγεν ἐτοῦτα,
ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑι ΜΑΧΗΣ ΔΙΑΤΡΕΞΑΝΤΑ
ὅλως κλαίοντα τὰ ἔλεγεν καὶ κλαίοντα τὰ ἀφηγᾶτον,
[§]Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσεν ἐτοῦτα κι ἄλλα πλέον,
εἶδεν καλὰ κ’ ἐγνώρισεν, ἐδειλίασε ὁ Δεσπότης·
ἀπολογίαν ἐζήτησεν ἤθελε νὰ ὑπαγαίνῃ.
ὡς δὲ ὁ Δεσπότης τὸν κρατεῖ ἕως ὅτου νὰ συντύχῃ
ἀλλήλως μὲ τὸν πρίγκιπα νὰ μάθῃ τὰ μαντᾶτα.
Κράζει παιδόπουλά του δύο καὶ μοναξὰ τοὺς λέγει·
« Ἀμέτε εἰς τὸν πρίγκιπα κ’ εἰπέτε του ἀπὸ ἐμὲναν
νὰ ἔλθῃ συντόμως ἐδῶ, βιαστικὰ τὸν χρήζω».
Κ’ ἐκεῖνοι ἐσπούδαξαν, γοργὸν στὸν πρίγκιπα ἀπῆλθαν
τὸ εἰπεῖ του ἐκ τὸν ἀφέντην τους ἐκεῖνον τὸν Δεσπότην,
τὸ εἶχαν κι ἀναγγεῖλαν του· εὐθέως σπουδαίως ἐδιάβη
ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ ἀσεβὴς στὴν τένταν τοῦ Δεσπότου.
Ἐξάναρχα λεπτομερῶς τὸν πρίγκιπα τὰ εἶπεν,
ὅλα τὰ ἀφηγήσετον, ὡσὰν καὶ τοῦ Δεσπότου·
κι ἀφότου τὰ ἀφηγήσετον τοῦ πρίγκιπος τὰ λέγει,
ἀπολογίαν τοῦ ἐδώκασιν, ἐδιάβη ὁπόθεν ἦλθεν.
Λεπτῶς τὰ ἀφηγήσετον τοῦ Σεβαστοκρατόρου
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν ἐκεῖσε εἰς τὸν Δεσπότην
καὶ πῶς τοῦ ὑποσχέθηκεν νὰ φύγῃ τὴν νύχτα ἐκείνην.
Τὸ ἀκούσει το ὁ κὺρ Θεόδωρος μεγάλως γὰρ ἐχάρη,
κράζει τοὺς φρονιμώτατους ὅπου εἶχε εἰς τὰ φουσσᾶτα·
ὅλα τοὺς ἀφηγήσετον, χαρὰν μεγάλη ἐποῖκαν.
Ὡς δὲ ὁ Δεσπότης σὲ λαλῶ, ἐκεῖνος τῆς Ἑλλάδας
οὐκ ἦτον γὰρ χαιράμενος, μεγάλην θλῖψιν εἶχεν.
Ἔκραξε τὸν πρίγκιπα· οἱ δύο βουλὴν ’πῆραν
τὸ πῶς νὰ ποιήσουσιν ὁμοῦ καὶ πῶς νὰ ἔχουν διάξει,
[§]Κράζουν τοὺς κεφαλᾶδες τους,  τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
ἐβάλαν τους κι ὠμόσασιν νὰ κρύψουν τὴν βουλή τους.
Ἀφότου γὰρ ἐγένετον ὁ ὄρκος τῶν κεφαλάδων
κι ὠμόσασιν ἀμφότεροι νὰ κρύψουσιν τὸ πρᾶγμα,
ὅπου ἤθελεν νὰ τοὺς εἰπῇ τῆς Ἄρτας ὁ Δεσπότης,
εἰς τοῦτο ἄρξετον νὰ λαλῇ καὶ νὰ τοὺς ἀφηγᾶται,
ὁ Δεσπότης λεπτομερῶς ἐκεῖνα τὰ μαντᾶτα,
τὰ εἶπεν καὶ άφηγήσετον ἐκεῖνος ὁ δημηγέρτης
τὸν ἦτον ἀποστείλοντα κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας
τοῦ Δεσπότου, τοῦ ἀδελφοῦ, ὅλον μὲ πονηρίαν.
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου,
οἱ μὲν ἐπίστεψαν εὐθέως ἀλήθεια ὡσὰν τὸ ἐλέγαν·
κ’ οἱ ἄλλοι ἐλέγαν, ψέματα εἶπεν ὁ δημηγέρτης.
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὁ ἐξάκουστος ἐκεῖνος
ἐντράπη, τὸ ἀκούσει τὸ φυγεῖον, μεγάλως ἐταραχεύτη
καὶ εἶπεν, ὅτι ψέματα εἶπεν ὁ χωριάτης
ὅπου ἦλθεν κι ἀφηγήσετον ἐκεῖνα τοῦ Δεσπότου·
ὅλα ὅσα ἦσαν λόγια εὔκαιρα, καύχημα τῶν Ρωμαίων
ὅπου ἐπαινοῦνται ὁλοστινοὶ καὶ ψέγουν τοὺς ἐχτροὺς τους.
«Ἀλλὰ ἂς σταματήσωμεν ἐδῶ εἰς τοὺς κάμπους τούτους
κι ἂν ἔλθουν, νὰ πολεμήσωμεν ἠμεῖς ἂς τοὺς δεχτοῦμε,
ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑι ΜΑΧΗΣ ΔΙΑΤΡΕΞΑΝΤΑ
Μηδὲν σκιαστῆτε τίποτε ἂν εἶναι πλειότεροί μας·
ὅτι λαὸς πολύπλοκος κι ἀπὸ διαφόρες γλῶσσες
ποτὲ καλὴν συμβίβασιν οὐκ ἔχουσιν ἀλλήλως,
Ἡμεῖς γὰρ καὶ ἄν εἴμεθεν ὀλίγοι πρὸς ἐκείνους,
ὅλοι εἴμεθεν ὡς ἀδελφοὶ καὶ γλῶσσαν μίαν λαλοῦμε,
κ’ ἐδάρτε θέλομεν φανῇ ἂν εἴμεθεν σγρατιῶτες».
Ἐκεῖνοι οἱ περισσότεροι ἐκ τὸν φόβον ὅπου εἶχαν
τίποτε οὐδὲν ἀφκράστησαν τοῦ ἀφέντου τῆς Καρυταίνου,
ἀλλὰ εἰς τὸ τέλος εἴπασιν κι οὕτως τὸ ἀφιρῶσαν·
ὅτι τὸ ἐλθεῖ τὸ βραδύ, νὰ λάμψῃ τὸ φεγγάρι,
νὰ κοιμηθῇ ὁ λίος λαὸς νὰ μὴ τοὺς ἔχουν νοὴσει,
τὸ πλεῖον κρυφῶς καὶ σιγαλὰ ὅπου νὰ ἠμπορέσουν
νὰ ὁρμηθοῦν τοῦ φεγγαρίου καὶ νὰ ἔχουν μισσέψει,
νὰ φύγουν ὡσὰν ἠμποροῦν διὰ νὰ μὴ κιντυνέψουν.
Κι ὅσον ἐπλήρωσε ἡ βουλὴ ὄτι νὰ ἔχουν φύγει,
ὁ κατὰ εἷς ἐδιάβηκεν εἰς τὴν κατοῦνα ὅπου εἶχεν.
[§]Ἐν τούτῳ ὁ ἀντρικώτατος ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
ἐκεῖνος ὁ παράξενος ὁ ἐπαινετὸς στρατιώτης,
ἐπόνεσε ἡ καρδία του κ’ εἰς σφόδρα ἐλυπήθη.
Ὁ μὲν ἐντράπη τὸ φυγεῖον, ἐθλίβη τὸν λαόν του,
Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
ἐσκόπησεν, ὡς φρόνιμος, τὸ πῶς νὰ τοὺς βοηθὴσῃ
νὰ μὴ χαθοῦσιν ἄδικα κ’ ἔχει ἁμαρτίαν μεγάλην.
[§]Στὴν τέντα του ἐστάθηκεν, ραβδὶ κρατεῖ στὸ χέριν,
τὸν στῦλον κρούει μὲ τὸ ραβδὶ καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον·
«Στῦλε μου, κράτει δυνατὰ τὴν τέντα ὅπου μὲ σκέπει
κ’ εἰπὲς τῆς ἐκ τὸ μέρος μου, μηδὲν τὸ ἀπιστήσῃ
ὅτι πολλὰ τὴν ἀγαπῶ, οὐ χρὴζω νὰ κιντυνέψῃ.
Ἡμεῖς βουλὴν ἀπήραμεν, ὁ πρίγκιπας κι ὁ Δεσπότης,
νὰ φύγωμεν ἀπὸ σπεροῦ οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου
ν’ ἀφήσωμεν τὸν λίον λαὸν νὰ ἔχουσιν κιντυνέψει.
Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσέν, τέντα μου ἠγαπημένη,
μὴ πιάσῃ κι ἀπιστήσῃς το ὅτι ἔνι ἀλλέως τὸ πρᾶγμα·
σκόπησον νὰ σωτερευτῇς ὅπως μὴ κιντυνέψῃς».
[§]Ἀκούσων ταῦτα ὁ λαὸς ποῦ ἦσαν ἐκεῖ μετ’ αὖτον
τὸ πρᾶγμα τὸ ἐξενοχάραγον, τὸ οὐκ εἴδασιν ποτὲ τους,
ὅλοι εἰς φόβον ἐπέσασιν, ἐταράχτησαν μεγάλως·
ἀπὸ ἄνθρωπον εἰς ἄνθρωπον ἐπλάτυνεν τὸ πρᾶγμα,
Ὁ πρίγκιπας τὸ ἄκουσεν, ἐχόλιασεν μεγάλως·
ὥρισε εὐθέως κ’ ἐκράξασιν τὸν ἀφέντην τῆς Καρυταίνου
καὶ λέγει τον χολιαστικά· «Ἦτον καλὸν τὸ ἐποῖκες;
τὸν ὄρκον ὅπου ἐποίκαμεν καὶ τὴν βουλὴν ὁμοίως,
νὰ τὸ φαυλίσῃς φανερά, νὰ μᾶς ἀποσκεπάσῃς;
οὐδὲν τὸ ἔποικες φρόνιμα, σφάλμα γὰρ μέγαν ἦτον».
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας τὸν πρίγκηπα ἀπεκρίθη·
«Ἐγὼ σφάλμα οὐκ ἔποικα καὶ τίς νὰ μὲ ἔχῃ μέψει,
ἕτοιμος νὰ διαφεντευτῶ καὶ νὰ τὸν πολεμήσω
ὅποιος νὰ εἰπῇ ὅτι ἔσφαλα, ἄνευ τῆς ἀφεντίας σου,
ὅπου εἶσαι ἀφέντης μου λίζιος κι οὐδὲν σὲ ἀντιτείνω.
Ὅσοι εἴπασιν νὰ φύγωμεν νὰ ἀφήσωμεν τὸν λαόν μας,
λουλοὺς τοὺς ἔχω κι ἄτυχους, οὐ πρέπει νὰ εἶναι ἀφέντες
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΤΑΙ ΜΟΝΟΣ ΕΙΣ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΝ
ἢ νὰ βαστάνουν ἄρματα, στρατιῶτες νὰ τοὺς κράζουν».
Ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας ἐννόησε, ἐντράπηκε το,
ἐμετανόησεν σφοδρὰ εἰς ὅσον γὰρ ἐγίνη·
κράζει τὸν πρωτοστράτοραν, ὁρίζει τον καὶ λέγει,
νὰ βάλῃ τὸν διαλαλητὴν τοῦ νὰ ἔχῃ διαλαλήσει·
κανεὶς μὴ ἀκούσῃ τίποτε καὶ φοβηθῇ κἄν ὅλως
τὰ λόγια ὅπου εἰπήθησαν ἐνταῦτα εἰς τὰ φουσσᾶτα,
μὴ τὰ πιστέψῃ γὰρ κανείς, ψέματα εἶναι μεγάλα.
Ἀλλὰ ἂς τὸ κρατοῦσι ἀλήθειαν, κανεὶς μὴ τὸ ἀπιστήσῃ,
ὅτι αὔριον, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, θέλουσι πολεμήσει.
Ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ ἅπαντες ἐτότε οἱ Μοραΐτες
τὸ πῶς ἐδιαλαλήσασιν κι ἀφίρωσαν τοὺς λόγους,
ὅτι τὰ λόγια τὰ εἴπασιν ψέματα ἐλαλῆσαν,
ὡς δὲ τὴν αὔριον τὸ πρωΐ θέλουσιν πολεμήσει,
ὅλοι τὸ ἀνεχάρησαν, πολλὰ τὸ ἐπεθυμοῦσαν.
[§]Κ’ οἱ Δεσποτᾶτοι, ὡς τὸ ἤκουσαν, ἐθλίβησαν εἰς σφόδρα·
εἰς τὸν Δεσπότη ἐδιάβησαν ὅλοι του οἱ μεγιστᾶνοι,
κρυφῶς τοῦ εἶπαν μοναξά· «Ἀφέντη, τί ἔν’ τὸ κάμνεις;
βούλεσαι ν’ ἀποθάνωμεν ἐδῶ ἀδίκως μετ’ ἔσου;
οὐδὲν ἀκούῃς τοὺς ἄτυχους τοὺς Φράγκους τοῦ Μορέως,
τὸ πῶς οὐδὲν ἐδείλιασαν τὰ πλήθη τῶν φουσσάτων
ὅπου ἔρχονται ἀπάνω τους, αὐτοῦ τοῦ βασιλέως,
ἀλλὰ καλοαφιρώνωνται νὰ τοὺς ἔχουν πολεμήσει».
Ὁ Δεσπότης τοὺς ἀποκρίθηκεν καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους·
«Ἐγὼ κρατῶ τὰ εἴπαμεν καὶ τὴν βουλὴν ποῦ ἐδόθη·
κ’ οἱ Μοραΐτες ἂς λαλοῦν κι ἂς ποιήσουν ὡς κελεύουν.
Βάλετε ἕναν ἀπὸ ἐσᾶς νὰ διάβῃ ἐκ τὸ φουσσᾶτο
τοῦ Δεσποτάτου, σᾶς λαλῶ, προφώνεσιν νὰ ποιήσῃ,
τὸ συσπερώσει, μοναχὰ νὰ ἐξέβη τὸ φεγγάρι,
ὅλοι ἂς κινήσουν παρευτὺς μετὰ ἡσυχίας μεγάλης,
Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
ὁλόρθα ἂς ὑπαγαίνωμεν ἐκεῖ εἰς τὸ ἰγονικόν μας·
κι ὅπου ἔχει θέλημα καλὸν κι ὄρεξιν τοῦ πολέμου
ἂς ἐνεμείνῃ ἐδῶ καὶ νὰ εὕρῃ τὰ γυρεύει».
Οὕτως τὸ ἐποῖκαν οἱ Ρωμαῖοι τοῦ Δεσποτάτου ἐκεῖνοι·
τὸ συσπερώσει ἐδιάβησαν ἐκ τὸ φουσσᾶτο ἐκεῖθεν.
Ἔδε ἁμαρτίαν ὅπου ἔποικεν ἐτότε ὁ Δεσπότης
νὰ ἔλθῃ νὰ ἐβγάλῃ ἐκ τὸν Μορέαν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον
μὲ τὸ ἄνθος τῶν εὐγενικῶν ἀνθρώπων τοῦ Μορέως,
ὅπου εἴχασιν ἀνάπαψιν καὶ μονοκρατορίαν,
κι ἀπῆγαν εἰς βοήθειαν του στὴν μάχην ὅπου εἶχεν·
τότε τοὺς ἐλευτέρωσεν στὰς χεῖρας τῶν ἐχτρῶν του
κ’ ἔφυγεν καὶ ἐδιάβηκεν εἰς τὴν Θεοῦ κατάραν.
Ποῖος ν’ ἀκούσῃ πώποτε Ρωμαίου νὰ ἔχῃ πιστέψει
δι’ ἀγάπην γὰρ ἢ διὰ φιλίαν ἢ διὰ καμμίαν συγγένειον;
ποτὲ Ρωμαίου μὴ ἐμπιστευτῇς διὰ ὅσα καὶ σοῦ ὀμνύει·
ὅταν θέλῃ καὶ βούλεται τοῦ νὰ σὲ ἀπεργώσῃ,
τότε σὲ κάμνει σύντεκνον ἢ ἀδελφοποιτόν του,
ἢ κάμνει σε συμπέθερον διὰ νὰ σὲ ἐξολοθρέψῃ.
Ὡς ἔνι γὰρ τὸ φυσικὸν τοῦ κόσμου τὸ συνήθειον,
κακὸν μαντᾶτο οὐκ ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἔχῃ κρύψει.
[§]Ἐκεῖνος ὁ πανάπιστος ὁ μέγας δημηγέρτης,
ὅπου τὰ ἐμαγέρεψεν ἐτοῦτα ὅπου σᾶς λέγω,
τὸ ἰδεῖ ὅτι ἔφυγεν εὐθέως ἐκεῖνος ὁ Δεσπότης,
σπουδαίως ἐδιάβηκεν γοργὸν στοῦ βασιλέως τὸν στόλον
κ’ εἶπεν τὸν Σεβαστοκράτορα· ἔφυγεν ὁ Δεσπότης
μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἤφερεν ἀπὸ τὸ Δεσποτᾶτον,
κ’ ἐνέμεινεν ὁ πρίγκιπας μόνι μὲ τὰ ἐδικά του.
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΤΑΙ ΜΟΝΟΣ ΕΙΣ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΝ
[§]Τὸ ἀκούσει το ὁ Σεβαστοκράτορας, ἐχάρηκεν μεγάλως.
εὐθέως τ’ ἀλλάγια του ὤρθωσεν, ἐκίνησαν ἐνταῦτα,
ὁλόρθα στὴν Πελαγονίαν ὡρμῆσαν νὰ ὑπαγαίνουν.
[§]Σάββατο ἡμέραν ἐκίνησαν, τὸν πρίγκιπα ἐπλησιάσαν.
Τὴν κυριακὴν γὰρ τὸ πρωῒ ὡρμῆσαν νὰ πολεμὴσουν.
[§]Κι ἀφῶν εἶδεν ὁ πρίγκιπας ὅτι ἔφυγε ὁ Δεσπότης
κ’ ἐγνώρισε εἰς πληροφορίαν τὸ ἔργον τὸ τοῦ ἐποῖκεν,
κ’ ἔμεινεν στὴν Πελαγονίαν οὕτως ἀπεργωμένος,
μόνον μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅπου εἶχε ἐκ τὸν Μορέαν,
κ’ ἔξευρεν ὅτι ἔρχετον τοῦ βασιλέως ὁ στόλος
μὲ τὸν Σεβαστοκράτοραν διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν·
ὡς φρόνιμος κ’ εὐγενικὸς ὅπου ἦτον καὶ στρατιώτης,
κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του, τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου
καὶ ὅλους τοὺς καβαλλαρίους, Φράγκους τε καὶ Ρωμαίους,
καὶ ἄρξετον νὰ τοὺς λαλῇ καὶ νὰ τοὺς συντυχαίνῃ,
γλυκία τοὺς ἐνουθέτευεν κ’ ἐπαρηγόρησέ τους·
«Συντρόφοι, φίλοι κι ἀδελφοί, ὡς τέκνα καὶ παιδία μου,
γινώσκει ὁ Θεὸς κ’ ἡ δόξα του τὸ πῶς εἶμαι θλιμμένος
εἰς τοῦτο ὅπου μᾶς ἔποικεν Δεσπότης ὁ ἀδελφός μου
κι ἀπέργωσέ με ὡσὰν παιδὶ καὶ ἤφερέν με ἐνταῦτα.
Ἐγὼ διὰ τὴν ἀγάπην του καὶ πάλε διὰ τὴν τιμήν μου,
ἐβλέποντας τὸν θάνατον, τὴν ἀκληρίαν ὅπου εἶχεν
ἀπ’ τὸν Σεβαστοκράτορα αὐτὸν τὸν ἀδελφόν του,
ὅπου τοῦ ἀπῆρε τὴν Βλαχίαν, τὸ Δεσποτᾶτο ἐζήτα,
ἐπῆρα τὰ φουσσᾶτα μου, ἐσᾶς τοὺς ἐδικούς μου
κ’ ἦλθα εἰς συμμάχειον ἐκεινοῦ διὰ νὰ τοῦ ἔχω βοηθήσει.
Καὶ ὅσον μ’ ἐπροσήφερεν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν,
οὕτως μᾶς ἐπαράδωκεν αὐτὸς τοῦ ἀδελφοῦ του
ὡσὰν ὁ Ἰούδας τὸν Χριστὸν ἐκεινῶν τῶν Ἰουδαίων.
Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσᾶς, ὅλους παοακαλῶ σας·
ἀφῶν μᾶς ἤφερε ἡ ἁμαρτία ἐδῶ εἰς τοὺς ἐχτρούς μας
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
ἐξεύρετε ὅτι μακρέα ἀπέχομεν τοῦ Μορέως.
κι ἂν θέλομεν νὰ φύγωμε οὐδὲν κατευοδοῦμε
κ’ ἤθελεν εἶσται ἄσκημον νὰ εἰπὴθῃ εἰς τὸν κόσμον,
ἀφῶν στρατιῶτες εἴμεθεν νὰ φύγωμεν ὡς γυναῖκες.
Ἀλλὰ ἂς σταθοῦμε ὡς ἄνθρωποι, στρατιῶτες παιδεμένοι·
τὸ πρῶτον ἂς φυλάξωμεν ὡς πρέπει τὴν ζωὴν μας,
καὶ δεύτερον πάλε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔπαινος τοῦ κόσμου,
τὸ ἀγαποῦσιν οἱ ἅπαντες ὅπου ἄρματα βαστοῦσιν.
Ἐκεῖνοι ὅποὺ ἔρχονται ἐδῶ τοῦ νὰ μᾶς πολεμήσουν
ὅλοι εἶναι πολυσώρευτοι ἀπὸ διαφόρες γλῶσσες·
καὶ θέλω νὰ τὸ ἐξεύρετε, τινὰς μὴ τὸ ἀπιστήσῃ,
ὅτι ὁ λαὸς πολύπλοκος καὶ πολυσωρεμένος,
ποτὲ καλὴν συμβίβασιν οὐκ ἔχουσιν ἀλλήλως.
Ἡμεῖς γὰρ καὶ ἂν εἴμεθα ὀλίγοι πρὸς ἐκείνους,
ὅλοι εἴμεθεν γνώριμοι καὶ μίας οὐσίας ἀνθρῶποι,
καὶ πρέπει ὅλοι ὡς ἀδελφοὶ ἀλλὴλως ν’ ἀγαπᾶστε.
Ἐπεὶ ἂν ἔχωμεν ὁμοῦ ἀγάπην ὡς ἁρμόζει,
ὁ κατὰ εἷς γὰρ ἀπὸ ἐμᾶς ν’ ἀξιάζῃ διακόσιους
ἀπὸ ὅσοι ἔρχονται ἐδῶ διὰ νὰ μᾶς πολεμήσουν.
Οὐδὲν φροντίζω ἄλλους τινὲς μόνον τοὺς Ἀλλαμάνους·
τριακόσιοι εἶναι μοναχοὶ κ’ ἔχουν ἕναν ἀφέντην
Δοῦκαν ντὲ Καρεντάνε τὸν λαλοῦν, οὕτως τὸν ὀνομάζουν,
Καὶ ἔχω εἰς πληροφορίαν τὸ πρῶτον τους ἀλλάγι
τοὺς Ἀλλαμάνους ἔχουσιν νὰ ἔλθουν νὰ πολεμὴσουν,
Λοιπὸν ἂν ποιήσωμεν ὁρμὴν ὡς φρόνιμοι στρατιῶτες
τῶν Ἀλλαμάνων τὴν φορὰν τοῦ πολέμου ἀπαντῆσαι,
Η ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑι ΜΑΧΗ
νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς κ’ ἡ μοῖρα μας κ’ ἡ εὐχὴ γὰρ τῶν γονέων μας,
νὰ τοὺς σπαράξωμεν ποσῶς νὰ ἐπάρωμεν τὸ νῖκος,
τοὺς ἄλλους ὅλους ἔχομεν ὡς φάλκονας περδίκιν.
[§]Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσᾶς τὸ πρῶτο μας ἀλλάγι
νὰ ποιήσωμεν καλλιώτερον, ὅλο ἐκλεχτοὺς ἀνθρώπους,
νὰ ἐξεύρουσιν νὰ πολεμοῦν, νὰ ἐντρέπωνται τὸν κόσμον·
καὶ νὰ ἔνι ἀπάνω εἰς αὐτοὺς ὡς κεφαλὴ κι ἀφέντης
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας αὐτὸς ὁ ἀνεψιὸς μου,
Κ’ ἐλπίζω πρῶτα στὸν Θεὸν κι ἀπέκει στὴν στρατιάν του
ὅτι νὰ πράξῃ ὡς φρόνιμος, ὡσὰν καλὸς στρατιώτης».
Ὡς τὸ εἶπεν γὰρ ὁ πρίγκιπας οὕτως καὶ τὸ ἐποιῆσαν·
ἐχώρισαν τὰ ἀλλάγια τους τὲς σύνταξες ὅπου εἶχαν.
Στὴν χώρισιν τῶν ἀλλαγιῶν, στὲς σύνταξες ποῦ ἐποῖκεν
ὁ Γουλιάμος πρίγκιπας εἰς τὴν ΙΙελαγονίαν
αὐτοῦ καὶ ὅλοι οἱ Ρωμαῖοι ἔσωσαν εἰς τὸν κάμπον.
[§]Τὸ πρῶτο ἀλλάγι ὅπου εἴχασιν ἦτον τῶν Ἀλλαμάνων·
τὸ ἰδεῖ τους γὰρ ὁ ἐξάκουστος ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
ὁλόρθα εἰς αὔτους ὥρμησεν, ἔσκυψαν τὰ κοντάρια.
Τὸν πρῶτον ὅπου ἀπάντησεν κ’ ἐδῶκεν κονταρέαν
ἦτον ἐκεῖνος ποῦ ἔλεγαν Δοῦκα ντὲ Καρεντάνα·
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
στὸ στῆθος τὸν ἐβάρεσεν ἀπάνω εἰς τὸ σκουτάριν,
μὲ τὸ φαρὶν τὸν ἔρριξεν εἰς γῆν ἀποθαμένον·
ἀπαύτου ἔδειρε ἄλλους δύο ὅπου ἦσαν συγγενεῖς του.
Τὸ κοντάρι ὅπου ἐβάσταζεν ἐκόπη εἰς τρία κομμάτια·
κ’ εὐθέως ἐγρήγορα ἔβαλεν τὸ χέριν στὸ σπαθί του
καὶ ἄρξετον νὰ πολεμῇ ἐκείνους τοὺς Ἀλλαμάνους·
ὅσοι τοῦ ἐρχόντησαν ὀμπρὸς διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν,
ὅλους τοὺς ἐκατέκοφτεν ὡς χόρτον εἰς λιβάδι.
[§]Κι ὡς ἔβλεπαν οἱ ἕτεροι ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον,
ὅλοι ἀντρειομένα ἐβάλθησαν καὶ συντροφίαν τοῦ κάμνουν,
τοὺς Ἀλλαμάνους ἔσφαξαν κ’ ἐθανατώνανέ τους.
[§]Κι ὡς εἶδε ὁ Σεβαστοκράτορας ἀπέκει ὅπου ἐθεώρει
ὅτι οἱ Ἀλλαμάνοι ἐσπάραξαν κι ἀπήρασι τὸ κρότος,
γοργὸν σπουδαίως ἐκεῖ ἔδραμεν ὅπου ἤσασιν οἱ Οὖγγροι,
ὁρίζει τοὺς νὰ σύρνουσιν ὅλοι μὲ τὰς σαγίτας
στὸ ἀλλάγι κεῖνο ποῦ ἔσμιξε μετὰ τοὺς Ἀλλαμάνους,
καὶ εἶπεν τους ἀπόκοτα· «Μὴ παρατηρηθῆτε
τοὺς Ἀλλαμάνους τίποτε διατὶ εἶναι ἐδικοί μας·
ἐπεί, ὡς ἐβλέπω καὶ θεωρῶ, ὁ δράκοντας ἐκεῖνος
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας κακὰ τοὺς ὑπαγαίνει.
Κι ἂν θέλετε νὰ σύρνετε μόνο ἀπάνω στοὺς Φράγκους,
οὐδὲν κατευοδώνετε νὰ τοὺς ἔχετε δραλήσει·
ἀλλὰ ἀμφότεροι σύρνετε μέσα εἰς τὸν πόλεμόν τους,
νὰ σφάξετε τοὺς ἵππους τους ὅπου καβαλλικεύουν,
νὰ πέσουν οἱ καβαλλαροὶ ἀπάνω εἰς τὰ φαριά τους
ὅπως νὰ τοὺς πατάξωμε μὴ προῦ μᾶς θανατώσουν.
Κι ἂν ἀποθάνουν ἑνομοῦ μ’ αὐτοὺς οἱ Ἀλλαμάνοι,
κάλλιο ἂς χαθοῦσι μοναχοὶ παρ’ ὅλα τὰ φουσσᾶτα·
καὶ ἂς ἔχω τὴν ἁμαρτίαν, καὶ ποιήσετε ὡς τὸ ὁρίζω».
[§]Κ’ οἱ Οὖγγροι, ὡς ὡρίστησαν, οὕτως καὶ τὸ  ἐποιῆσαν.
ἀρχάσαν κ’ ἐδοξεύασιν τοὺς Φράγκους κι Ἀλλαμάνους·
κι ἀπὸ τὴν ἄλλην γὰρ μερέαν ἤλθασι κ’ οἱ Κουμάνοι
κ’ ἐδόξευαν ἀμφότεροι τὸ γένος γὰρ τῶν Φράγκων.
Τί νὰ σᾶς λέγω τὰ πολλὰ καὶ πῶς νὰ τὰ διαλύσω;
ὅλους τοὺς ἵππους καὶ φαρία τῶν Φράγκων κι Ἀλλαμάνων
ὅλα τὰ ἐκατασφάξασιν κ’ οἱ καβαλλάροι ἐπέσαν.
Ἔπεσε γὰρ κι ὁ θαυμαστός, τὸ φοῦμος τῶν στρατιώτων,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὁμοῦ μὲ τὸ φαρίν του.
Κ’ ἐτότε ὁ Σεβαστοκράτορας, ὡς εἶδεν κ’ ἐγνώρισέν τον,
στριγγὴν φωνίτσαν ἔσυρεν, ἔδραμε ἐκεῖσε εἰς αὖτον,
μὴ σύρῃ εἰς αὖτον πλεῖον κανείς, ἀπάνω εἰς τὸ κορμί του.
Καὶ λέγει τοῦ· «Μισὶρ Ντζεφρέ, ἀφέντη τῆς Καρυταίνου,
μὴ προῦ σὲ σφάξουν, ἀδελφέ, ’ς ἐμέναν παραδόσου·
ἀπάνω εἰς τὴν ψυχίτσα μου δόλον οὐ μὴ νὰ ἔχῃς».
Εἰς τὸ σπαθὶ του ὤμοσε κ’ ἐνταῦτα ἐπαρεδόθη.
[§]Ἀφότου ἐπαρεδόθηκεν ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ ἐξάκουστος στρατιώτης,
τὸ φλάμουρόν του ἔπεσεν ἐκεῖ ὅπου τὸν ἐπιάσαν·
ἀτός του ὁ Σεβαστοκράτορας τὸ ἐσήκωσεν κι ἀπῆρεν,
ὁκάποιον τὸ ἐπαράδωκεν ἀπὸ τὴν φαμελίαν του
νὰ τὸ βαστᾷ προσεχτικὰ καὶ νὰ τοῦ τὸ φυλάττῃ.
[§]Ὡς εἶδεν γὰρ ὁ πρίγκιπας τὴν πονηρίαν ποῦ ἐποῖκεν,
ἐτότε ὁ Σεβαστοκράτορας εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς μάχης,
ὅταν ἐσμίξασιν ὁμοῦ ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου
κ’ οἱ Ἀλλαμάνοι, σὲ λαλῶ, κ’ ἐσφάζονταν ἀλλήλως·
τὸ πῶς τοὺς Οὔγγρους ἔβαλεν, ὁμοίως καὶ τοὺς Κουμάνους,
κ’ εἰς αὔτους ἐδοξεύασιν νὰ σφάξουν τ’ ἄλογά τους·
ἀπῆρε ἀλλάγιν μετ’ αὐτὸν κ’ ἐδιάβη ἐκεῖσε εἰς αὖτον
νὰ τοῦ βοηθήσῃ, ἂν ἠμπορῇ, νὰ μὴ τὸν ἀποδείρουν.
Τὸ δὲ τὸ πλῆθος τῶν Ρωμαίων καὶ τὸ σαγιττολάσι
ἐσφάξασιν τὰ ἄλογα κ’ οἱ καβαλλάροι ἐπέσαν·
κι ἀφότου εὑρέθησαν πεζοὶ μέσα εἰς τὰ φουσσᾶτα,
τὸ τί ποιήσει οὐκ εἴχασιν, ἠθέλαν κι οὐκ ἠθέλαν.
Μὴ προῦ ἀποθάνουν ἄδικον θάνατον εἰς τὸν κόσμον,
ὅλοι ἐπαραδόθησαν κι ὁ πρίγκιπας ἀτός του.
[§]Οὐδὲν ἐγλύτωσαν τινές, μόνη ἡ φτωχολογία·
ὅσοι ἠμπορέσαν κ’ ἔφυγαν κ’ ἦλθαν ἐκ τὴν Βλαχίαν,
οἱ μὲν ἐγλύτωσαν πεζοὶ κ’ ἦλθαν εἰς τὸν Μορέαν,
ἄλλους τινὲς ἐπιάσασιν οἱ Βλάχοι στὴν Βλαχίαν,
τοὺς ἄλλους πάλε ἐσκότωσαν κ’ ἐρρουχολόγησάν τους.
[§]Κι ὅσον ἔπαψε ὁ πόλεμος κ’ ἐκέρδισαν τοὺς Φράγκους,
ὥρισε ὁ Σεβαστοκράτορας κ’ ἐστήσασιν τὲς τέντες.
Ἡ τέντα τῆς κατούνας του τέσσαρους στύλους εἶχεν·
κι ἀφότου τὴν ἐστήσασιν κ’ ἐσέβηκεν ἀπέσω,
ὁρίζει κ’ ἦλθαν οἱ ἄρχοντες ὅλοι του οἱ κεφαλᾶδες,
κι ἀπαύτου ὁρίζει κ’ ἤφεραν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
τὸν ἀφέντην τῆς Καρύταινας καὶ ὅλους τοὺς καβαλλαρίους.
Τιμητικὰ τὸν ἔπιασε τὸν πρίγκιπα ἐκ τὸ χέριν,
γλυκέα τὸν ἐχαιρέτησε, σιμά του τὸν καθίζει.
[§]Καλῶς ἦλθες, ἀδέλφι μου, καλῶς ἦλθες γαμπρέ μου,
πολλὰ ἐπεθύμουν νὰ σὲ ἰδῶ ὡσὰν σὲ βλέπω ἐδάρτε».
Ἐκ τὸ ἄλλο χέριν ἔπιασε τὸν ἀφέντη τῆς Καρυταίνου,
τιμητικὰ τὸν ἔβαλε κ’ ἐκάτσε στὸ πλευρόν του.
Κι ἀφῶν ἐκάτσαν ἑνομοῦ κ’ ἐγέμισεν ἡ τέντα
τὸ πλῆθος τῶν καβαλλαρίων κι’ ὅλον τὸ ἀρχοντολόγι,
ἄρξετον ὁ Σεβαστοκράτορας τοῦ πρίγκιπος νὰ λέγῃ·
«Μὰ τὸν Χριστόν, καλὲ ἀδελφέ, πρίγκιπα καὶ γαβρέ μου,
πολλὰ ἔπρεπε νὰ εὐχαριστᾷς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἁγίους,
ὅταν ἔδωκεν ὁ Θεὸς ἐσὲν καὶ τῶν γονέων σου
νὰ εἶστε ἀφέντες τοῦ Μορέως, νὰ ἔχετε τέτοιαν δόξαν,
κ’ ἔπρεπε νὰ ἀναπαύεσαι ἐκεῖ στὴν ἀφεντίαν σου
καὶ νὰ μηδὲν ἐγύρευες ἄλλους νὰ ἀκληρήσῃς.
Εἰπέ με τὸ σὲ ἔφταισα καὶ τί κακὸν σ’ ἐποῖκα,
κ’ ἦλθες ἀπάνω εἰς ἐμὲν νὰ ἐπάρῃς τὸ ἰγονικόν μου;
καὶ πάλε οὐδὲν σὲ ἄρκησε νὰ ἔλθῃς εἰς ἐμένα,
ποῦ εἶμαι μετὰ σὲ γείτονας κ’ ἔχεις τὴν ἀδελφή μου,
ἀλλὰ ἦλθες στὸν ἀφέντη μου τὸν ἅγιον βασιλέα
νὰ ἐπάρῃς τὸ βασίλειον του, νὰ γένῃς βασιλέας.
Ἐν τούτῳ ἔπρεπε νὰ ἐγροικᾷς καὶ νὰ τὸ ἀπεικάσῃς
ὅτι ἔν’ καλλίων σου ἄνθρωπος καὶ χριστιανὸς μὲ ἀλήθειαν.
Καὶ ὁ Θεὸς ὅπου ἔνι κριτὴς καὶ κρένει εἰς τὸ δίκαιον, ἀπάνω
κ’ ἤφερέν σε εἰς τὰς χεῖρας του κ’ ἔχει σε εἰς θέλημάν του·
κι ὡσὰν ἐγύρευες ἐσὺ ἐκεῖνον ν’ ἀκληρήσῃς,
σὲ θέλει ἐβγάλει ἐκ τὸν Μορέαν, ὅπου οὐδὲν ἔχεις δίκαιον.
Ἐκεῖνος ἔνι γονικὸς τῆς Ρωμανίας ἀφέντης·
κ’ ἐσὺ ἂν ἔβγῃς ’κ τὴν φυλακήν, ἄγωμε εἰς τὴν Φραγκίαν,
ὅπου ἔνι ἐκεῖ τὸ φυσικὸν τὸ ἰγονικὸν ὅπου ἔχεις».
[§]Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσεν ἐτοῦτα ὅπου σᾶς λέγω,
ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, ρωμαίϊκα τοῦ ἀπεκρίθη·
«Κύρης μου σεβαστοκράτορα καὶ γυναικάδελφέ μου,
πολλὰ ἔχεις τὴν προτίμησιν μεγάλην ἀπὸ ἐμέναν
νὰ λέγῃς καὶ νὰ πολεμῇς, διατὶ εἶμαι εἰς φυλακήν σου.
 Ἐπεὶ διὰ τόσο ἂν ἔμελλε στὸν τόπον νὰ ἀποθάνω,
οὐ μὴ ν’ ἀφήσω νὰ εἰπῶ μέρος ἐκ τὴν ἀλήθειαν.
Οὐ πρέπει τὸν εὐγενικὸν ἄνθρωπον νὰ καυχᾶται,
οὔτε νὰ ψέγῃ ἂν ἔχῃ ἐχτρὸν καὶ φέρῃ τον ἡ τύχη
νὰ τὸν κρατῇ εἰς φυλακὴν ὡσὰν κρατεῖς ἐμέναν.
Καὶ πάλε ἄλλο χειρότερον, νὰ ψέγῃ ἄλλος εἰς πρᾶγμα,
τὸ ἔχει ἐκεῖνος τὴν αἰτίαν κ’ ἔνι καταπιασμένος.
[§]«Ἐγώ, ἀδελφέ, ἂν ἐγύρευα νὰ αὐξήσω τὴν τιμήν μου,
τὸ πλοῦτος καὶ τὴν δόξαν μου, πρέπει νὰ μὲ ἐπαινᾶτε,
διατὸ πρέπει τὸν ἄνθρωπον, ὅπου ἄρματα βαστάζει,
ν’ αὐξαίνῃ γὰρ τὸ πλοῦτος του, ὁμοίως καὶ τὴν τιμήν του,
μόνον νὰ μὴ ἔνι ἄδικον, νὰ ἐπαίρνῃ συγγενῶν του
καὶ νὰ ἀκληρᾷ τὴν σάρκαν του, τοὺς σαρκικούς του φίλους.
Πάντως ἐγὼ εἶμαι πρίγκιπας, ἕνας μικρὸς στρατιώτης,
κι οὐδὲν μὲ ἐβλέπεις ὅτι ἔδραμα ἀπάνω εἰς συγγενῆν μου
οὔτε εἰς φτωχὸν μου γείτοναν νὰ ἐπάρω τὸ ἐδικὸν του·
ἀλλὰ ἔδραμα εἰς βασιλέαν, ὅπου ἔνι ἀφέντης μέγας,
ὅπου ἔχει κράτος κι ἀφεντίαν μεγάλην εἰς τὸν κόσμον
κ’ ἔνι εἰς ἀντρία ἐξάκουστος ἀπάνω εἰς τοὺς στρατιῶτες
κ’ ἔνι τιμή μου κ’ ἔπαινος, νὰ πιάνωμαι μετ’ αὖτον,
διατὶ ἔνι ἐκεῖνος βασιλέας κ’ ἐγὼ μικρὸς στρατιώτης.
Καὶ πάλιν ἔνι ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ γένους τῶν Ρωμαίων
κι οὐδὲν μετέχω πρὸς αὐτὸν εἰς τίποτε συγγένειαν.
[§]Ἐσὺ γὰρ ὅπου εὑρίσκεσαι αὐτάδελφος Δεσπότου
μὲ τέτοιον τρόπον κι ἀφορμὴν ὡσὰν ἐσὺ τὸ ἐξεύρεις,
κι οὐδὲν σὲ ἀρκεῖ τὸ σ’ ἔδωκεν ἀπὸ τὸ ἰγονικόν του
τοῦ νὰ κρατῇς εἰς ἀφεντίαν τὸν τόπον τῆς Βλαχίας,
ὅπου ἔνι τὸ καλλιώτερον μέλος τῆς βασιλείας του,
ἀλλὰ ἐβουλήθης παντελῶς τοῦ νὰ τὸν ἀκληρήσῃς,
νὰ ἐπάρῃς ἐκεῖνο ὅπου κρατεῖ, ὅλον τὸ Δεσποτᾶτο,
κ’ ἐκεῖνος νὰ ἔνι τζάγδαρος, ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.
Κ’ ἔποικες ἄλλο πλειότερον, μεγάλην ἁμαρτίαν,
διατὶ οὐδὲν ὑπόμενες νὰ μάχεσαι μετ’ αὖτον,
ὡς γείτονας καὶ συγγενὴς, ὡς τὸ ἔχει ὁ κόσμος ὅλος,
ἀλλὰ ἔδραμες στὸν βασιλέαν ὅπου ἔνι ἀφέντης μέγας,
- διατὶ τὸν ἔχει ἀντίδικον κ’ ἐχτρεύεται μετ’ αὖτον -
διὰ νὰ σὲ δώσῃ συμμαχίαν καὶ δύναμιν φουσσάτου,
νὰ τὸν βοθριάσῃς παντελῶς καὶ νὰ τὸν ἀκληρήσῃς.
Κι οὐδὲν σὲ ἔπρεπε, ἀδελφέ, οὔτε τιμή σου ἔνι,
διατὶ μὲ ἤφερε ἡ ἁμαρτία κ’ ἡ τύχη τῆς στρατείας
κ’ ἔπεσα εἰς τὰς χεῖρας σου κ’ εἶμαι εἰς φυλακήν σου
νὰ μὲ ὀνειδίζῃς ἄσκημα, ἀδίκως, παρὰ λόγου,
εἰς πράγματα κ’ ὑπόθεσες, τὸ οὐδὲν ’ς ἐμὲ τυχαίνουν,
ἐδῶ εἰς τόσα πρόσωπα εὐγενικῶν ἀνθρώπων,
κ’ ἐκδύνεσαι τὰ πράγματα καὶ τὲς αἰτίες ὅπου ἔχεις
καὶ βάνεις τα ἀπάνω μου τὰ οὐδὲν μὲ ἐμὲ τυχαίνουν».
[§]Κι ὡς ἤκουσε ὁ σεβαστοκράτορας τοῦ πρίγκιπος τὰ λόγια,
τὸ πῶς τὸν ἀποκρίθηκεν μὲ ἀλαζονείαν μεγάλην
κι οὐδὲν τὸν ἐφροντίσετον διατὶ ἦτο εἰς φυλακὴν του,
μεγάλως τὸ ἐβαρύθηκεν, σφόδρα τὸ ἐλυπήθην.
Πολλὰ γὰρ ἐθυμώθηκεν, στὸν πρίγκιπα Γουλιάμον·
κι ἂν ἔλειπε διὰ ἐντροπὴν τῶν εὐγενῶν ἀνθρώπων
ὅπου εὑρισκόντησαν ἐκεῖ, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
εἰπεῖν καὶ ποιήσειν ἤθελεν τοῦ πρίγκιπος ἀσκημίαν.
Ὡς εἶδαν γὰρ οἱ εὐγενικοί, ποῦ ἦσαν ἐκεῖ μετ’ αὔτους,
τὴν πρόσοψιν καὶ τὸν θυμὸν τοῦ σεβαστοκρατόρου,
ἐβάλθησαν μὲ συντυχίες, μὲ τρόπους καλωσύνης,
κ’ ἐπράϋναν τὰ λόγια τους κ’ ἔβαλάν τους ’ς ἀγάπην.
[§]Κι ἀφότου ἀναπαύτηκεν εἰς τὴν Πελαγονίαν
ὁ σεβαστοκράτορας μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν,
τότε ἡμέρας δύο ἐποιήσασιν νὰ θάψουν τοὺς σκοτωμένους,
νὰ θεραπέψουν τὰς πληγὰς ὅσοι ἦσαν λαβωμένοι.
Ὤρθωσεν τὰ φουσσᾶτα του κ’ ἐκίνησαν ὑπαγαίνει
ὁλόρθα στὴν Κωνσταντινόπολιν ὅπου ἦτο ὁ βασιλέας.
Ἐπῆρε γὰρ τὸν πρίγκιπα τιμητικὰ μετ’ αὖτον·
σιμά του ἐκαβαλλίκευεν, μετ’ αὖτον ἐκοιμᾶτον·
καὶ τόσα ὡδηγέψασιν, ἀπόσωσαν στὴν Πόλιν.
Κι ἀφότου ἀπεζέψασιν κ’ ἐπιάσαν τὲς κατοῦνες,
ἐπῆρε ὁ σεβαστοκράτορας τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον·
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ κ’ εἰς τὸ παλάτι ἐσῶσαν.
Ὁ βασιλεὺς ἐκάθετον ἐτότε εἰς τὸ θρονίν του,
τὸν γῦρον τὰ ἀρχοντόπουλα καὶ μέσα ὁ βασιλέας.
Ὁ πρίγκιπας γονατιστὰ τὸν βασιλέα ἐχαιρέτα,
κι ὁ βασιλεύς, ὡς φρόνιμος κ’ εὐγενικὸς ὅπου ἦτον,
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ κι ἀπάνω τὸν σηκώνει·
«Καλῶς ἦλθες ὁ πρίγκιπας μετὰ τὴν συντροφίαν σου».
Ὥρισεν καὶ ἐκάθισεν μικρὸν ἐκεῖ μετ’ αὖτον
κι ἀπαύτου ὁρίζει ὁ βασιλέας κι ἀπῆραν τον ἀπέκει·
εἰς φυλακὴν τὸν ἔβαλαν μετὰ τιμῆς μεγάλης.
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας κ’ οἱ ἄλλοι φλαμουριάροι
ἐκεῖ μετὰ τὸν πρίγκιπα τοὺς ἔβαλαν νὰ εἶναι
διὰ νὰ ἔχουσιν ὁμότιμα καὶ παρηγόρημά τους
τὴν φυλακὴν ὅπου εἴχασιν διὰ φοῦμος τοῦ βασιλέως.
[§]Κι ὅσο ἐποίησαν εἰς φυλακὴν τὴν ἑβδομάδα ἐκείνην,
ὥρισεν γὰρ ὁ βασιλεύς, τὸν πρίγκιπαν ἠφέραν,
ὁμοίως καὶ τοὺς καβαλλαρίους ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον,
ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ βασιλέας ἀπάνω στὰ παλάτια·
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπαν ἀτός του ὁ βασιλέας·
«Πρίγκιπα, ἐσὺ θεωρεῖς κ’ ἐβλέπεις το ἀτός σου
τὸ πῶς εἶσαι εἰς φυλακὴν κ’ ἔχω σε εἰς ἐξουσίαν μου,
ἂν θέλω νὰ ἐλευτερωθῇς, ἂν θέλω νὰ ἀποθάνῃς.
Καὶ λέγω σε εἰς πληροφορίαν, καὶ μὴ τὸ ἀπιστήσῃς·
ἂν ἤσουν γὰρ εἰς τὸν Μορέαν ἐκεῖ ὅπου ἤσουν ἀφέντης,
καὶ νὰ εἶχες μάχην μετὰ ἐμὲν ὡσὰν νὰ ἐπεχειρίστης,
οὐδὲν ἠμπόρεις στὰ μακρέα μετ’ ἔμε νὰ ὑπομένῃς
νὰ μὴ σὲ ἐξήβαλα ἀπ’ ἐκεῖ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης,
νὰ ἐκέρδισα τὸν τόπον σου ὅπου ἔνι ἰγονικός μου.
Λοιπὸν ἀφότου εὑρίσκεσαι ἐδῶ στὴν φυλακήν μου
ἐσὺ κι ὅλος σου ὁ λαὸς κ’ εἶναι ἐδῶ μετ’ ἔσου,
ἂν θέλω ἀρτίως νὰ στείλω ἐκεῖ φουσσᾶτα ἐδικά μου,
νὰ στείλω μὲ τὰ κάτεργα νὰ ὑπάγουν τῆς θαλάσσης
κι’ ἀπαύτου πάλε ἀπὸ τῆς γῆς νὰ ὑπάγουν τῆς στερέας,
ἐπεὶ ἔνι γὰρ κι ὁ τόπος σου γυμνὸς ἐκ τὰ φουσσᾶτα,
νὰ τὸν ἐπάρουν εὔκολα καὶ νὰ τὸν ἔχῃς χάσει.
Ἐν τούτῳ λέγω, πρίγκιπα, καὶ συμβουλεύομαί σε·
διατὶ οἱ γονεῖς σου ἐκόπιασαν κ’ ἐξώδιασαν λογάρι
διὰ νὰ κερδίσουν τὸν Μορέαν, κ’ ἐσὺ πάλε ἀπ’ ἐκείνους,
περὶ νὰ χάσῃς τὰ κρατεῖς νὰ μείνῃς ἀκληρημένος,
ἔπαρε ἐκ τὸ λογάριν μου - πολὺ νὰ σὲ χαρίσω -
ἐσὺ κ’ οἱ καβαλλάροι σου ὅπου εἶναι ἐδῶ μετ’ ἔσου,
νὰ σᾶς ἐβγάλω ἀπ’ ἐδῶ, νὰ σᾶς ἐλευτερώσω·
κι ἀμέτε κι ἀγοράσετε χῶρες εἰς τὴν Φραγκίαν,
νὰ ἔχετε παντοτινὰ ἐσεῖς καὶ τὰ παιδία σας
κι ἀφῆτε ἐμέναν τὸν Μορέαν ὅπου ἔνι ἰγονικόν μου.
Ἐπεὶν κι ἂν σᾶς ἐξήβαλα ἐδῶ ἐκ τὴν φυλακήν μου,
καὶ νὰ ἦστε πάλε στὸν Μορέα, καθὼς ἦστε καὶ πρῶτα,
ποτέ σας νὰ μὴ ἔχετε ἐσεῖς καὶ τὰ παιδιά σας
εἰρήνην οὔτε ἀνάπαψιν νὰ φᾶτε τὸ ψωμί σας».
[§]Ὁ πρίγκιπας ἀφκράζετον τοῦ βασιλέως τὰ λόγια
κ’ ἐσκόπα πῶς ν’ ἀποκριθῇ ὅπως νὰ μὴ ἔχῃ σφάλλει.
Κι ὅσον εἶπεν κ’ ἐπλήρωσεν τὰ ἐλάλει ὁ βασιλέας,
ἄρξετον πάλε ὁ πρίγκιπας νὰ λέγῃ πρὸς ἐκεῖνον·
«Δέσποτα, ἅγιε βασιλέα, δέομαί σου τὸ κράτος,
ὡς ἄνθρωπος ξενωτικὸς κι ἀπαίδευτος ὅπου εἶμαι,
νὰ ἔχω τὴν συμπάθειον σου ἀπόκρισιν ποιήσω.
Ἀφῶν ὁρίζει, δέσποτα, τῆς βασιλείας τὸ κράτος
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἔχω στὸν Μορέαν
νὰ σὲ τὸν δώσω, ἀφέντη μου, λογάριν νὰ μὲ δώσῃς
ἐμὲν καὶ τῶν συντρόφων μου ὅπου εἶναι μετ’ ἐμέναν,
κ’ ὑπᾶμε ἡμεῖς εἰς τὴν Φραγκίαν ὅπου ἔν’ τὸ ἰγονικόν μας
καὶ τόπους ν’ ἀγοράσωμεν νὰ ἠμένωμεν εἰς αὔτους,
κ’ ἐσὲν νὰ μείνῃ ὁ Μορέας ὅπου ἔνι ἰγονικόν σου·
τὸ δύνομαι ν’ ἀποκριθῶ καὶ δύνομαι ποιῆσαι,
σὲ θέλω ποιήσει ἀπόκρισιν καὶ δέξου το εἰς ἀλήθειαν,
ἐπεί, ἂν μ’ ἐκράτεις ’ς φυλακὴν πενῆντα πέντε χρόνους,
ποτὲ ἀπὸ ἐμὲν οὐκ ἠμπορεῖς νὰ ἔχῃς ἄλλο πρᾶγμα,
μόνον κ’ ἐτοῦτο ὅπου ἠμπορῶ, λέγω τὴν βασιλείαν σου.
Ὁ τόπος γάρ, ἀφέντη μου ἐκεῖνος τοῦ Μορέως,
οὐδὲν τὸν ἔχω ὡς γονικὸν οὔτε παππουδικόν μου
διὰ νὰ τὸν ἔχω εἰς ἐξουσίαν νὰ δώσω καὶ χαρίσω.
Τὸν τόπον ποῦ ἐκερδίσασιν οἱ εὐγενικοὶ ἐκεῖνοι
ὅπου ἦλθαν γὰρ ἐκ τὴν Φραγκίαν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν
ὁμοῦ μὲ τὸν πατέρα μου, ὡς φίλοι καὶ συντρόφοι.
Μὲ τὸ σπαθὶ ἐκερδίσασιν τὸν τόπον τοῦ Μορέως,
ἀλλήλως τὸν ἐμοίρασαν μὲ ψήφους εἰς τὸ ζύγι·
τοῦ καθενὸς ἐδώκασιν πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχεν,
καὶ μετὰ ταῦτα ἐκλέξασιν ἀμφότεροί τους ὅλοι,
ὡς ἄνθρωπον τιμιώτερον καὶ φρονιμώτερόν τους,
κ’ ἐποῖκαν τὸν πατέρα μου ὡς ἀρχηγὸν εἰς ὅλους.
Μὲ συμφωνίες, στοιχήματα τὰ ἐβάλασιν ἐγγράφως
νὰ μὴ ἔχῃ δύναμιν καμμίαν νὰ κρένῃ μοναχός του,
οὔτε νὰ ποιήσῃ τίποτε πρᾶγμα γὰρ εἰς τὸν κόσμον
ἄνευ βουλῆς καὶ θέλημα ὁλῶν του τῶν συντρόφων.
Λοιπόν, ἀφέντη βασιλέα, ἐγὼ ἐξουσίαν οὐκ ἔχω
νὰ δώσω πρᾶγμα τίποτε ἀπὸ τὸν τόπον ποῦ ἔχω
διατὶ τὸν ἐκερδίσασιν μὲ τὸ σπαθὶ οἱ γονεῖς μας
πρὸς τὰ συνήθεια ποῦ ἔχομεν, τὰ ἐποίησαν ἀμφοτέρως.
Ἀλλά, ὡς ἔνι τὸ σύνηθες ὅπου ἔχουν οἱ στρατιῶτες,
τὸν πιάσουσιν εἰς πόλεμον καὶ φυλακέψουνέ τον,
μὲ ὑπέρπυρα καὶ χρήματα ἐξαγοράζουνέ τον.
Ἂς τὸ διακρίνῃ ἀφέντη μου, τῆς βασιλείας τὸ κράτος,
πρὸς τὴν οὐσίαν τοῦ καθενὸς ὅπου εἴμεθεν ἐνταῦτα
νὰ δώσῃ νὰ ἐξαγοραστῇ νὰ ἔβγῃ ἐκ τὴν φυλακήν σου.
Κι ἂν θέλῃ ἐτοῦτο, δέσποτα, τῆς βασιλείας τὸ κράτος,
νὰ βιαστοῦμε ὁ κατὰ εἷς τὸ δύνεται καὶ σώνει,
νὰ δώσῃ κ’ ἐξαγοραστῇ, νὰ ἔβγῃ ἐκ τὴν φυλακήν σου·
εἴτε σὲ φαίνῃ, ἀφέντη μου, νὰ μὴ μᾶς τὸ ποιήσῃς οὕτως,
ἐδῶ μᾶς ἔχεις ’ς φυλακὴν καὶ ποίησον ὡς κελεύεις».
[§]Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλέας μεγάλως ἐθυμώθη
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα μετὰ θυμοῦ μεγάλου·
«Πρίγκιπα, φαίνεται καλὰ ὅτι Φράγκος ὑπάρχεις,
διατὶ ἔχεις τὴν ἀλαζονείαν, ὡς τὸ ἔχουσιν οἱ Φράγκοι·
ἐπεὶ τοὺς Φράγκους πάντοτε ἡ ἀλαζονεία τοὺς χάνει
καὶ φέρνει τους ’ς ἀπώλειαν ἀπὸ τοὺς λογισμούς τους,
ὡσὰν σὲ ἤφερεν κ’ ἐσὲν ἐνταῦτα ἡ ἀλαζονεία σου,
καὶ ἦλθες εἰς τὰς χεῖρας μου ἐδῶ εἰς τὴν φυλακήν μου.
Καὶ λέγεις καὶ λογίζεσαι ἐκ τὴν ἀλαζονείαν σου
νὰ ἔβγῃς ἀπὸ τὰς χεῖρας μου κι ἀπὸ τὴν φυλακήν μου.
Διοῦ σὲ ὀμνύω, ὡς βασιλεύς, καὶ κράτει το εἰς ἀλήθειαν,
ὅτι ποτέ σου ἀπ’ ἐδῶ νὰ μὴ ἔβγῃς διὰ δηνάρια,
νὰ πουληθῇς διὰ χρήματα, νὰ ἐξέβῃς διὰ λογάριν».
[§]Ὥρισε εὐθέως ὁ βασιλέας κι ἁρπάξαν τον ἀπέκει,
ἐκεῖ τὸν ἐδιαβάσασιν στὴν φυλακὴν ὅπου ἦτον,
καθὼς ἀκοῦστε τὰ λαλῶ καὶ τὰ σᾶς ἀφηγοῦμαι.
Τὸ ἀκούσει γὰρ τὸν βασιλέαν, ὅσοι ἔστηκαν ἐμπρός του
οἱ Βάραγγοι γὰρ κ’ οἱ Ρωμαῖοι, ὅπου τὸν ἐφυλάγαν,
ἁρπάξασιν τὸν πρίγκιπα ὡσὰν μὲ ἀλαζονείαν
κ’ ἐκεῖ τὸν ἐδιαβάσασιν στὴν φυλακὴν ὅπου ἦτον.
Τρεῖς χρόνους ἔποικεν ἐκεῖ μὲ ὅλους τοὺς ἐδικούς του
βιαζόμενος ν’ ἀγοραστῇ μὲ χρήματα ὑπερπύρων.
[§]Κι ἀφῶν εἶδεν κ’ ἐγνώρισεν ἐκεῖνος κ’ οἱ ἐδικοί του
ὅτι ποτὲ διὰ ὑπέρπυρα, οὔτε γὰρ διὰ λογάριν
οὐδὲν τὸν ἐλευτέρωναν νὰ ἐβγῇ κ’ τὴν φυλακήν του,
μὲ τὴν βουλὴν καὶ θέλημα τοῦ ἀφέντου τῆς Καρυταίνου
καὶ τῶν ἀλλῶν φλαμουραρίων, ἐσυμβιβάστην οὕτως·
νὰ δώσῃ γὰρ τοῦ βασιλέως διὰ τὴν ἐλευτερίαν τους,
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας καὶ τῆς μεγάλης Μαΐνης,
τὸ τρίτον κι ὀμορφότερον τοῦ Μυζηθρᾶ τὸ κάστρον,
εἰς τρόπον γὰρ καὶ συμφωνίαν νὰ ἔβγῃ μὲ τὸν λαόν του,
μὲ ὅσους κι ἂν ἦσαν μετ’ αὐτὸν, μικρούς τε καὶ μεγάλους.
Κι ὅσον ἀπεκατέστησαν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες,
ἐγράφως τὲς ἐποίκασιν κι ὠμόσασιν εἰς αὖτες.
Ὁ βασιλεὺς εἶχεν υἱὸν μειράκιον νὰ βαφτίσῃ·
τὸν πρίγκιπαν ἐζήτησε κ’ ἐποῖκαν συντεκνίαν.
Στὲς συμφωνίες ὅπου ἔποικαν ἦτον κ’ ἐτοῦτο μέσα·
ποτὲ μάχην νὰ μὴ ἔχουσιν, ἀγάπην νὰ κρατοῦσιν·
κι ἂν ἔλθῃ ἐνάντιον τίποτε τινὸς ἀπὸ τοὺς δύο,
νὰ τὸν μαδίζῃ γὰρ τινὰς καὶ μάχην νὰ τοῦ κάμνῃ,
νὰ τοῦ βοηθῇ ὁ ἕτερος μὲ ὅλην του τὴν οὐσίαν.
[§]Κι ἀφότου ἀπεκατέστησαν ἐτοῦτα ὅπου σᾶς λέγω,
τὸν ἀφέντη τῆς Καρύταινας ἐδιόρθωσαν ἀλλήλως
ὁ πρίγκιπας κ’ οἱ ἕτεροι ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον,
νὰ ἀπέλθῃ γὰρ εἰς τὸν Μορέαν σωματικῶς ἀτός του,
τὰ κάστρη ὅπου σᾶς γράφω ἐδῶ νὰ τὰ ἔχῃ παραδώσει
τοῦ βασιλέως παιδόπουλα ὅπου ἤφερεν μετ’ αὖτον.
[§]Ἐτοῦτες γὰρ τὲς συμφωνίες ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι
ἐποίησε ἐτότε ὁ πρίγπιπας μὲ τὴν βουλὴν ὅπου εἶχεν,
εἰς τέτοιον τρόπον καὶ σκοπὸν καὶ λογισμὸν τὸ ἐποῖκεν,
ὅτι μεθ’ ὅτου θέλει ἐβγῆ ἐκεῖ ἐκ τὴν φυλακήν του,
ἤθελεν πράξει τίποτε μὲ τρόπον καὶ μὲ τέχνην,
τὰ κάστρη ἐκεῖνα ὅπου ἔδιδε, πάλε νὰ τὰ κερδίσῃ·
ἐπεὶ ἀφότου οὐκ ἴσχυσεν μὲ τίποτε ἄλλον τρόπον
νὰ ἐξέβῃ ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἐκεῖνος κ’ οἱ ἐδικοί του,
οἱ ὅρκοι ἐκεῖνοι ὅπου ἔποικαν στὴν φυλακὴν ὅπου ἦτον
τίποτε οὐδὲν τὸν ἔβλαβαν νὰ τὸν κρατοῦν διὰ ἀφιόρκον,
καθὼς τὸ ὁρίζει ἡ ἐκκλησία κ’ οἱ φρόνιμοι τὸ λέγουν.
[§]Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ ἐξάκουστος ἐκεῖνος,
ἀπὸ τὴν Πόλη ἐξέβηκεν μὲ αὐτοὺς τοῦ βασιλέως,
ὅπου τοὺς ἀποστέλνασιν τὰ κάστρη νὰ παραλάβουν.
Ἐκ τὴν στερέαν ἀπήλθασιν ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν,
ἐπέρασαν ἐκ τὴν Βλαχίαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Θήβαν,
κ’ ηὗραν ἐκεῖ ὅτι εἶχε ἐλθεῖ ἐτότε ὁ Μέγας Κύρης
ἐκ τὸ ρηγᾶτο τῆς Φραγκίας - ὅπου τὸν εἶχεν στείλει,
καθὼς τὸ ἀκούσετε ἐδῶ, ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος -
μὲ τὴν τιμὴν καὶ τὴν ἀξίαν ποῦ τοῦ ἔδωκεν ὁ ρῆγας
νὰ τὸν λαλοῦν καὶ λέγουσιν τῶν Ἀθηνῶν ὁ Δοῦκας.
[§]Κι ὡς εἶδεν ὁ Δοῦκας ὅτι ἦλθε ἐκεῖ ἐκεῖνος ὁ γαμπρός του
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα,
χαρὰν μεγάλην ἔποικεν ὡς ἀδελφός του ποῦ ἦτον.
Κι ἀφότου τὸν ἐρώτησε κ’ ἐπληροφόρησέ τον
τὸ πῶς ἐσυμβιβάστηκεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
νὰ ἐξέβῃ ἀπὸ τὴν φυλακὴν τοῦ βασιλέως, νὰ δώσῃ
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας καὶ τῆς μεγάλης Μάϊνης,
ὡσαύτως καὶ τοῦ Μηζηθρᾶ νὰ τὰ ἔχῃ ὁ βασιλέας,
μεγάλως τὸ ἐβλαστήμησεν, εἰς σφόδρα τὸ ἐλυπήθη.
Στριγγὴν φωνὴν ἐλάλησεν καὶ φανερὰ τὸν εἶπεν,
ὅτι διὰ τρόπον τίποτε ἐτοῦτο οὐδὲν τοῦ ἀρέσει,
νὰ παραλάβῃ ὁ βασιλέας ἐκεῖνα τὰ τρία κάστρη·
διατὶ εἶχεν γὰρ ὁ βασιλέας τότε μεγάλον κράτος
καὶ τῆς θαλάσσης καὶ στερέας εἶχεν στείλει φουσσᾶτα
κ’ ἐβγάλει μας ἐκ τὸν Μορέαν κ’ ἐπάρει τον ἐκεῖνος.
[§]Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἐστάθη μὲ τὸν Δοῦκαν·
μίαν ἑβδομάδα ἔποικαν ἐκεῖσε εἰς τὴν Θήβαν
ὅπου ἐπαραδιαβάζασιν, χαρὰν μεγάλην εἶχαν
ὡς ἄνθρωποι ὅπου εἴχασιν ἐπιθυμίαν μεγάλην
νὰ ἰδῇ ὁ εἷς τὸν ἕτερον καὶ νὰ χαροῦν ἀλλήλως.
[§]Καὶ μετὰ ταῦτα ἐμίσσεψαν ἀμφότεροι οἱ δύο.
Ἀπὸ τὴν Κόρινθον ἐπέρασαν καὶ ἦλθαν εἰς τὸ Νίκλι·
ἐκεῖ ηὗραν τὴν πριγκίπισσαν μὲ τὲς κυρᾶδες ὅλες
ὅλης τῆς Πελοπόνεσσος, τὸν λέγουσιν Μορέαν,
ὅπου εἶχαν ποιήσει σώρεψιν νὰ ἐπάρουν τὴν βουλὴν τους
διὰ τὰ μαντᾶτα ὅπου ἤκουσαν τῶν τρίων κάστρων ἐκείνων,
ὅπου ἔδιδεν ὁ πρίγκιπας τοῦ βασιλέως ἐτότε
διὰ νὰ ἔβγῃ ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἐκεῖνος κι’ ὁ λαός του
οἱ ἅπαντες ὅλοι τοῦ Μορέως, οἱ φλαμουριάροι ὅλοι
κ’ οἱ καβαλλάροι μετ’ αὐτοὺς ποῦ ἦσαν ἐκεῖ στὴν Πόλιν.
Διὰ τοῦτο ἦσαν οἱ ἀρχόντισσες ἐκείνων οἱ γυναῖκες
ἐκεῖ μὲ τὴν πριγκίπισσαν στὸ κάστρο του Ἀμυκλίου
κ’ ἐκάμνασιν τὸ παρλαμᾶ κ’ ἐπαῖρναν τὴν βουλήν τους·
κι οὐκ εἴχασιν ἄλλους τινὲς ἄντρες ἐκεῖ μετ’ αὖτες,
μόνον καὶ τὸν μισὶρ Λινὰρτ ὅπου ἦτον λογοθέτης
καὶ τὸν μισὶρ Πιέρη ντὲ Βὰς τὸν φρόνιμον ἐκεῖνον,
ὅπου ἦτο ὁ φρονιμώτατος ὅλου τοῦ Πριγκιπάτου.
Αὐτεῖνοι οἱ δύο εὑρέθησαν στὸ παρλαμᾶ ἐκεῖνο.
[§]Κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ἐκεῖνοι οἱ δύο ἀφέντες,
ὁ δοῦκας γὰρ τῶν Ἀθηνῶν κι ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
ἐκεῖ στὴν χώραν τοῦ Νικλίου εὐθέως ἐκατουνέψαν
κι ἀπαύτου ὁλόρθα ἐδιάβησαν νὰ ἰδοῦσιν τὲς κυρᾶδες
ποῦ ἦσαν μὲ τὴν πριγκίπισσαν ὅλες εἰς τὸ παλάτι.
Τὸ ἰδεῖ τους ἡ πριγκίπισσα γλυκέα τοὺς χαιρετίζει·
ἄρξετον τοῦ νὰ ἐρωτᾷ τοῦ ἀφέντη Καρυταίνου
τὸ πῶς ἦτον ὁ πρίγκιπας μετὰ τοὺς ἐδικούς του
στὴν φυλακὴν γὰρ τῆς Πολέου, τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποιῆσαν
νὰ ἐβγοῦσιν ἐκ τὴν φυλακήν, νὰ ἐλθοῦν στὰ ἐδικά τους.
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἄρξετον νὰ ἀφηγᾶται
τὸ πῶς ἐβιάστη ὁ πρίγκιπας κι ὅλοι του οἱ φλαμουριάροι
νὰ ἐξέβουν ἐκ τὴν φυλακὴν νὰ δώσουσιν λογάριν·
κι ὁ βασιλέας τοὺς ὤμοσεν ἀπάνω εἰς τὴν ψυχήν του·
ποτὲ νὰ μὴ ἔβγουν ἀπ’ ἐκεῖ διὰ δῶρα λογαρίου.
Κ’ ἐκεῖνοι βιαζόμενοι νὰ ἔβγουν ’κ τὴν φυλακὴν του
ἰσιάστησαν καὶ δίδουν του τὰ τρία κάστρη καὶ μόνον,
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας καὶ τῆς μεγάλης Μάϊνης,
ὡσαύτως καὶ τοῦ Μυζηθρᾶ νὰ τὰ ἔχῃ ἐδικά του·
ἀγάπην ἐποίησαν δυνατὴν καὶ συντεκνίαν ὁμοίως,
μὲ ὅρκους ἀφιρώσασιν ποτὲ μάχην μὴ κάμουν.
[§]Ἐνταῦτα ἀπεκρίθηκεν ἀτός του ὁ Μέγας Κύρης
καὶ λέγει τῆς πριγκίπισσας κι ὁλῶν τῶν ἀρχιερέων
ὅπου ἦσαν εἰς τὸ παρλαμᾶ ἐκεῖνο ὅπου σᾶς λέγω·
«Ἀλήθεια ἔνι, ὡς τὸ ἐξεύρουσιν μικροί τε καὶ μεγάλοι,
τὸ πῶς ἐσκανταλίστηκα μὲ τὸν ἐμὸν ἀφέντην
τὸν πρίγκιπα, διατὶ ἔλεγα μὲ ἄδικον μὲ ἐζήτει
ἄνθρωπος λίζιος νὰ γενῶ καὶ νὰ κρατῶ ἀπ’ αὖτον
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἔχω ἰγονικόν μου.
Ἄρματα γὰρ ἐβάσταξα μὲ αὐτὸν νὰ πολεμήσω.
Ἀλλὰ ὕστερον ἐγνώρισα ὅτι ἔσφαλα πρὸς αὖτον
κ’ ἐποίησα τὴν ἀνταμοιβὴν ὡς τὸ ὥρισεν ἀτός του.
Ἐν τούτῳ ἂν τύχῃ νὰ θαρροῦν τινὲς, ὅτι κακεύω
τοῦ ἀφέντου μου τοῦ πρίγκιπος διὰ ἐτοῦτο ὅπου σᾶς λέγω
ἀλλὰ εἰς ἀλήθειαν τὸ λαλῶ, κρατεῖτε το ἀπὸ ἐμέναν·
ὅτι ἂν ἐπάρη ὁ βασιλέας αὐτὰ τὰ τρία κάστρη,
τοὺς ὅρκους ὅπου ὤμοσεν οὐδὲν τοὺς θέλει στέρξει·
τόσα φουσσᾶτα καὶ λαὸν μᾶς θέλει ἐδῶ ἀποστείλει
ὅπου μᾶς θέλουν ἀπ’ ἐδῶ ἐβγάλει κι ἀκληρήσει.
Λοιπὸν διὰ νὰ ἐγνωρίσετε τὴν πιστοσύνην ποῦ ἔχω,
λέγω καὶ ἀφιρώνω το ἐτοῦτο νὰ ποιήσω·
ἐγὼ νὰ ἐμπῶ εἰς φυλακήν, κι ὁ πρίγκιπας ἂς ἔβγῃ·
εἴτε ἔνι διὰ ἐξαγόρασιν διὰ χρήματα ὑπερπύρων,
νὰ βάλω ἐγὼ τὸν τόπον μου σημάδι διὰ δηνέρια
κι ἂς πληρωθῇ ἡ ἐξαγόρασις τοῦ ἀφέντου μου τοῦ λίζιου».
[§]Ἐνταῦτα ἐσηκώθηκεν ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου
καὶ λέγει τῆς πριγκίπισσας ὀμπρὸς στὸν Μέγαν Κύρην·
«Κυρά μου, ἐτοῦτο ὅπου λαλεῖ ἐδῶ ὅλα τὰ ἐλαλήσαμεν ἐκεῖ στὴν φυλακήν μας,
τοὺς τρόπους καὶ τοὺς κίντυνους ὅπου ἠμποροῦν νὰ ἔλθουν.
Ἀλλὰ διατὶ εἴδαμε ἀφιρὸν τοῦ βασιλέως τὸ πεῖσμα,
εἴπαμεν οὕτως ἑνομοῦ κ’ ἐσυμβιβάσαμέ το·
τὸ κάστρο τῆς Μονοβασίας, τὸ ἐξεύρουσιν οἱ πάντες,
ὁ ἀφέντης μας ὁ πρίγκιπας τὸ ἐκέρδισεν ἀτός του·
τὴν Μάϊνην καὶ τὸν Μυζηθρᾶ, ἐκεῖνος γὰρ τὰ ἐποιῆσεν,
κ’ ἤθελεν εἶσται ἁμαρτία, κατηγορία μεγάλη,
ν’ ἀπόθανεν εἰς φυλακὴν ἐκεῖνος κ’ οἱ ἐδικοί του
διὰ κάστρη ὅπου ἔχτισεν κ’ ἐκέρδισεν ἀτός του.
Ἀλλ’ ἂς ἔβγῃ ’κ τὸν πειρασμὸν τῆς φυλακῆς ὅπου ἔνι,
καὶ μετὰ ταῦτα ὁ Θεὸς τοῦ θέλει γὰρ βοηθήσει
νὰ ἐπάρῃ γὰρ τὰ κάστρη του, νὰ τὰ ἔχῃ ὡς ἐδικά του.
Ἐν τούτῳ λέγω πρὸς ἐσᾶς, κρατεῖτε το ἀπὸ ἐμέναν·
ὅτι διὰ ἄνθρωπον τινὰν ὅπου ἔνι εἰς τὸν κόσμον,
οὔτε διὰ λόγια κι ἀφορμήν, τὰ λέγει πᾶσα ἕνας,
νὰ ἀφήκω τὸν ἀφέντη μου ’ς φυλακὴ νὰ ἀποθάνῃ.
Τὸν ὁρισμὸν ὅπου ὥρισεν θέλω νὰ τὸν πληρώσω,
νὰ δώσω γὰρ τὰ κάστρη του νὰ ἐβγῇ ’κ τὸ πιλατήριον,
κι ἀφῶν ἐβγῇ ’κ τὴν φυλακὴν ὁ Θεὸς ἂς τοῦ βοηθήσῃ».
[§]Κι ἀπαύτου ἐμετασύντυχεν ἀτός του ὁ Μέγας Κύρης
τοῦ ἀφέντου τῆς Καρύταινας, οὕτως τοῦ ἀπεκρίθη·
«Μὰ τὸν Χριστόν, καλὲ ἀδελφέ, μὲ ἀλήθειαν σὲ τὸ λέγω,
ἂν τὸ ἔμαθεν ὁ βασιλέας κι ἂν τὸ ἐπληροφορέθη,
τὸ πῶς οὐδὲν τοῦ δίδομεν τὰ κάστρη ὅπου γυρεύει,
οὐδὲν χρήζει τὸν πρίγκιπα μὲ τὸ ἅλας νὰ τὸν φάγῃ,
ἀλλὰ νὰ ἐπάρῃ ὑπέρπυρα νὰ τὸν ἐλευτερώσῃ.
Καὶ πάλιν λέγω πρὸς ἐσέ, καὶ κράτει το, ὡς τὸ θέλεις,
ὅτι, ἂν ἐσκόπα ὁ πρίγκιπας τὸ τί ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ,
κάλλιον ἦτον νὰ ἀπόθανεν ἐκεῖνος μοναχός του
παρὰ νὰ χάσουν οἱ λοιποὶ οἱ Φράγκοι τοῦ Μορέως
τὰ ἰγονικὰ ποῦ ἐκέρδισαν μὲ κόπον οἱ γονεῖς τους,
ὡσὰν τὸ ἔποικεν ὁ Χριστός, τὸν θάνατον ἐγεύτη
διὰ νὰ λυτρώσῃ τὰς ψυχὰς τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων
ἐκ τῆς αἰωνίου κολάσεως, ὅπου ὑπαγαίναν ὅλοι.
Ἕνας κάλλιον ν’ ἀπόθανε παρὰ χίλιοι διὰ ἐκεῖνον.
Ἐγὼ ἐξεφορτώνομαι καὶ λέγω τὴν ἀλήθειαν,
κ’ ἐσύ, ἀδερφέ μου, ποῖσε το ἐκεῖνο ὅπου σὲ ὡρίσαν».
[§]Ἀφότου γὰρ ἐπλήρωσε τὸ παρλαμᾶν ἐκείνο,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ποῦ ἐβάστα τὰ σημάδια,
τὰ ἔδωκεν ὁ πρίγκιπας νὰ δώσῃ τῶν καστελλάνων,
ἀπὲ τὸ Νίκλι ἐκίνησεν καὶ εἶχε μετ’ ἐκεῖνον
τοῦ βασιλέως τὸν ἄρχοντα, τὸν ἔστειλεν μετ’ αὖτον
τὰ κάστρη νὰ τοῦ δώσουσιν διὰ τὸν βασιλέαν·
ἐδιέβην εἰς τὸν Μιζηθρά, αὐτὸν ἐδῶκεν πρῶτον,
ἀπέκει τὴν Μονοβασίαν καὶ τρίτον δὲ τὴν Μάνην.
Καὶ ὅσον ἐπαρέδωκεν τὰ κάστρη ὅπου λέγω,
ἐπῆρε διὰ ὄψιδαν τοῦ βασιλέως νὰ δώσῃ
τὴν θυγατέρα ἐκεινοῦ τοῦ Μπάσαβα τοῦ ἀφέντου,
ὅπου ἦτον πρωτοστράτορας ὅλου τοῦ πριγκιπάτου,
μισὲρ Τζὰν τὸν ἐλέγασιν, ντὲ Νέουλη τὸ ἐπίκλη·
ὡσαύτως καὶ τὴν ἀδελφὴν τοῦ Τσάδρου γὰρ ἐκείνου,
ποὺ ἦτον μέγας κοντόσταυλος τοῦ πριγκιπάτου ὅλου·
αὐτὲς τὲς δύο ἐδιάβαζαν ὀψίδες εἰς τὴν Πόλιν
κ’ ἐξήβαλαν τὸν πρίγκιπα καὶ τοὺς καβαλλαρίους
καὶ ὅλους τοὺς φλαμουριαρίους μικρούς τε καὶ μεγάλους,
καὶ ἤλθασιν εἰς τὸν Μορέαν μετὰ χαρὲς μεγάλες.
[§]Ὡς ἦλθεν δὲ ὁ πρίγκιπας ἐτότε στὸν Μορέαν,
καλὰ τὸν ἀποδέχτησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι.
Ὡς εἶχεν γὰρ ἐπεθυμίαν νὰ ἰδῇ καὶ νὰ γυρέψῃ
τὰ κάστρη καὶ τὲς χῶρες του ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα,
οὐδὲν ἠθέλησεν ποσῶς ἐκεῖσε νὰ ἀργήσῃ·
ἐπῆρε τοὺς καβαλλαρίους, ὅπου εἶχεν μετ’ ἐκεῖνον,
κ’ ὑπάγαινεν ἐβλέποντα τὰ κάστρη καὶ τὲς χῶρες
κι ὁλόρθα ἐδιάβηκεν στὴν Λακηδαιμονίαν.
Ὡσὰν ἠγάπα κ’ ἤθελεν νὰ ἰδῇ τὸν Μορέαν,
οὐδὲν ὑπῆγεν μοναξὸς ὡσὰν φτωχὸς στρατιώτης,
ἀλλ’ ἐδιέβη ὡς πρίγκιπας, καλὰ συντροφεμένος,
ἐκεῖ ὅπου τὸν ἀγαποῦν κ’ ἐπεθυμούσασίν τον.
Ἄλλοι ἔτρεχαν ὑπάγαιναν ἐκεῖ εἰς τὴν συντροφίαν,
ἄλλοι ἐβαστοῦσαν ἄρματα, ἄλλοι χωρὶς ἀρμάτων.
[§]Καὶ ὡς τοὺς εἶδαν οἱ Ρωμαῖοι, ποῦ ἦσαν τοῦ βασιλέως,
ἐκεῖθεν ἐκ τὸν Μηζηθρὰν ἀπάνω ἀπὲ τὸ κάστρο,
ἐλόγισαν, ἐσκόπησαν ὅτι μάχην γυρεύου
οἱ Φράγκοι γὰρ μετ’ ἐκεινοὺς ἤγουν δὲ τοὺς Ρωμαίους.
Τῶν ἀρχηγῶν ἐμήνυσαν τοῦ Μιλιγγοῦ τοῦ δρόγγου,
συμβίβασιν ἐποίησαν καὶ ὅρκους ὑπωμόσαν
νὰ στέκουν διὰ τὸν βασιλέαν, νὰ ἀρνήσωνται τοὺς Φράγκους.
Μαντατοφόρους ἔστειλαν εἰς τὴν Μονοβασίαν
εἰς κάποιον Καντακουζηνὸν ὅπου ἦτον κεφαλή τους.
Ἐγράψαν κι ἀφιρῶσαν τον κ’ ἐπληροφόρεσάν τον
τὸ πῶς ἦλθεν ὁ πρίγκιπας μὲ ὅλα του τὰ φουσσᾶτα,
τὴν μάχην ἐπεχείρησεν κατὰ τοῦ βασιλέως.
Κ’ ἐκεῖνος γὰρ τὸ ἐπίστεψεν καὶ ξύλον ἀρματώνει·
μαντατοφόρους ἔστειλεν κι ἀπῆλθαν εἰς τὴν Πόλιν,
ἐκεῖσε εἰς τὸν βασιλέαν κ’ ἐπληροφόρησάν τον
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος,
ἐπάτησε τὸν ὅρκον του καὶ ἄρχισε τὴν μάχην
ἐκεῖ στὴν Λακοδαιμονίαν, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅλα·
τοὺς τόπους γὰρ τοῦ βασιλέως ἄρχισε νὰ κουρσεύῃ.
[§]Ἀκούσων γὰρ ὁ βασιλέας ὁ μέγας Παλαιολόγος,
ἐπίστεψεν τὰ σὲ λαλῶ, τὰ τοῦ εἶχεν μηνύσει
ἀπέκει ἐκ τὴν Μονοβασίαν ἡ κεφαλὴ ὅπου εἶχεν.
Μεγάλως τὸ ἐθαυμάστηκεν κ’ ἐβάρυνέ το σφόδρα
τὸ πῶς οὕτως καταγουργὶς ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
ἐπάτησε τὸν ὅρκον του ὅπου εἴχασιν μετ’ αὖτον·
τὴν μάχην ἄρχασε ζεστὴν ἐκεῖσε εἰς τὸν Μορέαν.
Ἐνταῦτα ἦλθεν στὴν Τουρκίαν κ’ ἐρρόγεψε τοὺς Τούρκους·
χιλίους ἐρρόγεψε ἐκλεχτοὺς κι ἄλλους πεντεκοσίους,
καὶ ἦλθαν κι ἀνατολικοὶ κἄν ἄλλες δύο χιλιάδες.
Ἐξάδελφόν του ἐδιόρθωσεν καὶ κεφαλὴν τὸν θέτει
ἀπάνω εἰς ὅλους ἐκεινοὺς ὅπου μὲ ἀκούεις καὶ λέγω,
τὸν Μακρυνὸν τὸν ἔλεγαν, οὕτως τὸν ὠνομάζαν.
[§]Κράζει τον γὰρ καὶ ὁρίζει τον νὰ ἐπάρῃ τὰ
φουσσᾶτα ἐκεῖνα ὅπου τοῦ ἔδιδεν, νὰ ἀπέλθῃ στὸν Μορέαν
νὰ πολεμῇ καὶ μάχεται μετὰ τὸν σύντεκνόν του,
ἐκεῖνον ὅπου ἐλέγασιν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον.
Ὁρίζει γὰρ καὶ εἶπε τον διὰ τίποτε λογάριν,
ὅπου νὰ χρήζῃ, μετ’ αὐτὸ φουσσᾶτα νὰ ρογέψῃ,
νὰ εὐεργετήσῃ γὰρ τινὲς τοῦ νὰ προσφέρῃ εἰς αὖτον·
μὴ ἀκριβευτῇ ὀκνήσῃ το, μὴ ὅλως τὸ ἀμελήσῃ,
ἀλλὰ ἂς βιαστῇ μὲ προθυμίαν τὸν τόπον νὰ κερδίσῃ·
«Ἐπεῖν ἀφῶν ὁ πρίγκιπας ἄρχισε γὰρ τὴν μάχην
ὅπου ὑπωμόσαμεν οἱ δύο ἀγάπην νὰ κρατοῦμεν,
ἐκεῖνος ἔχει τὴν ἁμαρτίαν, ἐκεῖνος καὶ τὸ ψέγος».
Χαρτία ἄγραφα τοῦ ἐβούλλωσε μὲ τὸ χρυσόβουλλόν του,
καὶ λέγει τοῦ οὕτως. «Μακρυνέ, ἔπαρέ τα μετά σε,
κι ἂν κάμῃ χρεία προνοιάσματα ἢ εὐεργεσίες νὰ ποιήσῃς,
πρὸς τὴν οὐσίαν τοῦ καθενὸς τὸ θέλεις εὕρει εἰς αὖτον,
ὅριζε καὶ ἂς τοῦ γράφουσι εἰς αὖτα τὰ χαρτία».
Τοῦ Δρόγγου, τοῦ Γαρδαλεβοῦ, ὁμοίως τῆς Τσακωνίας
χρυσόβουλλον τοὺς ἤφερεν, ὅλοι νὰ εἶναι ἐγκουσάτοι,
ἄρματα νὰ βασταίνουσιν, δεσποτικὰ μὴ ποιήσουν.
Εἰς κάτεργα ἐσέβησαν, ’ς καράβια καὶ ταρέτες
καὶ τῆς θαλάσσης ἤλθασιν εἰς τὴν Μονοβασίαν.
[fr§333]Οὕτως ὡσὰν σὲ τὸ λαλῶ κι ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
ἄρχισε ἡ μάχη στὸν Μορέαν νὰ μάχονται οἱ δύο,
ὁ βασιλέας κι ὁ πρίγκιπας, ὅπου ἦσαν γὰρ συντέκνοι.
Κι ὡς ἔσωσεν ὁ Μακρυνὸς εἰς τὴν Μονοβασίαν,
ἐπέζεψεν ’ς τὰ κάτεργα ἐκεῖνος κι ὁ λαός του.
Ὁλόρθα εἰς Λακεδαιμονίαν ἦλθεν μὲ τὰ φουσσᾶτα·
ἐρώτησε τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχηγῶν, ὅπου ἦσαν
στὸν δρόγγον γὰρ τοῦ Μελιγοῦ, ὁμοίως τῆς Τσακωνίας,
ὁλῶν ἀπόστειλε γραφὰς ἀπὸ τὸν βασιλέαν,
ἄλλους ἔποικεν σεβαστούς, τοὺς πρώτους γὰρ τζαστᾶδες.
Τὰ Βάτικα ἐπροσκύνησαν, ὁμοίως κ’ ἡ Τσακωνία·
ὁ δρόγγος γὰρ τοῦ Μελιγοῦ, τὸ μέρος τῆς Γιστέρνας,
ἐκεῖνοι ἐρροβόλεψαν μετὰ τὸν βασιλέα.
[fr§334]Κ’ ὡς ἔμαθεν ὁ πρίγκιπας ἐτοῦτα τὰ μαντᾶτα
τὸ πῶς ἦλθεν ὁ Μακρυνὸς καὶ ἄρχασε τὴν μάχην,
τὲς χῶρες του ἐκούρσευεν κ’ ἐζήμιωνε μεγάλως,
μαντατοφόρους ἔστειλε ἐκεῖ στὸν Μέγαν Κύρην,
στὸν Εὔριπον κ’ εἰς τὰ νησία νὰ ἔλθουν οἱ φλαμουριάροι
μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἴχασιν διὰ νὰ τὸν συμμαχήσουν.
Κ’ ἐκεῖνοι τοῦ ἐπαρήκουσαν κι οὐδὲν ἦλθαν ἐνταῦτα.
Ὁ πρίγκιπας ἐχόλιασεν μεγάλως πρὸς ἐκείνους.
[fr§335]Ἐπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του ὅπου εἶχεν στὸν Μορέαν
κ’ ἦλθεν στὸ κάστρον τοῦ Νικλίου μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν.
Κι ὡς ἤκουσε καὶ ἔμαθεν τὸ πῶς ἐρροβολέψαν
ἡ Τσακωνία, τὰ Βάτικα, καὶ τῶν Σκλαβῶν ὁ δρόγγος,
οὐδὲν τοῦ ἐδόθη γὰρ βουλὴ νὰ ὑπάγῃ ἐκεῖ πρὸς αὔτους,
διατὸ ἤσασιν πολὺς λαὸς κ’ ἐκεῖνος εἶχε ὀλίγον.
Ἀλλὰ βουλὴν τοῦ ἐδώκασιν τὰ κάστρη νὰ γαρνίσῃ,
νὰ σωταρχίσῃ δυνατά, καλὰ νὰ τὰ ἀφιρώσῃ,
κι ἀτός του γὰρ σωματικῶς στὴν Κόρινθον ν’ ἀπέλθῃ,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ
νὰ ποιήσῃ νὰ ἔρχεται εὐθέως ἀτός του ὁ Μέγας Κύρης,
τοῦ Εὐρίπου οἱ ἀφέντες οἱ τρεῖς, ὡσαύτως κι ὁ μαρκέσης
τῆς Ποντενίτσας, σὲ λαλῶ, καὶ τῶν νησίων οἱ ἀφέντες.
Κι ὡσὰν τοῦ ἐδόθη ἡ βουλὴ στὴν Κόρινθον ἐδιάβη·
τὸ θάρρος γὰρ τοῦ πρίγκιπος κι ὁ λογισμὸς ὅπου εἶχεν
ἦτον νὰ δώσῃ πόλεμον, εἰς κάμπον ἂν τὸν εὕρῃ,
τὴν κεφαλὴν τοῦ βασιλέως, τὸν Μακρυνὸν ἐκεῖνον.
[fr§336]Ἐκεῖνος γὰρ ὁ Μακρυνὸς ὡς εἶδεν ἀπὸ πρώτου
τὸ πῶς τὸν ἐπροσκύνησαν οἱ τόποι ὅπου σᾶς γράφω,
καθίζει, γράφει γράμματα, μαντοφόρους στέλνει
ἐκεῖσε εἰς τὸν βασιλέα ὅπου ἦτον εἰς τὴν Πόλιν,
τὸ πῶς ἦλθεν εἰς τὴν Μορέαν μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν
κ’ εὐδόκησέ τον ὁ Θεὸς κ’ ἡ εὐχὴ τοῦ βασιλέως,
κ’ ἐκέρδισε δίχα σπαθίου τὸ κρίνον τοῦ Μορέως.
Λοιπόν, ἂν θέλῃ ὁ βασιλέας φουσσᾶτα νὰ τοῦ στείλῃ
ἄλλα πλεῖστα καὶ πλειότερα παρὰ ἐκεῖνα ὅπου τοῦ ἐδῶκεν,
ἐλπίδας εἶχεν στὸν Χριστὸν μὲ εὐχὴν τοῦ βασιλέως
τὸν τόπον ὅλον τοῦ Μορέως νὰ τὸν ἔχῃ κερδίσει.
Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλέας ἐχάρηκεν μεγάλως·
τὸν Μέγαν γὰρ Δεμέστικον, ὅπου ἦτον ἀδελφός του,
κράζει καὶ λέγει του· «Ἀδελφέ, θέλω νὰ ὑπάῃς ἐνταῦτα
ἐκεῖσε γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, πᾶρε χιλίους μετ’ ἔσου,
ὅλους ἀπάνω στὰ ἄλογα θέλεις νὰ τοὺς ἐκλέξῃς·
ρῖξον ρόγαν κ’ ὑπέρπυρα καὶ δός τους ὅσον θέλουν.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΦΡΑΓΚΩΝ ΕΙΣ ΜΟΡΕΑΝ
Κι ἂς ἔλθῃ ὁ Κατακουζηνὸς νὰ ἔνι κι αὐτὸς μετ’ ἔσου,
διατὸ ἔνι γὰρ ἐξάκουστος παιδευτικὸς στρατιώτης·
σπούδαξον τὸ γοργότερον τοῦ νὰ ἔχῃς συμμαχήσει
τὸν Μακρυνὸν ὅπου ἔστειλα καὶ τὸν Μορέαν κερδίσει».
Κι ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο,
τὸ τοῦ ὥρισεν ὁ βασιλέας ἀτός του ὁ ἀδελφός του,
ἐσπούδαξεν κ’ ἐρρόγεψε τὸ ἄνθος τῆς Ρωμανίας.
Ἐσέβησαν στὰ κάτεργα ὁμοίως εἰς τὰ καράβια,
καὶ ἦλθαν στὴν Μονοβασίαν εἰς δεκαπέντε ἡμέρες.
[fr§337]Ἀφότου γὰρ ἐπέζεψεν Δεμέστικος ὁ Μέγας,
ὁ αὐτάδελφος τοῦ βασιλέως, εἰς τὴν Μονοβασίαν,
ἐρώτησεν ποῦ εὑρίσκετον ὁ Μακρυνὸς ἐκεῖνος·
κ’ εἶπαν του ὅτι στὸν Μυζηθρὰ στέκει μὲ τὰ φουσσᾶτα,
ὅπου τὴν παρακάθεται τὴν Λακκοδαιμονίαν
«καὶ καθ’ ἑκάστη ἐκδέχεται τὴν βασιλείαν σου, ἀφέντη».
Κ’ ἐκεῖνος ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐσπούδαξεν καὶ ἦλθεν
ἐκεῖ στὴν Λακκοδαιμονίαν, τὸν Μακρυνὸν ἑνώθη·
βουλὴν ἐπῆραν ἑνομοῦ τὸ πῶς νὰ ἔχουν πράξει.
Ἐμάθαν ὅτι ὁ πρίγκιπας εὑρίσκεται στὴν Κόρινθον
κ’ ἐσκόπησαν ὅτι μὲ αὐτὸν ἔχει γὰρ τὸν λαόν του.
Εἰς τοῦτο ἐδόθη ἡ βουλὴ νὰ ὑπᾶν εἰς τὸν Μορέαν
νὰ εὑροῦν τὸν τόπο ἀπόσκεπον καὶ θέλουσιν κερδίσει.
Τ’ ἀλλάγια τοῦ φουσσάτου τους ἐχώρισαν ἐνταῦτα·
ἕξι χιλιάδες εὑρέθησαν ὅπου ἦσαν καβαλλάροι·
ἀλλάγια ἐποίησαν δεκαοχτώ, πρὸς τρία εἶχε ἡ χιλιάδα.
Τὰ πεζικά τους εἴχασιν ἀρίφνητα σὲ λέγω,
ἐπεὶ εἶχαν τοῦ Γαρδαλεβοῦ σὺν τὰ τῆς Τσακωνίας,
τοῦ δρόγγου γὰρ τοῦ Μελιγοῦ καὶ τῆς μεγάλης Μάϊνης.
[fr§338]Οἱ Σκορτινοὶ ἐρροβόλεψαν καὶ ἦσαν μετ’ ἐκείνους.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
Ἐκίνησαν κ’ ἐρχόντησαν ἐκ τοῦ Χελμοῦ τὰ μέρη·
ἐσῶσαν στὴν Βελίγοστην, ἐπιάσασιν κατοῦνες,
ἐκάψασιν τὸ ἐμπόριον, τὸ κάστρον μόνι ἀφῆκαν.
Τὴν ἄλλη ἡμέραν ἤλθασιν στὸν κάμπον Καρυταίνου,
ἐκεῖ στὸν παραπόταμο ἐμεῖναν τὴν ἑσπέραν·
ἐπὶ τῆς αὐρίου ἐκίνησαν κ’ ἦλθαν στὴν Λιοδώραν,
τὸ παρεπόταμον τοῦ Ἀλφέως ὁλόρθα ἐκατεβαῖναν·
ΜΑΧΗ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ
στὴν Ἴσοβαν ἐδιάβηκεν ἀλλάγι ἀπὸ τοὺς Τούρκους,
τὸ μοναστῆρι ἐκάψασιν ἔδε ἁμαρτία ποῦ ἐγίνη.
Ἀπαύτου ἐκατέβησαν ὁλόρθα εἰς τὴν Πρινίτσαν·
ἐκεῖ κατοῦνες ἔπιασαν, ἐστήσασιν τὲς τέντες.
Ἰδόντα γὰρ οἱ Σκορτινοὶ τὸ πλῆθος τοῦ φουσσάτου,
εὐθέως ὅλοι ἐπροσκύνησαν - σφάλμα μέγαν ἐποῖκαν -
κ’ ἐκεῖνοι τοὺς ὡδήγεψαν κ’ ἐπροβεδίζανέ τους.
Ἐν τούτῳ γὰρ ἀφίνω ἐδῶ τὰ λέγω κι ἀφηγοῦμαι
διὰ τὸν Μέγαν Δεμέστικον καὶ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ καὶ νὰ σὲ καταλέξω
τὸν πόλεμον ποῦ ἐγίνετον ἐτότε εἰς τὴν Πρινίτσαν.
Τριακόσιοι Φράγκοι ἐκέρδισαν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα,
τὸ πῶς τὸ μέλλω ἀφηγηθῆ ἐμπρὸς εἰς τὸ βιβλίον μου.
Ὡσὰν ἐδιάβη ὁ πρίγκιπας ἐτότε εἰς τὴν Κόρινθον
(διὰ νὰ ὀρθώσῃ καὶ νὰ ἐλθῇ τῶν Ἀθηνῶν ὁ δοῦκας
κ’ οἱ ἄλλοι ἀφέντες τῶν νησίων μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχαν
εἰς συμμαχίαν τοῦ πρίγκιπος, διὰ νὰ ἔχουν πολεμήσει
τὸν μέγαν γὰρ Δεμέστικον μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν),
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
ἦτον ἀφήκοντα εἰς Μορέαν δικαῖον του διὰ μπάϊλον
τὸν μισὶρ Ντζὰ ντὲ Καταβᾶ, ἕναν του καβαλλάρην·
ἄνθρωπος ἦτον φρόνιμος, παιδευτικὸς εἰς σφόδρα,
στρατιώτης γὰρ ἀπόκοτος κ’ εἰς ἄρματα τεχνίτης.
Ἀστένειον εἶχε φοβερὴν ὅτι ἦτον ρεματιάρης
κι οὐδὲν ἠμπόρει νὰ κρατῇ σπαθὶν οὔτε κοντάριν·
κ’ ὡς ἔμαθεν πληροφορίαν ὅτι ἔρχετον τὸ φουσσᾶτο
τοῦ βασιλέως, τὸ ὡδήγευεν Δεμέστικος ὁ Μέγας,
ἐβιάστη, περιεσώρεψεν ’κ τὸν κάμπον τοῦ Μορέως
ὅσο φουσσᾶτο ἠμπόρεσεν καὶ ὅσον ἠδυνήθη.
Κι ὅσον τοὺς περιεσώρεψεν ἐγνώμιασεν πόσοι ἦσαν·
τριακόσιοι γὰρ καὶ δώδεκα εὑρέθησαν καὶ μόνον.
Ἀπῆρεν τους κι ἀνέβαινεν τὰ μέρη τῶν Κρεστένων
γυρεύοντα κατερωτῶν, τὸ ποῦ εἶναι τὰ φουσσᾶτα
τοῦ βασιλέως, ὅπου ἔρχονται στὸν κάμπον τοῦ Μορέως.
Κι ὡς ἔμαθεν ὅτι ἔσωσαν ἐκεῖσε εἰς τὴν Πρινίτσαν,
στὸ παραπόταμο τοῦ Ἀλφέως ἐσέβη διὰ νὰ ὁδεύῃ.
Κι ὡς ηὗρεν τὴν καρφολασίαν ἐκείνου τοῦ φουσσάτου,
ἐσέβην ἐξοπίσω τους κ’ ἔρχετο ἐλάμνοντά τους.
Κι ὅταν ἦλθε κι ἀπέσωσεν εἰς ὁκάτι μικρὴν κλεισοῦραν
ἐκεῖ πλησίον, τὸ λέγουσιν στὸ Ἀγρίδι Κουνουπίτσας,
κ’ εἶδαν τοὺς κάμπους ἐκεινοὺς γεμάτους τὰ φουσσᾶτα
- ταχύτσιν ἦτον ἀκομή, ὥρα ἀνατελμάτου -
ΜΑΧΗ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ
ἀφνίδια γὰρ ἐξέβησαν εἰς τὰ φουσσᾶτα ἐκεῖνα.
Ὁ μισὶρ Ντζιὰ ντὲ Καταβᾶς, ὁ φοβερὸς στρατιώτης,
τίποτε οὐδὲν ἐδείλιασεν διὰ τὸ πολὺ φουσσᾶτο.
Περίχαρος ἐγίνετον, κράζει τὴν συντροφίαν του,
καὶ λέγει οὕτω πρὸς αὐτοὺς μὲ προθυμίαν μεγάλην·
«Ἀφέντες φίλοι κι ἀδελφοί, συντρόφοι ἠγαπημένοι,
ὅλοι πρέπει νὰ χαίρεστε καὶ τὸν Θεὸν δοξάζειν
ὅταν μᾶς ἤφερε ὁ Θεὸς ’ς τόσα ἐπιδέξιον τόπον,
τόσα φουσσᾶτα ἄφαντα νὰ τὰ ἔχωμεν κερδίσει.
Προσέχετε, καλοὶ ἀδελφοί, κἀνεὶς μὴ τοὺς δειλιάσῃ
διατὸ ἔνι πλῆθος γὰρ λαοῦ· διὰ τοῦτο ὅπου, σᾶς λέγω,
τούτους νὰ πολεμήσωμεν ὅτι κάλλιόν μας ἔνι,
παρὰ νὰ ἦσα ὀλιγώτεροι καὶ μιᾶς φυλῆς ἀνθρῶποι.
Ἐτοῦτοι εἶναι ἀπόξενοι ἀπὸ διαφόρους τόπους,
ἀπαίδευτοι νὰ πολεμοῦν μετὰ Φράγκους ἀνθρώπους·
μηδὲν ὀκνήσωμεν ποσῶς νὰ μᾶς ἀποσκεπάσουν,
ἀφνίδως ἂς τοὺς δώσωμεν ὅλοι μὲ τὰ κοντάρια.
Τὰ ἄλογα, ὅπου ἔχουσιν, ὅλα ὑπαρίππια εἶναι,
ἑνὸς φαρίου μας ἡ φορὰ νὰ ρίξῃ δεκαπέντε.
Καὶ πάλιν λέγω, ἀδελφοί, ἐτοῦτο κι ἐνθυμῶ σας
τὸν κόπον, ὅπου ἐβάλασιν οἱ ἀφέντες οἱ γονεῖς μας,
τοὺς τόπους, ὅπου ἔχομεν, νὰ τοὺς ἔχουν κερδίσει.
Κ’ ἐὰν οὐκ ἐβάλαμεν βουλὴν τὴν σήμερον ἡμέραν,
ὁ κατὰ εἷς τὸ σῶμα του νὰ τὸ ἔχῃ διαφεντέψει,
νὰ δείξωμεν εἰς ἄρματα ὅτι εἴμεθεν στρατιῶτες,
κι ἀπαύτου νὰ φυλάξωμεν ὁμοίως τὰ ἰγονικά μας·
κι ἂν οὕτως οὐδὲν ποιήσωμεν ὡσὰν ἐγὼ σᾶς λέγω,
οὐδὲν πρέπει νὰ μᾶς κρατοῦν ἀνθρώπους τῶν ἀρμάτων,
οὔτε προνοῖες νὰ ἔχωμεν, οὔτε τιμὴν στὸν κόσμον.
Ἰδέτε πάλιν δεύτερον, ἀφέντες καὶ συντρόφοι,
ὅτι, ἂν μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς κ’ ἡ τύχη μας ἐτοῦτο,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
τὸν ἀδελφὸν τοῦ βασιλέως κ’ ἐτοῦτα τὰ φουσσᾶτα
μὲ πόλεμον καὶ μὲ σπαθὶ νὰ τοὺς νικήσωμε ὧδε,
ἕως ὅτου στήκει ἡ κιβωτὸς στὸ Ἀραρὰτ τὸ ὄρος,
μέλλει στήκει τὸ ἔπαινος τῆς σημερνῆς ἡμέρας,
ὅπου μᾶς θέλουν ἐπαινεῖ ὅσοι τὸ θέλουν ἀκούσει.
Ἐγὼ γάρ, ὡς τὸ ἐξεύρετε κ’ ἐβλέπετε εἰς ἐμέναν,
οὐ δύνομαι τοῦ νὰ κρατῶ σπαθὶν οὔτε κοντάριν
τοῦ νὰ σταθῶ εἰς πόλεμον, τοῦ νὰ ἔχω πολεμήσει·
ἀλλὰ νὰ ποιήσω ὡς διὰ ἐσᾶς τούτην τὴν προθυμίαν,
τοῦ πρίγκιπος τὸ φλάμουρον θέλω νὰ τὸ βασταίνω,
στὸ χέριν μου τὸ δέσετε νὰ τὸ κρατῶ στερέα.
Τὴν τένταν τοῦ Δεμέστικου θεωρῶ την ἀπ’ ἐδῶθεν,
κι ὀμνύω σας γὰρ εἰς τὸν Χριστὸν ὁλόρθα ἐκεῖ ν’ ἀπέλθω.
Κι ὅποιος ἰδῇ ὅτι νὰ τραπῶ ἢ τίποτε δειλιάσω,
ἐχτρὸν τὸν ἔχω τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴ μὲ σφάξῃ εὐθέως».
Ὁ Μέγας γὰρ Δεμέστικος στὴν τένταν ἐκαθέτον,
ὅπου ἦτον ἀνάβολον εἰς τὸ χωριὸν Πρινίτσας.
Κι ὡσὰν ἐφανερώθησαν ἐκεῖνοι οἱ Φράγκοι ἀφνίδια,
τοῦτον τὸν λόγο ἐλάλησεν, ἀτός του γὰρ τὸν εἶπεν·
«προγεματίνσιν γὰρ μικρὸν ἐβλέπω ὅτι μᾶς ἦλθεν».
Ὁρίζει, ἐκαβαλλίκεψαν ἀλλάγια τρία καὶ μόνον,
χιλίους ἀπάνω εἰς τ’ ἄλογα τοὺς Φράγκους ν’ ἀπαντήσουν·
εὐθέως ἐκαβαλλίκεψαν κι ἀπῆλθαν εἰς τοὺς Φράγκους,
σταματικὰ τοὺς ἔσμιξαν ὅλοι μὲ τὰ κοντάρια.
Στὸ πρῶτον ποῦ ἐβαρέσασιν ἐπέσαν ἐκ τοὺς Φράγκους
ΜΑΧΗΝ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ
καλὰ τὸ τρίτον ἀπ’ αὐτοὺς ὅλοι ἀπὸ τὰ φαριά τους·
διὰ ἕνα Φράγκον ἤσασιν Ρωμαίων δέκα κοντάρια.
Ἀκούσατε, χάριν τοῦ Χριστοῦ, κἀνεὶς ἀπὸ τοὺς Φράγκους
κοντάρι οὐδὲν ἐπίασεν, κἀνεὶς οὐκ ἐλαβώθη·
ἐκεῖνοι γὰρ ὅπου ἔπεσαν εὐθέως καβαλλικεύουν
καὶ τὰ σπαθία ἐξήβαλαν καὶ τοὺς Ρωμαίους ἐσφάξαν.
Ὥρα ἐδιάβηκε πολλὴ ποῦ ἐκάθησαν οἱ Φράγκοι
κι οὐδὲν ἐφαίνονταν ποσῶς μέσα εἰς τοὺς Ρωμαίους
ἐκεῖνος γὰρ ὁ μισὶρ Ντζᾶς, ὁ Καταβᾶς, σὲ λέγω.
Ἀφότου ἐσηκώθησαν οἱ Φράγκοι ἐκεῖ ὅπου ἐπέσαν,
ὅπου τοὺς ἀπεδείρασιν τὸ πλῆθος τῶν Ρωμαίων,
ἐβγάλαν τὰ σπαθίτσια τους, τὸν πόλεμον ἀρχάσαν,
οὕτως ἐσφάξαν τοὺς Ρωμαίους ὡς φάλκος τὸ λιβάδι.
Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Ρωμαίων ἐχάθησαν οἱ Φράγκοι
κι οὐδὲν τοὺς ἔβλεπεν ποσῶς Δεμέστικος ὁ Μέγας
ἐκεῖθεν, ὅπου ἐκάθητον στὴν τέντα του ἀπέσω.
Ὁ δὲ μακάριος μισὶρ Ντζᾶς ὁ Καταβᾶς ἐκεῖνος
οὐδὲν ἀνάμενεν ποσῶς νὰ πολεμοῦν τοὺς Φράγκους·
ὁλόρθα πάντα ἐσπούδαζεν νὰ σῴση εἰς τὴν τένταν,
ὅπου ἐθεώρει ἀπὸ μακρὰ ὅτι ἦτον τοῦ Δεμεστίκου.
Τινές, ὅπου ἤσασιν ἐκεῖ στὸν πόλεμον ἐκεῖνον,
εἶδαν καὶ ἐμαρτύρησαν ὅτι εἶδαν καβαλλάρην
ἀσπραλογᾶτον εἰς φαρί, γυμνὸν σπαθὶν ἐβάστα,
καὶ πάντα ὑπήγαινεν ὀμπρὸς ἐκεῖ ποῦ ἦσαν οἱ Φράγκοι.
Καὶ εἶπαν κι ἀφιρώσασιν ὅτι ὁ ἅγιος Γεώργιος ἦτον
κι ὡδήγευεν κι ἀντρείευεν τοὺς Φράγκους νὰ πολεμοῦσιν.
Οἱ μὲν εἶπαν ὅτι ἐχόλιασεν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος,
ὅπου ἦτον εἰς τὴν Ἴσοβαν στὸ μοναστῆρι ἐκεῖνο,
τὸ ἐκάψαν τότε οἱ Ρωμαῖοι εἰς τὸ ταξεῖδι ἐκεῖνο·
καὶ ἄλλοι πάλε ἐλέγασιν ὅτι ἡ ἀφιορκία ποῦ ἐποιῆσεν
ὁ βασιλεὺς - ὅπου ὤμοσεν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου
καὶ ἂνευ φταίσματος τινὸς νὰ ποιήσῃ πρὸς ἐκεῖνον,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
διὰ λόγια γὰρ ψεματινὰ καὶ δωριανὰ μαντᾶτα
ἀπόστειλε τὰ φουσσᾶτα του τὸν πρίγκιπα μαδίζει-
διὰ τοῦτο ἐχόλιασεν ὁ Θεὸς κ’ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος
κ’ ἔδωκε νῖκος τῶν Φραγκῶν καὶ τῶν Ρωμαίων ὠργίστη.
Ἀπὸ ὥρας πρώτης ἄρχισεν ὁ πόλεμος ἐκεῖνος
κ’ οἱ Φράγκοι ἀπεσώσασιν ὥρα μεσημερίου
στὴν τένταν, ὅπου ἐκάθητον Δεμέστικος ὁ Μέγας.
Ὁ Μέγας γὰρ Δεμέστικος ἀπέκει ἐκ τὴν τένταν
τὸ βλέμμα του εἶχε ἀδιάλειπα ἐκεῖ πρὸς τὸ φουσσᾶτον
νὰ ἰδῇ τὸ τί ἐγίνονταν οἱ Φράγκοι τοῦ Μορέως·
πούπετε Φράγκον οὐ θεωρεῖ, μόνον καὶ τοὺς Ρωμαίους·
τὰς χεῖρας του ἐσήκωσε καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει,
σκοπίζοντα, λογιζόμενος, ἐχάθησαν οἱ Φράγκοι.
Καὶ οὕτως ὡσὰν ἐστήκετον κ’ ἐθεώρει τὰ φουσσᾶτα,
ἀφνίδια ἐφάνησαν ἐκεῖ τὰ φλάμουρα τῶν Φράγκων·
ἐγνώρισεν τὰ φλάμουρα τοῦ φράγκικου φουσσάτου.
Ἐκεῖ στὴν τέντα ἐρχόντησαν, ποῦ ἐβλέπασιν τὸ σκῆπτρον
τοῦ βασιλέως τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ Μεγάλου Δεμεστίκου.
Στριγγὴν φωνίτσαν ἔσυρεν, μεγάλη ὡς ἐδυνάστη,
ἐκεινῶν τῶν παιδόπουλων, ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον·
«Μωρέ, φέρε τὸ ἱππάρι μου, μωρέ, τὸν τουρκομάνον,
θεωρεῖτε φλάμουρα Φραγκῶν, ὅπου μᾶς ἐπετρῶσαν».
Κ’ ἐκεῖνοι ὡς εἶδαν τὰ σπαθία γυμνὰ ἐξελαμπρισμένα
νὰ ἐρχόντησαν ἀπάνω τους - τὰ ἐβασταῖναν οἱ Φράγκοι -
ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν Ρωμαίων ἦσαν αἱματωμένα -
ὁ κατὰ εἷς ἐσπούδαζεν νὰ σώσῃ τὸν ἐνιαυτόν του·
ὅλοι εἰς φυγίον ἐβάλθησαν ἔνθα ἠμπόρει ὁ καθένας.
Ὁκάποιος ἦτον φρόνιμος ποῦ ἀγάπα τὴν τιμήν του,
ἔδραμε, ἤφερεν ἄλογον ὅπου ἔστηκεν στρωμένον,
ΜΑΧΗ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ
ὅπου ἦτον τὸ καλλιώτερον τοῦ Μεγάλου Δεμεστίκου·
ἐβοήθησε τοῦ ἀφέντου του, πηδᾷ καβαλλικεύει.
Ὁκάποιον ηὗρεν ἐκεῖ ἄνθρωπον γὰρ τοῦ τόπου,
ὅπου ἔξευρε κι ἀπείκαζεν τὸ μέρος τῆς Πρινίτσας.
Ἐκεῖνος τὸν ὡδήγεσεν καὶ συντροφίαν τοῦ ἐποῖκεν·
ἐκεῖθεν ἐκ τὴν Λέβιτσαν στὴν Κάπελην ἀνέβη,
ἀγρίους τόπους ἐδιάβησαν νὰ μὴ τοὺς ἐγνωρίσουν,
καὶ τόσα ἀπῆλθαν φρόνιμα μετὰ ἐπιδεξιωσύνης,
στὸν Μυζηθρᾶ τὸν ἔσωσεν ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα.
Τὰ δὲ φουσσᾶτα τῶν Ρωμαίων, ὅπου ἦσαν στὴν Πρινίτσαν,
τὸ ἰδεῖ τοὺς Φράγκους ὅτι ἔσωσαν στὴν τέντα τοῦ Δεμεστίκου
κι ἀπέδειραν κ’ ἐρρίξασιν τοῦ βασιλέως τὸ σκῆπτρον,
ὅλοι ἀποκεφαλίστησαν, ἐβάλθησαν νὰ φεύγουν·
ὁ εἶς τὸν ἄλλον οὐκ ἔβλεπεν τὸ πόθεν ὑπαγαίνει.
Τί νὰ σᾶς λέγω τὰ πολλὰ καὶ ποῖος νὰ σᾶς τὰ γράφῃ;
Οἱ Φράγκοι ἀποστάθησαν σφάζοντα τοὺς Ρωμαίους·
ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς Πρινίτσας,
τοὺς τόπους ἐκείνους τοὺς σκληροὺς καὶ πολλὰ δασωμένους.
Ἐκεῖ ἐγλύτωσαν οἱ Ρωμαῖοι, ὅσοι ἐδράμαν κ’ ἐμπῆκαν·
ἐπεί, ἂν ἔλειπαν οἱ σκληροὶ οἱ τόποι ὅπου σᾶς λέγω,
λογίζομαι εἰς πληροφορίαν ἕνας μόνος ἀπ’ αὔτους
οὐ μὴ νὰ ἐγλύτωσε ἀπ’ ἐκεῖ, ἂν εἴχασιν οἱ Φράγκοι
τὴν δύναμιν νὰ ἐσφάζασιν τὸ γένος τῶν Ρωμαίων.
Οἱ Φράγκοι ἀποστάθησαν σκοτώνων τοὺς ἐχτρούς τους,
κι ὡς εἶδαν πάλε ὅτι ἔφυγαν κ’ ἐπιάσαν τὰ βουνία,
εἰς τοὺς δρυμῶνες ἔφυγαν ἐκεῖ πρὸς τὸν στρατέαν
ἄφηκαν νὰ τοὺς διώχνουσιν, ἐστράφησαν ὀπίσω.
Χίλια ἄλογα ἐκέρδισαν ἐτότες ὢν οἱ Φράγκοι.
Ὡς τὸ ἔμαθαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖθε ἐκ τὰ χωρία,
μικροὶ μεγάλοι ἔδραμαν νὰ ἔχουσιν κερδίσει,
ἐκ τῶν Ρωμαίων τὰ πράγματα νὰ ἔχουν διαφορήσει.
Οἱ Φράγκοι γὰρ ἐμείνασιν ἐτότε εἰς τὰ Σέρβια·
ἐπεὶ ἂν ἤθελαν νὰ ἐλθοῦν, νὰ μείνουν παρακάτου,
οὐδὲν ἐδύνονταν νὰ ὑπᾶν ὅτ’ ἦσαν κοπιασμένοι,
καὶ διὰ τὸ κέρδος τὸ πολὺ τὸ εἴχασιν κερδίσει
ἐπὶ τὴν αὔριον ὑπᾶν ὀρθὰ εἰς τὸ Βλιζίρι.
Ὁ μισὲρ Τζὰν δὲ Καταβᾶς, ὁ ποδαγρὸς στρατιώτης,
πιττάκια ὁρίζει, γράφουσιν, μαντατοφόρους στέλνει
ἐκεῖσε εἰς τὸν πρίγκιπα στὸ κάστρον τῆς Κορίνθου.
Λεπτομερῶς ἐδήλωσε τὴν πρᾶξιν καὶ τὸ πρᾶγμα,
τὸ πῶς ἐγίνη ὁ πόλεμος ἐκεῖνος τῆς Πρινίτσας,
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔπραξεν, τὸ νῖκος ὅπου ἐλάβαν.
Ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐσήκωσεν τὰς χεῖρας
καὶ τὸν Θεὸν ἐδόξασεν, τὴν πάναγνον Θεοτόκον.
Ἐκ τὸ ἓν μέρος ἐχάρηκεν, ἐκ τὸ ἄλλο ἐλυπήθη·
ἐχάρη, διοῦ ἐνίκησεν ἐτότε ὁ λαός του,
καὶ πάλιν ἐλυπήθηκεν διοῦ οὐδὲν εὑρέθην...
Ο ΜΕΓΑΣ ΔΟΜΕΣΤΙΚΟΣ ΥΠΟΧΩΡΕΙ ΕΙΣ ΜΥΣΤΡΑΝ
...ὅσον τὸν μαστιχώνει πλέον πρέπει νὰ τὸν προσέχῃ.
Ἄν εἶχε ἐπάρει ὁ πρίγκιπας τότε τὸν Μέγαν Κύρην
καὶ τὰ φουσσᾶτα τῶν νησίων κ’ ἐκεῖνα τοῦ Εὐρίπου
καὶ νὰ εἶχε ὑπάγει σπουδαχτικὰ ὁλόρθα εἰς τὸ Νίκλι
καὶ νὰ εἶχε ἐμπῆ στὴν Τσακωνίαν, κουρσέψει ὅλον τὸν τόπον,
ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος ἀργὰ νὰ ἐφουσσατέψεν·
ὅμως ὡς πράξει ὁ κατὰ εἷς, ὀμπρός του καί τὸ ηὑρίσκει.
Ἀφίνω γὰρ τὸν πρίγκιπα νὰ λέγω περὶ ἐκείνου,
θέλω νὰ σὲ ἀφηγήσωμαι τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποῖκεν
ὁ Μέγας γὰρ Δεμέστικος στὸν Μυζηθρᾶ ὅπου ἦτον.
Καθὼς σὲ τὸ ἀφηγήσομαι ὀπίσω στὸ βιβλίον μου
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν ἐκεῖσε στὴν Πρινίτσαν
ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν·
ὅταν ἠμπόρεσε νὰ ἐλθεῖ στοῦ Μυζηθρᾶ τὸ κάστρον,
ἐκάθητον κ’ ἐθλίβετον, ἡμέραν νύχταν ἔκλαιεν·
τὸ πρῶτον διὰ τὴν ἐντροπὴν ὅπου εἶχεν τῶν ἀνθρώπων,
καὶ τὸ ἄλλο διὰ τὸν βασιλέαν ὅπου εἶχεν μέγαν φόβον
μὴ πιάσῃ καὶ τυφλώσῃ τον, εἰς φυλακὴν τὸν βάλῃ
καὶ λάβῃ ἄδικον θάνατον καὶ χάσῃ τὸ κορμί του.
Ὁ βασιλέας τὸν ἔστελνεν μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν,
τὸν τόπον ὅλον τοῦ Μορέως νὰ τὸν ἔχῃ κερδίσει,
κι ἂν μάθῃ ὅτι ἐκέρδισαν τὸν πόλεμον οἱ Φράγκοι
μόνοι τριακόσιοι μοναχοὶ κἄν εἴκοσι χιλιάδες,
πῶς νὰ τὸν ἀποδέξεται, πῶς νὰ τὸν χαιρετήσῃ,
εἰμὴ νὰ λέγῃ ὅτι ἄπιστος καὶ νὰ τὸν θανατώσῃ;
Ὁκάποιος Φράγκος εὐγενής, ἄνθρωπος παιδεμένος,
ἀπὸ τὴν Πόλιν εἶχε ἐλθεῖ ἀπὸ τὸν βασιλέαν
μαντατοφόρος εἰς αὐτόν, ἐπαρηγόριζέ τον·
«Δέσποτά μου, διὰ τὸν Χριστόν, τί θλίβεσαι τοσούτως;
οὐ ξεύρεις εἰς ἐριζικὸν κοίτεται ἡ στρατεία;
κι ὅποιος ἐξεύρει μηχανίαν καὶ πράττει μὲ πονηρίαν
τοὺς ἀντρειωμένους καταλυεῖ κ’ ἐπαίρνει τὴν ἀντρίαν τους·
ἡ μηχανία κ’ ἡ πονηρία κερδίζει τὴν ἀντρίαν.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
Εἶδες εἰς τὴν Πελαγονίαν τὴν μηχανίαν ποῦ ἐποῖκεν
τότε ὁ σεβαστοκράτορας κ’ ἐκέρδισε τὸν κάμπον·
οὐδὲν ἐτήρησε νὰ εἰπῇ πολλὰ φουσσᾶτα εἶχεν,
ἀλλὰ ἔβαλε τὴν μηχανίαν κι ἄφηκεν τὴν ἀντρίαν.
Οἱ πάντες ὅλοι ἐξεύρουν τὸ ’ς ὅλην τὴν οἰκουμένην,
εἰς τὸ κοντάρι καὶ σπαθὶ οἱ Φράγκοι εἶναι ἀντρειωμένοι.
Διὰ τοῦτο ὁ σεβαστοκράτορας, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
τοὺς Ἀλλαμάνους ἔβαλεν κ’ ἐσμίξαν μὲ τοὺς Φράγκους
διὰ ν’ ἀπαντήσουν τὸν θυμόν, τὲς κονταρὲς τῶν Φράγκων
τοὺς Οὔγγρους ἔβαλε ἀπ’ αὐτοῦ, τοὺς Τούρκους καὶ Κουμάνους,
ὅλους ἐκατεδόξευαν, Φράγκους τε καὶ Ἀλλαμάνους,
καὶ τὰ φαρία τοὺς ἔσφαξαν τὸν πόλεμο ἐκερδίσαν.
Ἐὰν ἔλειπαν οἱ σαγιττὲς ποῦ ἐσφάξαν τὰ φαρία,
ποτέ του οὐδὲν ἐκέρδαιναν τὸν πόλεμον ἐκεῖνον.
Εἶδες, δέσποτα, ἀφέντη μου, πῶς ἔσφαλες εἰς τοῦτο,
ἐκεῖ ὅπου σ’ ἐπολέμησαν οἱ Φράγκοι στὴν Πρινίτσαν.
Καθὼς μὲ τὸ ἀφηγήθησαν οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου,
ὅπου μετά σου ἤσασιν στὸν πόλεμον ἐκεῖνον,
ἡ δεσποτεία σου ἐθάρρησεν στὸ πλῆθος τοῦ φουσσάτου,
ὅπου ἔβλεπες ὅτι ἤσασιν μετὰ τὴν βασιλείαν σου,
τοὺς Φράγκους ἐκαταφρόνησες, διατὸ ἔβλεπες ὀλίγους,
κι οὐδὲν ἐψήφησες ποσῶς πῶς νὰ τοὺς πολεμήσῃς,
τὸ ὅποιον πρᾶγμα οὐ πολεμοῦν οἱ φρόνιμοι στρατιῶται·
ἐπεί, ὅσον ἔνι ὁ ἄνθρωπος στρατιώτης κι’ ἀντρειωμένος,
ἁρμόζει νὰ ἔχῃ μηχανίαν καὶ φρόνεσιν εἰς αὖτον
νὰ πολεμῇ προσεχτικὰ ἀπάνω εἰς τὸν ἐχθρόν του,
διατὶ λέγουν οἱ φρόνιμοι, ὡς ἔνι γὰρ κ’ ἡ ἀλήθεια·
ἡ τέχνη γὰρ καὶ ἡ πονηρία νικοῦσι τὴν ἀντρίαν.
Ἄς εἶχες βάλει, δέσποτα, ἐτότε τοὺς δοξιῶτες,
νὰ ἰδεῖ τοὺς Φράγκους ὅτι ἔρχονται ἐκεῖσε πρὸς ἐσέναν,
νὰ εἴχασιν σφάξει τὰ φαρία ὅπου ἐκαβαλλικεῦαν,
Ο ΜΕΓΑΣ ΔΟΜΕΣΤΙΚΟΣ ΥΠΟΧΩΡΕΙ ΕΙΣ ΜΥΣΤΡΑΝ
ἐκέρδαινές τους παρευτύς, εἶχες τους νικημένους·
ἀλλὰ ὥρισες κ’ ἐδιάβησαν κοντάρια χίλια ’ς αὔτους,
σκοπώντα, λογιζόμενος νὰ τοὺς ἔχουν κερδίσει·
τὸ ὅποιον πρᾶγμαν ἔποικες στὸ θέλημά σου, ἀφέντη.
Ὡς εἶπα πάλιν λέγω το, ὡς ἔνι γὰρ κ’ ἡ ἀλήθεια,
ἀξιάζει Φράγκος εἰς φαρὶ διὰ εἴκοσι Ρωμαίους.
Εἶδες, ἀφέντη, τί ἔποικαν οἱ Φράγκοι στὴν Πρινίτσαν·
ὡς φρόνιμοι, παιδευτικοὶ ὅπου ἦσαν εἰς στρατείαν,
τὸ ἰδεῖ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχες,
εὐθέως στὴν μέση ἐσέβησαν με τὰ κοντάρια ἐδῶκαν
κ’ ἔβγαλαν τὰ σπαθίτσια τους κι ἐσφάξαν τς ἐδικούς σου,
κ’ οἱ ἐδικοί σου οὐκ εἴχασιν δύναμιν νὰ σπαράξουν.
Οὕτως τὸ ἐποίκασιν αὐτοί, ὡς πολεμοῦν οἱ λύκοι
ὅπου σεβαίνουν εἰς μαντρί, τὰ πρόβατα σκορπίζουν.
Λοιπὸν μηδὲ τὸ θλίβεσαι ἐτοῦτο ὅπου ἐγίνη,
διατὸ ἔνι, ἐδές, τὸ σύνηθες πάντοτε τῆς στρατείας·
ὥρα κερδίζει διαφορὰ κι ἄλλη πάλιν νὰ χάνῃ.
Παρηγορήσου, ἀφέντη μου, καὶ πιάσε ἄλλην στράταν·
καὶ ὅρισον νὰ σωρευτοῦν ὅλα σου τὰ φουσσᾶτα
καὶ σκόπησον νὰ τιμηθῇς καὶ νὰ ἔχῃς διαφορήσει,
τὸ πρᾶγμα ὅπου ἐγίνενον νὰ τὸ ἔχῃς ἀμαντίσει.
Ἐγὼ ἔμαθα ὅτι ὁ πρίγκιπας στὴν Ἀνδραβίδα ἐστράφη
καὶ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἤφερνεν ἐστράφησαν ὀπίσω·
ἄγωμε ὁλόρθα εἰς αὐτὸν ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα·
κι ἂν ἔχῃ τόσην ἁμαρτία εἰς πόλεμον νὰ ἐξέβῃ,
μηδὲν βαλθῇς μὲ ἀλαζονείαν τοῦ νὰ τὸν πολεμήσῃς,
μόνον μὲ τέχνην, μηχανίας πολέμησε μετ’ αὖτον.
Μηδὲν τοῦ ποιήσῃς πόλεμον ποσῶς μὲ τὰ κοντάρια,
ἀλλὰ τοὺς Τούρκους ὅρισε, ὅπου βαστοῦν δοξάρια,
νὰ τοὺς δοξέψουν τὰ φαρία νὰ πέσουν οἱ καβαλλάροι.
Κι ἂν λάχῃ ἀπὸ τοῦ ἐριζικοῦ τὸν πρίγκιπα νὰ πιάσῃς,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
κι ἀφῶν τὸν πιάνῃς, ἔχε τον, κερδαίνεις καὶ τὸν τόπον».
Ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος ἐπίστεψεν τοῦ Φράγκου·
κράζει τοὺς πρώτους ἄρχοντας ὅπου εἶχε ἐκεῖ μετ’ αὖτον,
λεπτῶς τοὺς ἀφηγήσετον τὸ τί τοῦ εἶπεν ὁ Φράγκος·
ὅλοι τὸ ἐπαινέσασιν, καλὴν βουλὴν τοῦ ἐδῶκεν.
Ὁρίζει κ’ ἦλθαν οἱ ἀρχηγοὶ οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου·
λέγει τους· «Ἄρχοντες γοργὸν σπουδάξετε νὰ ὑπᾶμε
ἐκεῖ ὅπου ἔνι ὁ πρίγκηπας στὴν χώρα Ἀνδραβίδας».
Κράζει τὸν Κατακουζηνόν, τὸν Μακρυνὸν ὁμοίως,
ὅλους τοὺς ἀφηγήσετον τοῦ Φράγκου γὰρ τοὺς λόγους
καὶ τῶν ἀρχόντων τὴν βουλήν, τῶν ἀρχηγῶν ὡσαύτως.
Κ’ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν καὶ λέγουν πρὸς ἐκεῖνον·
«Τί ραθυμᾷς, ὦ δέσποτα, Μεγάλε Δεμεστίκε;
οὐδὲν σὲ φαίνει ὅτ’ ἡ ἐντροπὴ ποῦ οἱ Φράγκοι μᾶς ἐποῖκαν,
οὕτως ἐγένετον ’ς ἐμᾶς ὡσὰν στὴν δεσποτείαν σου;
κ’ ἠθέλαμεν νὰ ἐποιήσαμεν πρᾶγμα γὰρ τῆς τιμῆς μας,
νὰ μὴ μᾶς κράζῃ ὁ βασιλέας ἀπίστους δημηγέρτες;
ἀλλὰ θεωροῦμεν τὸν καιρόν, τὸ ἀσύστατον τοῦ χρόνου,
καὶ κάμνει χρεία νὰ πράξωμεν ὡς φρόνιμοι στρατιῶτες.
Ἡμεῖς ἀκόμη οὐ ξεύρομεν τὸ ποῖ’ εἶναι σκοτωμένοι,
τὸ ποῖ’ ἐγλυτῶσαν ζωντανοί, τὸ ποῖ’ ἔχουν ἄλογά τους.
Ἀπάρτι τὸ καλοκαιρίον ἐπλήρωσεν κ’ ἐδιάβη,
χειμῶνας ἐκατάλαβεν, σκολάζουν τὰ φουσσᾶτα·
ἂς ἀποϊδοῦμε τὸν καιρὸν νὰ ἰδοῦμε τὸν λαόν μας,
τὸ ποῖ’ μᾶς ἐνεμείνασεν ἐκ τὸν λαόν μας ὅλον·
κι ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς κ’ ἡ τύχη μας νὰ ζοῦμεν ἕως στὸν μάρτιον,
εἰς ἄνοιξιν γὰρ τοῦ καιροῦ, ποῦ ἁρμόζει τῶν φουσσάτων
νὰ οἰκονομοῦνται εἰς ἄρματα, νὰ τρέχουν εἰς τὴν μάχην,
ἐτότε γάρ, ἀφέντη μου, ἂς οἰκονομηθοῦμεν,
ὅπου εὕρωμεν τὸν πρίγκιπαν, εἰς αὖτον ἂς ὑπᾶμε,
5000ἂς ἀποθάνωμε ἑνομοῦ ἢ ἂς ἐκδικηθοῦμεν».