Χρήστης:Sarri.greek/ChronMor
Τὸ Χρονικὸν τοῦ Μορέως (διόρθωση του Χρονικόν του Μορέως @el.wikisource)
14ος αιώνας, ανώνυμου
- better USE ed.Schmitt https://archive.org/details/chronicleofmorea00schmuoft
- 1. Μέρος Α - Part I
- 2. Μέρος Β - Part II (στίχος/v. 1333)
- User:Sarri.greek/ChronMor2 στίχοι 5001-9235
Sigla - Σύμβολα
το κείμενο | H Codex Havniensis 57 (Κοπεγχάγιος κώδικας) |
πλάγια italics | P Codex Parisinus 2898 grec (Παρισινός κώδικας) για στίχους που λείπουν από τον H. for verses missing from Codex:H. |
#00 | αριθμοί στίχων σε όλο το έργο - colometry by verse throughout |
(00) | μετά τον στίχο 1333: παλιά αρίθμηση έκδοσης Buchon - colometry as in Buchon ed. |
[§fr00] | αντιστοιχία με τη γαλλική παραλλαγή (πεζό κείμενο), έκδ. Longnon (1911) |
p.00 | αριθμός σελίδας βιβλίου - page number |
apparatus criticus | δεν περιλαμβάνεται - not inluded επιλεκτικά: χωρίς ένδειξη = Codex Parisinus 2898 grec T = Codex Taurinensis (Ταυρίνειος κώδικας -Τορίνο-) |
Πηγές - Sources
- @ia.archive Καλονάρος, Πέτρος Π. (επιμ. 1894-1959) [Kalonaros, Petros P. (ed.)] Το Χρονικόν του Μορέως. Αθήνα: Δημητράκος, 1940.
- @gallica Buchon, Jean-Alexandre C. (ed. 1791-1846) Chronique de la conquête de Constantinople et de l'établissement des Français en Morée. Paris: 1825
- @gallica Le livre de la conqueste [de la princée de Morée] / par Buchon ; publié pour la première fois d'après le manuscrit de Bruxelles
- @txm-bfm Longnon, Jean. Livre de la conqueste de la princée de l'Amorée. Chronique de Morée (1204-1305), publiée par la Société de l'Histoire de France. Paris, H. Laurens, 1911.
Σημείωση - Note
- Οι χρονολογήσεις, τα συμβάντα που περιγράφονται στο πρωτότυπο κείμενα δεν είναι πάντα ακριβή.
- Τα ονόματα, τα τοπωνύμια έχουν ποικίλες μορφές. Στα παραθέματα του Βικιλεξικού, υπάρχουν σύνδεσμοι με τη Βικιπαίδεια και διευκρινιστικά σχόλια.
- Dating and events as in the original text are often inaccurate.
- Names, placenames have multiple forms. At our quotations in el.wiktionary, there are links to el.wikipedia and notes.
ΜΕΡΟΣ Α΄ - PARS I
επεξεργασίαp.5 | ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ | ||
P | Θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ ἀφήγησιν μεγάλην· | Codex:P, 1-103 (λείπουν φύλλα από τον H) | |
κι ἂν θέλῃς νὰ μὲ ἀκροαστῇς, ὀλπίζω νὰ σ’ ἀρέσῃ. | |||
[fr§2] | Ὅταν τὸ ἔτος ἤτονε, ἀπὸ κτίσεως κόσμου, | Έτος 6612 κατά το βυζαντινό σύστημα χρονολόγησης από κτίσεως κόσμου: αντιστοιχεί στο 1104. Στην πραγματικότητα: 1η σταυροφορία (1096-1099). | |
ἑξάκις χιλιάδες δὲ κ’ ἑξάκις ἑκατοντάδες | |||
5 | καὶ δώδεκα ἐνιαυτούς, τόσον καὶ οὐχὶ πλέον, | ||
διὰ συνεργίας καὶ προθυμίας, μόχθου πολλοῦ καὶ κόπου | |||
τοῦ μακαρίου ἐκεινοῦ φρὲ Πιέρου ἐρημίτου, | |||
ὅστις ἀπῆλθε στήν Συρίαν, νὰ ἔχῃ προσκυνήσει | |||
ἔσω εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφο. | |||
10 | Κι ὡς ηὗρε τοὺς χριστιανούς, ὁμοίως τὸν πατριάρχην, | ||
οἵτινες ἐδουλεύασιν ἐκεῖ τὸν ἅγιον τάφον, | |||
τὸ πῶς τοὺς ἀτιμώνασιν τὸ ἀβάφτιστον τὸ ἔθνος, | |||
ἐκεῖνοι οἱ Σαρεκηνοὶ ὅπου τὸν ἀφεντεῦαν· | Στην πραγματικτότητα, ήταν Σελτζούκοι Τούρκοι. | ||
p.6 | ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ | ||
ὅταν ἐλειτούργα κ’ ὕψωνεν τὰ ἅγια ὁ πατριάρχης, | |||
15 | μὲ δύναμης τὰ ἅρπαζαν κ’ ἐρρίχτασίν τα κάτω, | ||
κι ἂν ἦτον τόσα ἀπότολμος νὰ τοὺς ἀντιμιλήσῃ, | |||
εὐτὺς χάμω τὸν ἔρριπταν, πολλὰ τὸν τιμωροῦσαν. | |||
Ἰδόντας τοῦτο ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ὁ ἐρημίτης, | |||
μεγάλως ἐβαρέθηκεν, ἔκλαψεν ἐλυπήθην, | |||
20 | καὶ εἶπεν πρὸς τοὺς χριστιανοὺς καὶ πρὸς τὸν πατριάρχην. | ||
«Ὡς χριστιανὸς ὀρθόδοξος ὀμνύω σας καὶ λέγω· | |||
»ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς κ’ ἡ δόξα του ν’ ἀποστραφῶ στὴν Δύση, | |||
»στὸν Πάπα τὸν ἁγιώτατον κ’ εἰς ὅλους τοὺς ρηγᾶδες | |||
»βούλομαι ἐλθεῖν σωματικῶς νὰ τοὺς εἰπῶ τὰ βλέπω, | |||
25 | »κι ὀλπίζω εἰς ἔλεος Χριστοῦ νὰ τοὺς παρακινήσω, | ||
»νὰ ἔλθουν μὲ τὰ φουσσᾶτα τους ἐδῶ στὸ μέρος τοῦτο, | |||
»νὰ ἐβγάλουν τοὺς Σαρεκηνοὺς ἐκ τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον». | |||
Λοιπὸν θρηνῶντας ἐστράφηκεν καὶ εἰς τὴν Ρώμην ἦλθεν. | |||
Τοῦ Πάπα ἀφηγήσετον τὰ ἤκουσεν καὶ εἶδεν. | |||
30 | Κι ὁ Πάπας, ὡς τὸ ἤκουσεν τὸ πῶς τὸν ἀφηγᾶτον, | ||
ἔκλαψεν σφόδρα, λυπηρά, μεγάλως ἐλυπήθην· | |||
εὐτὺς ὁρίζει, γράφουσιν εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα· | |||
γαρδιναλέους ἀπέστειλεν, λεγάτους κ’ ἐπισκόπους, | |||
εἰς τὸ ρηγᾶτο Φράντσας τε καὶ τόπους τοὺς ἑτέρους, | |||
35 | ἔνθα ἦσαν οἱ Χριστιανοί, ὅπου καὶ ἀφεντεῦαν· | ||
εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν εἰς αὔτους ἀποστείλει· | |||
εἴτις ἀπέλθῃ στὴ Συρίαν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον, | |||
ὅσα καὶ ἂν ἁμάρτεσεν ἀφότου ἐγεννήθη, | |||
νὰ ἔχῃ τὴν συμπάθειον εὐτὺς τῶνε φταισμάτων. | |||
40 | Ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ ἅπαντες οἱ ἀρχηγοὶ τῆς Δύσης, | ||
εὐτὺς ἐπῆραν τὸν σταυρὸν κ’ εἰς τὸν Χριστὸν ὠμόσαν | |||
νὰ ἀπέλθουν νὰ ἐβγάλουσιν τὸ γένος τῶν βαρβάρων. | |||
Τῶν χριστιανῶν ἡ ἕνωσις ἐγίνοτον μεγάλη· | |||
ὀγδοῆντα ὀχτὼ εὑρέθησαν χιλιάδες καβαλλάροι, | |||
45 | κι ὀχτακοσίες δεκοχτὼ χιλιάδες οἱ πεζοί τους. | ||
[fr§3] | Ἐκ τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐκεῖθεν ἀπεράσαν· | ||
τὸν τόπον τῆς Ἀνατολῆς, Τοῦρκοι τὸν ἐκρατοῦσαν. | |||
p.7 | ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΙΝ ΚΑΙ Μ. ΑΣΙΑΝ | ||
Ὁ βασιλεὺς γὰρ τῶν Ρωμαίων, Ἀλέξης ὁ Βατάτζης, | Στην πραγματικότητα: ο Αλέξιος Α΄Κομνηνός | ||
ἰδὼν τὸ πλῆθος τῶν Φραγκῶν, συμβίβασιν ἐποῖκεν, | |||
50 | ὅρκον, συνθήκας ἔποικεν μετὰ τοὺς κεφαλᾶδες· | ||
τὸν τόπον τῆς Ἀνατολῆς, ὅπου ἦτον γονικόν του, | |||
ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς κ’ ἐβγάλουσιν τοὺς Τούρκους ἀπ’ ἐκεῖθεν, | |||
ἐὰν τοῦ παραδώσουσιν τὸν τόπον καὶ τὰ κάστρη, | |||
σωματικῶς νὰ ἀπελθῇ μ’ αὐτοὺς εἰς τὴν Συρίαν, | |||
55 | νὰ ἔχῃ μετ’ αὐτὸν δώδεκα χιλιάδες καβαλλάρους. | ||
Οἱ Φράγκοι γὰρ ὡς ἄνθρωποι ἀληθινοὶ εἰς πάντα, | |||
ἐπίστεψαν τοῦ βασιλέως τοὺς λόγους κι ὤμοσάν του. | |||
Οἱ Φράγκοι, ἀπεὶν ὠμόσασιν, τοὺς ὅρκους ἐβαστάξαν· | |||
περνοῦν εἰς τὴν Ἀνατολήν, τὸν τόπον ἐκερδίσαν, | |||
60 | εὐτὺς τὸν ἐπαράδωκαν Ἀλέξιον τὸν Βατάτζην, | ||
ὅπου ἦτον τότες βασιλεὺς ὅλης τῆς Ρωμανίας. | |||
Ἐπεὶν γὰρ ἐπαράλαβεν τὰ κάστρη καὶ τὲς χῶρες, | |||
βουλὴν ἐπῆρεν δολερή μετὰ τοὺς ἄρχοντές του, | |||
τὸ πῶς νὰ εὕρουν ἀφορμή, καὶ πῶς νὰ ἔχουν μείνει | |||
65 | ἐκ τὸ ταξεῖδι τῆς Συρίας, καὶ νὰ μὴ κιντυνέψουν. | ||
Ἐνταῦτα ἑνώθη ὁ βασιλεὺς μετὰ τοὺς πριγκιπᾶδες, | |||
τοὺς κεφαλᾶδες κι ἀρχηγοὺς τοῦ Φράγκικου φουσσάτου, | |||
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτούς, ταῦτα τοὺς συντυχαίνει· | |||
«Πρῶτο τὸν Θεὸν εὐχαριστῶ, δεύτερο ἐσᾶς ὁμοίως, | |||
70 | »ὅπου μὲ ἐβοηθήσετε κ’ ἠπῆρα τὸ γονικό μου. | ||
»Ἐν τούτῳ σᾶς παρακαλῶ, νὰ ἔναι μὲ βουλή σας, | |||
»δότε με μῆναν τέρμενο ὅπως διὰ νὰ μείνω, | |||
»τὰ κάστρη, τὰ ἐκερδίσετε, νὰ τὰ ἔχω σιταρχίσει, | |||
»νὰ ὀρθώσω τὰ φουσσᾶτα μου, νὰ ἐλθοῦσι μετ’ ἐμένα· | |||
75 | »εὐτὺς νὰ ὁρμήσω, νὰ ἔρχωμαι ἔνθα καὶ νὰ σᾶς εὕρω». | ||
[fr§4] | Οἱ Φράγκοι ὡς χριστιανοὶ δόλον οὐκ ἐσκοπῆσαν, | ||
ἐπίστεψαν τὸν λόγον του καὶ ἀποχαιρετοῦ τον· | |||
τὴν Ἀρμενίαν ἐπέρασαν, εἰς Ἀντιοχείαν ἀπῆλθον· | |||
κι ὁ βασιλεὺς ἀπέμεινεν, ἀπέργωσεν τοὺς Φράγκους, | |||
80 | τὸν ὅρκον ὅπου ὤμοσεν ἔσφαλε, ἐπάτησέ τον, | ||
καὶ οὐκ ἀπῆλθεν μετ’ αὐτοὺς καθὼς τοὺς εἶχε ὀμόσει. | |||
Ἔδε σφάλμα, τὸ ἔποικεν, ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος· | |||
p.8 | Η ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ | ||
ὅλοι τοῦ κόσμου οἱ ἄνθρωποι τὸν ἐκατηγορῆσαν. | |||
Οἱ Φράγκοι, ὅταν ἀπήλθασιν εἰς τὴν Ἀντιοχείαν, | |||
85 | πολλὰ ἐκακοπάθησαν ἕως νὰ τὴν ἐπάρουν. | ||
Ἀφότου γὰρ ἠπήρασιν τῆς Ἀντιοχείας τὴν πόλιν, | |||
ἐκεῖ ἐξεχειμάσασιν μέχρι τὸν μάρτιον μῆνα· | |||
κ’ ἐκεῖθεν ἐξεβήκασιν τὰ μέρη τῆς Συρίας, | |||
κουρσεύοντα, κερδίζοντα τὰ κάστρη καὶ τὲς χῶρες· | |||
90 | πολλοὺς πολέμους ἔποικα μὲ τὸ ἔθνος τῶν βαρβάρων, | ||
καθὼς ἐγγράφως ηὕραμεν λεπτῶς εἰς τὸ Βιβλίο | |||
τῆς Κουγκέστας, ὅπου ἔγινεν ἐτότες στὴν Συρίαν. | |||
Καὶ ταῦτα γὰρ συνοπτικὰ σὲ γράφω νὰ μανθάνῃς, | |||
διατὶ σπουδάζω νὰ στραφῶ εἰς τὴν ἀφήγησίν μου. | |||
95 | Ἀφότου γὰρ ἐσέβησαν ἀπέσω στὴν Συρίαν, | ||
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἐδιέβησαν ὁλόρθα· | |||
τὴν χώραν ἐπολέμησαν, ἐσέβησαν ἀπέσω. | |||
Ἐπεὶν γὰρ ἀπεσώσασιν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον, | |||
δόξαν καὶ ὕμνον ἔδωκαν τὸν ποιητὴν καὶ πλάστην· | |||
100 | βουλὴν ἐπῆραν οἱ ἀρχηγοὶ ποῖον νὰ ποίσουν ρῆγαν· | ||
πολὺ ἐσυνερίζονταν, δι’ οὗ εἶχαν μεγάλην δόξαν. | |||
Οἱ δὲ ὅλοι οἱ φρονιμώτεροι καὶ τὸ κοινὸ μετ’ αὔτους | |||
p.9 | ΙΔΡΥΣΙΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ | ||
τὸν Κοτευφρῶνεν ντὲ Μπουλιοῦ ἐγλέξαν διὰ ρῆγαν. | |||
δι’ οὗ ἦτον φρονιμώτερος, ἐνάρετος εἰς ὅλους· | |||
H | 105 | ἀφέντην τὸν ἐποίκασιν καὶ ρῆγαν τῆς Συρίας. | σημειώσεις: Codex P |
Ἐκεῖνος γάρ, ὡς φρόνιμος, τὴν ἀφεντίαν ἐδέχτη· | |||
τὸ στέμμα γὰρ τὸ χρύσινον οὐδὲν τὸ ἐπαραδέχτη | τὸ γὰρ τὸ στέμμα τὸ χρυσὸ | ||
στὴν κεφαλήν του κἂμ ποσῶς νὰ τὸ τοῦ ἔχουν βάλει, | νὰ τοῦ τὸ ἔχουν | ||
λέγας· Οὐκ ἦτον ἄξιος, οὐδὲ εὔπρεπον ὑπῆρχε, | λέγων· «Οὐκ εἶμαι ἄξιος | ||
110 | ἐκεῖ ὅπου ἐστέψαν τὸν Χριστὸν μὲ ἀκάνθινον τὸ στέμμα, | ||
νὰ στέψουσιν ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον μὲ χρυσίον. | |||
Ἀφότου γὰρ ἐπλάτυνεν τῶν Φραγκῶν ἡ ἀφεντία | τῶν Φράγκων | ||
εἰς τὸ ρηγᾶτο τῆς Συρίας, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι, | καθάρια σὲ τὸ λέγω | ||
οὐδὲν ἐδιάβαιναν ποσῶς πέντε ἢ δέκα χρόνοι, | οὐδὲν ἐδιέβηκαν | ||
115 | ἐκ τὸ ρηγᾶτο τῆς Φραγκίας, ἀπὸ τὴν Ἀγλητέρραν, | Ἐκκλητέραν | |
κι ἀπὸ τὰ ἄλλα ἕτερα τῆς Δύσεως τὰ ρηγᾶτα, | |||
ὅσοι ἀγαποῦσαν τὸν Χριστὸν κ’ εὐσέβειαν ἐποθοῦσαν, | καὶ εὐσέβειαν εἶχαν | ||
νὰ μὴ περάσωσιν λαός, πλῆθος φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, | πολλοὶ ἐπερνοῦσαν, ὑπάγαιναν | ||
εἰς τὴν Συρίαν ἀπέρχονται εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον· | ἀπέρχονταν | ||
120 | συφάμελοι ὑπαγαίνασιν ἐκεῖ κ’ ἐκατοικοῦσαν, | ||
οἱ μὲν διὰ τὸ προσκύνημα, καὶ ἄλλοι διὰ τὴν δόξαν. | οἱ δὲ διὰ τὴν δόξαν | ||
[fr§5] | Παρελθουσῶν γὰρ τῶν χρονῶν ἑκατὸν πληρωμένων. | τῶν γὰρ χρονῶν | |
p.10 | ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ | ||
ἀφότου ἐγένετον ἐκεῖνο τὸ πασσάτζο, | ἀφότου γὰρ ἐγίνετον ἐκεῖνο τὸ πασσάτζιο, | ||
τὸ ἔτος ἐτότε ἔτρεχεν τὸ ἀπὸ κτίσεως κόσμου | |||
125 | ἕξι χιλιάδες, λέγω σε, κ’ ἑφτὰ ἑκατοντάδες, | ||
καὶ δεκαέξι μοναχοὺς χρόνους εἶχεν τὸ ἔτος, | δεκαὲξ ἐνιαυτοὺς | ||
οἱ κόντοι ἐκεῖνοι ἑνώθησαν, ὅπερ ἐδῶ ὀνομάζω, | |||
κι ἄλλοι μεγάλοι ἄνθρωποι ἐνῷ ἦσαν ἐκ τὴν Δύσιν· | ὁποῦσαν ἐκ τὴν Δύσιν | ||
ὅρκον ἐποίησαν ὁμοῦ καὶ τὸν σταυρὸν ἀπῆραν, | ὠμόσασιν... ἐπῆραν | ||
130 | ὅπως ὁμοῦ περάσωσιν εἰς τῆς Συρίας τὰ μέρη, | ||
ἐκεῖσε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἰς τοῦ Κυρίου τὸν τάφον. | |||
Ὁ πρῶτος ἦτον ὁ Παντουής, κόντος ἦν τῆς Φιλάντρας· | |||
τὸν δεύτερον ἐλέγασιν τὸν κόντον τῆς Τσαμπάνιας· | |||
τὸν τρίτον γὰρ ὠνόμαζαν τὸν κόντον τῆς Τουλούζας. | |||
135 | Τὸ δὲ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ τῶν φλαμουραρίων, | καὶ τῶν φλαμπουριάρων | |
ὅπου ἤσασιν εἰς τὴν βουλὴν καὶ εἰς τὸ ταξεῖδι ἐκεῖνο, | P:παραλείπεται ο στίχος | ||
οὐκ ἠμπορῶ νὰ τοὺς εἰπῶ διὰ τὴν πολυγραφίαν. | |||
Βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ οἱ κεφαλᾶδες ὅλοι | ἐπήρασιν | ||
τὸ ποῖον νὰ ποιήσουν κεφαλὴν ἀπάνω εἰς τὰ φουσσᾶτα. | ποῖον νὰ ποίσουν | ||
140 | Ἐν τούτῳ ἀποδιαλέξασιν τὸν κόντον τῆς Τσαμπάνιας, | ἀποδιάλεξαν τὸν κόντο | |
διατὶ ἦτον εὐτροπώτερος κ’ εἰς τ’ ἄρματα ἐπιδέξιος· | εὐπρεπέστατος | ||
ἐκεῖνος ἦτον νεούτσικος, χρονῶν εἰκοσιπέντε· | |||
καὶ διὰ τὴν παρακάλεσιν ὅλων τῶν κεφαλάδων | |||
τὸ ὀφφίκιον ἐπαράλαβε, μὲ προθυμίαν τὸ ἐπῆρε. | |||
145 | Ἐνταῦτα ἀπήρασιν βουλὴν ὅτι νὰ ἀπελθοῦσιν, | ||
ὁ κατὰ εἷς εἰς τὸν τόπον του διὰ νὰ οἰκονομηθοῦσι· | ὁ καθεὶς εἰς | ||
εἰς τὸν ἐρχόμενον καιρόν, εἰς τὸ ἔμπα τοῦ ἀπριλίου, | |||
p.11 | ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΗΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΙΑΣ | ||
ἀμφότεροι νὰ ἐσμίξουσιν, εἰς τὴν Συρίαν ν’ ἀπέλθουν. | ν’ ἀπέλθουν στὴν Συρίαν | ||
[fr§6] | Κι ἀφότου ἀπεχωρίστησαν, στοὺς τόπους τους ἀπῆλθαν· | Κι’ ἀφῶν... ἀπῆλθον | |
150 | οὐδὲν ἐδιάβησαν ποσῶς κανένας μῆνας, δύο, | εἷς μῆνας ἢ καὶ δύο, | |
ἀπὸ ἁμαρτίας ἐγίνετον κι ἀπέθανεν ὁ κόντος, | |||
ἐκεῖνος ὁ παράξενος, ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας. | |||
Θρῆνος καὶ θλίψη ἐγίνετον ς’ ὅλους τοὺς πελεγρίνους· | |||
κι ἀπὸ τὴν θλῖψιν τὴν πολλὴν ἦλθαν νὰ κιντυνέψουν, | |||
155 | νὰ ἀφήκουσιν τὸ πέραμα καὶ τὸ πασσάτζο ἐκεῖνο· | ν’ ἀφήσουσι τὸ πέραμα κ’ ἐκεῖνο | |
ἔδε ἁμαρτία ὅπου ἐγίνετον, ὁ θάνατος τοῦ κόντου. | ὅπου ἔγινεν | ||
[fr§7] | Ἐν τούτῳ, ὡς ἠθέλησε Θεὸς νὰ γένῃ τὸ πασσάτζο, | ὡς ἤθελε ὁ θεὸς κ’ ἐγίνη | |
ὅπως νὰ μὴ ἀπορὴσωσι τόσοι μεγάλοι ἀνθρῶποι, | |||
νὰ μείνουν καὶ ἀφήσουσι τέτοιον καλὸν ταξεῖδιν, | τοιοῦτον καλὸν ταξεῖδι, | ||
160 | εἷς ἀπὸ αὐτοὺς εὑρέθηκεν χρήσιμος καβαλλάρης· | ||
ἄνθρωπος ἦτο εὐγενικός, φρόνιμος ὑπὲρ μέτρου, | εὐγενής,... μέτρον | ||
μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, ντὲ Βιλαρντουῆ τὸ ἐπίκλην, | μισὲρ Τζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, Βαλλαρδουῆ (Geoffroi Ier de Villehardouin, 1169-1229 c.1164-1216) | ||
καὶ μέγας πρωτοστράτορας ἦτον γὰρ τῆς Τσαμπάνιας. | εἰς τὴν Τσαμπάνιαν. | ||
Ἐκεῖνος ἦτο ὁ μαΐστορας καὶ ὁ πρωτοσύμβουλός του, | ὁ μάστορας | ||
165 | ἐκεινοῦ τοῦ μακαριτοῦ τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας, | ||
ὅπου τὸν ἐσυμβούλευεν νὰ ποιήσουν τὸ ταξεῖδιν· | ἐσυβούλεψεν | ||
κι ὡς εἶδεν γὰρ τὸ ἐριζικόν, τὸν θάνατον τοῦ κόντου, | |||
ἀνέλαβεν τὴν ὑπόθεσιν τὸ τοῦ πασσάτζου ἐκείνου. | ἐκείνου τοῦ πασσάντζου | ||
Ἐλόγισεν, ὡς φρόνιμος, ὅτι ἁμαρτία ἤθελε εἶσται, | θέλει εἶσται | ||
170 | διὰ ἑνὸς ἀνθρώπου θάνατον νὰ μείνῃ τὸ πασσάτζο | τὸ πασσάντζιο | |
κ’ ἡ σωτηρία τῶν χριστιανῶν, ψέγος ἤθελεν εἶσται. | ψέγος μέγας | ||
[fr§8] | Ἀπῆρεν δύο καβαλλαρίους ὅπου εἶχε ἐκ τῆς βουλῆς του· | Ἐπῆρεν δύο καβαλλαρέους ὁποὖχεν τῆς βουλῆς τοῦ | |
ἐκ τὴν Τσαμπάνια ἐξέβηκεν εἰς τὴν Φιλάντριαν ἦλθεν, | ἐδιέβην |
NO NOTES
επεξεργασίαp.12 | ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ | ||
ηὗρεν τὸν κόντον Παντουὴν μεγάλως λυπημένον. | |||
175 | διὰ τὴν θανὴν ποῦ ἐγίνετον στὸν κόντον τῆς Τσαμπάνιας, | ||
κι ἀφότου συνεθλίβησαν ἀμφότεροι οἱ δύο, | |||
μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος, παρηγορᾷ τον κόντον· | |||
καὶ τόσον ἔξευρε νὰ εἰπῇ, τόσην βουλὴν νὰ δώσῃ, | |||
ὅτι ἐμεταστερέωσεν νὰ γένῃ τὸ πασσάτζο. | |||
180 | Κι ἀφότου ἐστερεώσασιν ὅτι νὰ τὸ πληρώσουν, | ||
ὁ κόντος τῆς Φιλάντριας τοῦ ἔδωκε ἕναν καβαλλάρην | |||
νὰ ὑπάῃ μετ’ αὐτὸν σύντροφος στὸν κόντον τῆς Τουλούζας. | |||
Εὐθέως τὸν δρόμον ἔπιασαν κ’ εἰς τὴν Προβέντσαν ἦλθαν· | |||
τὸν κόντον ηὗραν λυπηρόν, εἰς σφόδρα ἦτον θλιμμένος, | |||
185 | τὸ μὲν ἦτον διὰ τὴν θανὴν τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας, | ||
τὸ πλειότερον, ὡς ἔλεγε, διὰ τὸ πασσάτζο ἐκεῖνο | |||
ὅπου ἦσαν καταπιάσοντα κι ἀρτίως ἐσκανταλίστη. | |||
Καὶ τότε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον, | |||
ἄρχισε νὰ τὸν παρηγορᾷ κ’ ἐπληροφόρεσέ τον, | |||
190 | τὸ πῶς ὁ κόντος Παντουής, ὁ ἀφέντης τῆς Φιλάντριας, | ||
θέλει καὶ ἐμεταστερέωσεν νὰ γένῃ τὸ πασσάτζο. | |||
«Διὰ τοῦτο ἀπέστειλεν ἐδῶ τὸν καβαλλάρη ἐτοῦτον | |||
»κ’ ἐμὲν ὡσαύτως μετ’ αὐτόν, πληροφορίαν σὲ λέγω, | |||
»νὰ σὲ πληροφορέσωμεν, ἂς ἔν’ τὸ θέλημά σου, | |||
195 | »εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο, | ||
»νὰ γράψωμεν καὶ τῶν ἀλλῶν ὅπου εἰς τὸν ὅρκον εἶναι, | |||
»νὰ ἔλθουν κ’ ἐκεῖνοι μετὰ ἐσᾶς νὰ ἑνωθῆτε ἀλλήλως, | |||
»τὸ πρᾶγμα νὰ στερεώσετε τὸ πῶς θέλετε πράξει». | |||
Ὁ κόντος γάρ, ὡς φρόνιμος, ἐκεῖνος τῆς Τουλούζας, | |||
200 | ἀκούσων τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ τοὺς λόγους καὶ τὴν πρᾶξιν, | ||
εὐθέως ἐσυγκατέβηκεν κ’ εἰς τὴν βουλήν του ἐσέβη. | |||
Ἐν τούτῳ ἐδιορθώσασιν τὸ ποῦ νὰ ἑνωθοῦσιν. | |||
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ πολλάκις νὰ βαρειέσαι; | |||
εἰς τὴν Μπουργούνια ἐσμίξασιν ἀμφότερ’ οἱ κοντᾶδες· | |||
205 | βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ μετὰ τοὺς πελεγρίνους, | ||
p.13 | Ο ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ ΕΚΛΕΓΕΤΑΙ ΑΡΧΗΓΟΣ | ||
τὸ ποῖον νὰ ποιήσουν κεφαλὴν εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα. | |||
Ἐν τούτῳ οἱ φρονιμώτεροι ὅλων τῶν πελεγρίνων | |||
εἶπαν κ’ ἐσυμβουλέψασιν νὰ ποιήσουν τὸν Μπονιφάτσιον· | |||
μαρκέσης ἦτον ντε Μουφαράντ, ἀφέντης μέγας ὑπῆρχεν, | |||
210 | στρατιώτης γὰρ ἐξάκουστος καὶ πρῶτος τῆς Ἰτάλιας. | ||
Δύναμιν εἶχεν φοβερήν, φουσσᾶτα εἶχε μεγάλα· | |||
ἡ ἀδελφή του εὑρίσκετον ρήγαινα τῆς Φραγκίας. | |||
Ἐνταῦτα ἐπαρακάλεσαν ἐκεῖνοι οἱ δύο κοντᾶδες, | |||
ὁμοίως κ’ οἱ ἄλλοι ἕτεροι, οἱ πρῶτοι τῶν πελεγρίνων, | |||
215 | ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ ν’ ἀπέλθῃ στὸν μαρκέζην, | ||
νὰ ποιήσῃ τόσον πρὸς αὐτόν, νὰ τὸν παρακαλέσῃ, | |||
ὅπως νὰ καταδέξεται τὴν ἐνοχὴν νὰ πιάσῃ, | |||
ν’ ἀπέλθῃ μ’ αὐτοὺς στὴν Συρίαν, νὰ ἔνι πρῶτος ’ς ὅλους, | |||
διὰ κεφαλὴν καὶ ὁριστὴν εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα. | |||
[fr§9] | 220 | Οἱ δύο κοντᾶδες τοῦ ἔδωκαν πρὸς ἕναν καβαλλάρην· | |
ὑπόσχεσιν τοῦ ἐποιήσασιν εἰς ὅσον καταστήσῃ, | |||
νὰ τὸ κρατήσουσιν στερκτὸν καὶ οὐ μὴ τὸ παρατρέψουν. | |||
Ἐν τούτῳ ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἀπεχαιρέτησέ τους, | |||
ἀπῆρεν τοὺς καβαλλαρίους ἐκείνων τῶν δύο κοντάδων, | |||
225 | ὁλόρθα ἀπήλθασιν ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ Μπονοφάτσος. | ||
Στὴν Λάτσαν τὸν ηὑρήκασιν, χώρα μεγάλη ἔνι· | |||
κι ἀφότου ἐπεζέψασιν κ’ ἐκατουνέψανέ τους, | |||
εἰς τὸν μαρκέσην ἤλθασιν, γλυκέα τὸν χαιρετοῦσιν | |||
ἐκ μέρους τῶν εὐγενικῶν ἐκείνων τῶν κοντάδων, | |||
230 | εἶθ’ οὕτως κι ἀπὸ τῶν λοιπῶν ὁλῶν τῶν πελεγρίνων. | ||
p.14 | ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ | ||
Τὰ πιττάκια ὅπου ἐβάσταζαν, πρῶτα τοῦ ἐπροσκομίσαν, | |||
κι ἀπέκει τὸν ἐσύντυχεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος· | |||
ἄρχασεν οὕτως λέγει του· πῶς τὸν παρακαλοῦσιν | |||
τὸν κόντον τῆς Φιλάντριας εἶπε ὀμπρός, δεύτερον τῆς Τουλούζας, | |||
235 | κι ἀπέκει τοὺς εὐγενικούς, τοὺς πρώτους τοῦ πασσάτζο | ||
νὰ καταδέξεται γενεῖ εἰς αὔτους καπετᾶνος, | |||
κυβερνητής, διορθωτὴς εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα. | |||
Ὡς φρόνιμον κ’ εὐγενικὸν οἱ ὅλοι τὸν ἐκλέξαν, | |||
κ’ ἐλπίζουν εἰς τὰ φρόνα του νὰ μὴ τοὺς ἔχῃ λείψει. | |||
[fr§10] | 240 | Ὁ μαρκέσης, ὡς φρόνιμος, οὕτως τοὺς ἀπεκρίθη· | |
«Εὐχαριστῶ τοὺς ἄρχοντες, ἅπαντες τοὺς κοντᾶδες, | |||
»τὸ πῶς ἐκαταδέχτησαν τὸ ὀφφίκιον νὰ μὲ δώσουν. | |||
»Ἐγὼ γὰρ οὐκ ἠμπορῶ ἀπόκρισιν νὰ ποιήσω | |||
»ἄνευ βουλῆς καὶ θέλημα τοῦ ἀφέντου μου τοῦ ρῆγα, | |||
245 | »ὁποῦ ἔχω ἀφέντην καὶ γαβρόν, τὸν ρῆγαν τῆς Φραγκίας | ||
»ὡσαύτως καὶ τῆς ρήγαινας ὅπου ἔνι ἀδελφή μου. | |||
»Λοιπὸν διὰ τὴν ἀγάπην του ὁμοίως καὶ διὰ τὴν τιμήν μου, | |||
»ἂς μὲ ὑπομένουσιν μικρὸν ἕως οὗ νὰ ἀπέλθω εἰς αὔτους, | |||
»νὰ ἒχω βουλὴν κι ἀπολογίαν τὸ τί μὲ θέλουν ὁρίσει, | |||
250 | »καὶ μετὰ ταῦτα νὰ στραφῶ κι ἀπόκρισιν νὰ τοὺς ποιήσω». | ||
p.15 | Ο ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ ΕΚΛΕΓΕΤΑΙ ΑΡΧΗΓΟΣ | ||
[fr§11] | Οἰκονομήθη παρευτὺς ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης | ||
ἀπὸ τὴν Λάτσα ἐξέβηκεν, ἀπέρασεν τὰ ὅρη, | |||
ὅπου χωρίζουν τὴν Φραγκίαν ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν. | |||
Τοσοῦτον γὰρ ὡδήγεψεν, εἰς τὴν Φραγκίαν ἀπῆλθε· | |||
255 | εὗρεν τὸν ρῆγαν στὸ Παρίς, τὴν ρήγαιναν ὁμοίως· | ||
ὁμοῦ τοὺς ἐχαιρέτισεν καθὼς ἦσαν οἱ δύο. | |||
Χαρὰν μεγάλην ἔποικαν τὸ ἰδεῖ τον τὸν μαρκέσην· | |||
ἡ ρήγαινα τὸν ἐρωτᾷ· «Τί θέλεις ἐδῶ, ἀδελφέ μου; | |||
»μεγάλως τὸ θαυμάζομαι τὸ πῶς ἦλθες ἐνταῦτα· | |||
260 | »ποτὲ μου μοναξότερα οὐδὲν σὲ εἶδα νὰ ἔλθῃς | ||
»εἰς τὸ ρηγᾶτον τῆς Φραγκίας διὰ νὰ μᾶς θέλῃς ἴδει». | |||
Ὁμοῦ τοὺς ἀφηγήσετον, λεπτομερῶς τοὺς εἶπεν | |||
τὸν τρόπον, τὴν ὑπόθεσιν, διατὶ ἦλθεν ἐκεῖ εἰς αὔτους· | |||
τὸ πῶς τὸν ἐξεζήτησαν οἱ εὐγενικοὶ κοντᾶδες, | |||
265 | ὅπου ὠμόσαν στὸν Χριστὸν εἰς τὴν Συρίαν νὰ ἀπέλθουν, | ||
«ὅπως ν’ ἀπέλθω μετ’ αὐτοὺς εἰς τοῦ Κυρίου τὸν τάφον | |||
»καπετάνος καὶ ὁδηγὸς ἀπάνω εἰς τὰ φουσσᾶτα, | |||
»Καὶ οὐκ ἠθέλησα ποσῶς ἀπόκρισιν νὰ ποιήσω | |||
»ἄνευ βουλῆς, θελήματος ἐσᾶς ὅπου ἔχω ἀφέντες. | |||
270 | »Ἐν τούτῳ ἦλθα νὰ ἰδῶ ἐσᾶς, νὰ μάθω τὸν ὁρισμόν σας, | ||
»πῶς ὁρίζετε εἰς ἐμὲν ἀπόκρισιν νὰ ποιήσω». | |||
Συντόμως τοῦ ἀποκρίθηκεν ὁ ρῆγας τῆς Φραγκίας | |||
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτόν, ἐτέτοια τὸν ἐλάλει· | |||
«Εὐχαριστῶ σε, ἀδελφέ, τοῦ Μουφαρᾶ μαρκέσης, | |||
275 | »εἰς τὴν βουλὴν ὅπου ἔποικες κι’ ἦλθες βουλὴν νὰ ἐπάρῃς | ||
»ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀγαπᾷς κι ἀπὸ τοὺς ἐδικούς σου. | |||
»Ἐν τούτῳ γὰρ μὲ φαίνεται τιμή σου ἔνι μεγάλη, | |||
»ὅταν σὲ ἀνακράζουσιν κ’ ἐξεζητοῦν δι’ ἀφέντην, | |||
»διὰ κεφαλὴν καὶ κύβερνον τέτοι μεγάλοι ἀνθρῶποι· | |||
280 | »τὸν Θεὸν πρέπει νὰ εὐχαριστᾷς ὁμοίως καὶ τὸ ριζικόν σου. | ||
»καὶ ποίησέ το ἀπόκοτα, μὲ προθυμίαν μεγάλην | |||
»Ἐμὲν ἀρέσει με καλὰ καὶ συμβουλεύω σέ το, |
NO NUMBERS
επεξεργασίαp.16 | ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ | ||
»ἐπεὶ λογίζομαι καλά, ἐξεύρω κ’ ἐγνωρίζω, | |||
»ὅτι διὰ ἐμοῦ τὴν ἀφορμὴν τὸ πολεμοῦν ἐκεῖνοι, | |||
»ὅπως νὰ ἔχῃς ἀπὸ ἐμὲν βοήθειαν καὶ φουσσᾶτα. | |||
»Ἐν τούτῳ λέγω, ἀδελφέ, ὁρίζω κι ἀγαπῶ το· | |||
»ἄνοιξον τὸ λογάρι μου κ’ ἔπαρον ὅσον θέλεις, | |||
»ὅσοι ἀγαποῦσιν, πρόθυμα ἀπὸ ὅλον τὸ ρηγᾶτο, | |||
»νὰ ἔλθουν μετ’ ἔσου εἰς τὴν Συρίαν, θέλω κι ὁρέγομαί το | |||
»ἐπεὶ ἔνι δόξα καὶ τιμὴ ὅλων τῶν ἐδικῶν σου». | |||
[fr§12] | Ἀκούσων γάρ, ὡς φρόνιμος, ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης, | ||
ἔκλινε τὸ κεφάλιν του, καὶ προσκυνᾷ τὸν ρῆγαν. | |||
Πρῶτα θεὸν εὐχαριστᾷ καὶ δεύτερον ἐκεῖνον, | |||
ἀπῆρεν ὅσα τοῦ ἔδωκεν λογάριν καὶ φουσσᾶτα· | |||
ἀπηλογίαν τοῦ ἐζήτησεν κι ἀποχαιρέτισέ τον, | |||
τὴν ρήγαιναν ἀσπάστηκεν καὶ λέγει πρὸς ἐκείνην· | |||
«Δέσποινά μου εὐχήσου με, ν’ ἀπέλθω μὲ τὴν εὐχήν σου». | |||
Ἐνταῦτα ἐπῆρε, ἐστράφηκε ἐκεῖ ὁποῦ ἦτον ἀφέντης, | |||
στὸν τόπον τοῦ ντὲ Μουφαρὰντ ὁποῦ πολλὰ ἐπεθύμα· | |||
Πιττάκια γράφει παρευτύς, μαντατοφόρους στέλνει | |||
στὸν κόντον τῆς Φιλάντριας τὰ ἔστειλε κ’ ἐκεινοῦ τῆς Τουλούζας, | |||
τὸ πῶς ἐστράφη ἐκ τὴν Φραγκίαν ὅπου ἦτον εἰς τὸν ρῆγαν, | |||
κ’ ἔχει βουλὴν καὶ προθυμίαν νὰ ποίσῃ τὸ τοῦ ἐζητῆσαν, | |||
στὴν συντροφία τους νὰ ἀπελθῇ ἐκεῖ στὸν ἅγιον τάφον, | |||
ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Χριστὸς διὰ τὸ ἀνθρώπινον τὸ γένος. | |||
[fr§13] | Ἐν τούτῳ ἐμαντατοφορήστησαν τὸ ποῦ νὰ ἐσμίξουν ὅλοι | ||
ὅπως νὰ ἐπάρουσιν βουλὴν τὸ πόθεν νὰ ἀπεράσουν· | |||
εἰς τὸ Σαβόη ἑνώθησαν κ’ ἐκεῖ βουλὴν ἀπῆραν· | |||
ἀφότου ἐσυμβουλεύτησαν, ἰσιάστησαν ἀλλήλοις | |||
τὸ πέραμα νὰ ποιήσουσιν ἀπὸ τὴν Βενετίαν. | |||
[§] | Ἐνταῦθα ἐπαρακάλεσαν ἀμφότερ’ οἱ κοντᾶδες, | ||
ὡσαύτως ὅλοι οἱ δὲ λοιποί, οἱ πρῶτοι τοῦ πασσάτζο, | |||
Ο ΓΟΔΟΦΡ. ΒΙΔΔΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΕΙΣ ΒΕΝΕΤΙΑΝ | |||
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν πρῶτον τῆς βουλῆς τους, | |||
ὡς ἄξιος, φρονιμώτερος ἀπ’ ὅλον τὸ φουσσᾶτον, | |||
ν’ ἀπελθῇ ἐκεῖ εἰς τὴν Βενετίαν τὸ πέραμα νὰ ὀρθώσῃ· | |||
προστάγματα τοῦ ἐποίκασιν μὲ κρεμαστὲς τὲς βοῦλλες, | |||
τὴν δύναμίν τους τοῦ ἔδωκαν κ’ ὑπόσχεσιν τοῦ ἐποῖκαν, | |||
τὸ ὅσον ποιήσῃ νὰ στερχτοῦν, νὰ τὸ ἔχουσιν πληρώνει. | |||
[§] | Οἱ δύο κοντᾶδες τοῦ ἔδωκαν πρὸς ἕναν καβαλλάρην· | ||
ἄλλον ἕναν τοῦ ἔδωκεν ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης· | |||
εἶχεν γὰρ κι ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἄλλους δύο ἐδικούς του | |||
κι ἀπῆρεν τους κ’ ἐμίσσεψεν, ἐπέρασεν τὰ ὄρη, | |||
εἰς τὸ Πιεμοὺντ ἐσώσασιν, στοῦ Μουφαρᾶ ἀπεσῶσαν, | |||
ἐπέρασαν τὴν Λουμπαρδίαν, στὴν Βενετίαν ἐσῶσαν, | |||
τὸν δοῦκαν ἐχαιρέτησαν ἐκ μέρους τοῦ μαρκέση, | |||
καὶ τῶν κοντάδων ἄλλα δὴ καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὅλους, | |||
τοὺς πρώτους καὶ καλλιώτερους ὅπου τὴν δόξαν εἶχαν. | |||
Ἀτός του ὁ μισὶρ Ννζεφρὲς τοῦ ἔδωκεν τὰ πιττάκια· | |||
μετὰ ταῦτα τοῦ ἐλάλησεν, ἐκ στόματος τοῦ εἶπεν· | |||
τὸ πῶς τὸν ἀξιώνουσιν, ὡς φίλον κι' ἀδελφόν τους, | |||
νὰ ποιήσῃ νὰ ἔχουν πλευτικά, νὰ θέλουσιν περάσει | |||
στὸν ἅγιον τάφον τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖσε στὴν Συρίαν· | |||
διὰ ὀχτὼ χιλιάδες χρήζουσιν μὲ τὰ ἄλογα περάσουν, | |||
καὶ ἄλλες ὀγδοήκοντα χιλιάδες οἱ πεζοί τους. | |||
[§] | Ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας, μισὶρ Ἀρίγος ἄκω, | ||
ντὲ Ἄντουλο τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν | |||
-ἄνθρωπος ἦτον φρόνιμος, πολλὰ χαριτωμένος- | |||
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ | |||
τιμητικὰ ἀποδέξετον μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκεῖνον· | |||
χαρὰν μεγάλην ἔλαβε τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο, | |||
ἐπεὶ ἐλογίστη, ἐσκόπησεν ὁτι ἐκ τοῦ πασσάτζου ἐκείνου | |||
τιμὴν καὶ διάφορον πολὺν νὰ λάβῃ ἡ Βενετία. | |||
Ὥρισεν κ’ ἐσωρεύτησαν οἱ μεγιστᾶνοι ὅλοι, | |||
εἶθ’ οὗτως κι ὅλον τὸ κοινὸ τῆς πόλης Βενετίας· | |||
στὸν Ἅγιον Μάρκο ἐσέβησαν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέγῃ· | |||
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, συντρόφοι, συγγενεῖς μου, | |||
θεωρεῖτε πῶς μᾶς ἀγαπᾷ ὁ βασιλέας τῆς δόξης· | |||
τιμὴν καὶ δόξαν, διάφορον, μᾶς ἔστειλεν ἐμπρός μας, | |||
ὅταν τὸ ἄνθος τῆς Φραγκίας, οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι, | |||
ἦλθαν παρακαλῶντα μας στὴν χώρα μας ἀπέσω, | |||
νὰ δώσουν τὸ λογάριν τους κ’ ἡμεῖς τὰ πλευτικά μας». | |||
Ἀκούσοντά το οἱ ἄρχοντες, οἱ πρῶτοι τῆς Βενετίας, | |||
εἶθ’ οὕτως κι ὅλον τὸ κοινὸν ποῦ ἦσαν ἐκεῖ μετ’ αὔτους, | |||
τοὺς λόγους καὶ τὴν διδαχὴν ὁποῦ τοὺς εἶπε ὁ δοῦκας, | |||
μεγάλως τὸ ἀνεχάρησαν, τὸν δοῦκα εὐχαριστῆσαν | |||
εἰς τὴν βουλὴν καὶ διδαχὴν, ὅπερ τοὺς ἐδιατάχτη· | |||
ὁμοῦ τὸν ἐπροσκύνησαν, ἐστέρξαν κι ἀφιερῶσαν, | |||
κ’ εἶπαν ὅτι νὰ πληρωθῇ ἄνευ καμμίας προφάσεως. | |||
Κι ἀφότου ἀφιρώσασι κ’ ἐστέρξαν τὴν βουλὴν τους, | |||
ἐκράξαν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ καὶ τοὺς καβαλλαρίους, | |||
ποῦ ἦσαν ἐκεῖσε μετ’ αὐτὸν συντρόφοι μετ’ ἐκεῖνον· | |||
μισὶρ Ἀρίγο ντὲ Ἄντουλος, δοῦκας τῆς Βενετίας, | |||
ἀπόκρισιν τοὺς ἔδωκεν, οὕτως τοὺς ἀποκρίθη· | |||
τὸ πῶς τὸ πρᾶγμα ὅπου ζητοῦν ἀρέσει τῆς Βενετίας. | |||
[§] | Προστάγματα ἐποιὴσασιν, ἔγραψαν, ἐβουλλῶσαν· | ||
οὕτως τοὺς ἀφιρώσασι μὲ συμφωνίες μεγάλες | |||
ὅτι ἐὰν συμβῇ ὑπόθεσις κι οὐδὲν ἐλθοῦν οἱ Φράγκοι | |||
ΣΥΜΦΩΝΟΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΒΕΝΕΤΙΑΣ | |||
τόσοι ὅπου νὰ γεμίσουσιν τὰ πλευτικὰ καράβια, | |||
τὰ θέλουν ἀρματώσουσι οἱ Βενετίκοι δι’ αὔτους, | |||
τὴν ἔξοδον τῶν πλευτικῶν τὰ ἠθέλαν ἐνεμείνει, | |||
ἄνευ προφάσεως κι ἀφορμῆς νὰ τὴν ἔχουν πληρώσει. | |||
[§] | Καὶ ἀφότου ἐκπληρώσασιν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες, | ||
ἀπηλογίαν ἀπήρασιν οἱ φράγκοι καβαλλάροι· | |||
τὸν δοῦκα ἀπεχαιρέτησαν κι ὅλους τοὺς Βενετίκους, | |||
ἐξέβησαν ’κ τὴν Βενετίαν, τὴν Λουμπαρδίαν ὡδέψαν, | |||
στὸ Μουφαρὰν ἐσώσασι καὶ τὸν μαρκέσην ηὗραν· | |||
λεπτῶς τὸν ἀφηγήσαντο τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον, | |||
κι ὅσα ἐκατεστὴσασιν μετὰ τοὺς Βενετίκους. | |||
Ἀκούσων ταῦτα τοῦ Μουφαρᾶ ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης, | |||
μεγάλως εὐχαρίστησε τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποιῆσαν. | |||
Ἐν τούτῳ ἀπεχαιρέτησαν οἱ καβαλλάροι ἐκεῖνοι | |||
τὸν Μπονιφάτσον, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τὸν μαρκέσην· | |||
ἐπέρασαν τῆς Λουμπαρδίας τὰ ὄρη τὰ μεγάλα, | |||
εἰς τὴν Φιλάντρα ἀπέσωσαν ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ κόντος, | |||
ἐκεῖνος ὁ παμφρόνιμος ὁ Μπαντουής, σὲ λέγω. | |||
Λεπτομερῶς τοὺς ἐρωτᾷ τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποιῆσαν | |||
μὲ τὸ κουμοῦ τῆς Βενετίας, ἂν ηὗραν τὴν ὄρεξίν τους. | |||
κι ὅσον τοῦ ἐπληροφόρεσαν τὰ ἔπραξαν καὶ ἐποῖσαν, | |||
σφόδρα τοῦ ἐφάνηκεν καλόν, χαρὰν μεγάλη ἐποιῆσεν. | |||
[§] | Ὁρίζει γράφει παρευτὺς εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα | ||
ἔνθα ἦσαν οἱ ἅπαντες οἱ πελεγρῖνοι ἐκεῖνοι, | |||
ὅπου ἦσαν ἐπάροντα τὸν σταυρὸν εἰς τὴν Συρίαν νὰ ἀπέλθουν, | |||
τὸ πῶς ἐκαταστήσασιν μετὰ τοὺς Βενετίκους, | |||
νὰ ὁρμώσουσι τὰ πλευτικὰ τοῦ νὰ ἔχουσιν περάσει | |||
εἰς τὸν ἐρχόμενον καιρόν, ἀπὸ τὸν μάρτιον μῆναν. | |||
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ | |||
[§] | Ἐν τούτῳ ἐξῆλθε ἀπὸ ἁμαρτίας ἔμποδος εἰς τοὺς Φράγκους | ||
κι οὐδὲν ὡρμῆσαν νὰ ἀπελθοῦν ὅλοι ἐκ τὴν Βενετίαν· | |||
οἱ Προβεντσάλοι ἀπήρασιν βουλὴν μετὰ τὸν κόντον | |||
ἐκεῖνον ὅπου σὲ λαλῶ, τὸν κόντον τῆς Τουλούζας, | |||
διὰ τὸ εἶναι ἀπάνω εἰς τὸν αἰγιαλὸν καὶ εἶχαν πλευτικά τους | |||
νὰ ἔχουν περάσει ἀπ’ ἐκεῖ διὰ τὸ εἶχαν ἐπιδέξιο. | |||
[§] | Καὶ ἐρχόμενος ὁ νέος καιρός, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι, | ||
τῆς Φιλάντριας ὁ κόντος καὶ ἅπαντες ἐκ τῆς Φραγκίας τὰ μέρη, | |||
κι ὁ Μπονιφάνσος τοῦ Μουφαρᾶ, ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης, | |||
στὴν Βενετίαν ἀπήλθασι διὰ νὰ ἔχουσιν περάσει, | |||
Κι ὡς εἶδαν ὅτι ἔλειπεν ὁ κόντος τῆς Τουλούζας | |||
μὲ τὸν λαόν του κ’ ἕτερους ἀπὸ τὰ μέρη ἐκεῖνα | |||
κι οὐκ ἦτον τόσος ὁ λαὸς τὰ πλευτικὰ γεμίσουν, | |||
σκάνταλον μέγα ἐγίνετον ἀπὸ τοὺς Βενετίκους, | |||
κι οὐκ ἤθελαν ν’ ἀφήσουσιν τοὺς Φράγκους νὰ ἀπεράσουν, | |||
ἕως νὰ ἀποπληρώσουσιν τὲς συμφωνίες ὅπου εἶχαν, | |||
τὴν ἔξοδον τῶν πλευτικῶν ὅπου τοὺς ἐπερσεῦαν. | |||
Ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον, | |||
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΒΕΝΕΤΙΑΝ ΚΑΙ ΖΑΡΑΝ | |||
μεγάλως ἐβλαστήμησε τὸ σκάνταλον ἐκεῖνο· | |||
ἐσκόπησεν κ’ ἐβιάστηκεν τὸ πῶς νὰ τὸ ἡμερώσῃ. | |||
[§] | Λοιπὸν ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὅπου σὲ ἀφηγοῦμαι, | ||
ἡ πόλις τῆς Τσάρας -εὑρίσκετον ἐκεῖ εἰς τὴν Σκλαβουνίαν- | |||
ροβολεμένη εὑρίσκετον κατὰ τῆς Βενετίας. | |||
Κράζει καὶ λέγει τῶν Φραγκῶν, ὁλῶν τῶν κεφαλάδων, | |||
τὸν Μπονιφάτσιον, πρότερον τὸν Μουφαρᾶ μαρκέση, | |||
ὅπου ἦτον ’ς ὅλους κεφαλὴ ἔνοχος τοῦ φουσσάτου· | |||
δεύτερον πάλε ἀπ’ αὐτὸν τὸν Παντουὴν ἐκεῖνον, | |||
τὸν κόντον τῆς Φιλάντριας, σὲ λαλῶ, ὅπου ἦτον πρῶτος ’ς ὅλους· | |||
«Ἄρχοντες, λέγω πρὸς ἐσᾶς, ἂν θέλετε νὰ λείψῃ | |||
τὸ σκάνταλον κ’ ἡ ταραχὴ ὅπου ἔνι στὸ φουσσᾶτο, | |||
ἂν θέλετε τοῦ νὰ γενῇ καὶ νὰ τὸ ὑποσχεθῆτε, | |||
τὴν Τσάραν, ποῦ εἰς τὴν Σκλαβουνίαν ἑνῷ μᾶς ροβολεύει, | |||
νὰ πολεμήσετε αὐτὴν μετὰ τὴν δύναμίν σας, | |||
καὶ νὰ τὴν παραδώσετε εἰς τοῦ κουμοῦ τὰς χεῖρας, | |||
ἡμεῖς νὰ σᾶς χαρίσωμε τὴν ἔξοδον ἐτούτην | |||
ὅπου ἔνι αὐνῶν τῶν πλευτικῶν ὁποῦ σᾶς τὴν ζητοῦμε». | |||
[§] | Ἐνταῦθα ἐσυμβιβάστησαν οἱ Φράγκοι, τὸ ἐστεργῆσαν· | ||
ἐποίησαν τὲς συνθῆκες τους καὶ τὲς συμβίβασές τους· | |||
ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας ὁμοῦ μὲ τὸν λαόν του | |||
ἐσέβησαν στὰ πλευτικά, ’ς ἐκεῖνα ὅπου ἐπερσεῦαν, | |||
ὡρμώσασι κ’ ἐξέβησαν ἀπὸ τὴν Βενετίαν· | |||
ἐκεῖ στὴν Τσάραν ἤλθασιν, ἐπιάσαν τὸν λιμιῶνα, | |||
[§] | Ἐν τούτῳ οἱ Φράγκοι πρόθυμα, μετὰ σπουδῆς μεγάλης, | ||
πεζεύουν ἐκ τὰ κάτεργα, τὴν χώραν πολεμοῦσιν· | |||
ἀπὸ σπαθίου τὴν ἔπιασαν, τῆς Βενενίας τὴν δίδουν, | |||
ἐπλήρωσαν τὸν ὅρκον τους καὶ τὴν ὑπόσχεσίν τους. | |||
Η ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΙΣ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ | |||
[§] | Ἐνταῦθα ἄρξομαι ἀπ’ ἐδῶ, θέλω τοῦ νὰ σκολάσω | ||
ἐτοῦτο ὅπου ἀφηγὴσομαι, ἄλλο νὰ καταπιάσω, | |||
τὸ πῶς ἐγίνη ἡ ἔμποδος ἐκεινῶν τῶν πελεγρίνων, | |||
κι ἀφῆκαν τὸ ταξεῖδι τους ἐκεῖνο τῆς Συρίας, | |||
κι ἀπῆλθαν κ’ ἐκερδίσασιν τὴν Κωνσταντίνου πόλιν. | |||
[§] | Ἐτότε ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι, | ||
ἦτον βασιλέας τῆς πολέου, ἐκεινῆς τῆς Κωνσταντίνου, | |||
ὁ βασιλεὺς τῶν Ρωμαίων, κὺρ Σάκης ὁ Βατάτσης· | |||
εἶχε αὐτάδελφον κακόν, Ἀλέξιον τὸν ἐλέγαν· | |||
τὸν βασιλέαν ἐτύφλωσε, τὴν βασιλείαν ἀπῆρεν. | |||
[§] | Ἐκεῖνος γὰρ ὁ βασιλεὺς κὺρ Σάκης ὁ Βατάτσης | ||
μὲ τοῦ ρηγός, τὴν ἀδελφὴν, ἐκεινοῦ τῆς Ἀλαμάνιας, | |||
εἶχεν υἱὸν παράξενον, Ἀλέξιον τὸν ἐλέγαν· | |||
τὸ ἰδεῖ ὅτι ἐτύφλωσεν ἐκεῖνος τὸν πατήρ του, | |||
εὐθέως ἐμίσσεψε ἀπ’ ἐκεῖ στὴν Ἀλαμάνια ἑδιάβη, | |||
ἐκεῖ στὸν θεῖον του ἀπέσωσεν στὸν ρῆγαν τῆς Ἀλαμάνιας· | |||
λεπτῶς τοῦ ἀφηγήσατο τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον, | |||
τὸ πῶς ὁ θεῖος του ὁ ἀσεβὴς τὴν βασιλείαν ἀπῆρεν. | |||
[§] | Ὁ ρῆγας γάρ, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ ἐλυπήθην· | ||
ἐσκόπησεν, ὡς φρόνιμος, τὸ πῶς νὰ τοῦ βοηθήσῃ. | |||
Ο ΑΛΕΞΙΟΣ ΖΗΤΕΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΝ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ | |||
[§] | Ἐν τούτῳ λέγει πρὸς αὐτόν· «Υἱέ μου καὶ | ||
ἀνεψιέ μου, | |||
τὸ τί σὲ ποιήσει οὐδὲν ἔχω εἰς τοῦτο, τὸ μὲ λέγεις· | |||
ὅμως μαντᾶτα ἤκουσα -συντόμως μὲ τὰ ἠφέραν- | |||
τὸ πῶς τὸ πλῆθος τῶν Φραγκῶν ποῦ στὴν Συρία ὑπαγαίνουν, | |||
ἐκεῖ στὸν τάφον τοῦ Χριστοῦ, στὴν Βενετίαν ἐσῶσαν. | |||
«Λοιπὸν ἐμένα φαίνεται, ἂν θέλῃς ὅτι νὰ τὸ ποιήσῃς, | |||
καὶ δυνηθῇς νὰ ὑποσχεθῇς τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης ἐτοῦτο, | |||
ὅ,τι ἂν ὁρίσῃ τοῦ λαοῦ, ἑκείνων τῶν πελεγρίνων, | |||
ν’ ἀφὴσουν τὸ ταξεῖδιν τους, ἐκεῖνον τῆς Συρίας, | |||
καὶ ἀπέλθουν στὴν Κωνσταντινούπολιν νὰ σοῦ τὴν παραδώσουν, | |||
νὰ πιάσουν τὸ βασίλειον σου νὰ ἔχῃς τὴν ἀφεντία σου, | |||
νᾶ ποιήσουν πάντας τοὺς Ρωμαίους νὰ σέβωνται τὸν Πάπαν, | |||
τῆς Ρώμης γὰρ τὴν ἐκκλησίαν νὰ ἔχουν προσκυνήσει, | |||
νὰ εἶναι ἕνα μετὰ μᾶς εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν, | |||
οὕτως ἐλπίζω καὶ θαρρῶ στὴν βασιλείαν σου νὰ ἔλθῃς». | |||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα ὅπου λαλῶ Ἀλέξιος ὁ νέος Βατάτσης, | ||
ὅλα τὰ ὑποσχήθηκεν, ἔταξεν νὰ τὰ ποιήσῃ. | |||
[§] | Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν, πρόθυμα νὰ ὑποσχιέται, | ||
ὥρισε γράφουσι γραφάς, πιττάκια εἰς τὸν Πάπα· | |||
μανταταφόρους ὤρθωσε καὶ εἰς αὖτον ἀποστέλνει, | |||
λεπτομερῶς τοῦ ἐμὴνυσεν ὅσον λέγω ἐνταῦτα. | |||
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ ἂ λάχῃ νὰ βαρειέσαι; | |||
Η ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΙΣ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ | |||
Ὁ Πάπας, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐχάρηκε μεγάλως· | |||
ὥρισε, ἔγραψαν παρευτὺς ἐκεῖ εἰς τοὺς πελεγρίνους, | |||
γαρδενάριν ἀπέστειλε, λεγᾶτον τὸν ἐποιῆσεν. | |||
Εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν ἀπέστειλεν εἰς ὅλους, | |||
ὅτι, ἐὰν ἀφήσουν τῆς Συρίας ἐκεῖνο τὸ ταξεῖδιν, | |||
νὰ ἀπέλθουν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν νὰ βάλουν τὸν Ἀλέξην, | |||
τοῦ βασιλέως γὰρ τὸν υἱόν, ἐκεινοῦ τοῦ κὺρ Σάκη, | |||
εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς βασιλείας νὰ τὸν ἔχουν θρονιάσει,- | |||
ὅσοι ἀποθάνουν εἰς αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ ταξεῖδιν, | |||
νὰ ἔχουν συμπάθειον κι ἄφεσιν ἀπὸ τὲς ἁμαρτίες τους, | |||
ὥσπερ νὰ ἀποθάνασιν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον. | |||
[§] | Ὁ γαρδενάρης ποὺ λαλῶ, ἐκεῖνος ὁ λεγᾶτος, | ||
ἐπῆρεν τὰ προστάγματα τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα· | |||
ὥδεψε ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν, στὴν Βενετίαν ἐσῶσεν, | |||
ἐσέβην εἰς τὸ κάτεργον, ἀπῆλθεν εἰς τὴν Τσάραν. | |||
Ἐκ τὸ ἄλλο μέρος ἔσωσεν Ἀλέξης ὁ Βατάτσης· | |||
ὁ ρῆγας τὸν ἀπέστειλεν ἀπὸ τὴν Ἀλαμάνιαν. | |||
Ἀφότου ἀποσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν Τσάραν, | |||
ἐγένετον διαλαλημὸς ’ς ὅλους τοὺς πελεγρίνους, | |||
Ο ΑΛΕΞΙΟΣ ΖΗΤΕΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΝ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ | |||
νὰ σωρευτοῦν κι ἀκούσωσι τὸν ὁρισμὸν τοῦ Πάπα. | |||
Ἐν τούτῳ τοὺς ἐσύντυχεν ἐκεῖνος ὁ λεγᾶτος, | |||
τοῦ Πάπα τὰ προστάγματα ὥρισεν κι ἀναγνῶσαν. | |||
[§] | Λεπτομερῶς τοὺς ἔδειξεν τὴν στράταν τῆς Πολέου, | ||
Τὸ πῶς ἔνι διαφορικὴ πλέον παρὰ τῆς Συρίας· | |||
ἐπεὶ ἔνι διὰ καλλιώτερον τοὺς χριστιανοὺς νὰ βάλουν | |||
εἰς ἰσιασμὸν καὶ ὁμοιότητα, τοὺς Φράγκους μὲ τοὺς Ρωμαίους, | |||
παρὰ νὰ ὑπάγουν στὴν Συρία ἄνευ καμμίας ἐλπίδος. | |||
[§] | Πολλὰ ἐταραχεύτησαν τινὲς εἰς τὰ φουσσᾶτα, | ||
ὅπου ἀγαποῦσαν ν’ ἀπελθοῦν ἐκεῖ στὸν ἅγιον τάφον· | |||
καὶ διὰ τὸ ἰσιάστησαν οἱ καλλιώτεροί τους | |||
νὰ ἀφὴκουν τὴν στράταν τῆς Συρίας, ν’ ἀπέλθουν εἰς τὴν Πόλιν, | |||
ἐστράφησαν εἰς τὴν Φραγκίαν τινὲς πλεῖστοι κλερᾶδες· | |||
διὰ τοῦ λεγάτου τὴν διδαχήν, διὰ τὴν εὐχὴν τοῦ Πάπα, | |||
ἐπέσαν οἱ ἄλλοι εἰς ὄρεξιν νὰ ἀπέλθουν εἰς τὴν Πόλιν. | |||
[§] | Ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας ἰδὼν τὴν προθυμίαν, | ||
ὡσαύτως ὅλον τὸ κοινὸν τῆς Βενετίας μετ’ αὖτον, | |||
εἶπαν κ’ ἑσυμβουλεύτησαν νὰ ὑπάουν κι αὐτοὶ στὴν Πόλιν | |||
ἀφεὶν εἶχαν τὰ πλευτικὰ ἐκεῖνα τὰ περσά τους· | |||
ἐπεὶ ἂν ἠθέλαν νὰ στραφοῦν στὴν Βενετίαν ὀπίσω, | |||
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ | |||
ὡς ἐντροπή, κατηγορία, ἦτον τῆς Βενετίας. | |||
Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστησαν, εἰς τοῦτο ἀφιρῶσαν, | |||
ὅτι διὰ τὴν συμπάθειαν τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα, | |||
καὶ δεύτερον διὰ τὴν τιμὴν ὅλης τῆς Βενετίας, | |||
νὰ ὑπάουν κι αὐτοὶ στὴν συντροφίαν ἐκεῖ τῶν πελεγρίνων· | |||
[§] | Καὶ ἀφότου ἐσυμβιβάστησαν οἱ ἅπαντες τοῦ φουσσάτου, | ||
ἀπὸ τὴν Τσάρα ἑξέβησαν ὠρθῶσαν καὶ ὑπαγαῖναν· | |||
ὁλόρθα ὑπάουν τῆς Ρωμανίας, ἐσῶσαν εἰς τὴν Πόλιν· | |||
οἱ Φράγκοι ἐπεζέψασιν εὐθέως εἰς τὴν στερέαν, | |||
κ’ οἱ Βενετίκοι ἐστήκασιν ἀπάνω εἰς τὰ καράβια. | |||
Τῆς Πόλεως γὰρ νὰ σὲ ἔχω εἰπεῖ τὸ πῶς κεῖται ἡ χώρα· | |||
ὡς ἄρμενον τὴν προσομοιῶ, τρίγωνος γὰρ ὑπάρχει, | |||
τὰ δύο μέρη στὴν θάλασσαν, τὸ τρίτον στὴν στερέαν. | |||
[§] | Διατὶ τὸ βάθος τοῦ γιαλοῦ ἔνι βαθὺ καὶ μέγα, | ||
τόσον αὐτῆς τῆς θάλασσας ὁμοίως καὶ τοῦ λιμιῶνος, | |||
ὅπου ἔνι γῦρον τῆς Πολέου, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι, | |||
ὄχι τὰ κάτεργα ἀλλά δή οἱ κόκες, τὰ καράβια, | |||
ἐρχόντησαν μέχρι εἰς τὴν γῆν ὡσὰν νὰ ἦσαν βάρκες. | |||
Οἱ Βενετίκοι, ὡς φρόνιμοι τεχνῖτες τῆς θαλάσσου, | |||
μὲ πονηρίαν καὶ φρόνεσιν, μετὰ μεγάλης τέχνης, | |||
γεοφύρια ἐποιήσασιν ἀπάνω εἰς τὰ καράβια· | |||
ΚΑΤΑΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ | |||
μὲ τέχνην καὶ μὲ φρόνεσιν τὰ ἐρρίπταν εἰς τοὺς τοίχους, | |||
μὲ τὰ σκουτάρια καὶ σπαθία ἐσέβησαν ὁλόρθα, | |||
ἀπάνω εἰς τοὺς τοίχους τῆς Πολέου ἐσέβησαν ἀπέσω. | |||
Οἱ Φράγκοι γὰρ ἐκ τὴν στερεὰν ἦτον ὁ πόλεμός τους· | |||
ἀλλὰ οὐ καὶ ἰσχύσασι ποσῶς νὰ βλάψουσι τὴν Πόλιν. | |||
[§] | Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ ἂ λάχῃ νὰ βαρειέσαι; | ||
οἱ Βενετίκοι ἐσέβησαν πρῶτα στὴν Πόλι ἀπέσω· | |||
ἡ Πόλις ἐπιάστη ἀπὸ σπαθίου, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι. | |||
Ἐκεῖνος ὁ Αλέξιος ὁ κακός, ὁ ἄπιστος βασιλέας | |||
ἔφυγεν, ὡς ἡμπόρεσεν, ἀπέρασεν εἰς τὸ Σκουτάρι, | |||
ἐδιάβη στὴν Ἀνατολήν, ἐξέβη ἀπὸ τὴν Πόλιν. | |||
Ἐν τούτῳ τὰ ἀρχοντόπουλα ὅπου ἦσαν τῆς Πολέου, | |||
τὸ ἰδεῖ τὸ πλῆθος τῶν Φραγκῶν ποῦ ἐσέβησαν ἀπέσω, | |||
σπουδαίως γοργὸν ἐδράμασιν στὴν φύλαξιν ὅπου ἦτον | |||
ἐκεῖνος γὰρ ὁ βασιλέας κὺρ Σάκιος ὁ Βατάτσης· | |||
τὰ σίδερα τοῦ ἐξέβαλαν, εἰς τὸ παλάτι ἀπῆλθαν· | |||
στὸν θρόνον τὸν ἐκάθησαν, οὕτως τυφλὸς ὡς ἦτον. | |||
[§] | Οἱ Φράγκοι γὰρ ὡς ἔμαθαν περὶ τοῦ βασιλέως | ||
ἐκράξαν τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν πρωτοσύμβουλὸν τους, | |||
μετὰ ταῦτα ἄλλους ἄρχοντας, εὐγενικοὺς ἀνθρώπους· | |||
λεπτῶς τοὺς ἐπαρήγγειλαν στὸν βασιλέαν ν’ ἀπέλθουν, | |||
νὰ ἐπάρουν γὰρ καὶ μετ’ αὐτοὺς Ἀλέξιον τὸν υἱόν του· | |||
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ | |||
νὰ τοῦ συντύχουν φρόνιμα τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον, | |||
τὲς συμφωνίες ὅπου ἔποικεν ὁ ὑιός του μὲ τὸν Πὰπαν, | |||
ἂν ἔνι ὅτι ἀρέσουν του καὶ θέλει νὰ τὲς στέρξῃ. | |||
Σπουδαίως ἀπῆλθαν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνοι οἱ ἀποκρισάροι· | |||
ηὗραν ἐκεῖ τὸν βασιλέα, στὸν θρόνον ἐκαθέτον· | |||
τιμητικὰ τὸν χαιρετοῦν ἀπὸ τοὺς κεφαλᾶδες· | |||
λεπτῶς τοῦ ἀφηγήθησαν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες, | |||
ὅπου ἔποικεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ μετὰ τὸν Πάπα Ρώμης· | |||
ἂν ἀγαπᾷ κι ὁρέγεται νὰ τὲς ἔχει στερεώσει. | |||
[§] | Ἐνταῦθα γὰρ ὁ βασιλεὺς κὺρ Σάκης ὁ Βατάτσης | ||
φρόνιμα ἀπεκρίθηκεν, ὡς βασιλεὺς ὅπου ἦτον· | |||
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, ὅσον ἐποίησε ὁ υἱός μου, | |||
κι ὁ ἀδελφός μου μετ’ αὐτοῦ, ὁ ρῆγας τῆς Ἀλαμάνιας, | |||
ἐγὼ τὸ θέλω κι ἀγαπῶ, στέργω το μετ’ ἐκείνους· | |||
ποιὴσατε προστάγματα, κ’ ἐγὼ νὰ τὰ βουλλώσω». | |||
Ἀφότου γὰρ ἐγίνησαν οἱ συμφωνίες ἐκεῖνες, | |||
περιέστησαν οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ φράγκικου φουσσάτου, | |||
διὰ τὸ ἦτον ἔμπα τοῦ καιροῦ, καὶ ἐσέβαινε ὁ χειμῶνας, | |||
νὰ ἐξεχειμάσουσιν ἐκεῖ εἰς τῆς Πόλεως τὴν χώραν· | |||
κ’ εἰς τὸν ἐρχόμενον καιρόν, εἰς τὸ ἔμπα τοῦ μαρτίου, | |||
νὰ ἔχουν κινήσει ἑνομοῦ μετὰ τὸν βασιλέα, | |||
κ’ εἰς τὴν Συρίαν νὰ ἀπελθοῦν κατὰ τὲς συμφωνίες τους. | |||
Ο ΙΣΑΑΚΙΟΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΙΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ | |||
[§] | Μετὰ βουλῆς καὶ ὁρισμοῦ κὺρ Σάκη τοῦ Βατάτση | ||
ἐστέψασιν διὰ βασιλέαν Ἀλέξιον τὸν υἱὸν του. | |||
Ἐν τούτῳ ἐσυμβουλεύτησαν μετὰ τὸν βασιλέα. | |||
[§] | Ἀφότου γὰρ ἐστέψασιν Ἀλέξιον τὸν υἱόν του | ||
διὰ ἀφέντην καὶ βασιλέα ὅλης τῆς Ρωμανίας, | |||
οὐδὲν ἐπέρασε ποσῶς ἕνας μῆνας σωζᾶτος | |||
- καθὼς εὑρίσκεται ἀπὸ ἀρχῆς τὸ γένος τῶν Ρωμαίων | |||
εἰς δολιότητα πολλὴν κ’ εἰς ἀπιστίες μεγάλες - | |||
τινὲς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς πρώτους τῆς Πολέου, | |||
ἀπῆλθαν εἰς τὸν βασιλέα Ἀλέξιον τὸν Βατάτσην, | |||
καὶ λέγουσι οὕτως πρὸς αὐτόν· «Δέσποτα, βασιλέα, | |||
ἀφῶν ἐπρόσταξεν ὁ Θεὸς κ’ ἔχεις τὴν βασιλείαν σου, | |||
τί σὲ ἤφερεν, ἀφέντη μας, εἰς τὴν Συρίαν νὰ ἀπέλθῃς; | |||
τὸ διάστημα ἔνι πολὺ ἐδῶθεν στὴν Συρίαν, | |||
οἱ ἔξοδες, τὰ πλευτικὰ πολὺ θέλουν κουστίσει· | |||
καὶ ἄλλο μεγαλιώτερον, πολλάκις καὶ χαθοῦμεν | |||
στὰ πέλαγα τῆς θάλασσας, θέλεις εἰς τὴν στερέαν. | |||
Ἐτοῦτοι οἱ Φράγκοι, ὅπου θεωρεῖς, πολλὰ εἶν’ θεληματάροι. | |||
ὁμοίως κ’ ἐλαφροκέφαλοι, ὅτι τοὺς δόξῃ, κάμνουν· | |||
ἂς τοὺς ἀφήκωμε νὰ ὑπᾶν εἰς Θεοῦ τὴν κατάραν, | |||
καὶ ἡμεῖς ἂς ἀπομείνωμεν ἐδῶ στὰ ἰγονικά μας». | |||
Ὁ βασιλεύς, ὡς νεούτσικος καὶ ἀπαίδευτος τοῦ κόσμου, | |||
γοργὸν ἐσυγκατέβηκεν εἰς τὴν βουλὴν ἐκείνην. | |||
Εἶπαν· «Καὶ πῶς νὰ ἔχῃ γενεῖ, νὰ τοὺς ἀποφληθοῦμε;»- | |||
«Ἂς τοὺς ἀφήκωμε ἀκομὴ κανέναν μῆναν πλέον· | |||
τὲς διοίκησες ὅπου βαστοῦν νὰ τὲς ἔχουν ἐξοδιάσει, | |||
κι οὕτως νὰ ποιήσωμε ἐναρχίαν νὰ τοὺς ἔχωμε ἐξαλείψει». | |||
Καθὼς τὸ ἐσυμβουλεύτησαν, οὕτως καὶ τὸ ἐπληρῶσαν. | |||
[§] | Ἀφῶν ἐπλήρωσε ὁ καιρός, κανένας μῆνας, δύο, | ||
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ | |||
- εἶχον χωρικὸν τὸν λογισμὸν θαρρῶντα νὰ προκόψουν - | |||
τὲς πόρτες τῆς Πολέου ἐσφάλισαν καὶ φύλαξες ἐβάλαν· | |||
τοὺς Φράγκους ὅπου εὑρέθησαν ἐντὸς τότε τῆς Πόλης, | |||
εἰς τὸ σπαθὶ τοὺς ἔβαλαν, ὅλους τοὺς ἀπεκτεῖναν. | |||
Ἔδε ἀσέβειαν ποῦ ἔποικαν οἱ ἀσεβεῖς Ρωμαῖοι | |||
εἰς χριστιανοὺς ὀρθόδοξους κι ἀληθινοὺς ἀνθρώπους, | |||
ὅπου ἐκοπίασαν κ’ ἔβαλαν τὸν βασιλέαν ἐκεῖνον | |||
εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς βασιλείας ὅπου τὸ εἶχεν χάσει. | |||
Ὁ Θεὸς γὰρ ὁ εὔσπλαχνος, ὁ δίκαιος εἰς τὰ πάντα, | |||
εὐδόκησεν ἡ χάρη του ἐτότε εἰς τὸν φόνον ἐκεῖνον, | |||
ὅτι κανεὶς εὐγενικὸς ἀπὸ τοὺς πλούσιους Φράγκους, | |||
οὐδὲν ηὑρέθηκεν τινὰς ἐκεῖ εἰς τὴν Πόλι ἀπέσω | |||
μόνον καὶ ἄνθρωποι φτωχοί, τεχνῖτες ὑποχέροι. | |||
Τὰ γὰρ φουσσᾶτα τῶν Φραγκῶν ὅπου ἔστηκαν ἀπέξω | |||
τῆς χώρας Πόλεως, σέ λαλῶ, ὡσαν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι, | |||
τὸ ἀκούσει, ἰδεῖ τὴν ταραχήν, τὸν σουγλισμὸν τοῦ φόνου, | |||
τὸν θόρυβον καὶ τὰς φωνὰς ἐκεινῶν ποῦ ἐσκοτῶναν, | |||
εὐθέως γοργὸ ἀρματώνονται πεζοὶ καὶ καβαλλάροι· | |||
ἐπιάσαν γὰρ ἐκ τοὺς Ρωμαίους, ἠρώτησαν τὸ πρᾶγμα, | |||
τὸ πῶς ἐγίνη ἡ ἐναρχία, τὴν ἐποιῆσαν οἱ Ρωμαῖοι, | |||
τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔποικαν ἀρτίως εἰς τὸν λαόν μας. | |||
Κ’ ἐκεῖνοι ὅπου τὸ ἐξεύρασιν ἐπληροφόρησάν τους | |||
τὸν τρόπον καὶ τὴν ἀφορμήν, τὸ εἰς τί σκοπὸν τὸ ἐποῖκαν. | |||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ φράγκικου φουσσάτου, | ||
τοὺς Βενετίκους ἄφησαν τὴν θάλασσαν φυλάττουν, | |||
καὶ πλεῖστον ἕτερον λαὸν πάλε ἀπὸ τὴν στερέαν· | |||
κι ὁ ἄλλος ἕτερος λαὸς τοῦ πλήθους τοῦ φουσσάτου | |||
ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους, τὰ φλάμουρα ἐξαπλῶσαν, | |||
τὰ ἀλάγια ἐχωρίσασιν, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι. | |||
ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΡΩΜΑΙΩΝ ΚΑΙ ΦΡΑΓΚΩΝ | |||
Ἀπὸ τὴν Πόλι ἐξέβησαν, ἄρχισαν νὰ κουρσεύουν | |||
τοὺς τόπους κι ὅλα τὰ χωρία, τὰ μέρη Ρωμανίας, | |||
μέχρι στὴν Ἀνδριανόπολιν ἐσῶσαν κ’ ἐκουρσέψαν· | |||
πέντε ἡμερῶν τὸ κάμνουσιν στράταν ἀπὸ τὴν Πόλιν. | |||
Κι ἀφότου ἐχορτάσασιν κοῦρσος καὶ πλῆθος κέρδου, | |||
ἐγνώμιασαν καὶ ηὕρασιν ὅτι εἶχαν πλέον κερδίσει | |||
παρὰ ὅπου εἶχαν στὰ κάτεργα καὶ εἰς ὅλα τὰ πλευτικά τους· | |||
ἐνταῦθα ὀπίσω ἐστράφησαν, ἤλθασιν εἰς τὴν Πόλιν. | |||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλεύς, κὺρ Σάκης ὁ Βατάτσης, | ||
μεγάλως τὸ ἐβλαστήμησεν, σφόδρα τὸ ἐλυπήθην· | |||
οὐδὲν ἔξευρεν ποσῶς ἐκ τὴν βουλὴν ἐκείνην | |||
ὅπου ἔδωκαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἀλέξη τοῦ Βατάτση | |||
ἐκεῖνοι οἱ θεοκατάρατοι, οἱ ἄνομοι δημηγέρτες. | |||
Ὥρισεν καὶ ἐκράξασιν Ἀλέξιον τὸν υἱόν του· | |||
μεγάλως τὸν ἀτίμωσεν, ἐχόλιασέν τον σφόδρα, | |||
καὶ λέγει οὕτως πρὸς αὐτὸν μετὰ δακρύων τοὺς λόγους· | |||
«Εἰπές μου, θεοκατάρατε, οὐκ εἶσαι ἐσὺ υἱός μου; | |||
πῶς τὸ ἐθυμήθης, ἄπιστε τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων, | |||
τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔποικες καὶ τὴν δημηγερσίαν | |||
’ς ἐκεινοὺς ὅπου σ’ ἔποικαν νὰ εἶσαι βασιλέας; | |||
Οὕτως σὲ ἁρμόζει ἀπὸ τὸν νῦν νὰ σὲ κρατοῦν οἱ πάντες, | |||
ὡσὰν ἐκεῖνον τὸν ἄπιστον Ἰούδαν τὸν Σκαριώτην, | |||
ὅπου ἔποικεν τὴν προδοσίαν τοῦ Κυρίου τῆς Δόξης. | |||
Γοργὸν σὲ ὁρίζω νὰ μὲ εἰπῇς τὸ ποῖ σ’ ἐσυμβουλέψαν | |||
νὰ ποίσῃς τοῦτο τὸ ἔποικες, τὴν τόσην ἀπιστίαν; | |||
ἀτίμωσες τὴν βασιλείαν, τὸ γένος τῶν Ρωμαίων· | |||
ποῖος νὰ πιστέψῃ ἀπὸ τοῦ νῦν Ρωμαίου τινὸς ἀνθρώπου;» | |||
Ἐκεῖνος ἀπὸ τοῦ φόβου του κι ἀπὸ στενοχωρίας του, | |||
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ | |||
οὐκ εἶχεν πῶς τὸ ἀρνηθῇ· εἶπεν καὶ μαρτυρᾷ τους | |||
ἐκείνους τοὺς πανάπιστους ποῦ τὸν ἐσυμβουλέψαν. | |||
Ὥρισε εὐθέως ὁ βασιλεὺς κ’ ἠφέραν τους ὀμπρός του· | |||
τοὺς ὀφθαλμούς τους ἐξέβαλεν, στὴν φυλακὴν τοὺς βάνει· | |||
κι ἀπέκει κράζει δύο ἄρχοντες, πρώτους τοῦ παλατίου. | |||
[§] | Ὁρίζει γράφει γράμματα ’ς ἐκεῖνον τὸν μαρκέσην | ||
ὡσαύτως καὶ εἰς τοὺς ἕτερους κοντᾶδες, κεφαλᾶδες. | |||
Ἐξαφορμίστη πρὸς αὐτούς, μεθ’ ὅρκου τοὺς τὸ ἐμήνα, | |||
ὅτι ποτὲ οὐκ ἤξευρεν τὴν ἀπιστίαν ἐκείνην, | |||
ὅπου ἔποικεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ μετὰ τοὺς δημηγέρτες. | |||
«Παρακαλῶ σας, ἄρχοντες, τὸ πρᾶγμα νὰ πραΰνῃ· | |||
ἂς λείψουσιν τὰ σκάνταλα, μηδὲν γενῇ τὸ πλεῖον. | |||
Ἐδῶ κρατῶ τοὺς ἄπιστους στὴν φυλακὴν ἀπέσω· | |||
τυφλοὺς τοὺς ἔχω, ἐπάρετε, ὁρίσετε ἂς τοὺς κρίνουν, | |||
ὡς δημηγέρτες ἄπιστους τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων. | |||
Ἐγὼ γὰρ τὰ προστάγματα ὅπου ἔχομε ἀμφοτέρως, | |||
τὲς συμφωνίες κι ὁμόλογα, κρατῶ τὰ ἀφιρωμένα· | |||
στέργω νὰ τὰ πληρώσωμεν ἄνευ κανενὸς δόλου. | |||
Τὸ κοῦρσον ὅπου ἐποίκετε καὶ ἡ αἰχμαλωσία, | |||
ἂς ἔνι εἰς ἀνταμοιβὴν τοῦ φόνου τοῦ λαοῦ σας· | |||
ὁ υἱός μου γὰρ νεούτσικος κι ἀπαίδευτος τοῦ κόσμου, | |||
παρακαλῶ σας, ἄρχοντες, ὡς ἀδελφοὺς καὶ φίλους, | |||
ἂς ἔχῃ τὴν συμπάθειον σας, μετ’ ἔσας νὰ ἀποθάνῃ· | |||
ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἔμπροστεν ὡς ἀδελφός σας νὰ ἔνι· | |||
ἂς ἔνι εἰρήνη εἰς ἐμᾶς, ἀγάπη κι ὁμοτόνια. | |||
Ἐξεχειμάστε ἑνομοῦ ἐδῶ στὴν Πόλιν μέσα, | |||
καὶ εἰς τοῦ καιροῦ τὴν ἄνοιξιν νὰ ὑπᾶτε τῆς Συρίας· | |||
ὁ υἱός μου νὰ ἔλθῃ μετ’ ἐσᾶς κατὰ τὲς συμφωνίες μας». | |||
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες τοῦ φράγκικου φουσσάτου, | |||
βουλὴν ἐπῆραν ἑνομοῦ, ἰσιάστηκαν εἰς τοῦτο· | |||
ἐγίνη ἀγάπη εἰς αὐτοὺς καθὼς ἦτον καὶ πρῶτον. | |||
Ἐν τούτῳ ἐξεχειμάσασιν, ἦλθεν ὁ μάρτης μῆνας· | |||
οἱ Φράγκοι ᾠκονομήθησαν νὰ θέλουν ὑπαγαίνει | |||
ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΡΩΜΑΙΩΝ ΚΑΙ ΦΡΑΓΚΩΝ | |||
ἐκεῖσε εἰς τὸ ταξεῖδιν τους, εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον. | |||
[§] | Ἐνταῦτα ἀπῆλθεν εἰς αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς Ἀλέξιος | ||
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτούς, ἐπαρακάλεσέ τους· | |||
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, συντρόφοι ἠγαπημένοι, | |||
ἐσεῖς ἐξεύρετε καλὰ τὸν φτόνον τοῦ διαβόλου, | |||
τὸ πῶς μᾶς ἐσκαντάλισε εἰς τὴν νεότητά μας. | |||
Λοιπὸν ἐγὼ εὑρίσκομαι εἰς ὅλα μου ἀρχικάρης, | |||
κι οὐδὲν ἔχω τὰ πράγματα ὅπου μοῦ κάμνουν χρεία, | |||
οὕτως ὡς πρέπει εἰς θέλημα διὰ τὸ ταξεῖδιν ἐτοῦτο. | |||
Καὶ ἄλλο πάλε σᾶς λαλῶ, πληροφορέθητέ το· | |||
ἀπὸ ἀφορμῆς τοῦ σκάνταλου ἐτούτου ὅπου ἐγινέτον | |||
οὐ προθυμοῦσιν οἱ Ρωμαῖοι νὰ ἐσμίξουν μὲ τοὺς Φράγκους· | |||
διὰ τοῦτο λέγω, πρὸς ἐσᾶς, ἀξιοπαρακαλῶ σας, | |||
νὰ ἔχω συμπάθειον ἀπὸ ἐσᾶς ἡμέρες δεκαπέντε | |||
νὰ ὀρθώσω τὰ φουσσᾶτα μου καὶ νὰ σᾶς καταφτάσω». | |||
[§] | Οἱ Φράγκοι γὰρ τὸ ἐστέρξασιν, κινοῦσιν κ’ ὑπαγαίνουν· | ||
τὴν Ἡράκλειαν ἐπέρασαν· πάντα κοντὰ ἀναμένουν | |||
ἐκεῖνον γὰρ τὸν βασιλέαν Ἀλέξιον τὸν Βατάτσην. | |||
Ἀκούσατε οἱ ἅπαντες, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι, | |||
ὅσοι πιστεύετε εἰς Χριστόν, τὸ βάφτισμα φορεῖτε, | |||
ἐλᾶτε ἐδῶ νὰ ἀκούσετε ὑπόθεσιν μεγάλην, | |||
τὴν κακοσύνην τῶν Ρωμαίων, τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔχουν. | |||
Ποῖος νὰ θαρρέσῃ εἰς αὐτούς, ὅρκον νὰ τοὺς πιστέψῃ, | |||
ἀφῶν τὸν Θεὸν οὐ σέβονται, ἀφέντη οὐκ ἀγαποῦσιν; | |||
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ | |||
ὁ εἷς τὸν ἄλλον οὐκ ἀγαπᾷ μόνον μὲ πονηρίαν. | |||
[§] | Ἀφῶν οἱ Φράγκοι ἐξέβησαν ἐκεῖθεν ἐκ τὴν Πόλιν, | ||
ὁκάποιος πλούσιος ἄνθρωπος, ἄρχων ἀπὸ τὴν Πόλιν, | |||
Μούρτζουφλον τὸν ἐλέγασιν, οὕτως εἶχεν τὸ ἐπίκλην, | |||
ἰδὼν τὸν γέρο βασιλέα τὸ πῶς τὸν ἐτυφλῶσαν, | |||
κι Ἀλέξιον τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸ πῶς ὑπῆρχε νέος, | |||
ἐλόγιασεν τὴν βασιλείαν μὲ πονηρίαν νὰ ἐπάρῃ. | |||
Κράζει τινές του συγγενεῖς, φίλους τε καὶ γειτόνους, | |||
τσαγδάρους καὶ λιμαρικούς, βουλὴν μὲ αὐτοὺς ἀπῆρεν | |||
Ἀλέξιον γὰρ τὸν βασιλέα ἐπιάσαν κ’ ἐφονέψαν· | |||
εἰς μοναξίαν τὸν ηὕρασιν κ’ ἐθανατώσανέ τον, | |||
ἐστέψασιν τὸν Μούρτζουφλον, τὸ στέμμα τοῦ ἐφορέσαν, | |||
ὠνομάσαν τον βασιλέα, οὕτως τὸν εὐφημῆσαν. | |||
[§] | Ἐνταῦτα γὰρ ὡς τὸ εἴδασι τινὲς ἀπὸ τὴν Πόλιν, | ||
ἀκούσων τοῦ παράξενου τοῦ βασιλέως τὸν φόνον, | |||
βαρκέτταν ἀρματώσασιν πενῆντα δύο κουπίων· | |||
ἐπλέψασιν κι ἀπήλθασιν, ἐσώσασιν τοὺς Φράγκους, | |||
ἐκεῖσε ὅπου ὑπαγαίνασιν στὰ μέρη τῆς Συρίας· | |||
λεπτομερῶς τοὺς εἴπασιν κ’ ἐπληροφόρησάν τους, | |||
τοῦ βασιλέως τὸν θάνατον τὸ πῶς τὸν ἐσκοτῶσαν, | |||
ὁ Μούρτζουφλος ὁ ἄπιστος τὴν βασιλείαν ἀπῆρεν. | |||
[§] | Οἱ Φράγκοι γάρ, ὡς τὸ ἤκουσαν, ἐθλίβησαν μεγάλως· | ||
ἀπαύτου ἀπήρασιν βουλὴν τὸ πῶς νὰ ἔχουν πράξει. | |||
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ καὶ νὰ σὲ τὰ ἐμορφίζω; | |||
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες τοῦ φράγκικου φουσσάτου, | |||
ΛΙΒΕΛΛΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ | |||
μεγάλως τὸ ἐθαυμάστησαν, εἰς σφόδρα τὸ λυποῦνται, | |||
καὶ ἄρχισαν νὰ λέγουσιν οἱ φρονιμώτεροί τους, | |||
νὰ καταργίζουν τοὺς Ρωμαίους μὲ τὴν ὑπόληψίν τους· | |||
«Τίς νὰ πιστέψῃ εἰς Ρωμαῖον εἰς λόγον εἴτε εἰς ὅρκον; | |||
λέγουσιν ὅτι εἶναι Χριστιανοὶ καὶ στὸν Θεὸν πιστεύουν· | |||
ἐμᾶς τοὺς Φράγκους μέμφονται, λέγουν, κατηγοροῦν μας, | |||
σκύλους μᾶς ὀνομάζουσι, ἀτοί τους ἐπαινοῦνται· | |||
λέγουν ὅτι εἶναι Χριστιανοὶ καὶ βάφτισμα φοροῦσιν· | |||
αὐτοὶ καὶ μόνοι λέγουσιν ὅτι εἰς Χριστὸν πιστεύουν. | |||
Μετὰ τοὺς Τούρκους κάθονται, πίνουν καὶ ἑστιάζουν | |||
καὶ τίποτε οὐκ ἐλέγουσιν οὐδὲ κατηγοροῦν τους· | |||
καὶ μετὰ μᾶς ἂν φάγουσι στὰ καύχη καναντίζουν· | |||
στὴν ἐκκλησία τους ἐὰν συμβῇ Φράγκος νὰ λειτουργὴσῃ, | |||
σαράντα ἡμέρες λείπεται ἄψαλτη ἡ ἐκκλησιά τους. | |||
Ἀκούσατε τὲς αἵρεσες, τὲς ἔχουν οἱ Ρωμαῖοι· | |||
ἀτοί τους γὰρ καὶ μοναχοὶ ἀλλήλως ἐπαινοῦνται | |||
κ’ ἐμᾶς τοὺς Φράγκους μέμφονται, ἐμᾶς κατηγοροῦσιν, | |||
ὅπου κρατοῦμε τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν καὶ τὸν νόμον, | |||
καθὼς μᾶς τὸ ἐδιδάξασιν, ἐκεῖνοι οἱ ἅγιοι ἀποστόλοι. | |||
Ὁ πρῶτος γὰρ ἀπόστολος ἦτον ὁ ἅγιος Πέτρος, | |||
ὁποῦ τὸν ἐθρόνιασε ὁ Χριστὸς πρῶτον τῆς οἰκουμένης· | |||
τοῦ παραδείσου τὰ κλειδία τοῦ ἔδωκεν ἀτός του· | |||
τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἔδωκε νὰ δέσῃ καὶ νὰ λύσῃ· | |||
ὅσον ποιήσῃ εἰς τὴν γῆν, εἰς οὐρανοὺς νὰ στέργῃ. | |||
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ἀπόστολος ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον, | |||
καὶ εἶχεν τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ τὸν ὁρισμόν του ὡσαύτως, | |||
διότι τοὺς χρόνους ἐκεινοὺς ἡ πόλις γὰρ τῆς Ρώμης | |||
τὸν κόσμον ὅλον ἀφέντευεν, ὅλην τὴν οἰκουμένην, | |||
διὰ νὰ πατάξῃ τὰ εἴδωλα, τὴν ἀπιστίαν τῶν ἔθνων, | |||
καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν ἐκκλησίαν νὰ αὐξήσῃ καὶ στερεώσῃ. | |||
Ἐκεῖ ἀπῆλθεν καὶ ᾠκοδόμησεν τῆς ἐκκλησίας τὸν θρόνον· | |||
ἐκεῖ τὸν ἐσταυρώσασι διὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν. | |||
Ἀπαύτου γὰρ ἐξήλθασιν τινὲς πλεῖστοι Παπᾶδες, | |||
ὅπου ἐκρατοῦσαν τὸ σκαμνὶ τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. | |||
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ | |||
Οἱ Φράγκοι γὰρ καὶ οἱ Ρωμαῖοι πίστιν μίαν ἐκρατοῦσαν· | |||
τῆς οἰκουμένης οἱ ἀρχιερεῖς, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι, | |||
οἱ πατριάρχαι κ’ οἱ ἀρχιερεῖς οἱ πρῶτοι τῆς οἰκουμένης, | |||
ἐπαῖρναν τὴν χειροτονίαν ἕκαστος ἀπὸ ἐκεῖνον, | |||
ὅπου ἦτον Πάπας κι ἀρχιερεὺς εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς Ρώμης. | |||
Διαβόντα γὰρ χρόνοι πολλοὶ αὐτεῖνοι οἱ Ρωμαῖοι, | |||
Ἕλληνες εἶχαν τὸ ὄνομα, οὕτως τοὺς ὠνομάζαν, | |||
-πολλὰ ἦσαν ἀλαζονικοί, ἀκομὴ τὸ κρατοῦσιν- | |||
ἀπὸ τὴν Ρώμη ἀπήρασιν τὸ ὄνομα τῶν Ρωμαίων. | |||
Ἀπ’ αὔτης τῆς ἀλαζονείας, τὴν ἔπαρσιν ὅπου εἶχαν | |||
ἀφήκασιν τὸν ὄρδιναν τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, | |||
καὶ στήκουν ὡς σχισματικοί, μόνι τὸ καῦχος ἔχουν. | |||
Τηρήσετε, ἄρχοντες καλοί, τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔχουν· | |||
λέγουν ὅτι εἶναι Χριστιανοί, καὶ ἀλήθειαν οὐ κρατοῦσιν· | |||
τὸν ὅρκον τους οὐδὲν κρατοῦν, οὐδὲ Θεὸν φοβοῦνται· | |||
μόνον τὸ βάφτισμα ἔχουσι τὸ τῆς χριστιανωσύνης. | |||
Ἰδὲ τὸ ὁρίζουν οἱ γραφὲς καὶ τὰ βιβλία ὅπου ἔχουν· | |||
τὴν διδαχὴν ὅπου ἔποικαν οἱ δώδεκα ἀποστόλοι, | |||
οἱ τέσσαροι εὐαγγελισταὶ ὅπου μᾶς ἐφωτίσαν, | |||
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικαν ἐτότε εἰς τὸν κόσμον, | |||
ὅταν ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ εἰς γῆν περιεπάτει· | |||
κι ἀπαύτου πάλε ἡ διδαχὴ ὅπου μᾶς ἐδιδάχτη, | |||
τῆς ἐκκλησίας τὸν ὄρδιναν τὸ πῶς νὰ τὸν κρατῶμεν· | |||
ὅλα τὰ ἐλαττώσασιν ἀφότου ἐχωρίσαν | |||
ἀπὸ τῆς Ρώμης Ἐκκλησίας, ποῦ ἔνι καθολική μας, | |||
κι ἀφῆκαν τὴν χειροτονίαν τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα, | |||
κι ἀλλήλως γὰρ χειροτονοῦν τὸν Πατριάρχην ποῦ ἔχουν. | |||
Λοιπὸν ἀφότου οὐ σέβονται τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης, | |||
διατὶ νὰ ὑπᾶμε εἰς τὴν Συρίαν κι οὐ μὴ νὰ στραφοῦμε ὀπίσω; | |||
νὰ ἐπάρωμεν τῶν ἄπιστων τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἔχουν· | |||
ἀφότου τὸν ἀφέντην τους τὸν βασιλέαν ἐπνίξαν; | |||
Κι ἀπ’ αὐτοῦ γὰρ τηρήσετε τὴν ἀσέβειαν ὅπου ἔχουν | |||
τὸν βασιλέαν ὅπου εἴχασιν διὰ φυσικὸν ἀφέντην, | |||
μὲ φτόνον καὶ δημηγερσίαν, ἐσφάξαν κι ἀπεκτεῖναν. | |||
Τίς νὰ πιστέψῃ εἰς αὐτούς, εἰς ὅρκον εἴτε εἰς λόγον, | |||
νὰ τοὺς κρατήσῃ Χριστιανούς, ὡς τὸ λαλοῦν καὶ λέγουν; | |||
μὲ λόγια εἶναι Χριστιανοί, τὸ ἔργον γὰρ τοὺς λείπει· | |||
ἀνάθεμα τὸν Χριστιανὸν ὅπου νὰ τοὺς πιστέψῃ.» | |||
Ἀφότου γὰρ ἐθλίβησαν τὸν βασιλέαν οἱ Φράγκοι | |||
κ’ εἶπαν τὲς παραπόνεσες καὶ τῶν Ρωμαίων τὲς πρᾶξες, | |||
ἄρξαν νὰ συμβουλεύωνται τὸ πῶς θέλουσιν πράξει. | |||
ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ | |||
Τινὲς ἀπ’ αὔτους αλεγαν εἰς τὴν Συρίαν νὰ ἀπέλθουν, | |||
κι ἄλλοι, οἱ φρονιμώτεροι, εἶπαν κ’ ἐσυμβουλέψαν, | |||
τέτοιαν βουλὴν ἐδώκασιν, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι· | |||
»Ἀφότου οἱ ἄπιστοι Ρωμαῖοι, ἐκεῖνοι οἱ δημηγέρτες, | |||
τὸν βασιλέαν ἐσκότωσαν, τὸν φυσικόν τους ἀφέντην, | |||
ὅπου ἔπρεπε νὰ τὸν κρατοῦν δεύτερον τοῦ Κυρίου, | |||
καὶ οὐκ ἔχουν ἄλλον φυσικὸν νὰ τοὺς ἔχῃ ἀφεντεύει· | |||
περὶ νὰ ὑπᾶμε εἰς τὴν Συρίαν τὰ οὐκ ἔχομεν γυρεύει, | |||
ἐνταῦτα στρέμμα ἂς ποιήσωμεν ἀπέσω εἰς τὴν Πόλιν, | |||
καὶ πόλεμον ἂς δώσωμεν ὅλοι μὲ τ’ ἄρματά μας. | |||
Κι ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ πάρωμεν τὴν Κωνσταντίνου πόλιν, | |||
τὴν βασιλεία ἂς κρατήσωμεν ὅλης τῆς Ρωμανίας». | |||
Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστησαν οἱ κεφαλᾶδες ὅλοι· | |||
ὡσαύτως ὅλον τὸ κοινὸν τοῦ φράγκικου φουσσάτου· | |||
τὰ πλευτικά τους ὥρισαν, τὰ ἄρμενα ἐγυρίσαν. | |||
[§] | Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλά; κ’ ἐγὼ πολλὰ βαρειόμαι· | ||
ἐστράφησαν οἱ Φράγκοι μας ἐκεῖσε εἰς τὴν Πόλιν, | |||
κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὸν λιμιῶνα, | |||
τὴν χώραν ἐτριγύρισαν τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης. | |||
Οἱ Φράγκοι ἐμηχανεύτησαν ὡσὰν κ’ οἱ Βενετίκοι· | |||
μετ’ αὔτους ἦσαν ἑνομοῦ ὁμοίως καὶ οἱ Προβεντσάλοι | |||
ὡσαύτως κ’ ἐκ τοῦ Μουφαρᾶ ἐκεῖνοι οἱ Λουμπάρδοι. | |||
Τὰ τριπουτσέτα ἑστήσασιν ὅλα ἀπὸ τὴν στερέαν, | |||
τὲς σύνταξες ἐχώρισαν, τὸν πόλεμον ἀρχίσαν. | |||
Ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν τσαγρῶν ἄνθρωπον οὐκ ἀφῆναν | |||
νὰ στέκῃ ἀπάνω εἰς τὰ τειχέα τῆς χώρας τῆς Πολέου. | |||
Εἶχαν καὶ σκάλες ξύλινες, καλὰ σιδερωμένες· | |||
εἰς τὰ τειχέα τὲς ἔστησαν διὰ νὰ σέβουν ἀπέσω. | |||
Οἱ καβαλλάροι ἐπέζεψαν ἀπάνω ἐκ τὰ φαρία· | |||
τὸ ἰδεῖ τὲς σκάλες, ἔδραμαν, ἐσέβησαν ἀπάνω. | |||
Οὕτως, ὡσὰν σὲ τὸ λαλῶ, ἐπιάστη ἐτότε ἡ Πόλις, | |||
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ | |||
οἱ Φράγκοι ἐσέβησαν ἐμπρὸς ἀπέκει ἐκ τὴν στερέαν, | |||
κ’ οἱ Βενετίκοι πάλε ἐσέβησαν ἀπάνω ἐκ τὰ καράβια, | |||
ἐκεῖθεν ὅπου ἐστήκασιν τὸν γῦρον τῆς θαλάσσου. | |||
Ἰστέον γὰρ νὰ ἐξεύρετε ὅτι ἐπιάστη ἡ Πόλις, | |||
ὡσὰν ἐπιάστη πρότερον ἀπὸ τοὺς Βενετίκους, | |||
εἰς τοῦ νοεμβρίου τὲς τέσσαρες ἡμέρες ἦτον τότε· | |||
τὸ δὲ ὑστερνὸν καὶ δεύτερον τὸ πιάσμα τῆς Πολέου, | |||
εἰς τοῦ ἀπριλίου τὲς τέσσαρες ἐγίνη πάλε ἐκεῖνο. | |||
Ἀπὸ τοῦ πλήθους τοῦ λαοῦ, τοῦ δυνατοῦ πολέμου, | |||
τινὰς οὐκ ἴσχυσεν ποσῶς νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν Πόλιν. | |||
[§] | Ἐπιάσαν γὰρ τὸν Μούρτζουφλον τὸν ἄπιστον ἐκεῖνον, | ||
τῶν ἀρχηγῶν τὸν ἤφεραν διὰ νὰ τὸν ἔχουν κρίνει. | |||
Μεγάλως τὸ ἐχάρησαν οἱ εὐγενικοὶ κοντᾶδες· | |||
ὄχληση ἠγίνη, ταραχή, τὸ τί κρίσιν νὰ πάθῃ. | |||
[§] | Ὁκάποιος γέρων ἄνθρωπος εὑρέθη ἐκεῖ εἰς τὴν Πόλιν· | ||
ἄνθρωπος ἦτον φρόνιμος, γραμματικὸς εἰς σφόδρα· | |||
τὸ ἀκούσει πῶς ἠθέλασιν οἱ Φράγκοι νὰ τὸν ἔχουν κρίνει, | |||
ἐκεῖνον τὸν πανάπιστον τὸν Μούρτζουφλον σὲ λέγω, | |||
ἔδραμε ἐκεῖσε εἰς ἐκεινοὺς ὅπου ἦσαν κεφαλᾶδες, | |||
ὅπου εἶχαν γὰρ τὴν ἐξουσίαν εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα· | |||
ἄρχισε λέγει πρὸς αὐτούς, ἐπληροφόρησέ τους, | |||
ΘΑΝΑΤΩΣΙΣ ΜΟΥΡΤΖΟΥΦΛΟΥ | |||
τὸ πῶς ὁκάποιος βασιλέας - κὺρ Λέον τὸν ὠνομάζαν, | |||
φιλόσοφος ἦτον φοβερὸς καὶ προφητεῖες ἐποῖκεν - | |||
πολλὰ πράγματα ἔποικε ἐκεῖσε εἰς τὴν Πόλιν· | |||
ἄλλα ἐπληρῶσαν τὸν καιρὸν ὅπου ἔμελλε νὰ ἔλθουν, | |||
κ’ ἄλλα πάλε ἀναμένασιν νὰ ἔλθῃ ὁ καιρός τους. | |||
Λοιπὸν ἐκεῖ πλησίον ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν | |||
ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει· | |||
γράμματα ἔποικεν γλυπτά, γράφουσιν ὡς σὲ λέγω· | |||
«Ἀπέδω ἐτοῦτο τὸ κιόνι ὀφείλουν ἐγκρεμνίσαι | |||
τὸν βασιλέα τὸν ἄπιστον τῆς Κωνσταντίνου Πόλης». | |||
Λοιπόν, ὡς φαίνει, ἄρχοντες, ἡ προφητεία ἐπληρώθη· | |||
ἀφῶν τὸ κιόνι ἔχετε κι αὐτὸν τὸν δημηγέρτην, | |||
πληρώσετε τὴν προφητείαν τοῦ φιλοσόφου ἐκείνου»· | |||
[§] | Τὸ ἀκούσει το οἱ ἄρχοντες μεγάλως τὸ ἐθαυμάσαν. | ||
ἀπὴρασι τὸν γέροντα τὸ κιόνι νὰ τοὺς δείξῃ· | |||
κι ἀφῶν ἀπῆλθαν εἰς αὐτὸ κ’ ἐπληροφόρεσάν το | |||
μεγάλως τὸ ἐθαυμάστησαν καὶ πάλε ἐχάρησάν το, | |||
διατὶ ηὗραν τὸ ἐπιδέξιόν τους τὸν ἄπιστον νὰ κρίνουν, | |||
ὡρίσαν γὰρ καὶ ἠφέραν τον κ’ ἐκεῖ τὸν ἀνεβάσαν, | |||
ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ κιονίου κάτω τὸν ἐγκρεμνίσαν· | |||
οἱ δαίμονες ἐφάνησαν ποῦ ἀπῆραν τὴν ψυχήν του. | |||
[§] | Ἀφότου γὰρ ἐγίνετον τοῦ δημηγέρτη ἡ κρίσις | ||
ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄρχοντες, οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου, | |||
εἰς τὸ παλάτι ἀπήλθασιν τοῦ βασιλέως ἐκείνου· | |||
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ μικροί τε καὶ μεγάλοι | |||
τὸ πῶς νὰ πράξουν αἰσθητὰ περὶ τῆς βασιλείας. | |||
ΙΔΡΥΣΙΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ | |||
[§] | Τὰ λόγια ἤσασιν πολλὰ ἕως οὗ νὰ τὰ διακρίνουν. | ||
τὸ γὰρ εἰς τέλος, εἴπασιν, οὕτως τὸ ἐσφαλίσαν· | |||
ὅτι ἀφῶν ὑπαγαίνασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν Συρίαν, | |||
κι ὁ Πάπας ὁ ἁγιώτατος μετὰ ἐντολῆς μεγάλης | |||
τοὺς ὥρισε νὰ ἀφήκουσι ἐκεῖνο τὸ ταξεῖδιν, | |||
ν’ ἀπέλθουν καὶ νὰ βάλουσιν Ἀλέξιον τὸν Βατάτσην | |||
εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς βασιλείας, κ’ ἐκεῖνοι τὸν ἐβάλαν· | |||
κι ἀπαῦτα ἀπὸ τοὺς ἴδιους του κ’ ἐκ τῶν Ρωμαίων τὸ γένος, | |||
ἐσφάξαν καὶ ἀπέκτειναν κ’ ἐθανατώσανέ τον, | |||
κι οὐκ ἔνι ἄλλος ἀπ’ αὐτοῦ ἄξιος τῆς βασιλείας· | |||
«ἂς τὸ κρατήσωμεν διὰ ἐμᾶς κι ἂς μείνωμεν ἐνταῦτα, | |||
μὲ δίκαιον τὴν ἀπήραμεν, μὲ τοῦ σπαθίου τὸ ξίφος». | |||
[§] | Κι ἀφότου τὸ ἀφιρώσασιν οὕτως, ὡσὰν τὸ λέγω, | ||
βουλὴν ἀπῆραν ἀπ’ αὐτοῦ νὰ ποιήσουν βασιλέα. | |||
Ἐκλέξαν δώδεκα ἄρχοντες, ἄξιους, φρονιμωτάτους· | |||
οἱ ἕξι ἦσαν ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἕξι φλαμουριάροι· | |||
συνθῆκες ὅρκον ἔποικαν, νὰ ἐκλέξουν βασιλέα | |||
μὲ πιστοσύνην τοῦ Θεοῦ, ἄνευ τρόπου καὶ δόλου. | |||
Ἐσέβησαν ’ς ἕνα κελλίν· ἐκεῖ τοὺς ἀπεκλεῖσαν, | |||
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ | |||
ἕως ὅτου νὰ κληρώσουσιν τὸν βασιλέα τῆς Πόλης. | |||
[§] | Πολλὰ ἐταραχεύτησαν ἀλλήλως μὲ τὰ λόγια, | ||
διατὶ οὐκ ἰσιάζονταν ἑνομοῦ νὰ ποιήσουν βασιλέαν· | |||
ἐπεὶ τινὲς ἐλέγασιν κ’ εἰς σφόδρα ἐπαινοῦσαν | |||
τὸν δοῦκαν γὰρ τῆς Βενετίας, φρόνιμον κ’ ἐπιδέξιον, | |||
κ’ ἐλέγαν ὅτι ἄξιος ἦτον διὰ βασιλέας. | |||
[§] | Κι ἀπὸ τῆς τόσης ταραχῆς ὅπου εἴχασιν ἀλλήλως, | ||
ὁκάποιος ἦλθεν κ’ εἶπε το τὸν δοῦκα τῆς Βενετίας. | |||
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς πανφρόνιμος κ’ εἰς ὅλα ἐπιδέξιος, | |||
σπουδαίως ἀπῆλθε εἰς ἐκεινοὺς τοὺς δώδεκα φρονίμους, | |||
τὴν θύραν ἀκριοχτύπησεν διὰ νὰ τὸν ἀφραστοῦσιν, | |||
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτούς· «Ἄρχοντες, ἀφκραστῆτε· | |||
ὁκάποιος λόγους μὲ ἤφερεν, ἦλθεν κι ἀπέσωσέ τους, | |||
τὸ πῶς ὁκάποιοι ἀπὸ ἐσᾶς, ἀπὸ τῆς ἀρετῆς τους, | |||
ὡς εὐγενεῖς καὶ φρόνιμοι, τὸ θέλημάν τους λέγουν· | |||
λέγουσιν λόγους περὶ ἐμοῦ ὡς διὰ τὴν βασιλείαν, | |||
ὅτι εἶμαι ἄξιος νὰ γενῶ τῆς Πόλης βασιλέας. | |||
Λοιπὸν ἐγώ, ὡς φρόνιμους φίλους καὶ ἀδελφούς μου, | |||
μεγάλως τοὺς εὐχαριστῶ· ὁ Θεὸς νὰ τοὺς τὸ στρέψῃ, | |||
τὸ εἴπασιν καὶ λέγουσιν διὰ ἐμὲν τὸν ἀδελφόν τους. | |||
Ὅμως ἐγὼ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τὴν χάριν καὶ τὴν δόξαν | |||
οὐδὲν εὑρίσκω εἰς ἐμέν, λέγω στὸν ἐνιαυτόν μου, | |||
τοσούτην ἀδιάκρισιν, νὰ μὴ τὸ ἐγνωρίζω, | |||
ὅτι εἰς τοῦ κουμοῦ τῆς Βενετίας ἐξέβησαν ἀνθρῶποι | |||
γνώσεως μεγάλης καὶ στρατειᾶς, ὡσὰν καὶ εἰς ἄλλους τόπους. | |||
ἀλλὰ τινὰς οὐκ ἔφτασεν ποτέ του εἰς τόσην δόξαν, | |||
τὸ στέμμα τὸ βασιλικὸν νὰ τοῦ τὸ ἔχουν φορέσει. | |||
Ἐν τούτῳ σᾶς παρακαλῶ, ὡς φίλους κι ἀδελφούς μου, | |||
νὰ πάψουσιν τὰ σκάνταλα, ἡ ταραχή, τὰ λόγια. | |||
κι ὅσοι ἐλαλήσετε διὰ ἐμὲν νὰ γενῶ βασιλέας, | |||
ἐπαίρνω ἐγὼ τοὺς λόγους τους καὶ τὲς φωνὲς ὅπου εἶπαν, | |||
καὶ θέτω ἀπάνω εἰς αὐτὰς κ’ ἐγὼ τὸν ἐδικόν μου· | |||
καὶ ἂς μίξωμεν καὶ τῶν ἀλλῶν, νὰ ποιήσωμεν ὁμάδα | |||
τῶν δώδεκα τὴν ἐκλογήν, νὰ πληρωθῇ τὸ πρᾶγμα, | |||
κι ἂς ποιήσωμεν διὰ βασιλέαν τὸν κόντον Βαλδουβῖνον | |||
ὅπου ἔνι ἀφέντης φυσικός, ἀφέντης τῆς Φιλάντριας· | |||
διατὸ ἔνι ἄξιος κι εὐγενής, χρήσιμος εἰς τοὺς πάντας | |||
κ’ ἔντιμος νὰ ἔνι βασιλέας ἀπὸ ὅλους τοῦ φουσσάτου». | |||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα οἱ δώδεκα ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι, | ||
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοὶ νὰ ποιήσουν βασιλέα, | |||
ἐνταῦτα ἐσυγκατέβησαν κι ὅλοι τὸ ἐστεργῆσαν· | |||
ἀπέκει ἐσηκώθησαν ὅπου ἦσαν μαζωμένοι, | |||
εἰς τὸ παλάτι ἀπήλθασιν αὐτοῦ τοῦ βασιλέως· | |||
ἐλάλησαν νὰ σωρευτοῦν οἱ πάντες τοῦ φουσσάτου, | |||
νὰ ἀκούσουν τὴν ἀπόκρισιν, τὴν εἶπαν κ’ ἐδιορθῶσαν, | |||
τοῦ βασιλέως τὴν ἐκλογήν, τὸ ποῖος χρεωστεῖ νὰ ἔνι. | |||
[§] | Κι ἀφότου ἐσωρεύτηκαν οἱ πάντες τοῦ φουσσάτου | ||
εἰς τὰ παλάτια τὰ λαμπρὰ τοῦ βασιλέως ἐκεῖνα, | |||
ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ὁ φρονιμώτερός τους, | |||
τὸν λόγον τους ἐβάσταξεν, ἐμφάνισεν τὸ πρᾶγμα, | |||
τὸ πῶς μὲ φόβον τοῦ Θεοῦ, μὲ προσοχὴν μεγάλην, | |||
τὸν κόντον τῆς Φιλάντριας ἐκλέξασιν διὰ βασιλέαν καὶ ρῆγαν | |||
τῆς Πόλεως καὶ τῆς βασιλείας ὅλης τῆς Ρωμανίας. | |||
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἅπαντες, μικροί τε καὶ μεγάλοι, | |||
οἱ πλούσιοι γὰρ κ’ οἱ εὐγενικοί, τὸ κοινόν, τὸ φουσσᾶτο, | |||
εἰς σφόδρα τὸ ἀγαπήσασιν, ἐστέρξαν κι ἀφιρῶσαν, | |||
ὁ κόντος γὰρ ὁ Παντουὴς νὰ ἔνι βασιλέας. | |||
Ἠφέρασιν τοῦ βασιλέως τὸ στέμμα καὶ τὸν σάκκον, | |||
ἐστέψασιν κ’ ἐντύσαν τον ὡς βασιλέαν, σὲ λέγω, | |||
κ’ εὐφήμησαν κ’ ἐδόξασαν, ὡς πρέπει κι ὡς λαχάνει. | |||
[§] | Κι ἀφότου τὸν ἐστέψασιν κ’ ἐγίνη βασιλέας, | ||
σκάνταλον μέσα ἐγίνετον καὶ ταραχὴ μεγάλη | |||
εἰς τοὺς Λουμπάρδους, σὲ λαλῶ, ὁμοίως καὶ εἰς τοὺς Φραγκίσκους, | |||
ὅπου ἀγαποῦσαν καὶ ἤθελαν νὰ γένῃ ὁ μαρκέσης | |||
ἐκεῖνος γὰρ τοῦ Μουφαρᾶ, ὅπου ἦτον καπετάνος | |||
εἰς τὰ φουσσᾶτα καὶ λαόν, καθὼς σὲ τὸ ἐπροεῖπα. | |||
Ἐνταῦτα ὁ πανφρόνιμος Δοῦκας τῆς Βενετίας, | |||
ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ἀρίς, ντὲ Ἄντουλο τὸ ἐπίκλην, | |||
ἐβάλθη μετὰ ἕτερους τὰ σκάνταλα νὰ ἐσβύσῃ. | |||
Ἀπῆρεν γὰρ καὶ μετ’ αὐτοῦ τὸν κόντον τῆς Τουλούζας· | |||
τοσαῦτα ἔξευρεν νὰ εἰπῇ, τόσον νὰ τοὺς πραΰνῃ, | |||
εἶπεν, ἐκαθοδήγησεν, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον· | |||
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, ἀφότου ἐγενέτον | |||
ἡ ἔκλεξις τοῦ βασιλέως, κ’ ἐστέφτη κ’ ἐπληρώθη | |||
- ἄσκημον πρᾶγμα κι ἄπρεπον, κατηγορία μεγάλη - | |||
ὅσοι τὸ εἰποῦν κι ἀκούσωσιν ’ς ὅλην τὴν οἰκουμένην, | |||
ὅτι μὲ λόγου κ’ ἐκλογῆς τέτοιων μεγάλων ἀνθρώπων | |||
ἐγένετο ἡ ἐκλογὴ κ’ ἐστέφτη ὁ βασιλέας, | |||
κι ἀπαύτου ἐμενανοήσετε, ὡς φαίνεται, διὰ φτόνον. | |||
Ἐν τούτῳ λέγω πρὸς ἐσᾶς, ἀξιοπαρακαλῶ σας, | |||
νὰ λείψουσιν τὰ σκάνταλα, οὐδὲν ἔνι τιμή σας· | |||
ἀφότου ἐγίνη βασιλέας τῆς Φιλάντριας γὰρ ὁ κόντος, | |||
ἂς γένῃ καὶ τοῦ Μουφαρᾶ αὐτοῦνος ὁ μαρκέσης | |||
ρῆγας κι ἀφέντης γονικὸς τῆς Σαλονίκης πόλης | |||
μὲ ὅσα διαφέρνει ἐπ’ αὐτῆς καὶ ὀφείλει νὰ ἀφεντεύῃ». | |||
Τὸ ἀκούσει ταῦτα ὁ λαός, μικροί τε καὶ μεγάλοι, | |||
οἱ πλούσιοι γὰρ καὶ τὸ κοινὸ τοῦ φράγκικου φουσσάτου, | |||
στριγγὴν φωνὴν ἐλάλησαν, ὅλοι τὸ ἐπροσκυνῆσαν. | |||
Κι ἀφότου τὸ ἐστεργήθησαν κ’ ἐστέψασι διὰ ρῆγα | |||
τὸν Μπονιφάτσον, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τὸν μαρκέσην, | |||
ἐπάψασιν τὰ σκάνταλα κ’ ἐγένετον εἰρήνη. | |||
[§] | Μετὰ ταῦτα ἐδιορθώσασιν τοὺς δώδεκα ἐκείνους, | ||
ὅπου ἔκλεξαν τὸν βασιλέαν, τὴν μερισίαν νὰ ποιήσουν | |||
τοῦ τόπου τῆς Ἀνατολῆς κι ὅλης τῆς Ρωμανίας, | |||
ὅσον διαφέρνει τῆς Πολέου τῆς βασιλείας σὲ λέγω, | |||
πρὸς τὴν οὐσίαν καὶ τὴν ἀξίαν τοῦ καθενὸς καὶ ἑκάστου, | |||
καὶ τὸν λαὸν ὅπου εἴχασιν εἰς τὴν κουγκέστα ἐκείνην. | |||
Μὲ κλήρους καὶ μὲ προσοχὴν ἡ μερισία ἐγενέτον· | |||
ἔτυχεν γὰρ τῆς Βενετίας τὸ τέταρτον ἱμερίδι, | |||
καὶ τὸ ἥμισον τοῦ τέταρτου, ὄγδον τὸ λέγουν ἄλλοι, | |||
ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Πολέου κι ὅλης τῆς Ρωμανίας, | |||
καθὼς τὸ γράφεται ἀκομὴ ὁ Δοῦκας τῆς Βενετίας | |||
εἰς τὰς γραφὰς κ’ εἰς τὴν τιμὴν τῆς ἀφεντίας ὅπου ἔχει. | |||
[§] | Λοιπὸν ἐτότε ὅπου λαλῶ, εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον | ||
ἦτον ἀφέντης τῆς Βλαχίας καὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος, | |||
τῆς Ἄρτας καὶ τῶν Γιαννινῶν κι ὅλου τοῦ Δεσποτάτου, | |||
κὺρ Ἰωάννην τὸν ὠνόμαζαν, Βατάτσης εἶχεν τὸ ἐπίκλη. | |||
Κι ὡς ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν καὶ ἐπληροφορέθη | |||
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἀπήρασιν τὴν ἀφεντίαν τῆς Πόλης, | |||
κ’ ἐστέψασιν καὶ βασιλέαν, ἀπήρασιν τὰ κάστρη, | |||
τὲς χῶρες ἐμερίσασιν ὅλης τῆς Ρωμανίας· | |||
εὐθέως, σπουδαίως ἀπέστειλεν ἐκεῖ εἰς τὴν Κουμανίαν· | |||
δέκα χιλιάδες ἤλθασιν, ὅλοι ἐκλεχτοὶ Κουμᾶνοι | |||
μὲ Τουρκουμάνους ἐκλεχτούς, ὅλοι ἐκαβαλλικεῦαν. | |||
Ἄρματα εἴχασιν καλά, διαρίχια ἐφοροῦσαν· | |||
οἱ μὲν κοντάρια ἐβάσταιναν κ’ οἱ ἕτεροι βεργίτες. | |||
Ἐσώρεψεν καὶ τὸν λαὸν ὅλης τῆς ἀφεντίας του, | |||
φουσσᾶτα ἐπεριεσώρεψεν μεγάλα κι ἀντρειωμένα | |||
κι ἄρχισε μάχην δυνατὴν νὰ πολεμῇ τοὺς Φράγκους· | |||
οὐχὶ γὰρ εἰς πρόσωπον, νὰ πολεμήσῃ εἰς κάμπον, | |||
ἀλλὰ μὲ τρόπον μηχανίας ὡσὰν τὸ κάμνουν οἱ Τοῦρκοι. | |||
Διαβόντα γὰρ ἕνας καιρός, ἐγύρισεν ὁ ἄλλος· | |||
μὲ πονηρίαν ἀπόστελνεν τοὺς καταπατητᾶδες | |||
τοῦ νὰ μαθαίνῃ ἀδιάλειπτα τὲς τῶν Φραγκῶν γὰρ πρᾶξες. | |||
[§] | Κι ὡς ἔμαθεν πληροφορίαν τὸ ποῦ ἦτο ὁ Μπονοφάτσιος, | ||
ὁ ρῆγας τοῦ Σαλονικίου, οὕτως τὸν ὠνομάζαν, | |||
τὲς νύχτες ἐπερπάτησεν ἕως οὗ νὰ ἐφτάσῃ ἐκεῖθεν. | |||
Τὰ ἐγκρύμματά του ἔβαλεν εἰς ἐπιδέξιους τόπους· | |||
καὶ ὅσον ἐξημέρωσεν κ’ ἐπλάτυνεν ἡ ἡμέρα, | |||
διακόσιους γὰρ ἐδιόρθωσεν ὅπου ἦσαν τὰ λαφρά τους | |||
κ’ ἐδράμασιν κ’ ἐκούρσεψαν γῦρον τοῦ κάστρου ἐκείνου· | |||
τὸ κοῦρσο ἐπεριμάζωξαν, ἀπήρασι, ὑπαγαίνουν. | |||
Τὸ ἰδεῖ οἱ Λουμπάρδοι ὅπου ἤσασι ἐκεῖσε μὲ τὸν ρῆγαν, | |||
σπουδαίως ἀπῆραν τ’ ἄρματα, πηδοῦν, καβαλλικεύουν· | |||
ἀτός του ὁ ρῆγας μετ’ αὐτοὺς ἐξέβηκεν ὁμοίως | |||
ὡς ἄνθρωποι ἀπαίδευτοι τῆς μάχης τῶν Ρωμαίων. | |||
Ὀμπρὸς ὀπίσω ἐξέβαιναν πρὸς εἴκοσι καὶ τριάντα· | |||
κ’ ἐκεῖνοι ὅπου ἐκουρσέψασιν κ’ ἐφεῦγαν μὲ τὸ κοῦρσο | |||
ἕως οὗ νὰ τοὺς προσφέρουσιν ἀπέσω εἰς τὰς χωσίας. | |||
Ἐνταῦτα ἀπεχωσιάσασιν γύρωθεν οἱ χωσίες | |||
καὶ τοὺς Λουμπάρδους ἄρχασαν νὰ τοὺς θέλουν τοξεύει· | |||
ἐδεῖχναν ὅτι φεύγουσιν ἐκεῖνοι οἱ Κουμᾶνοι | |||
κ’ ἐγύριζαν ὀπίσω τους καὶ τὰ φαρία ἐδοξεῦαν. | |||
Οἱ δὲ Λουμπάρδοι ὡς εἴδασιν μετὰ τὸν Μπονοφάνσιον, | |||
ἐκεῖνον τὸν ἀφέντην τους, τοῦ Σαλονικίου τὸν ρῆγα, | |||
τὸ πῶς τοὺς ἐτριγύρισαν κ’ ἐκατεδόξευάν τους, | |||
ὅλοι ἑνομοῦ ἐσωρεύτησαν, νὰ ζήσουν κι ἀποθάνουν. | |||
Τὸ δὲ οἱ Κουμᾶνοι κ’ οἱ Ρωμαῖοι οὐκ ἐζυγώνανέ τους· | |||
μὲ τὰς σαγίττας ἀπὸ μακρὰ τοὺς ἐκατεδοξεῦαν | |||
κι οὕτως τοὺς ἀποκτείνασιν κ’ ἐθανατώσανέ τους. | |||
Ἀπαύτου δὲ καὶ ἔμπροστεν, καθὼς σε τὸ ἀφηγοῦμαι, | |||
μὲ πονηρίον καὶ μηχανίαν, ὡς τὸ ἔχουν οἱ Ρωμαῖοι, | |||
τοὺς Φράγκους ἐμαχόντησαν, ἐπαῖρναν τους καὶ ἐδίδαν, | |||
καθὼς τὸ ἔχουν πανταχοῦ οἱ μάχες καὶ οἱ στρατεῖες, | |||
ἕως ὅτου ἐπεράσασιν τῶν τριῶν χρονῶν τὸ τέλος. | |||
[§] | Κι ἀφότου ἐπληρώθησαν οἱ τρεῖς χρόνοι κι ἀπάνω, | ||
ὁ Βαλτουβὴς ὁ βασιλεὺς ὠρέχτηκεν νὰ ἀπέλθῃ | |||
ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδριανόπολιν, χώρα μεγάλη ὑπάρχει. | |||
Κι ὡσὰν ἐδιέβηκεν ἐκεῖ, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι, | |||
ὁκάποιος τοῦ τὸ ἐμηνύτεψεν ἐκεινοῦ τοῦ δεσπότη | |||
τοῦ Καλοϊωάννη, σὲ λαλῶ, τοῦ ἀφέντου τῆς Βλαχίας· | |||
κ’ ἐκεῖνος, ὡς τὸ ἤκουσεν κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη, | |||
γοργόν, σπουδαίως, καὶ σύντομα, μὲ προθυμίαν μεγάλην, | |||
καταπαντόθε ἐσώρεψεν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα· | |||
ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδριανόπολιν σπουδαίως ἐκατεφτάσεν. | |||
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ πολλάκις νὰ βαρειέσαι; | |||
ἐπεὶ κ’ ἐγὼ ὡσὰν κ’ ἐσὲν βαρειῶμαι νὰ τὰ γράφω· | |||
ἀλλὰ διὰ συντομώτερον καὶ διὰ κοντοὺς τοὺς λόγους, | |||
σὲ λέγω καὶ πληροφορῶ, μὲ ἀλήθειαν σὲ τὸ γράφω, | |||
ὅτι, ὡσὰν τὸ ἔποικεν ἐκείνου τοῦ μαρκέση, | |||
τοῦ ρῆγα τοῦ Σαλονικίου, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγήθην, | |||
τὸ ἐποίησαν καὶ Μπαλτουῆ, τοῦ βασιλέως τῆς Πόλης· | |||
μετὰ χωσίες καὶ μηχανίες οὕτω τοὺς ἐπλανέσαν, | |||
ἐξέβησαν εἰς τὴν φωνὴν καὶ ταραχὴν ἐκείνην | |||
ποῦ ἐλάλησαν καὶ εἴπασιν ὅτι ἦλθαν τὰ φουσσᾶτα | |||
τοῦ Καλοϊωάννη, σὲ λαλῶ, ἐκεινοῦ τοῦ δεσπότη. | |||
Πεντακοσίους ἀπέστειλεν ἐκεῖνος ὁ δεσπότης, | |||
ὅπου ἔδραμαν κ’ ἐκούρσεψαν τοὺς κάμπους καὶ τοὺς τὸπους | |||
ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδριανόπολιν ποῦ ἦτον ὁ βασιλέας. | |||
Ὥρισεν γὰρ ὁ βασιλέας τὸν πρωτοστράτοράν του | |||
καὶ τὰ σαλπίγγια ἐλάλησαν, πηδοῦν καβαλλικεύουν· | |||
Φλαμέγκους εἶχε ἑξακοσίους καὶ τριακοσίους Φράγκους | |||
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοί, φαρία ἐκαβαλλικεῦαν, | |||
ἄρματα εἴχασιν λαμπρὰ ὡς τὰ ἔχουσιν οἱ Φράγκοι. | |||
Ἀϊλλοὶ ζημία ὅπου ἐγένετον ἐκείνην τὴν ἡμέραν | |||
’ς τέτοιους ἀνθρώπους βγενικοὺς ἀπ’ τὸ ἄνθος τῆς Φραγκίας, | |||
τὸ πῶς ἐκαταλύθησαν κι ἀδίκως ἀποθάναν, | |||
διατὶ οὐκ ἔξευραν κἂμ ποσῶς τὴν μάχην τῶν Ρωμαίων. | |||
Ἤλθασιν γὰρ οἱ ἄρχοντες οἱ Ἀνδριανοπολῖτες | |||
καὶ λέγουσιν τοῦ βασιλέως· «- Ἀφέντη μας, δεσπότη, | |||
κράτησον τὰ φουσσᾶτα σου μηδὲν ἔβγουσιν ἔξω· | |||
ἐπεὶ αὐτοί, ὅπου θεωρεῖς, ὅτι ἦλθαν καὶ κουρσεύουν, | |||
ὡς πλάνοι ἤλθασι κλεφτῶς νὰ μᾶς ἐξεμαυλίσουν· | |||
τὰ δὲ φουσσᾶτα ὅπου ἔχουσιν, ὅλοι εἶναι χωσιασμένοι | |||
καὶ ἀναμένουν ὡς διὰ ἐμᾶς νὰ μᾶς ὑπάουσι ἐκεῖσε. | |||
Αὐτοῦνοι γὰρ οὐ πολεμοῦν ὡσὰν ἐσεῖς οἱ Φράγκοι, | |||
εἰς κάμπον ν’ ἀναμείνουσιν νὰ δώσουν κονταρέας, | |||
ἀλλὰ μὲ τὰ δοξάρια τους φεύγοντα πολεμοῦσιν. | |||
Καὶ πρόσεχε, ἀφέντη μας καλέ, μηδὲν ἐβγῇς εἰς αὔτους· | |||
ἂν μᾶς ἀπῆραν πρόβατα, ἄλογά τε καὶ βοΐδια, | |||
ὡς δανεικὰ ἂς τὰ ἐπάρουσιν, ἂν τύχῃ νὰ τὰ στρέψουν». | |||
Ἀκούσων τοῦτο ὁ βασιλεὺς ἐκατηγόρησέ το, | |||
χολιαστικὰ τοὺς ὥρισε πλέον νὰ μὴ τὸ εἰποῦσιν, | |||
διότι πρᾶγμα λέγουσιν, κατηγορίαν μεγάλην. | |||
«Νὰ ἐβλέπω μὲ τὰ ὀμμάτια μου ἐμπρός μου τοὺς ἐχτρούς μου | |||
ὅπου ζημιώνουν, καταλοῦν, τοὺς τόπους μου κουρσεύουν, | |||
κ’ ἐγὼ νὰ στήκω ὡσὰν νεκρὸς καὶ νὰ τοὺς ὑπομένω; | |||
κάλλιον τὸ ἔχω, θάνατον σήμερον ν’ ἀποθάνω | |||
περὶ νὰ εἰποῦσιν ἀλλαχοῦ νὰ μὲ κατηγορήσουν». | |||
Ὥρισεν ἐλαλήσασιν, καὶ εἶπαν τὰ σαλπίγγια· | |||
εἰς τρία ἀλλάγια ἐχώρισε τοὺς Φράγκους ὅπου εἶχεν, | |||
καὶ τοὺς Ρωμαίους εἰς ἄλλα τρία κ’ ἐξέβησαν στὸν κάμπον. | |||
Τὸ ἰδεῖ τους γὰρ οἱ Κούμανοι, ἐκεῖνοι ὅπου ἐκουρσεῦαν, | |||
τὸ πῶς ἐξέβησαν ’ς αὐτοὺς, ἐχάρησαν μεγάλως, | |||
ἔδοξαν ὅτι φεύγουσιν μὲ τὸ κοῦρσο ὅπου εἶχαν· | |||
κ’ οἱ Φράγκοι, ὡς ἀπαίδευτοι τῆς μάχης γὰρ ἐκείνης, | |||
ἀρχίσαν νὰ τοὺς διώκουσιν διὰ νὰ τοὺς ἔχουν σώσει· | |||
κ’ ἐκεῖνοι πάλε φεύγοντα τοὺς ἐκατεδοξεῦαν | |||
τὰ ἄλογα καὶ τὰ φαρία ὅπου ἐκαβαλλικεῦαν. | |||
Τόσον τοὺς ἐπαράσυραν κ’ ἐξεμαυλίσανέ τους, | |||
ὅτι τοὺς ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν χωσίαν· | |||
εὐθέως ἐξεχωσιάσασιν οἱ Τοῦρκοι κ’ οἱ Κουμᾶνοι, | |||
ἄρχισαν νὰ δοξεύουσιν τῶν Φραγκῶν τὰ φαρία. | |||
Οἱ Φράγκοι γὰρ ἐλόγιασαν πόλεμον νὰ τοὺς ποιήσουν | |||
μὲ τὰ κοντάρια καὶ σπαθία, ὡς ἦσαν μαθημένοι. | |||
Οἱ δὲ Κουμᾶνοι ἐφεύγασιν κι οὐδὲν τοὺς ἐπλησίαζαν, | |||
μόνι μὲ τὰ δοξάρια τους τοὺς ἐκατεδοξεῦαν | |||
καὶ τόσα ἐκατεδόξεψαν ὅτι ἀπεκτείνανέ τους· | |||
ἐψόφησαν γὰρ τὰ φαρία, οἱ καβαλλάροι ἐπέσαν. | |||
Σαλίβες εἶχαν τούρκικες ὁμοίως καὶ ἀπελατίκια· | |||
μὲ ἐκεῖνα τοὺς ἐσύχνασαν ἀπάνω εἰς τὰ κασσίδια, | |||
κι ἀπέκτειναν τὸν βασιλέαν κι ὅλα του τὰ φουσσᾶτα. | |||
Ἔδε ζημία ὅπου ἐγίνετον ἐκείνην τὴν ἡμέραν· | |||
πᾶσα στρατιώτης εὐγενὴς πρέπει νὰ τοὺς λυπᾶται | |||
διατὸ ἀπέθαναν ἄδικα δίχως νὰ πολεμήσουν. | |||
Οἱ δὲ Ρωμαῖοι ὅπου ἤσασιν μετὰ τὸν βασιλέα | |||
ἐκεῖ ἐκ τὴν Ἀνδριανόπολιν, ὀλίγους γὰρ ἐλάβαν, | |||
ἐπεὶν τὸ ἰδεῖ τὸν βασιλέα τὸ πῶς τὸν ἀπεκτεῖναν, | |||
ἔφυγαν, ὀπίσω ἐστράφησαν, ἐσέβησαν στὴν χώραν· | |||
μαντᾶτα ἐσυνεβγάλασιν στὴν Κωνσταντίνου πόλιν, | |||
τὸ πῶς ἐκαταλύσασιν τὸν βασιλέαν οἱ Τοῦρκοι. | |||
[§] | Ὁ Δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας εὑρέθηκεν ἐκεῖσε· | ||
εὐθέως φουσσᾶτα ἐσώρεψεν, στὴν Ἀνδριανόπολη ἦλθεν | |||
νὰ συμμαχήσῃ τὸν λαόν, τὴν χώραν νὰ φυλάξῃ. | |||
[§] | Ὡσαύτως ἐσυνέβγαλεν σπουδαίως ἀποκρισάρην | ||
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνατολὴν εἰς τὸν μισὶρ Ρομπέρτον, | |||
αὐτάδελφον τοῦ βασιλέως, τοῦ Βαλδουβίνου ἐκείνου. | |||
Χῶρες καὶ κάστρη ἀφέντευεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Νύμφον· | |||
εἶχε φουσσᾶτα δυνατά, φλαμουριαρίους μετ’ αὖτον. | |||
Κι ὡς τὸ ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη | |||
τὸ πῶς ἐκαταλύσασιν τὸν βασιλέα οἱ Τοῦρκοι, | |||
τὰ κάστρη του ἐσωτάρχισεν κι ἀπῆλθεν εἰς τὴν Πόλιν. | |||
[§] | Ὁ Δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας ἐστράφηκεν ἐκεῖσε· | ||
καταπαντοῦθεν ἐμήνυσε διὰ τοὺς φλαμουραρίους | |||
τοὺς πρώτους ὅπου ἀφέντευαν τότε εἰς τὴν Ρωμανίαν. | |||
Κι ἀφότου ἐσωρεύτησαν κ’ ἑνώθησαν ἀλλήλως, | |||
ἐθρόνιασαν διὰ βασιλέαν ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον, | |||
τοῦ βασιλέως τὸν ἀδελφὸν τοῦ Βαλδουβίνου ἐκείνου. | |||
[§] | Ἐκεῖνος γὰρ ὁ βασιλεὺς ὁ μισίρε Ρομπέρτος | ||
εἶχεν υἱόν, τὸν ἔλεγαν κ’ ἐκεῖνον Βαλδουβῖνον, | |||
ὅστις ἐγίνη βασιλέας κ’ ἔχασε τὴν βασιλείαν· | |||
τὴν θυγάτηρ του ἀπόστελνεν διαβὼν ὀλίγοι χρόνοι, | |||
τοῦ ρόϊ Ραγκοῦ τὴν ἔστελνεν νὰ ἐπάρῃ διὰ γυναῖκαν· | |||
στὸν Ποντικὸν ἐπιάσασιν τὰ κάτεργα λιμιῶνα, | |||
ὅπου ἔνι γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, κάστρον λαμπρὸν ὑπάρχει. | |||
Ἐκεῖ εὑρέθη ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἀφέντης τοῦ Μορέως, | |||
ὅπου ἦτον πρῶτος ἀδελφὸς τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου· | |||
μὲ μηχανίαν καὶ φρόνεσιν ἔπιασεν κ’ εὐλογήθην | |||
τὴν θυγάτηρ τοῦ βασιλέως ἐκείνου τοῦ Ρομπέρτου. | |||
Καὶ ὁ βασιλεύς, τὸ ἀκούσει το μεγάλως τὸ ἐβαρύνθη. | |||
ὕστερον γὰρ ἰσιάστησαν, καθὼς τὸ θέλεις μάθει | |||
ἐδῶ εἰς ἐτοῦτο τὸ βιβλίον ἔμπροστεν ’ς ἄλλην λέξιν. | |||
[§] | Ἐν τούτῳ παύω ἀπ’ ἐδῶ, θέλω τοῦ νὰ σκολάσω | ||
ἐτοῦτο ὅπου ἀφηγήσομαι, ἄλλο νὰ καταπιάσω, | |||
νὰ σᾶς εἰπῶ ἀφήγησιν, καταλογὴν μεγάλην, | |||
τὸ πῶς ἐπρᾶξαν οἱ Ρωμαῖοι, ἀφότου ἐξεπέσαν | |||
κ’ ἐχάσασιν τὴν βασιλείαν τῆς Κωνσταντίνου πόλης. | |||
Ἐν τούτῳ ἄρξομαι ἀπ’ ἐδῶ, ἀφκράζου νὰ μανθάνῃς. | |||
[§] | Τὸν χρόνον γὰρ καὶ τὸν καιρὸν ὅπου ἔπιασαν οἱ Φράγκοι | ||
τὸ τὴν Κωνσταννινούπολιν, ὡσὰν τὸ ἀφηγοῦμαι, | |||
ἰδὼν οἱ ἄρχοντες Ρωμαῖοι, οἱ πρῶτοι τῆς Ρωμανίας | |||
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνατολήν, ποῦ εἶχαν τὴν παρρησίαν, | |||
ἐκλέξασιν δι’ ἀφέντην τους καὶ βασιλέα ἐθρονιάσαν | |||
ἐκεῖνον τὸν κὺρ Θεόδωρον, Λάσκαριν τὸν ἐλέγαν· | |||
γαβρὸς ἦτον τοῦ βασιλέως κὺρ Σάκη τοῦ Βατάτση | |||
κ’ εἶχεν τὴν θυγατέρα του ὁμόζυγον γυναῖκα. | |||
[§] | Κι ἀφότου τὸν ἐστέψασιν κ’ ἐποίησαν βασιλέαν, | ||
τὰ κάστρη του ἐσωτάρχισε κ’ ἐρρόγεψεν φουσσᾶτα, | |||
Τούρκους, Κουμάνους, Ἀλαϊνούς, Ζύχους γὰρ καὶ Βουλγάρους. | |||
Ἄρχισε τοῦ νὰ μάχεται μὲ προθυμίαν μεγάλην | |||
τοὺς Φράγκους ὅπου ηὑρέσκονταν εἰς τῆς Νικαίας τὰ μέρη, | |||
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνατολὴν ὅπου ἔνι ἡ Φιλαδέλφεια, | |||
ὅπου ἦτον γὰρ καὶ ἀφέντευεν ὁ μισὶρ Ρομπέρτος ντὲ Φιλάντριας. | |||
[§] | Κ’ ἐδιήρκησεν ἡ μάχη τους χρόνους κἄν τρεῖς καὶ πλέον, | ||
ἕως οὗ ἐσκοτώθη ὁ βασιλεὺς αὐτὸς ὁ Βαλδουβῖνος, | |||
κ’ ἐστέψασιν διὰ βασιλέαν ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον. | |||
[§] | Ἔζησεν γὰρ ὁ βασιλεὺς ὁ Λάσκαρις ἐκεῖνος | ||
χρόνους κ’ ἔτη ὅσα ἠθέλησεν ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης· | |||
κι ὡσὰν τοῦ ἦλθεν τὸ κοινὸ τοῦ κόσμου ν’ ἀποθάνῃ, - | |||
κ’ εἶχεν υἱὸν μειράκιον, ἀνήλικος ὑπῆρχεν, - | |||
ὥρισεν καὶ ἐκράξασιν κὺρ Μιχαὴλ ἐκεῖνον, | |||
τὸν Παλαιολόγον, σὲ λαλῶ, τὸν πρῶτον τῆς Ρωμανίας, | |||
ὡς τίμιον, φρονιμώτερον εἰς ὅλους τοὺς Ρωμαίους· | |||
πρῶτα τοῦ ἐπαράδωκεν ἐκεῖνον τὸν υἱόν του, | |||
καὶ δεύτερον τὴν ἀφεντίαν ὅλης τῆς βασιλείας. | |||
Μεθ’ ὅρκου τὰ ἐπαράλαβεν ὅσα τοῦ ἐπαρεδῶκεν· | |||
πατέρα γὰρ τοῦ βασιλέως ὥρισε νὰ τὸν κράζουν. | |||
[§] | Κι ὅσον ἐμεταστάθηκεν ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος, | ||
ὁ Παλαιολόγος ὥρισεν, τὰ κάστρη ἐσωταρχίσαν· | |||
ἔθεκεν φύλαξες καλές, εἰς τ’ ὄνομάν του ὠμόσαν· | |||
τὸν ὅρκον ἐπαράλαβεν ὅλων τῶν κεφαλάδων, | |||
ὡσαύτως γὰρ καὶ τοῦ κοινοῦ ὅλης τῆς βασιλείας. | |||
Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν ὅλην τὴν ἀφεντίαν, | |||
τοὺς ἄρχοντας ἐτίμησεν ὅλης τῆς βασιλείας· | |||
τοὺς μὲν γὰρ εὐεργέτησεν, ἀλλῶν χώρας ἐδῶκεν· | |||
κι ὅσον ἀπεκατέστησεν τὲς ὄρεξές τους ὅλες, | |||
ἔπνιξεν κ’ ἐθανάτωσεν τὸν ἀφεντόπουλόν του, | |||
τοῦ Λάσκαρη γὰρ τὸν υἱόν, τοῦ βασιλέως ἐκείνου. | |||
Ἔδε ἀνομία καὶ ἁμαρτία, ὅπου ἔποικεν ὁ ἄθλιος, | |||
νὰ πνίξῃ τὸν ἀφέντην του, τὴν ἀφεντίαν νὰ ἐπάρῃ· | |||
ποῖος νὰ τὸ ἀκούσῃ καὶ νὰ εἰπῇ ὅτι εἰς Θεὸν πιστεύουν | |||
ἄνθρωποι ὅπου οὐδὲν κρατοῦν ἀλήθειαν οὔτε ὅρκον; | |||
τὰ ἔθνη γὰρ τὰ ἀβάφτιστα ὅρκον ἂν σὲ ποιήσουν | |||
πρὸς τὰ συνήθεια ὅπου ἔχουσιν, τὸν νόμον ποῦ κρατοῦσιν, | |||
πρῶτα νὰ λάβῃ θάνατον παρὰ νὰ σὲ ἀφιορκήσῃ. | |||
Οἱ δὲ Ρωμαῖοι, ὅπου λέγουσιν ὅτι εἰς Χριστὸν πιστεύουν, | |||
ὅσον σὲ ὀμνύει πλειότερον κι ὅρκους σὲ ἀφιερώνει, | |||
τόσον σὲ μηχανεύεται διὰ νὰ σὲ ἀπεργώσῃ, | |||
νὰ ἐπάρῃ ἀπὸ τὰ ροῦχα σου ἢ νὰ σὲ θανανώσῃ. | |||
Ἀϊλλοὶ καὶ τί κερδίζουσιν νὰ σφάλλουν πρὸς τὸν Θέον; | |||
καὶ πῶς τοὺς ἀπετύφλωσεν ἡ ἁμαρτία ὅπου πράττουν, | |||
ὅτι τοὺς ἐξωλόθρεψεν ἀπὸ τὰ ἰγονικά τους, | |||
κ’ ἐγένονταν ἀμάλωτα ὅλης τῆς οἰκουμένης. | |||
Ποῖον ἄλλο γένος σήμερον εὑρίσκεται εἰς τὸν κόσμον | |||
νὰ τοὺς πουλοῦν ὡς ἀμάλωτα μόνον καὶ τοὺς Ρωμαίους; | |||
ὅμως ὡς πράττει ὁ κάτε εἷς οὕτως θέλει ἀπολάβει. | |||
Τὴν λέξιν γὰρ ὅπου ἄρχισα νὰ λέγω καὶ νὰ γράφω, | |||
θέλω νὰ σοῦ ἀφηγήσωμαι ἕως οὗ νὰ τὴν πληρώσω. | |||
[§] | Ἀφότου ἐθανάτωσεν κὺρ Μιχαὴλ ἐκεῖνος, | ||
ὁ Παλαιολόγος, σὲ λαλῶ, τὸν ἀφεντόπουλόν μου, | |||
τοῦ βασιλέως γὰρ τὸν υἱόν, τοῦ Λάσκαρη ἐκείνου, | |||
καὶ ἔλαβε τὴν ἀφεντίαν ὅλης τῆς βασιλείας, | |||
φουσσᾶτα ἐπερισώρεψεν, Τούρκους καὶ ἄλλες γλῶσσες, | |||
τὴν μάχην ἐπεχείρησε νὰ μάχεται τοὺς Φράγκους | |||
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνατολὴν ὅπου εἶχε τὸ ἐπιδέξιον. | |||
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ βασιλεὺς ὁ μισίρε Ρομπέρτος | |||
οὐδὲν ἦτον εἰς τὸν καιρὸν ἐτότε ὅπου σὲ λέγω, | |||
διατὸ ἦτον ἀποθάνοντα ὀμπρὸς ὀλίγους χρόνους· | |||
κι ἀφέντευεν ὁ Βαλτουὴς ἐκεῖνος ὁ υἱός του, | |||
ὅπου ἔχασεν τὴν βασιλείαν μὲ τὴν κακήν του πρᾶξιν. | |||
Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστηκεν αὐτὸς ὁ Παλαιολόγος | |||
μὲ τὸ κουμοῦ τῆς Γένοβας, τὸν Γαλατᾶν τοὺς δίδει, | |||
ὅπου ἔνι ἐκεῖθεν τῆς Πολέου ἀπέκει τοῦ λιμιῶνος· | |||
χώραν ἐποίκασιν ἐκεῖ κι ἀππλίκιν τους μεγάλο· | |||
ὅρκον, συνθήκας ἔποικαν μετὰ τὸν βασιλέα, | |||
νὰ εἶναι ἀκουμέρκευτοι ’ς ὅλην τὴν Ρωμανίαν, | |||
νὰ τοῦ βοηθοῦν μὲ κάτεργα εἰς ὅλες του τὲς μάχης, | |||
νὰ ἔχουσι τὴν ρόγαν τους καὶ τὴν φιλοτιμίαν τους. | |||
[§] | Κάτεργα ἑξῆντα ἀρμάτωσε αὐτὸς ὁ Παλαιολόγος· | ||
ἔβαλεν καὶ ἀρχάσασιν μάχην μετὰ τοὺς Βενετίκους, | |||
διανὸ ἦσαν εἰς βοήθειαν ἐκεινοῦ τοῦ Βαλδουΐνου· | |||
ἐκράτησαν τὰ ἔμπατα, τὲς στράτες τοῦ πελάγου | |||
τοῦ νὰ μὴ φέρουσιν ποθὲν σωτάρχιον εἰς τὴν Πόλιν. | |||
Κ’ ἐκεῖνος πάλε ἐπέρασεν εἰς τῆς Πολέου τὰ μέρη | |||
μ’ ὅσα φουσσᾶτα ἠμπόρεσεν νὰ ἔχῃ περισωρέψει· | |||
τὴν Πόλιν ἐκατάκλεισε τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης. | |||
[§] | Κ’ ἰδὼν ἐτοῦτο οἱ Ρωμαῖοι, ὅπου ἦσαν εἰς τὴν Πόλιν, | ||
σύντομα ἐσυμβιβάστησαν μετὰ τὸν Παλαιολόγον· | |||
ὅρκον, συνθῆκες, ἔποικαν κ’ ἐμπάσαν τον ἀπέσω. | |||
Κι ὡς εἶδε ἐτοῦτο ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Βαλδουῖνος, | |||
τὸ πῶς τὸν ἀπιστήσασιν τὸ γένος τῶν Ρωμαίων, | |||
ἐκεῖσε ἐκατέφυγεν μετὰ τοὺς Φράγκους ὅλους | |||
ὅπου ἤσασιν γὰρ μετ’ αὐτὸν εἰς τὰ παλαιὰ παλάτια· | |||
ἐκεῖ ἐπολεμοῦσαν τὸν οἱ Τοῦρκοι κ’ οἱ Ρωμαῖοι. | |||
[§] | Ὡς εἶδεν γὰρ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Βαλδουῖνος | ||
τὸ πῶς τὸν ἐκατάκλεισαν εἰς τὰ παλαιὰ παλάτια, | |||
-καράβιν εἶχε ἐξαίρετον, μέγα, λαμπρὸν ὑπῆρχε, | |||
εἰς αὖτο ἐδιέβηκεν ἐκεῖ μὲ τρεῖς χιλιάδες ἄλλους· | |||
ἀπὸ τὴν Πόλη ἐξέβησαν, τὴν θάλασσαν ἐπλέψαν, | |||
ἔσωσαν στὴν Μονοβασίαν, ἐκεῖσε ἁππλικέψαν· | |||
ἐξέβησαν ἔξω εἰς τὴν γῆν κ’ εἰς τὸν Μορέαν ἐσῶσαν. | |||
Ἐκεῖ ἦτον τότε ὁ πρίγκιπας ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος· | |||
τὸ μάθει ὅτι ἦλθε ὁ βασιλεὺς ἦλθεν εἰς ἀπαντήν του, | |||
πολλὰ γὰρ τὸν ἐτίμησεν ὡς βασιλεὺς ὅπου ἦτον. | |||
Ὁ βασιλεὺς ἐσπούδαζε ν’ ἀπέλθῃ εἰς τὴν Δύσιν, | |||
ἐλπίζοντα λογίζοντα νὰ τοῦ ἔχουν βοηθήσει | |||
ὁ Πάπας μὲ τὴν Ἐκκλησίαν κι ὁ Ρήγας τῆς Φραγκίας, | |||
φουσσᾶτα νὰ τοῦ δώσουσιν καὶ συμμαχίαν μεγάλην, | |||
ὀπίσω πάλε νὰ στραφῇ ἐκεῖσε εἰς τὴν Πόλιν. | |||
[fr§87] | Ἐν τούτῳ ἐνεμείνασιν πολλοὶ ἀπὸ τὸν λαόν του | ||
ἐκεῖ γὰρ μὲ τὸν πρίγκιπα ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον, | |||
εἰς λογισμὸν νὰ τοὺς εὑρῇ ἐκεῖσε ὁ βασιλέας | |||
στὸ στρέμμα ὅπου ἤλπιζεν τοῦ νὰ στραφῇ ἀπ’ ἐκεῖθεν. | |||
Ἐκεῖνοι γὰρ ἐνέμειναν ὅπου τοὺς ὀνομάζω. | |||
Ὁ πρῶτος ὁ μισὶρ Ἀσελής, ντὲ Ντοὺθ εἶχεν τὸ ἐπίκλην, | |||
αὐτάδελφος ἦτον τοῦ Καίσσαρη ἐτότε τῆς Πολέου, | |||
τὴν μήτηρ τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκείνου ντὲ Ντουρνάη | |||
ἐπῆρεν εἰς γυναῖκαν του κ’ ἐνέμεινε εἰς τὸν τόπον. | |||
1325 | Ἀπαύτου ἦτο ὁ μισὶρ Βηλές, ντὲ Ἀνόε εἶχεν τὸ ἐπίκλην, | ||
ὅπου ἦτον πρωτοστράτορας τῆς Ρωμανίας ἐτότε· | |||
ὁ πρίγκιπας εὐεργεσίαν τὴν Ἀρκαδίαν τοῦ ἐδῶκεν. | |||
Ἐνέμειναν οἱ ντὲ Μπλαθοὶ κ’ ἐκεῖνοι οἱ ντὲ Βερήθοι. | |||
Ντὲ Ἀμπὴ ἦσαν τέσσαροι ἀδελφοί, ντὲ Ἀνὴ ἦσαν ἄλλοι δύο. | |||
1330 | Ἄλλος ἦτον ντὲ Λεσπηγγὰς καὶ πλεῖστοι ἄλλοι σιργέντες· | ||
ὁμοίως καὶ ἄρχοντες Ρωμαῖοι· ἐνέμειναν κ’ ἐκεῖνοι, | |||
τοὺς ὁποίους οὐκ ὀνομάζω σε διὰ τὴν πολυγραφίαν. |
ΜΕΡΟΣ Β΄ - PARS II
επεξεργασία(1)[fr§88] | 1333 | Ἐνταῦτα θέλω ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ πάψω τὰ σὲ λέγω, | ||
τὲς πρᾶξες ὅπου ἐπράξασιν οἱ βασιλεῖς ἐκεῖνοι, | ||||
1335 | ὁ Παλαιολόγος ἀλλὰ δὴ κι ὁ Βαλδουβὴς ἐκεῖνος, | |||
διατὶ σπουδάζω νὰ στραφῶ εἰς τὸ προκείμενόν μου, | ||||
καθὼς τὸ ἐπεχείρησα εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ λόγου, | ||||
διὰ νὰ πληρώσω τῆς ἀρχῆς τοῦ πρόλογου τὸ τέλος. | ||||
p.57 | ΤΟ ΠΩΣ ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ ΕΚΕΡΔΙΣΑΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ | |||
1340 | Ἐπεὶ ἂν εἶσαι γνωστικὸς κ’ ἐξεύρεις τὰ σὲ γράφω, | |||
καὶ ἔγροικος εἰς τὴν γραφήν, τὰ λέγω νὰ ἀπεικάζῃς, | ||||
πρέπει νὰ ἐκατάλαβες τὸν πρόλογον ὅπου εἶπα | ||||
εἰς τοῦ βιβλίου μου τὴν ἀρχὴν τὸ πῶς τὸ ἐκαταλέξα | ||||
ὅτι δι’ ἀρχὴν θεμελίου εἶπα τὸ τῆς Συρίας, | ||||
ὡσαύτως τῆς Ἀνατολῆς, ἔπειτα τῆς Πολέου, | ||||
τὸ πῶς τοὺς τόπους ἐκεινοὺς ἐκέρδισαν οἱ Φράγκοι - | ||||
ὅπως νὰ ἔλθω καὶ φέρω σε καὶ νὰ σὲ καταλέξω, | ||||
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἐκέρδισαν ὁμοίως καὶ τὸν Μορέαν. | ||||
Κι ἂν ἔχῃς ὄρεξιν νὰ ἀκούῃς πρᾶξες καλῶν στρατιώτων, | ||||
νὰ μάθῃς καὶ παιδεύεσαι, ἂ λάχῃ νὰ προκόψης. | ||||
Εἰ μὲν ἐξεύρεις γράμματα, πιάσε ν’ ἀναγινώσκῃς· | ||||
εἴ τε εἶσαι πάλι ἀγράμματος, κάθου σιμά μου, ἀφκράζου· | ||||
κ’ ἐλπίζω, ἂν εἶσαι φρόνιμος, ὅτι νὰ διαφορήσῃς, | ||||
ἐπεὶ πολλοὶ ἀπὸ ἀφήγησες ἐκείνων τῶν παλαίων, | ||||
ὅπου ἤλθασιν μετὰ ἐκεινῶν, ἐπρόκοψαν μεγάλως. | ||||
Ἐν τούτῳ ἄρξομαι ἀπ’ ἐδῶ κι ἀφκράζου τὰ σὲ λέγω. | ||||
[fr§89] | Ὁ κόντος ὁ παράξενος ἐκεῖνος τῆς Τσαμπάνιας | |||
ὅπου σὲ εἶπα εἰς τὴν ἀρχὴν ἐτούτου τοῦ βιβλίου, | ||||
ὅπου ἄρχισεν τὸ πέραμα καὶ τὸ πασσάτζο ἐκεῖνο | ||||
μετὰ τοὺς ἄλλους ἕτερους εὐγενικοὺς ἀνθρώπους | ||||
ν’ ἀπέλθῃ ἐκεῖσε εἰς τὴν Συρίαν, εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον- | ||||
ἐκλέξαν τον διὰ κεφαλὴν καὶ μέγαν καπετᾶνον | ||||
εἰς τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἴχασιν ἐτότε οἱ πελεγρῖνοι, | ||||
καὶ ἔπεσεν κι ἀπέθανεν, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγήθην. | ||||
Εἶχεν κι ἄλλους δύο ἀδελφοὺς δευτέρους ἀπὸ αὖτον. | ||||
[fr§90] | Κι ὡσὰν ἀκούσουν κ’ ἔμαθαν τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἐκεῖνοι, | |||
ὅπου ὑπαγαῖναν στὴν Συρίαν μὲ θέλημα τοῦ Πάπα, | ||||
ἀφῆκαν τὸ ταξεῖδιν τους κι ἀπῆλθαν εἰς τὴν Πόλιν | ||||
κ’ ἐκέρδισαν τὴν Ρωμανίαν κ’ ἐγίνησαν ἀφέντες, | ||||
βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ ἐκεῖνοι οἱ δύο αὐταδέλφοι· | ||||
νὰ μείνῃ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἐκεῖ εἰς τὸ ἰγονικόν τους, | ||||
κι ὁ ἄλλος νὰ ἀπέλθῃ εἰς Ρωμανίαν διὰ νὰ κερδίσῃ τόπον. | ||||
Λοιπὸν ὡς τὸ ἔχει ἐριζικὸν ἡ χάρις τῶν ἀνθρώπων, | ||||
κι οὐδὲν ὁμοιάζουν οἱ ἀδελφοὶ εἰς πρόσοψιν καὶ χάριν, | ||||
ἦτον ὁ ὑστερνότερος ἀπὸ τοὺς δύο αὐταδέλφους, | ||||
ὁκάτι ἐπιδεξιώτερος καὶ φρονιμώτερός τους. | ||||
Κ’ ἰσιάστησαν οἱ δύο ἀδελφοί, ὁ πρῶτος ν’ ἐνεμείνῃ | ||||
ἐκεῖσε εἰς τὸ κοντᾶτο του ἐκεῖνο τῆς Τσαμπάνιας, | ||||
κι ὁ δεύτερος ἀπὸ τοὺς δύο μισὶρ Γουλιάμος ἄκω, | ||||
εἶχεν καὶ ἐπίκλην ὁ λόγου του, τὸν ἐλέγαν ντὲ Σαλοῦθε | ||||
νὰ εὕρῃ φουσσᾶτα ὅσα ἠμπορεῖ νὰ ἐπάρῃ μετὰ ἐκεῖνον, | ||||
κ’ ἐκεῖνος νὰ ἔλθῃ εἰς Ρωμανίαν τοῦ νὰ ἔχῃ κουγκεστήσει | ||||
κάστρη καὶ χώρας τίποτε νὰ τὰ ἔχῃ ἰγονικά του. | ||||
Ὁ κόντος γὰρ τοῦ ἐξέδωκεν ὅσον λογάριν εἶχε, | ||||
καὶ εἶπεν του· «Ἀδελφούτσικε, ἀφῶν ἐγὼ ἐνεμένω | ||||
ἀφέντης εἰς τὰ κάστρη μας κ’ εἰς τὸ ἰγονικόν μας, | ||||
ἔπαρε τὸ λογάριν μας καὶ τὰ κοινά μας ὅλα | ||||
κι ἄμε μὲ τὴν εὐχίτσα μου ὁμοίως καὶ τοῦ πατρός μας, | ||||
κ’ ἐλπίζω εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅτι νὰ εὐτυχήσῃς». | ||||
Ἐν τούτῳ ἐπεριεσώρεψεν κ’ ἐρρόγεψεν φουσσᾶτα· | ||||
εἰς τὴν Μπουργούνιαν ἔστειλεν, ἦλθαν πολλοὶ μετ’ αὖτον, | ||||
οἱ μὲν τὴν ρόγαν ἔπαιρναν κ’ ἐρχόντησαν μετ’ αὖτον, | ||||
ἄλλοι τινές, ὅπου ἤσασι κ’ ἐκεῖνοι φλαμουριάροι, | ||||
ὅπου ἦσαν πλούσιοι ἄνθρωποι, ἤλθασιν μετ’ ἐκεῖνον, | ||||
ὁ κατὰ εἷς διὰ λόγου του τοῦ νὰ ἔχῃ κουγκεστήσει. | ||||
Στὴν Βενετίαν ἀπόστειλεν τὰ πλευτικὰ νὰ ὁρμώσουν, | ||||
κ’ εὐθέως τὰ οἰκονόμησαν ὅσα ἠθέλαν κ’ ἐχρῆζαν. | ||||
[§] | Τὸν μάρτιον μῆναν ἤλθασιν κι ἀπέρασαν ἀπέκει, | |||
κ’ εἰς τὸν Μορέαν ἐφτάσασιν εἰς τοῦ μαΐου τὴν πρώτην· | ||||
ἐκεῖσε ἀποσκάλωσαν στὴν Ἀχαΐαν τὸ λέγουν, | ||||
ὅπου ἔνι ἐδῶθεν τῆς Πατροῦ κἄν δεκαπέντε μίλια· | ||||
εὐθέως καστέλλιν ἔχτισαν ὅλον μὲ τὰ πλιθάρια. | ||||
Ἐτότε γὰρ ὅπου λαλῶ κ’ εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον | ||||
ὁ τόπος ὅλος τοῦ Μορέως, ὅσος καὶ περιέχει | ||||
τὸ λέγουν Πελοπόννεσον, οὕτως τὸν ὀνομάζουν, | ||||
οὐδὲν εἶχεν καταπαντοῦ, μόνον δώδεκα κάστρη. | ||||
Λοιπὸν ἀφότου ἐπέζεψαν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀχαΐαν, | ||||
ἐξέβησαν τὰ ἄλογα ἀπ’ ἔσω ἐκ τὰ καράβια, | ||||
κἄν δύο ἡμέρες ἐνέμειναν ἕως οὗ νὰ τὰ ἀναπάψουν. | ||||
Κ’ ἐνταῦτα ἐκαβαλλίκεψαν, ἀπῆλθαν εἰς τὴν Πάτραν· | ||||
τὸ κάστρον ἐτριγύρισαν, ὡσαύτως καὶ τὴν χώραν, | ||||
τὰ τριπουτσέτα ἐστήσασιν γύρω καταπαντόθεν, | ||||
τοὺς τζαγρατόρους ἔβαλαν, τὸν πόλεμον ἀρχάσαν· | ||||
κι ἀπὸ τοῦ πλήθους τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ θαρσέου πολέμου, | ||||
ἀπὸ τοῦ πρώτου ἐσέβησαν στὴν χώραν τὴν ἀπ’ ἔξω. | ||||
Κι’ ἀφῶν τὴν χώραν ἀπήρασιν, ἐκεῖνοι γὰρ τοῦ κάστρου | ||||
καὶ εὐθέως ἐσυμβιβάστησαν, τὸ κάστρον ἐπαρεδῶκαν | ||||
μετὰ συνθήκας κι ἀφορμὴν νὰ ἔχουσιν τὰ ἐδικά τους, | ||||
ὁ κατὰ εἷς τὸ ὁσπίτι του ὁμοίως καὶ τὸ ἐδικόν του. | ||||
Κι ἀφῶν τὴν Πάτραν ἀπήρασι, τὲς φύλαξες ἐβάλαν, | ||||
τὸ κάστρον ἐσωτάρχισαν, εἶθ’ οὕτως καὶ τὴν χώραν | ||||
ἀπὸ λαὸν καὶ ἄρματα, ὡς ἔπρεπεν κι ἁρμόζει· | ||||
κι ἀπαύτου ὀπίσω ἐστράφησαν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀχαΐαν. | ||||
[§] | Βουλὴν ἀπῆραν μ’ ἐκεινοὺς τοὺς τοπικοὺς Ρωμαίους, | |||
ὅπου τοὺς τόπους ἔξευραν, τοῦ καθενὸς τὴν πρᾶξιν, | ||||
κ’ εἶπαν κ’ ἐσυμβουλέψαν τους τὸ πῶς ἔνι ἡ Ἀνδραβίδα, | ||||
ἡ χώρα ἡ λαμπρότερη στὸν κάμπον τοῦ Μορέως· | ||||
ὡς χώρα γὰρ ἀπολυτὴ κοίτεται εἰς τὸν κάμπον, | ||||
οὔτε πύργους, οὔτε τειχέα ἔχει κἀνόλως ’ς αὔτην. | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ ὡρμήσασιν ἐκεῖ, ὁλόρθα ὑπαγαίνουν, | |||
ἐξάπλωσαν τὰ φλάμπουρα τοῦ καθενὸς φουσσάτου· | ||||
κι ἀφότου ἐπλησιάσασιν ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα, | ||||
κ’ ἐμάθασιν οἱ Ἀνδραβισαῖοι ὅτι ἔρχονται οἱ Φράγκοι, | ||||
ἐξέβησαν μὲ τοὺς σταυροὺς ὁμοίως μὲ τὰς εἰκόνας | ||||
οἱ ἄρχοντες καὶ τὸ κοινὸ τῆς χώρας Ἀνβραβίδου, | ||||
καὶ ἦλθαν κ’ ἐπροσκύνησαν τὸν Καμπανέση ἐκεῖνον. | ||||
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς παμφρόνιμος, καλὰ τοὺς ἀποδέχτη, | ||||
ὤμοσεν κ’ ὑπισκήθη τους νὰ μὴ τοὺς ἀδικήσῃ, | ||||
οὔτε ζημία νὰ λάβουσιν ἀπὸ τὰ ἰγονικά τους, | ||||
τιμήν, δωρεὰς νὰ ἔχουσιν κ’ εὐεργεσίας μεγάλας· | ||||
ὅλοι τοῦ ὑπωμόσασιν δοῦλοι του ν’ ἀποθάνουν. | ||||
[§] | Κι ὅσον ἀπεκατέστησεν τὴν χώραν Ἀνδραβίδας, | |||
βουλὴν ἐπῆρεν μετ’ αὐτοὺς τὸ ποῦ νὰ φουσσατέψῃ. | ||||
Ἐν τούτῳ ἐδόθη ἡ βουλὴ στὴν Κόρινθον νὰ ἀπέλθουν, | ||||
διατὸ ἔνι κάστρον φοβερόν, τὸ κάλλιον τῆς Ρωμανίας, | ||||
καὶ ἔνι τὸ κεφάλαιον ὅπερ γὰρ ἀφεντεύει | ||||
ὅλην τὴν Πελοπόννεσον ὅσον κρατεῖ ὁ Μορέας. | ||||
Ἐπεί, ἂν προστάξῃ ὁ Θεὸς καὶ προσκυνήσῃ ἡ Κόρινθος, | ||||
ὅλα τὰ κάστρη τὰ ἕτερα τοῦ τόπου τοῦ Μορέως | ||||
ἄνευ σπαθίου καὶ πόλεμου θέλουσιν προσκυνήσει. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἐδόθη ἡ βουλὴ ἐκείνη ὅπου σὲ λέγω, | |||
ὤρθωσεν κι ἄφηκε λαὸν ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα, | ||||
καὶ ἄλλον εἰς τὴν Ἀχαΐαν, καὶ τρίτον εἰς τὴν Πάτραν, | ||||
καὶ ὥρισεν τὰ πλευτικὰ νὰ ὑπάγουν τῆς θαλάσσου, | ||||
κ’ ἐκεῖνος μὲ τὸν ἕτερον λαὸν γὰρ τοῦ φουσσάτου | ||||
ἐκ τὴν Βοστίτσαν ἔδραμεν κ’ ἐδιάβη εἰς τὴν Κόρινθον. | ||||
Κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν χώραν, | ||||
τὸν γῦρον τέντας ἔστησαν, ἐπιάσαν τὲς κατοῦνες. | ||||
Τὸ κάστρον γὰρ τῆς Κόρινθος κεῖται ἀπάνω εἰς ὄρος· | ||||
βουνὶν ὑπάρχει θεόχτιστον καὶ ποῖος νὰ τὸ ἐγκωμιάσῃ; | ||||
ἡ χώρα γὰρ εὑρίσκετον κάτωθεν εἰς τὸν κάμπον, | ||||
μὲ πύργους γὰρ καὶ μὲ τειχέα καλὰ περικλεισμένη. | ||||
[§] | Λοιπὸν εὑρίσκετον ἐκεῖ ἐτότε ὅπου σὲ γράφω | |||
ὁκάποιος μέγας ἄνθρωπος καὶ φοβερὸς στρατιώτης, | ||||
κ’ εἶχεν τὴν Κόρινθο ἀλλὰ δὴ τὸ Ἄργος καὶ Ἀνάπλι· | ||||
ὡς κεφαλὴ καὶ φυσικὸς ἀφέντης τὰ ὑποκράτει | ||||
ἐκ μέρους γὰρ τοῦ βασιλέως ἐκείνου τῶν Ρωμαίων, | ||||
Σγουρὸν τὸν ὠνομάζασιν, οὕτως εἶχεν τὸ ἐπίκλην· | ||||
κι ὡς ἐπληροφορέθηκεν ὅτι ἔρχονται οἱ Φράγκοι, | ||||
ἀπὸ τὴν χώρα ἐξήβαλεν γυναῖκες καὶ παιδία, | ||||
ὡσαύτως καὶ τὸν λίον λαὸν ὅπου ἄρματα ἐβαστοῦσαν, | ||||
κι ἀπάνω τοὺς ἀνέβασεν στὸ κάστρον τῆς Κορίνθου· | ||||
κ’ ἐκεῖνος γὰρ ἐνέμεινεν ἐκεῖσε εἰς τὴν χώραν | ||||
μὲ ὅσοι ἐβαστοῦσαν ἄρματα διὰ νὰ τὴν διαφεντέψῃ. | ||||
[§] | Ἀφότου γὰρ ἀπέσωσεν ἐκεῖσε ὁ Καμπανέσης, | |||
ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγήσομαι, στῆς Κόρινθος τὴν χώραν, | ||||
κ’ ἔβαλεν τὰ φουσσᾶτα του καὶ περιεγύρισέ την. | ||||
Ἀφῆκεν κι ἀναπαύτησαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν· | ||||
ἐπὶ τῆς αὐρίου γὰρ τὸ πρωΐ, ὡσὰν ἐξημερῶσεν, | ||||
ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους, τὸν πόλεμον ἀρχάσαν. | ||||
Τὰ τριπουτσέτα ἐσύρνασιν γύρωθεν εἰς τοὺς πύργους, | ||||
κ’ οἱ τζάγρες οὐκ ἀφήνασιν ἄνθρωπον νὰ προσκύψῃ | ||||
ἔξω ἐκ τὰ δόντια τοῦ τειχίου νὰ ἰδοῦν τὸ ποῖος τοξεύει. | ||||
Τὲς σκάλες ὅπου εἴχασιν ἐστῆσαν εἰς τοὺς τοίχους, | ||||
κ’ εὐθέως ἀπέσω ἐσέβησαν, ἐπιάσασιν τὴν χώραν. | ||||
Ὅσοι ἐπαρεδόθησαν ἐλεημοσύνην ηὗραν· | ||||
οἱ δὲ ποῦ εἰς πόλεμο ἔστηκαν ἀπὸ σπαθίου ἀποθάναν. | ||||
Ὁ Σγουρὸς γὰρ ὡς φρόνιμος καὶ βέβηλος ὅπου ἦτον, | ||||
ἔφυγεν καὶ ἀνέβηκεν ἐκεῖ ἀπάνω εἰς τὸ κάστρον. | ||||
[§] | Κι ἀφότου οἱ Φράγκοι ἐπιάσασιν τὴν χώραν τῆς Κορίνθου | |||
ὁ Καμπανέσης ὥρισεν, διαλαλημὸν ἐποιῆσαν, | ||||
ὅτι ὅσοι ἐκ τὰ περίγυρα τῶν χώρων τῆς Κορίνθου | ||||
θέλουν νὰ προσκυνήσουσιν, νὰ τὸν δεχτοῦν δι’ ἀφέντην, | ||||
νὰ ἔχουν τιμὴν καὶ εὐεργεσίαν, ἀναδοχὴν μεγάλην· | ||||
οἱ δὲ πιαστοῦν εἰς πόλεμον ἐλεημοσύνη οὐ μὴ εὕρουν. | ||||
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες καὶ τὸ κοινὸν ὁμοίως, | ||||
ἀρχίσασιν νὰ ἔρχωνται, μικροί τε καὶ μεγάλοι, | ||||
ἀπὸ τὸ μέρος Δαμαλᾶ καὶ μέχρι εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος· | ||||
ὅσοι τὸ ἀκοῦσαν ἤλθασιν μὲ προθυμίαν μεγάλην, | ||||
τοῦ Καμπανέση ὠμόσασιν δοῦλοι του ν’ ἀποθάνουν· | ||||
κ’ ἐκεῖνος τοὺς ἐδέχετον μετὰ περιχαρίας. | ||||
Καταπαντόθε ἐπλάτυνεν ἐτότε τὸ μαντᾶτο | ||||
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἀπήρασιν τὸ κάστρον τῆς Κορίνθου | ||||
κ’ ἔχουν ἀφέντη ἐξάκουστον, τὸν λέγουν Καμπανέσην. | ||||
[§] | Τὸν χρόνον ἐκεῖνον καὶ καιρὸν ὅπου ἦλθε ὁ Καμπανέσης | |||
κ’ ἐπέζεψεν στὴν Ἀχαΐαν, καθὼς σὲ τὸ ἐπροεῖπα, | ||||
εἰς τοῦ βιβλίου τὸν πρόλογον, φαίνει με, σὲ τὸ γράφω, | ||||
τὸ πῶς γὰρ μὲ τοῦ πιασμοῦ τῆς Κωνσταντίνου πόλης | ||||
χρόνον ἕναν καὶ μοναχὸν ἦλθεν ὁ Καμπανέσης | ||||
νὰ κουγκεστήσῃ τὸν Μορέαν, ὡσὰν τὸ ἀφηγοῦμαι | ||||
λοιπόν, καθὼς ἐπλάτυνεν κι ἀκούστη τὸ μαντᾶτο, | ||||
εὑρέθηκεν εἰς τὴν Βλαχίαν αὐτὸς ὁ Μπονιφάτσος, | ||||
ὁ ρῆγας τοῦ Σαλονικίου, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν· | ||||
ὁμοίως εὑρέθη μετ’ αὐτὸν ὁ ἐπαινετὸς ἐκεῖνος, | ||||
τὸν ἔλεγαν μισὶρ Ντζεφρέ, Βιλαρτουὴ τὸ ἐπίκλη. | ||||
Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστησαν τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτον | ||||
ν’ ἀπελθοῦν εἰς τὴν Κόρινθον, νὰ ἰδοῦν τὸν Καμπανέσην· | ||||
καθὼς τὸ ἀπήρασιν βουλὴν, οὕτως καὶ τὸ ἐπληρῶσαν, | ||||
καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Κόρινθον κ’ ηὗραν τὸν Καμπανέσην. | ||||
[§] | Χαρὰν μεγάλην ἔποικαν, ὅταν ἐκεῖσε ἐσμίξαν, | |||
διατὶ ἐπεθυμοῦσαν πολλὰ τοῦ νὰ ἑνωθοῦν ἀλλήλως. | ||||
[§] | Ἐνταῦτα ἀπήρασιν βουλὴν ν’ ἀπέλθουν εἰς τὸ Ἄργος | |||
ἀπῆραν τὰ φουσσᾶτα τους κ’ ἐδιάβησαν ἐκεῖσε. | ||||
Τὸ κάστρον κοίτεται εἰς βουνί, πολλὰ ἔνι ἀφιρωμένον, | ||||
ἡ δὲ τοῦ Ἄργου τῆς πόλεως ἡ χώρα ἡ μεγάλη | ||||
μέσα εἰς τὸν κάμπον κοίτεται ὡς τέντα ἁπλωμένη· | ||||
τὸ σώσει ἐδῶκαν πόλεμον κ’ ἐσέβησαν ἀπ’ ἔσω. | ||||
Ὁ Σγοῦρος γὰρ ὁ ἐπαινετὸς ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης, | ||||
ὅπου εἰς τὸ κάστρο εὑρίσκετον ἐκεῖνον τῆς Κορίνθου, | ||||
τὸ ἰδεῖ τὸ πῶς ἐμίσσεψαν τὰ φράγκικα φουσσᾶτα, | ||||
τὴν νύχταν ἐκατέβηκεν κ’ ἐσέβην εἰς τὴν χώραν | ||||
μ’ ὅσον λαὸν ἠμπόρεσεν νὰ ἐπάρῃ μετ’ ἐκεῖνον. | ||||
Ζημίαν μεγάλην ἔποικεν, φονοκοπεῖο στοὺς Φράγκους, | ||||
ὅπου εἰς τὴν χώρα εὑρέθησαν πολλ’ ἀποθαρρεμένοι· | ||||
ὅσοι γὰρ εὑρέθησαν ὑγιεῖς εἰς τὰ κορμιά τους | ||||
καὶ ἔφτασαν κι ἀρματώθησαν, πόλεμον τοὺς ἐδῶκαν, | ||||
οἱ δὲ ὅπου ἦσαν ἀστενεῖς κ’ ἐκοίτονταν εἰς ζάλην, | ||||
ὅλους ἐσφάξασιν εὐτύς, οὐδ’ ἕναν ἐλεῆσαν. | ||||
[§] | Τὴ νύχτα ἐκείνη παρευτὺς ἔσωσεν τὸ μαντᾶτο | |||
στὸν Καμπανέσην, σὲ λαλῶ, ἐκεῖ ὅπου ἦτον στὸ Ἄργος· | ||||
πολλὰ τὸ ἐθλίβη λυπηρὰ διὰ τοὺς ἀρρωστημένους | ||||
ὅπου τοὺς ἐκατέσφαξαν ἀπ’ ἔσω εἰς τὰ κρεββάτια· | ||||
τὴν χώραν τοῦ Ἄργου ἄφηκεν καλὰ σωταρχισμένην· | ||||
καλοὶ στρατιῶτες ἔμειναν διὰ νὰ τὴν φυλάττουν, | ||||
κ’ ἐκεῖνος στρέμμαν ἔποικεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κόρινθον. | ||||
Κι ἀφότου ἐστράφηκεν ἐκεῖ, ἄργησε μὲ τὸν ρῆγαν, | ||||
ἐκεῖνον τοῦ Σαλονικίου, τὸν μισὶρ Μπονιφάτσον. | ||||
[§] | Ἡμέρας γὰρ κἄν ἕξι, ὀχτὼ ἐνέμεινεν ἐκεῖσε. | |||
Ὁ ρῆγας τότε ἐζήτησεν ἀπηλογία νὰ ἐπάρῃ. | ||||
Ἐνταῦτα τοῦ ἐζήτησεν ὁ Καμπανέσης χάριν, | ||||
βοήθειαν γὰρ καὶ πρόβλεψιν νὰ ποιήσῃ εἰς ἐκεῖνον, | ||||
νὰ τοῦ βοηθήσῃ τίποτε ἀπὸ τὴν βασιλείαν του. | ||||
Κι ἐκεῖνος γὰρ ὡς εὐγενὴς καὶ ρῆγας ὅπου ἦτον, | ||||
τοῦ ἔδωκεν κ’ ἐχάρισεν τῆς Ἀθηνοῦ τὸ ὁμάντζο· | ||||
Μέγαν Κύρην τὸν ἔλεγαν, οὕτως τὸν ὠνομάζαν | ||||
ἐκεῖνον ὅπου ἀφέντευεν ἐτότε τὴν Ἀθήναν· | ||||
ἐκ τῶν Ἑλλήνων τὸ εἴχασιν τὸ ὄνομα γὰρ ἐκεῖνο· | ||||
ὡσαύτως γὰρ τοῦ ἔδωκε τὰ τρία ὁμάτζια τοῦ Εὐρίπου, | ||||
τῆς Ποντενίτσας ἀλλὰ δὴ τὸ ἐκράτει ὁ μαρκέσης, | ||||
νὰ τὰ κρατοῦσιν ἀπὸ αὐτὸν κι’ ἀφέντη νὰ τὸν ἔχουν. | ||||
Ὁ ἀφέντης γὰρ τῆς Ἀθηνοῦ ἐκ τὴν Μπουργούνιαν ἦτον· | ||||
οἱ δὲ τοῦ Εὐρίπου, ὅπου λαλῶ, ἐκεῖνοι οἱ τρεῖς ἀφέντες | ||||
ἐκ τὴν Βερούναν ἤσασιν, ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν. | ||||
Ὥρισε ὁ ρῆγας κ’ ἔγραψαν νὰ ἐλθοῦσιν πρὸς ἐκεῖνον· | ||||
κι ἀφότου ἤλθασιν ἐκεῖ ὅπου ἦτο ὁ Καμπανέσης, | ||||
ἀτὸς του τοὺς ἐπαράδωκεν νὰ τὸν ἔχουν ἀφέντη· | ||||
κι ἀπαύτου ἀπεχαιρέτησεν κ’ ἐδιάβη τὴν ὁδόν του. | ||||
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὅπου ἦλθεν μετ’ ἐκεῖνον | ||||
τὸν ρῆγαν τοῦ Σαλονικίου, ὡς ἦλθε νὰ μισσέψῃ, | ||||
εἶπε οὕτως πρὸς αὐτὸν κ’ ἐπαρακάλεσέ τον | ||||
νὰ ἔχῃ συμπάθειον ἀπὸ αὐτόν, κ’ ἐκεῖσε νὰ ἐνεμείνῃ | ||||
μ’ ἐκεῖνον τὸν ἀφέντην του, τὸν εἶχε φυσικόν του, | ||||
τὸν Καμπανέσην, σὲ λαλῶ, ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα | ||||
νὰ τὸν ἰδῇ καὶ ἑνωθῇ καὶ μείνῃ μετ’ ἐκεῖνον. | ||||
[§] | Κι ἀφότου γὰρ ἐμίσσεψεν τοῦ Σαλονίκη ὁ ρῆγας | |||
κ’ ἐνέμεινε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον, | ||||
τοὺς ἄρχοντες ἐρώτησεν, τοὺς τοπικοὺς Ρωμαίους, | ||||
ὅπου τοὺς τόπους ἔξευραν τὰ κάστρη καὶ τὰς χώρας | ||||
ὅλης τῆς Πελοπόννησος ὅσον κρατεῖ ὁ Μορέας, | ||||
τοῦ νὰ τοῦ διερμηνέψωσιν τοῦ καθενὸς τὴν πρᾶξιν· | ||||
κι ὅσον ἐρώτησεν καλὰ κ’ ἐπληροφόρεσάν τον, | ||||
τὸν Καμπανέσην ἔκραξεν καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον· | ||||
«Ἀφέντη, ἐγὼ ὡς ξενοτικὸς ἄνθρωπος γὰρ τοῦ τόπου, | ||||
ἐρώτησα τοὺς ἄρχοντες, ὅπου εἶναι μετὰ σένα· | ||||
κι ὡς ἐπληροφορέθηκα ἀπὸ αὔτους τὴν ἀλήθειαν, | ||||
εἶδα μὲ τὰ ὀμμάτια μου τὸ κάστρον τῆς Κορίνθου, | ||||
τοῦ Ἄργου καὶ τοῦ Ἀναπλίου, τὴν δύναμιν ὅπου ἔχουν. | ||||
Ἂν θέλῃς νὰ καθέζεσαι νὰ τὰ παρακαθίσῃς, | ||||
ἐχάσες τὸ ἐπεχείρησες, ἀπεργωμένος εἶσαι· | ||||
διατὸ εἶν’ τὰ κάστρη δυνατά, καλὰ σωταρχισμένα, | ||||
κι οὐδὲν τὰ δύνεσαι ποσῶς μὲ πόλεμον ἐπάρει· | ||||
ἀλλὰ ὡς ἐπληροφορέθηκα ἀπὸ καλοὺς ἀνθρώπους, | ||||
ἀπὸ τὴν Πάτραν κ’ ἔμπροστεν μέχρι εἰς τὴν Κορώνην | ||||
οἱ χῶρες εἶναι ἁπλώτερες, κάμποι γὰρ καὶ δρυμῶνες, | ||||
ν’ ἀπέρχεσαι ἐλεύτερα μὲ ὅλα σου τὰ φουσσᾶτα. | ||||
Κι ἀφῶν κερδίσῃς τὰ χωρία καὶ νὰ σὲ προσκυνήσουν, | ||||
τὰ κάστρη ἂν ἐνεμείνουσιν, ἕως πότε νὰ βαστάζουν; | ||||
Ὅρισε γὰρ τὰ πλευτικὰ νὰ ὑπάγουν τῆς θαλάσσου, | ||||
κ’ ἡμεῖς ἂς ὑπαγαίνωμεν ὅλοι ἀπὸ τῆς στερέας· | ||||
κι ἀφότου σώσωμεν ἐκεῖ ὅπου ἔχεις τὸν λαόν σου, | ||||
τὸν τόπον ὅπου ἐκέρδισες, στὸν ἐριζικόν σου ἐλπίζω | ||||
κ’ εἰς τοῦ Θεοῦ τὸ ἔλεος τοῦ νὰ ἔχῃς διαφορήσει». | ||||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενικὸς ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης, | |||
μεγάλως εὐχαρίστησεν τὸν πρωτοστράτοράν του· | ||||
ὥρισεν κ’ ἐσωτάρχισαν τὴν χώραν τῆς Κορίνθου· | ||||
φουσσᾶτα ἄφηκε καλὰ τὸν τόπον νὰ φυλάττουν· | ||||
κι ὡς τὸν εἶπε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς κ’ ἐκαθοδήγησέ τον, | ||||
οὕτως καὶ ἐπληρώθηκεν κ’ εἰς τὸν Μορέαν ἀπῆλθαν. | ||||
Ἀπὸ τὴν Πάτραν ἤλθασιν, στὴν Ἀνδραβίδα ἐσῶσαν, | ||||
ἐκεῖ ὅπου ἦσαν οἱ ἄρχοντες, τοῦ κάμπου τοῦ Μορέως. | ||||
Καὶ τότε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον, | ||||
ἐσώρεψεν τοὺς ἄρχοντες καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους· | ||||
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, ἀπάρτε καὶ συντρόφοι, | ||||
ἐσεῖς θεωρεῖτε, ἐβλέπετε τὸν ἀφέντην ἐτοῦτον, | ||||
ὅπου ἦλθε ἐδῶ εἰς τοὺς τόπους σας ὅπως νὰ τοὺς κερδίσῃ· | ||||
μηδὲν σκοπήσετε, ἄρχοντες, ὅτι διὰ κοῦρσον ἦλθεν, | ||||
νὰ ἐπάρῃ ροῦχα καὶ ζῶα καὶ νὰ μισέψῃ ἀπέδω· | ||||
ὡς φρόνιμους ποῦ σᾶς θεωρῶ πληροφορίαν σᾶς λέγω· | ||||
θεωρεῖτε τὰ φουσσᾶτα του, τὴν παρρησίαν ὅπου ἔχει. | ||||
ἀφέντης ἔνι, βασιλέας, καὶ ἦλθε νὰ κερδίσῃ. | ||||
Ἐσεῖς ἀφέντη οὐκ ἔχετε τοῦ νὰ σᾶς συμμαχήσῃ· | ||||
κι ἂν δράμουν τὰ φουσσᾶτα μας, τὸν τόπον σας κουρσέψειν, | ||||
νὰ αἰχμαλωτίσουν τὰ χωρία καὶ νὰ σφαγοῦν οἱ ἀνθρῶποι | ||||
ὕστερον τί νὰ ποιήσετε, ὅταν σᾶς μετανοήσῃ; | ||||
λοιπὸν ἐμέναν φαίνεται διὰ καλλιώτερόν σας | ||||
νὰ ποιήσωμεν συμβίβασιν, νὰ λείψουν καὶ οἱ φόνοι, | ||||
τὰ κούρση κ’ ἡ αἰχμαλωσία ἀπὸ τὰ ἰγονικά σας, | ||||
κ’ ἐσεῖς ὅπου εἶστε φρόνιμοι κ’ ἐξεύρετε τοὺς ἄλλους, | ||||
ὅπου εἶναι, λέγω, συγγενεῖς, φίλοι σας καὶ συντρόφοι, | ||||
πρᾶξιν νὰ ποιήσετε εἰς αὐτοὺς τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσειν». | ||||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες, ὅλοι τὸ ἐπροσκυνῆσαν | |||
ἀπόστειλαν καναπαντοῦ τοὺς ἀποκρισαρίους τους, | ||||
ἔνθα ἔξευραν ὅτι ἤσασιν φίλοι καὶ συγγενεῖς τους· | ||||
τὸ πρᾶγμα τους ἐδήλωσαν κ’ ἐπληροφόρησάν τους· | ||||
ἀφροντισίαν τοὺς ἔστειλαν ἀπὸ τὸν Καμπανέσην· | ||||
ὅσοι βούλονται ἀπελθεῖν τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσει, | ||||
τὰ ἰγονικά τους νὰ ἔχουσιν κι ἄλλα πλεῖον νὰ τοὺς δώσῃ· | ||||
ὅσοι τὸ ἀξιάζουν κι ὠφελοῦν τιμὴν μεγάλην νὰ ἔχουν. | ||||
Κι ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ ἄρχοντες καὶ τὸ κοινὸν ὁμοίως, | ||||
ἀρχίσαν καὶ ἐρχόντησαν κ’ ἐπροσκυνοῦσαν ὅλοι· | ||||
κι ἀφότου ἐσωρεύτησαν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδραβίδα, | ||||
τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ Μορέως, ὅλης τῆς Μεσαρέας, | ||||
ἐποίκασιν συμβίβασιν μετὰ τὸν Καμπανέσην, | ||||
ὅτι ὅλα τὰ ἀρχοντόπουλα, ὅπου εἴχασιν προνοῖες, | ||||
νὰ ἔχουσιν ὁ κατὰ εἷς, πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχεν, | ||||
τὴν ἀνθρωπέαν καὶ τὴν στρατείαν, τόσον νὰ τοῦ ἐνεμείνῃ, | ||||
καὶ τ’ ἄλλο τὸ περσότερον νὰ μερίζουν οἱ Φράγκοι· | ||||
καὶ οἱ χωριάτες τῶν χωριῶν νὰ στέκουν ὡσὰν τοὺς ηὗραν. | ||||
[§] | Ἄρχοντες ἕξι ἐβάλασιν καὶ ἄλλους ἕξι Φράγκους, | |||
ὅπερ ἐμοιράσασιν τοὺς τόπους καὶ προνοῖες. | ||||
[§] | Κι ὅσον ἀπεκατέστησεν ἐτοῦτο ὅπου σὲ λέγω, | |||
ἦλθεν ὁ πρωτοστράτορας μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος | ||||
εἰς τὴν βουλὴν ὅπου ἤσασιν, λέγει τοῦ Καμπανέση· | ||||
«Ἀφέντη, πρέπει νὰ σκοπᾷς καὶ νὰ ἔχῃς καταλάβει, | ||||
τὸ πῶς εὑρίσκεσαι μακρέα ἀπὸ τὰ ἰγονικά σου· | ||||
φουσσᾶτα ἔχεις ἐδῶ πολλὰ ὅπου εἶναι εἰς ἔξοδόν σου· | ||||
τὰ πλευτικὰ κουστίζουσιν πλειότερον τῶν φουσσάτων· | ||||
διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσὲν καὶ συμβουλεύω σέ το· | ||||
τοῦ νὰ μὴ χάνῃς τὸν καιρὸν καὶ τὸν λαὸν ὅπου ἔχεις. | ||||
Ἐγὼ ἐπληροφορέθηκα ἀπὸ τοὺς ἄρχοντές σου· | ||||
ἐδῶ σιμά μας εὑρίσκεται τοῦ Πονδικοῦ τὸ κάστρον, | ||||
ποῦ ἔνι ἀπάνω στὸν αἰγιαλόν, ἐκεῖ ἂς ἀπελθοῦμεν, | ||||
ἀπαύτου ἔνι ἡ Ἀρκαδία καὶ ἀπέκει ἡ Κορώνη, | ||||
κι ὀκάτι ὀλίγον πρὸς ἐκεῖ ἔνι ἡ Καλαμάτα. | ||||
Αὐτὰ τὰ κάστρη τέσσαρα, ὅπου εἶπα κι ὀνομάζω, | ||||
ποῦ εἶναι ἀπάνω στὸν αἰγιαλὸν καὶ λέγω ἐτοῦτο, ἀφέντη· | ||||
ἕως οὗ ἔχομεν τὰ πλευτικά, ἂς ἀπελθοῦμε ἐκεῖσε, | ||||
τὰ κάστρη αὐτὰ νὰ ἐπάρωμε, ὅπου ἔχουν τοὺς λιμιῶνες, | ||||
εἰς τὸ μέρος ποῦ μᾶς βολεῖ καὶ μᾶς ἔνι ἐπιδέξιον». | ||||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενικὸς ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης | |||
καὶ ὅλ’ οἱ ἄλλοι οἱ ἕτεροι οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του, | ||||
ἐπαίνεσαν τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν λόγον του ἐστέρξαν· | ||||
ὤρθωσαν τὰ φουσσᾶτα τους, ὁμοίως τὰ πλευτικά τους· | ||||
στὸν Πονδικὸν ἐσώσασιν κ’ ἐπολεμήσανέ τον. | ||||
Τὸ κάστρον ἦτον ἀχαμνόν, ἀπὸ σπαθίου, τὸ ἀπῆραν | ||||
καὶ φύλαξιν ἐβάλασιν καλὸν λαὸν ἀπέσω. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἐσωτάρχισαν τοῦ Πονδικοῦ τὸ κάστρον, | |||
τὰ πλευτικά του ἐκίνησαν καὶ τῆς θαλάσσου ὑπάουν· | ||||
κ’ ἐκεῖνος γὰρ ἐκ τὴν στερέαν στὴν Ἀρκαδίαν ἐσῶσεν· | ||||
ηὗραν τὸ πέλαγος κακόν, οὐδὲν εἶχεν λιμιῶναν | ||||
νὰ πιάσουσιν τὰ πλευτικὰ κι ἀνάπαψιν νὰ ἔχουν. | ||||
Ἐνταῦθα ἀπήρασιν βουλὴν τὸ κάστρο μὴ πολεμήσουν | ||||
ἐτότε, ἐκείνην τὴν φορὰν ὅπου ἤλθασιν ἐκεῖσε, | ||||
ἀλλ’ ἕως οὗ ἔχουν τὰ πλευτικά, νὰ ἀπέλθουν εἰς τὰ κάστρη, | ||||
ποὺ εἶναι ἀπάνω στὸν αἰγιαλόν, νὰ ἔχουσι λιμιῶνες. | ||||
Ὅμως τινὲς ἐκ τὸν λαὸν ἀπὸ τὰ πεζικά τους | ||||
ἐδράξασιν, μὲ πόλεμον ἐσέβησαν στὸν μποῦρκον· | ||||
κι ὅσους ἔφτασαν μὲ τὸ σπαθὶ ἀπέθαναν εὐθέως· | ||||
κι ὅσοι ἠμπόρεσαν καὶ ἔφυγαν ἐσέβησαν στὸ κάστρον. | ||||
Ἐνταῦτα ὡρμώσασιν κ’ ὑπάουν ὁλόρθα εἰς τὴν Μεθώνην· | ||||
τὸ κάστρον ηὗραν ἔρημον, ὅλο ἦτον χαλασμένο· | ||||
τὸ εἴχασιν χαλάσασειν ὀμπρὸς οἱ Βενετίκοι, | ||||
διατὸ ἐκρατοῦσαν οἱ Ρωμαῖοι ἐκεῖ τὰ πλευτικά τους, | ||||
κ’ ἐμπόδιζαν κ’ ἐκούρσευαν τὰ ξύλα τῶν Βενετίκων. | ||||
[§] | Καὶ ἀπαύτου ἐκίνησαν κ’ ὑπάουν στὸ κάστρο τῆς Κορώνης, | |||
κ’ ηὗραν τὸ κάστρον ἀχαμνὸν ἀπὸ τειχέα καὶ πύργους· | ||||
εἰς βράχον σπηλαίου ἐκείτετον, ἀφιρωμένο ἦτον· | ||||
τὸ σώσει δὲ τὰ πλευτικὰ τὸν γῦρον τὸ ἐγυρίσαν. | ||||
Οἱ καβαλλάροι καὶ πεζοὶ τὸν πόλεμον ἀρχάσαν· | ||||
τὰ τριπουτσέτα ἐστήσασιν κ’ ἐκεῖ τοὺς ἐσυχνάσαν· | ||||
ἀπάδεια οὐκ εἴχασιν ποσῶς εἰς τὰ τειχέα νὰ στήκουν | ||||
ἐκεῖνοι γὰρ οἱ Κορωναῖοι ὅπου ἦσαν εἰς τὸ κάστρον· | ||||
τὸ ἰδεῖ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, τοῦ πολέμου τὸ θάρσος, | ||||
ἐλάλησαν κ’ ἐζήτησαν συμπάθειον νὰ τοὺς ποιήσουν, | ||||
τὸ κάστρον νὰ τοὺς δώσουσιν, μόνον νὰ τοὺς ὀμόσουν | ||||
νὰ ἔχουσιν τὰ ὁσπίτια τους ὁμοίως τὰ ἰγονικά τους. | ||||
Ὁ πρωτοστράτωρ τὸ ἤκουσεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος· | ||||
εὐθέως τοὺς ὑπωμόσατο, ὁ πόλεμος ἐπάψεν· | ||||
οἱ Φράγκοι ἀπέσω ἐσέβησαν, τὸ κάστρο ἐπαραλάβαν· | ||||
σωτάρχισιν ἐβάλασιν ἀπ’ ἔσω καὶ λαόν τους. | ||||
[§] | Ἐπὶ τῆς αὐρίου ἐμίσσεψαν, στὴν Καλομάταν ἦλθαν. | |||
Τὸ κάστρον ηὗραν ἀχαμνόν, ὡς μοναστήριν τὸ εἶχαν· | ||||
τὸ σώσει τὸ ἐπολέμησαν, ἀπὸ σπαθίου τὸ ἀπῆραν. | ||||
[§] | Μὲ συμφωνίες τὸ ἔδωκαν κ’ ἐκεῖνοι ὡσὰν κ’ οἱ ἄλλοι. | |||
Ὡς τὸ ἔμαθαν γὰρ οἱ Ρωμαῖοι ἀπ’ ἔσω ἀπὸ τὸ Νίκλι, | ||||
ἐκεῖνοι τῆς Βελίγοστης, τῆς Λακοδαιμονίας, | ||||
ὅλοι ὁμοῦ ἐσωρεύτησαν, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι· | ||||
ἐκ τῶν ζυγῶν τῶν Μελιγῶν ἦλθαν τὰ πεζικά τους· | ||||
ἦλθαν τοῦ Λάκκου τὰ χωρία, στὸν Χρυσορέαν ἐσῶσαν, | ||||
ἀκούσασιν κ’ ἐμάθασιν τὸ πῶς ἦλθαν οἱ Φράγκοι, | ||||
καὶ περπατοῦν ἐκ τὰ χωρία κ’ ἐπαίρνουσιν τὰ κούρση, | ||||
καὶ εἶπαν κ’ ἐλογίσαντο νὰ τοὺς ἔχουν ζημιώσει. | ||||
Ἐκεῖσε ἐπαρεσύρθησαν, τὸ λέγουν Κηπησκιάνους, | ||||
ὅπου τὸ κράζουν ὄνομα στὸν Κούντουραν ἐλαιῶνα. | ||||
Ἦσαν χιλιάδες τέσσαρες, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι. | ||||
Οἱ Φράγκοι γὰρ ὡς τὸ ἐμάθασιν πάλε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους, | ||||
ὅπου ἤσασιν γὰρ μετ’ αὐτοὺς κ’ ἐξεύρασιν τοὺς τόπους, | ||||
ἐκεῖ τοὺς ἐπαρέσυραν, ἦλθαν καὶ ηὕρανέ τους | ||||
καὶ πόλεμον ἐδώκασιν οἱ Φράγκοι κ’ οἱ Ρωμαῖοι. | ||||
Κ’ οἱ Φράγκοι γὰρ οὐκ ἤσασιν, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι, | ||||
μόνοι ἑφτακόσιοι μοναχοί, τόσους τοὺς ἐγνωμιάσαν. | ||||
Μὲ προθυμίαν ἀρχάσασιν τὸν πόλεμο οἱ Ρωμαῖοι, | ||||
διατὶ ὀλίγους τοὺς ἔβλεπαν, ὕστερα ἐμετενοῆσαν. | ||||
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ καὶ τί τὸ διάφορόν μου; | ||||
τὸν πόλεμον ἐκέρδισαν ἐτότε ἐκεῖν’ οἱ Φράγκοι· | ||||
ὅλους ἐκατασφάξασιν, ὀλίγοι τοὺς ἐφύγαν. | ||||
Αὐτὸν καὶ μόνον τὸν πόλεμον ἐποῖκαν οἱ Ρωμαῖοι | ||||
εἰς τὸν καιρὸν ποῦ ἐκέρδισαν οἱ Φράγκοι τὸν Μορέαν. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἐκερδίσασιν τὴν Καλομμάτα οἱ Φράγκοι | |||
κ’ εἶδαν τὸν τόπον ἔμνοστον, ἁπλήν, χαριτωμένον, | ||||
τοὺς κάμπους γὰρ καὶ τὰ νερά, τὸ πλῆθος τῶν λιβαδίων. | ||||
Ὁ Καμπανέσης ὥρισεν ὁλῶν τῶν πλευτικῶν του | ||||
ὁ κατὰ εἷς νὰ ἀπέρχεται ἐκεῖθεν, ὅπου ἦτον· | ||||
διὸ τὸν ἐπληροφόρεσαν οἱ ἄρχοντες οἱ Ρωμαῖοι, | ||||
ὅτι οὐδὲν τοῦ ἐκάμασιν τίποτε χρεία ἀπάρτι. | ||||
Ὥρισεν γὰρ κ’ ἐβγάλασιν ἀπ’ ἔσω ἐκ τὰ καράβια | ||||
σωτάρχιον, ἄρματα πολλά, ὁμοίως καὶ τζαγρατόρους. | ||||
Κι’ ὅσον ἐπαραδιάβασεν τὰ μέρη Καλλομάτας | ||||
κι ἀνάπαψεν τὰ ἄλογα, ὁμοίως καὶ τὸν λαόν του, | ||||
βουλὴν ἀπῆρεν ποῦ νὰ ὑπάῃ, ποῦ νὰ καβαλλικέψῃ. | ||||
Εἰς τοῦτο εἶπαν οἱ Ρωμαῖοι, οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του, | ||||
νὰ ἀπέλθουν στὴν Βελίγοστην κι ἀπέκει εἰς τὸ Νίκλι, | ||||
διατὸ εἶναι χῶρες προεστὲς εἰς ὅλον τὸν Μορέαν· | ||||
στὸν κάμπον κοίτονται κ’ οἱ δύο, εὐθέως τὲς θέλουν πάρει· | ||||
κι ἀπαύτου πάλε ν’ ἀπελθοῦν στὴν Λακκοδαιμονίαν. | ||||
Καὶ τότε ὁ πρωτοστράτορας, μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος, | ||||
εἶπεν καὶ ἐσυμβούλεψεν στὴν Ἀρκαδία νὰ ἀπέλθουν, | ||||
τὸ κάστρον γὰρ νὰ ἐπάρουσιν, ὁ τόπος νὰ πλαταίνῃ, | ||||
νὰ στείλουν κ’ εἰς τὸ Ἀράκλοβον ὅπου κρατεῖ τὸν δρόγγον, | ||||
ὅπου τὰ λέγουν τὰ Σκορτά, μικρὸν καστέλιν ἔνι, | ||||
ἀλλὰ εἰς τραχῶνιν κάθεται, πολλὰ ἔνι ἀφιρωμένον· | ||||
λέγουν ὁκάποιος τὸ κρατεῖ ἀπὸ τοὺς Βουτζαρᾶδες, | ||||
Δοξαπατρὴν τὸν λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ἔνι· | ||||
«κι ἀφῶν ἐπάρωμεν κι αὐτὸ καὶ νὰ πλατύνῃ ὁ τόπος, | ||||
ἐνταῦτα ἂς ἀπερχώμεθα ἐκεῖ εἰς τοὺς ἄλλους τόπους». | ||||
Οὕτως ὡς τὸ ἐσυμβούλεψεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος, | ||||
τὸ ἔστερξεν τοῦ νὰ γενῇ ἀτός του ὁ Καμπανέσης. | ||||
Ὥρισεν κ’ ἐλάλησασιν ὅλα τους τὰ σαλπίγγια, | ||||
κ’ εὐθέως ἐκαβαλλίκεψαν, ἐκίνησαν κ’ ὑπάγουν. | ||||
[§] | Στὴν Ἀρκαδίαν ἐσώσασιν ὥραν μεσημερίου· | |||
ἐπιάσαν τὲς κατοῦνες τους στὸν κάμπον ἐτεντῶσαν, | ||||
τὸ κάστρον ἐζητήσασιν, κ’ ἐκεῖνοι οὐδὲν τὸ δίδουν, | ||||
διατὶ τὸ κάστρον κοίτεται ἀπάνω γὰρ στὸ σπήλαιον | ||||
κ’ εἶχαν καὶ πύργον δυνατὸν ἀπὸ γὰρ τῶν Ἑλλήνων· | ||||
σωτάρχειον εἶχαν δυνατήν, ἤλπιζαν νὰ βαστάξουν | ||||
τὴν μάχην καὶ τὸν πόλεμον, νὰ μὴ παραδοθοῦσιν. | ||||
Ἡ μέρα ἐκείνη ἐπέρασεν, ἡ ἄλλη ἐξημερώνει. | ||||
[§] | Ὁ Καμπανέσης ὥρισεν, τὰ τριπουτσέτα ἐστῆσαν | |||
καὶ ἄρχισαν νὰ πολεμοῦν ἐκεῖ ἀπάνω εἰς τὸ κάστρον. | ||||
Ἐκ τὸ ἕνα μέρος ἔδερναν μετὰ τῶν τριπουτσέτων, | ||||
κι ἀπὸ τὴν ράχην κ’ ἔμπροστεν ἦσαν οἱ τζαγρατόροι. | ||||
Κι ὡς εἴδασιν οἱ Ἀρκαδινοὶ ὅπου ἦσαν εἰς τὸ κάστρον, | ||||
τὸν πόλεμον τὸν δυνατὸν ὅτι οὐκ ἠμποροῦν βαστάζει, | ||||
στριγγὴν φωνὴν ἐλάλησαν, ὁ πόλεμος νὰ πάψῃ· | ||||
συμβίβασιν ἐποιήσασιν τὸ κάστρον νὰ παραδώσουν· | ||||
κ’ εὐθέως ὁ πρωτοστράτορας μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος | ||||
ὥρισεν τῶν ἀρχηγῶν τὸν πόλεμον νὰ πάψουν. | ||||
Οἱ Ἀρκαδινοὶ ἐζητήσασιν συμπάθειον νὰ τοὺς ποιήσῃ, | ||||
ἀφροντισίαν νὰ ἔχουσιν μὲ τὰ ὑποστατικά τους· | ||||
ὅρκον ἐδώκασιν εὐτὺς κ’ ἐδώκασιν τὸ κάστρον. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν τὸ κάστρο ὁ Καμπανέσης, | |||
οὐδὲν ἀργήσασιν ἐκεῖ μόνι καὶ δύο ἡμέρας· | ||||
κι’ οὕτως ἐσώσασιν ἐκεῖ ὁκάποι ἀποκρισάροι· | ||||
πιττάκια ἐβασταίνασιν, ἐκ τὴν Φραγκίαν τὰ ἠφέρναν, | ||||
τοῦ Καμπανέση τὰ ἔδωκαν κ’ ἐπροσκυνήσανέ τον· | ||||
ἐκ στόματος τοὺς ἐρωτᾷ· «λέγετε τὰ μαντᾶτα». | ||||
Κ’ ἐκεῖνοι ὡς ἦσαν λυπηροὶ μετὰ δακρύων τοῦ λέγουν· | ||||
«Ἀφέντη μας, ἐγνώριζε, ἀπέθανε ὁ ἀδελφός σου, | ||||
ὅπου ἦτον πρῶτος ἀδελφός, ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας. | ||||
Οἱ ἄρχοντες τοῦ τόπου σου, ὅλοι οἱ φλαμουριάροι, | ||||
ὡσαύτως ὅλον τὸ κοινὸν ὅπου ἔνι ἰγονικόν σου, | ||||
παρακαλοῦν καὶ προσκυνοῦν σύντομα ἐκεῖ νὰ ἀπέλθῃς· | ||||
οὐκ ἔχουσι γὰρ φυσικὸν ἀφέντη, μόνον ἐσέναν. | ||||
«Αὐτὸς ὁ ρῆγας τῆς Φραγκίας, ὅπου κρατεῖς ἀπ’ αὖτον, | ||||
πολλὰ ἀγαπᾷ καὶ βιάζεται γοργὸν νὰ καταλάβῃς· | ||||
οἱ συγγενεῖς σου κ’ οἱ ἅπαντες εὐγενικοὶ τῆς Δύσεως, | ||||
ὅλοι σὲ γράφουν καὶ ζητοῦν σύντομα ἐκεῖ νὰ ἀπέλθῃς». | ||||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενικὸς ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης, | |||
ὡς φρόνιμος νεούτσικος μεγάλως ἐλυπήθη, | ||||
ἔκλαψε εἰς σφόδρα, σὲ λαλῶ, εἰς θλίψιν μεγάλην ἐμπῆκεν, | ||||
ὥρισεν γὰρ κ’ ἐκράξασιν τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου, | ||||
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν πρωτοσύμβουλόν του, | ||||
κ’ ἐλάλησεν ὡς φρόνιμος καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους. | ||||
[§] | «Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, συντρόφοι, στρατιῶται, | |||
τὸν Θεὸν ἐβγάνω μάρτυρα στὴν θλίψιν ὅπου ἔχω | ||||
διὰ τὴν θανὴν γὰρ ἐκεινοῦ τοῦ ἀφέντη κι ἀδερφοῦ μου. | ||||
Δεύτερον πάλιν θλίβομαι, ἔχω μεγάλην ἔννοιαν | ||||
ἐτοῦτο ὅπου ἐκατάπιασα κ’ ἦλθα στὴν Ρωμανίαν, | ||||
νὰ λάβω δόξαν καὶ τιμὴν καὶ τόπον νὰ κερδίσω· | ||||
κι ὅσον τὸ ἐκατάπιασα κ’ ἔτρεχα εἰς τὸ τέλος, | ||||
ἐχάσα τὴν ἐλπίδα μου κ’ ἐγκρεμνοβόλισά την | ||||
καὶ ἦλθε μὲ τὸ ἐνάντιον ἐν γὰρ δισσοῖς τοῖς τρόποις. | ||||
Ὅμως ὡς ἤκουσα ἀπὸ ἀρχῆς ἐκ τοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους, | ||||
καὶ λέγουν καὶ διατάσσουν μας - ὅσοι γὰρ δυστυχοῦμε - | ||||
ὑπομονὴν νὰ ἔχωμεν κι οὕτως νὰ διαφοροῦμεν· | ||||
διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσᾶς, ὅλους παρακαλῶ σας | ||||
τοῦ νὰ μὲ συμβουλέψετε ὡς πρέπει καὶ τυχαίνει, | ||||
νὰ ποιήσω πρᾶγμαν εὔπρεπον νὰ πρέπῃ τῆς τιμῆς σας, | ||||
κ’ ἐσᾶς ὅπου εἶστε μετ’ ἐμὲν νὰ μὴν κατηγορήσουν». | ||||
[§] | Ἐνταῦτα ἐδόθη ἡ βουλὴ κ’ ἐγίνετον ἐτοῦτο· | |||
νὰ ἔνι ὁ πρωτοστράτορας μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος, | ||||
νὰ ἔχῃ μετ’ αὖτον δύο ἀρχιερεῖς καὶ δύο φλαμουριαρίους | ||||
καὶ ἄλλους πέντε ἄρχοντες, τοὺς τόπους νὰ ἰμερίσουν, | ||||
νὰ δώσουσιν τοῦ καθενὸς πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου ἔχει, | ||||
πρὸς τὸν λαὸν καὶ τὰ ἄρματα ὅπου εἶχεν στὸ φουσσᾶτο. | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ ἐκάτσαν ἑνομοῦ ἐκεῖνοι οἱ δέκα μόνοι | |||
κ’ ἐκατέγραψαν τὸν λαόν, τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου. | ||||
Λοιπὸν ἀφότου ἐγράψασιν τοὺς τόπους κ’ ἠμερίσαν, | ||||
ἐκεῖνοι οἱ δέκα ὅπου λαλῶ, ἠφέρασιν τὰ ἐγράφου, | ||||
τοῦ Καμπανέση τὰ ἔδωκαν κ’ ἐπροσκομίσανέ τα. | ||||
[§] | Κι ἀφότου τὰ ἀναγνώσασιν κ’ ἐφανερώσανέ τα, | |||
ὅλοι τοὺς ἐπαινέσασι καὶ ἀτός του ὁ Καμπανέσης· | ||||
διότι γὰρ οὐκ ἔγραφεν στὴν μερισίαν ἐκείνην | ||||
τίποτε διὰ τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν πρωτοστράτοράν του, | ||||
μεγάλως τὸ ἐθαυμάστηκεν, εἶπεν κ ἐπαίνεσέ τον, | ||||
τὲς τάξες καὶ τὴν φρόνεσιν, τὲς χάριτες ὅπου εἶχεν. | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ τὸν ἐλάλησεν· «μισὶρ Ντζεφρέ», τὸν λέγει, | |||
-εἰς τὸν ἐμφανὲς τὸν ἔκραξεν καὶ φανερὰ τὸν εἶπεν- | ||||
«ἐγὼ ἐξεύρω εἰς πληροφορίαν, μὲ ἀλήθειον σὲ τὸ λέγω, | ||||
«ἐσὺ ἐπεχείρησες ἀρχὴν καὶ τὴν βουλὴν ἐδῶκες | ||||
ἐτότε ἐκεῖνον τὸν καιρὸν τοῦ ἀφέντη κι ἀδελφοῦ μου | ||||
διὰ τὸ πασσάτζο τῆς Συρίας κ’ ἐτέθη καπετάνος. | ||||
Κι ὡς ἦλθεν ἀπὸ ἁμαρτίας κι ἀπέθανε ὁ ἀδελφός μου | ||||
οὐδὲν ὑπόμεινες ποσῶς νὰ μείνῃ τὸ πασσάτζο, | ||||
κι ἀπήλθετε εἰς τὴν Ρωμανίαν κι ἀπήρατε τὴν Πόλη· | ||||
ὅλα γὰρ τὰ καμώματα κ’ οἱ πρᾶξες οἱ μεγάλες, | ||||
ἐσὺ τὲς ἐσυμβούλεψες κι ἀποκατέστησές τες, | ||||
κι ὡς ἔμαθες ὅτι ἦλθα ἐγὼ ἐδῶ εἰς τὸν Μορέαν, | ||||
τὴν μοῖραν ὅπου σὲ ἔρχετον νὰ ἐπάρῃς τῆς κουγκέστας, | ||||
τὸν βασιλέα τὸν Βαλδουβὴ καὶ τοὺς συντρόφους ὅλους, | ||||
ὅλους τοὺς ἐλευτέρωσες καὶ ἦλθες εἰς ἐμέναν. | ||||
[§] | Κ’ ἤθελεν εἶσταιν ἁμαρτία, κατηγορία μεγάλη | |||
ἐὰν οὐ σὲ εὐεργέτησα ὡς πρέπει καὶ λαχαίνει. | ||||
Ἐν τούτῳ θέλω, δίδω σε νὰ ἔχῃς διὰ ἰγονικόν σου | ||||
τὴν Καλομμάτα κι Ἀρκαδίαν μετὰ τὴν περιοχὴν τους». | ||||
[§] | Μὲ δαχτυλίδιον γὰρ χρυσὸν εὐθέως τὸν ρεβεστίζει· | |||
κι ἀφότου ἐρεβεστήθηκεν κ’ ἔποικέν του τὸ ὁμάντζιο, | ||||
τότε τὸν ἐμετάκραξε καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον. | ||||
«Μισὶρ Ντζεφρέ, ἀπὸ τοῦ νῦν ἄνθρωπος μου εἶσαι λίζιος, | ||||
ἀφῶν κρατεῖς τὸν τόπον σου ἀπὸ τὴν ἀφεντία μου | ||||
κι ἁρμόζει νὰ εἶσαι πρὸς ἐμὲν ἀληθινὸς εἰς πάντα, | ||||
κ’ ἐγὼ πάλε νὰ ἀποθαρρῶ τὰ πάντα μου εἰς ἐσένα. | ||||
Λοιπὸν ἀφότου ὀφείλω ὑπάει ἐκεῖσε εἰς τὴν Φραγκίαν, | ||||
παρακαλῶ κι ὁρίζω σε διὰ τὴν ἐμὴν ἀγάπην, | ||||
τὸν τόπον, ὅπου ἐκέρδισα ἐδῶ εἰς τὸν Μορέαν, | ||||
νὰ παραλάβῃς καὶ κρατῇς διὰ ἐμὲν νὰ τὸν φυλάττῃς· | ||||
εἰς τέτοιον τρόπον κι ἀφορμὴν δίκαιός μου νὰ εἶσαι μπάϊλος, | ||||
τοῦ νὰ κρατῇς τὴν ἀφεντίαν, ὥσπερ ἐγὼ ἀτός μου. | ||||
Κ’ εἰ μὲν μὲ ἀρέσει καὶ φανῇ νὰ στείλω ἄλλον δίκαιόν μου | ||||
ἐκ τοὺς ἐμοὺς τοὺς συγγενεῖς ἀπ’ ἔσω εἰς χρόνον ἕνα, | ||||
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν νὰ τοῦ τὴν παραδώσῃς, | ||||
κ’ ἐσὺ τότες γὰρ νὰ κρατῇς τὸν τόπον σου ἀπ’ ἐκεῖνον. | ||||
Εἰ δὲ περάσῃ ὁ καιρός, τὸ τέρμενο τοῦ χρόνου, | ||||
κι οὐδὲν ἀπέλθῃ ἐδῶ κανεὶς τὴν ἀφεντίαν νὰ ἐπάρῃ, | ||||
θέλω γὰρ καὶ ὀρέγομαι κ’ ἐδῶ σὲ τὸ στερεώνω, | ||||
νὰ μείνῃς κύριος ἀπ’ ἐμοῦ, ἀφέντης κληρονόμος». | ||||
[§] | Ἐνταῦτα γὰρ καὶ ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον, | |||
τὸν Καμπανέση προσκυνᾷ, εἶπεν κ’ εὐχαριστᾷ τον | ||||
διὰ τὴν τιμὴν καὶ ἔπαινος, ἅπερ τοῦ ἐμαρτύρα, | ||||
καὶ δεύτερον διὰ τὴν δωρεὰν ὅπου ἔποικεν εἰς αὖτον· | ||||
τὸ γὰρ παλιάτζο τοῦ Μορέως, τὴν ἀφεντίαν τοῦ τόπου, | ||||
αὐτὸς τὰ ἐπαράλαβεν, ὡς τὸ εἶπε ὁ Καμπανέσης· | ||||
ὥρισε, ἔγραψαν τὰ χαρτία, τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες· | ||||
μεθ’ ὅρκου γὰρ τὰ ἔποικαν κ’ ἐνταῦτα τὰ ἐβουλλῶσαν | ||||
οἱ φλαμουριάροι κ’ οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου. | ||||
[§] | Κι ὅσον τὲς ἐκατέστησαν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες, | |||
ὁ Καμπανέσης ὤρθωσε κ’ ἐμίσσεψε κ’ ἐδιάβη· | ||||
οὐδὲν ἠθέλησε ποσῶς νὰ ἐπάρῃ μετ’ ἐκεῖνον | ||||
μόνον καὶ δύο καβαλλαρίους καὶ δώδεκα σιργέντες· | ||||
μὲ κάτεργον ἀπέρασεν, τῆς Βενετίας ἀπῆλθεν | ||||
κι ἐδιάβη ὁλόρθα εἰς τὴν Φραγκίαν ἐκεῖσε εἰς τὴν Τσαμπάνιαν, | ||||
κ’ ἐνέμεινε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἀφέντης εἰς τὸν τόπον. | ||||
[§] | Ἀφότου γὰρ ἐνέμεινεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος | |||
μπάϊλος κι ἀφέντης τοῦ Μορέως, καθὼς σὲ ἀφηγοῦμαι, | ||||
στὴν Ἀνδραβίδα ὥρισε νὰ σωρευτῇ ὁ λαός του, | ||||
ὅπου ἦτο ἐτότε εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς ἀφεντίας ὅπου ἦτον· | ||||
καὶ ὅσον ἐγίνη ἡ ἕνωσις μικρῶν γὰρ καὶ μεγάλων, | ||||
εἶπεν κ’ ἠφέραν τὸ βιβλίον, ὅπου ἦτο ἡ μερισία | ||||
ἐγράφως γὰρ τοῦ καθενὸς, τὸ τί τοῦ ἐπαρεδόθη | ||||
νὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται παρὰ τοῦ Καμπανέση. | ||||
Ἐν τούτῳ ηὑρέθησαν ἐκεῖ ὅπου ἦσαν προνοιασμένοι. | ||||
Ὁ πρῶτος ὅπου ἔγραφεν ἦτο ὁ μισὶρ Γαρτιέρης, | ||||
ντὲ Ροζήερες ἦτον τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν· | ||||
εἶχεν εἰκοσιτέσσαρα καβαλλαρίων τὰ φίε, | ||||
στὴν Μεσαρέαν τοῦ ἐδόθησαν· κάστρον ἐποῖκε ἐκεῖσε, | ||||
κι ὠνόμασε τὴν Ἄκοβαν· οὕτως τὴν ὀνομάζουν. | ||||
Ἀπαύτου ἐδόθησαν ὁμοίως τοῦ μισὶρ Οὕγκου ἐκείνου | ||||
ντὲ Μπρίερες ἦτον τὸ ἐπίκλην του εἰς τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον· | ||||
εἰκοσιδύο καβαλλαρίων τὰ φίε τὸν ἐδῶκαν. | ||||
Τὸ παραλάβει τὲς προνοῖες ἔχτισε κάστρο ἐκεῖσε, | ||||
Καρύταιναν τ’ ὠνόμασαν, οὕτως τὸ λέγουν πάλε. | ||||
Ἐκεῖνος υἱὸν ἐγέννησε, μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκεῖνον | ||||
ἀφέντην τῆς Καρύταινας, οὕτως τὸν ὠνομάζαν, | ||||
ὅπου ἦτον εἰς τὴν Ρωμανίαν ἐξάκουστος στρατιώτης. | ||||
Ἀπαύτου πάλε ἔγραφεν τρίτος μπαροῦς ἐκεῖνος | ||||
μισὶρ Γυλιάμο τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλη εἶχε Ἀλλαμάνος· | ||||
ἡ Πάτρα γὰρ τοῦ ἔγραφεν νὰ ἔχῃ καὶ ἀφεντεύῃ | ||||
μὲ ὅλην της τὴν διακράτησιν τοῦ ἐδόθη νὰ τὴν ἔχῃ. | ||||
Ἀπαύτου ἐδόθη ἡ μπαρουνία μισὶρ Μαΐου ἐκείνου· | ||||
ντὲ Μοῦς εἶχεν τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν· | ||||
τὸ κάστρον τῆς Βελίγοστης καβαλλαρίων τεσσάρων | ||||
τὰ φίε νὰ τὰ ὑποκρατοῦν καὶ φλάμουρον βαστάζῃ. | ||||
Ἀπαύτου πάλε ἔγραφεν ἄλλος μισὶρ Γουλιάμος | ||||
νὰ ἔχῃ τὸ κάστρον τοῦ Νικλίου κι αὐτὸ μὲ ἕξι φίε. | ||||
Ἄλλος πάλε ἀπὸ αὐτοῦ ἔγραφεν στὸ βιβλίον· | ||||
μισὶρ Γγιοῦν τὸν ἔλεγαν ντὲ Νιβηλὲ τὸ ἐπίκλην· | ||||
ἕξι φίε τοῦ ἐδόθησαν νὰ ἔχῃ εἰς τὴν Τσακωνίαν· | ||||
κάστρον ἔχτισεν ἐκεῖ, τὸ ὠνόμασεν Γεράκι. | ||||
Τὸν μισὲρ Ὄτον ντὲ Ντουρνᾶ ἐπρόνοιασεν ὡσαύτως | ||||
νὰ ἔχῃ τὰ Καλάβρυτα καὶ φίε δέκα καὶ δύο. | ||||
Ἀπαύτου ἔγραφεν ὁμοίως ὁ μισὶρ Οὗγκος ντὲ Λέλε | ||||
νὰ ἔχῃ ὀχτὼ καβαλλαρίων φίε εἰς τὴν Βοστίτσαν· | ||||
ἀφῆκεν τὸ ἐπίκλην του, ντὲ Τσερπηνὴ ὠνομάστη. | ||||
Τοῦ μισὶρ Λούκα ἐδόθησαν τέσσαρα φίε καὶ μόνον, | ||||
τῶν Λάκκων τὴν περιοχὴν νὰ ἔχῃ τῶν Γριτσένων. | ||||
Τοῦ μισὶρ Ντζᾶ γὰρ ντὲ Νουηλὴ ὁ Πασαβὰς τοῦ ἐδόθη | ||||
καὶ τέσσαρα φίε νὰ κρατῇ, φλάμουρον νὰ βασταίνῃ, | ||||
νὰ ἔνι πρωτοστράτορας, νὰ τὸ ἔχῃ ἰγονικόν του. | ||||
Τοῦ μισὶρ Ρουμπέρτου ντὲ Τρεμουλᾶ τέσσαρα φίε τοῦ ἐδῶκαν· | ||||
τὴν Χαλανδρίτσαν ἔχτισεν κ’ ἐλέγαν τον ἀφέντην. | ||||
Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ὁσπιταλίου τέσσαρα φίε τοῦ ἐδῶκαν· | ||||
τοῦ Τέμπλου ἄλλα τέσσαρα φλάμουρον νὰ σηκώνῃ· | ||||
εἴθ’ οὕτως γὰρ ἐδόθησαν κι αὐτῶν τῶν Ἀλλαμάνων | ||||
τέσσαρα φίε τοῦ νὰ κρατοῦν στὰ μέρη Καλομμάτας. | ||||
Τοῦ μητροπολίτη τῆς Πατροῦ μετὰ τοὺς κανονίκους | ||||
ὀχτὼ φίε καβαλλαρίων τοῦ ἔδωκαν νὰ ἔχῃ· | ||||
ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ὤλενας τέσσαρα φίε τοῦ ἐδῶκαν, | ||||
καὶ τῆς Μεθώνης ἀλλὰ δὴ κ’ ἐκείνου τῆς Κορώνης | ||||
πρὸς τέσσαρα τοὺς ἔδωκαν μετὰ τοὺς κανονίκους· | ||||
εἶθ’ οὕτως τῆς Βελίγοστης κ’ ἐκεῖνος τοῦ Ἀμυκλίου | ||||
ὅλοι πρὸς τέσσαρα εἴχασιν σὺν τῆς Λακοδαιμονίας. | ||||
Ἐτοῦτοι ὅλοι, ὅπου μὲ ἀκούεις καὶ λέγω κι ὀνομάζω, | ||||
εὑρέθησαν εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Καμπανέση ἐκείνου | ||||
ἐγράφου εἰς τὸ ρουντζέστρο του, ὅπου ἦσαν προνοιασμένοι. | ||||
Οἱ καβαλλάριοι, ὅπου εἴχασιν πρὸς ἕνα φίε ὁ καθένας, | ||||
καὶ οἱ σιργέντες ἀλλὰ δή, ὅπου ἦσαν προνοιασμένοι, | ||||
οὐδὲν τοὺς ὀνομάζομεν διὰ τὴν πολυγραφίαν. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἀναγνώσασιν ἐκεῖνο τὸ ροντζένστρο, | |||
ἐζήτησε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς βουλὴν τῶν κεφαλάδων, | ||||
ὡσαύτως καὶ τῶν ἀρχιερέων, ἐκείνων τῶν ἐπισκόπων, | ||||
τὸ πῶς νὰ καταστήσουσιν καὶ πῶς νὰ κατορθώσουν | ||||
τὴν πρᾶξιν καὶ τὴν ἀφορμήν, τὸ πῶς θέλουν δουλεύει | ||||
ἐκεῖνοι, ὅπου εἶχαν τὲς προνοῖες, ὅπερ τοὺς ἐπρονοιάσαν, | ||||
διὰ νὰ βασταίνουν ἄρματα, τὸν τόπον νὰ φυλάττουν· | ||||
ἐπεὶ ἂν οὐδὲν φυλάγεται ὁ τόπος, ποῦ ἐκερδίσαν | ||||
μὲ τὰ ἄρματα καὶ τὴν στρατείαν, πάλιν τὸν θέλουν ἀχάσει. | ||||
Ἐν τούτῳ μὲ κοινῆς βουλῆς καὶ διάκρισης μεγάλης | ||||
εἴπασιν κ’ ἐδιόρθωσαν καὶ περιεστήσανέ το· | ||||
ὅτι ὅσοι γὰρ καὶ εἴχασιν πρὸς τέσσαρα τὰ φίε, | ||||
φλάμουρα νὰ βασταίνουσιν καὶ φλαμουριάροι νὰ εἶναι, | ||||
νὰ ὀφείλῃ ἔχει ὁ κατὰ εἷς μετὰ τὸ φλάμουρόν του | ||||
καβαλλάρη ἕνα μετ’ αὐτὸν καὶ δώδεκα σιργέντες, | ||||
κι ὅσοι κρατοῦσιν κ’ ἔχουσιν ἀπάνω τῶν φίε τεσσάρων, | ||||
νὰ δίδουν κ’ ἐκπληρώσουσιν διὰ τὸ καθένα φίε | ||||
σιργέντες δύο εἰς ἄλογα ἢ ἕναν καβαλλάρην. | ||||
Κ’ οἱ καβαλλάροι ὅπου κρατοῦν πρὸς ἕνα φίε ὁ καθένας, | ||||
ἀτός του ὀφείλει καὶ χρεωστεῖ δουλεύει διὰ τὸ χρέο του· | ||||
ὡσαύτως καὶ τοὺς λέγουσιν σιργέντες τῆς κουγκέστας, | ||||
ὁ κατὰ εἷς νὰ ἐκπληρῇ δουλείαν μὲ τὸ κορμί του. | ||||
[§] | Εἴπασιν δὲ κ’ ἐδιώρθωσαν διὰ τὸ ἦσαν εἰς τὴν μάχην, | |||
τὸ μὲν διὰ νὰ φυλάττουσιν ἐκεῖνα ὅπου ἐκερδίσαν, | ||||
καὶ τὸ ἄλλο νὰ κερδέζουσιν ἐκεῖνα γὰρ τὰ οὐκ ἔχουν, | ||||
ὅτι νὰ στήκεται ἡ δουλεία τὸν χρόνον ὅλον λέγω, | ||||
εἰς τέτοιον τρόπον κι ἀφορμὴν ὡσὰν τὸ καταλέγω. | ||||
Ὅτι ἐκ τοὺς μῆνας δώδεκα, ὅπου ἔχει ὁ χρόνος ὅλος, | ||||
νὰ ἐκπληρώνῃ ὁ κατὰ εἷς τοὺς τέσσαρους γὰρ μῆνας | ||||
εἰς γαρνιζοῦν καθολικήν, ἔνθα ἀρέσει τοῦ ἀφέντη· | ||||
τοὺς δὲ τοὺς ἄλλους τέσσαρους νὰ ἀπέρχεται εἰς φουσσᾶτο, | ||||
ἔνθα χρήζει καὶ βούλεται τοῦ προνοιατόρου ὁ ἀφέντης· | ||||
τὸ δὲ τὸ τρίτον τοῦ χρονοῦ, τοὺς τέσσαρους γὰρ μῆνας, | ||||
ὀφείλει ὁ προνοιάτορας νὰ ἔνι ὅπου θέλει. | ||||
Διὰ τοῦτο γὰρ ὅπου εἴπασιν, νὰ δουλεύῃ ὅλον τὸν χρόνον, | ||||
ἔνι διὰ τὴν προτίμησιν τοῦ ἀφέντη, ὅπερ ἔνι, | ||||
ἀπὸ τοὺς μῆνας δώδεκα νὰ ἐπαίρνῃ ὅποιους θέλει. | ||||
[§] | Οἱ δὲ ἐπίσκοποι κ’ ἡ Ἐκκλησία, τὸ Τέμπλο κι Ὁσπιτάλια, | |||
οὐδὲν ὀφείλουσιν ἐκπληρεῖν εἰς γαρνιζοῦν δουλείας· | ||||
τὸ δὲ εἰς ἀρμάτων συμμαχίας κ’ εἰς κούρση κ’ εἰς πολέμους, | ||||
ἔνθα ὁ ἀφέντης τοῦ χρειαστῇ καὶ χρείαν τοῦ τόπου, κάμνει, | ||||
ὀφείλουν εἶσται πανταχοῦ ὡσὰν κ’ οἱ προνοιατόροι. | ||||
Ὡσαύτως ἐπερίστησαν κ’ ἐτοῦτο τὸ κεφάλαιον· | ||||
ὅτι οἱ προεστοὶ κ’ οἱ ἐπίσκοποι ὅλων τῶν ἐκκλησίων | ||||
φλάμουρα νὰ βαστάζουσιν εἰς ἀφορμὴν τῆς μάχης· | ||||
τὸ δὲ εἰς βουλὴν τῆς ἀφεντίας κ’ εἰς κρίσεις γὰρ τοῦ τόπου | ||||
ὀφείλουν εἶσται γὰρ αὐτοὶ ὡσὰν κ’ οἱ φλαμουριάροι, | ||||
ἄνευ γὰρ τῶν φονικῶν κρίσεών τε κ’ ὑποθέσεων, | ||||
ὅπου οὐκ ἔπρεπεν κἄν ποσῶς νὰ κρένουν οἱ ἐπισκόποι. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἀπεκατέστησαν τὰ ὅσα σὲ ἀφηγοῦμαι, | |||
ὥρισεν ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς μικρούς τε καὶ μεγάλους, | ||||
ὅλοι νὰ οἰκονομηθοῦν τοῦ νὰ ἔχουν φουσσατέψει, | ||||
τοὺς τόπους ὅπου ἐπρονοιάστησαν νὰ τοὺς ἔχουν κερδίσει, | ||||
κ’ ἐκείνους ὅπου οὐκ εἴχασιν νὰ θέλουν κουγκεστήσει. | ||||
Καὶ ὅσον ἐφουσσάτεψαν, ὠρθῶσαν καὶ ὑπαγαίναν | ||||
μὲ τὴν βουλὴν γὰρ τῶν Ρωμαίων, ὅπου ἐξεύραν τοὺς τόπους, | ||||
ὁλόρθα εἰς τὴν Βελίγοστην ἐκεῖ τοὺς ἀπεσῶσαν· | ||||
εἰς χαμοβοῦνι ἐκοίτετον τὸ κάστρο ἐκεῖνο ἐτότε· | ||||
μὲ πόλεμον τὸ ἐπήρασιν, ὀλίγοι ἐπροσκυνῆσαν. | ||||
Ἀπαύτου ὁλόρθα ἐδιάβησαν ἐκεῖσε εἰς τὸ Νίκλι· | ||||
ἐκεῖνο εἰς κάμπο ἐκοίτετον· τὸ ἰδεῖ γὰρ τὰ φουσσᾶτα, | ||||
τὰ φράγκικα καὶ τῶν Ρωμαίων, ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκείνους, | ||||
οἱ ἄρχοντες γὰρ τοῦ Ἀμυκλίου τοὺς πύργους ἀφιρῶσαν | ||||
μὲ τὸν λαὸν καὶ ἄρματα ὅπου εἴχασιν μετ’ αὔτους. | ||||
Οἱ τοῖχοι ἦσαν ὑψηλοί, ὅλοι μὲ τὸ χορῆγι· | ||||
ἐστάθησαν εἰς πόλεμον μὲ προθυμίαν μεγάλην, | ||||
ἡμέρας τρεῖς ἐκράτησαν τὸν πόλεμον τοῦ κάστρου | ||||
κι οὐδὲν ἠθέλησαν ποσῶς τοῦ νὰ παραδοθοῦσι. | ||||
Ἰδὼν τοῦτο ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὥρισε καὶ ἠφέραν ξύλα, | ||||
νὰ ποιήσουν σκρόφες ἀλλὰ δὴ ὁμοίως καὶ τριπουτσέτα· | ||||
ὤμοσεν γὰρ στὸν ὅρκον του ἀπέκει οὐ μὴ μισσέψῃ | ||||
ἕως οὗ νὰ ἐπάρῃ ἀπὸ σπαθίου τὸ κάστρον τοῦ Νικλίου, | ||||
κ’ εἰ μὲν τὸ ἐπάρῃ ἀπὸ σπαθίου, ψυχὴν μὴ ἐλεημονήσῃ. | ||||
Ἀκούσων ταῦτα οἱ Ρωμαῖοι ὅπου ἦσαν μὲ τοὺς Φράγκους, | ||||
ὅπου εἴχασιν γὰρ συγγενοὺς ἐκεῖ ἀπέσω εἰς τὸ κάστρον, | ||||
σύντομα τοὺς ἐμήνυσαν κ’ ἐπληροφόρεσάν τους, | ||||
ὅτι ἐὰν τὸ κάστρο οὐ δώσουσιν καὶ νὰ παραδοθοῦσιν, | ||||
καὶ πιάσουν το ἀπὸ σπαθίου, ὅλοι εἶναι ἀποθαμένοι. | ||||
Κι ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ ἅπαντες ἐκεῖνοι οἱ Νικλιῶτες, | ||||
βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ, τὸ κάστρο ἐπαραδῶκαν, | ||||
μὲ συμφωνίες τὸ ἔδωκαν νὰ ἔχουν τὰ ἰγονικά τους. | ||||
Καὶ ὅσον ἐπαράλαβεν ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς τὸ Νίκλι, | ||||
ὥρισεν κ’ ἐσωταρχίσαν το, ὡς ἔπρεπεν κι ἁρμόζει· | ||||
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
κ’ ἐν τούτῳ ἐμίσσεψε ἀπ’ ἐκεῖ κ’ ἐδιάβηκεν ὁλόρθα | ||||
ἐκεῖσε εἰς τὴν Λακοδαιμονία, χώρα ἦτον μεγάλη, | ||||
μὲ πύργους καὶ καλὰ τειχέα, ὅλα μὲ τὸ χορῆγι· | ||||
πολλὰ γὰρ ἀφιρώσασιν νὰ μὴ παραδοθοῦσι. | ||||
Ἡμέρες πέντε ἐποιήσασιν οἱ Φράγκοι ἐκεῖ τὸν γῦρον | ||||
μὲ πόλεμον ἀδιάλειπτον, ἡμέραν γὰρ καὶ νύχταν, | ||||
τὰ τριπουτσέτα ἐστήσασιν, τὰ ἤφεραν ἐκ τὸ Νίκλι· | ||||
κι ὡσὰν τοὺς ἀπεκτείνασιν κ’ ἐχάλασαν τοὺς πύργους, | ||||
μὲ βίαν ἐπαραδόθησαν, μὲ συμφωνίες καὶ ὅρκον, | ||||
νὰ ἔχουσιν τὰ ὁσπίτια τους καὶ τὲς προνοῖες ὅπου εἶχαν. | ||||
Κι ἀφότου ἐπαρεδόθησαν οἱ Λακοδαιμονῖτες, | ||||
ἐκεῖσε ἀπέσω ἀππλίκεψεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἀτός του· | ||||
ὥρισεν τὰ φουσσᾶτα του κι ἀρχάσαν νὰ κουρσεύουν | ||||
τὸ μέρος γὰρ τῆς Τσακωνίας καὶ μέχρι εἰς τὸ Ἕλεος, | ||||
κ’ ἐκεῖσε εἰς τὰ Βάτικα κ’ εἰς τὴν Μονοβασίαν. | ||||
Ἐνταῦτα ἦλθαν οἱ ἄρχοντες τῆς Λακοδαιμονίας, | ||||
ὡσαύτως γὰρ τοῦ Ἀμυκλίου, ὅπου εἶχαν τὲς προνοιές τους, | ||||
ἐκεῖσε εἰς τὴν Τσακωνίαν κ’ εἰς τοὺς ἑτέρους τόπους, | ||||
ὅπου τοὺς ἐκούρσευαν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα. | ||||
Καὶ λέγουν τοῦ μισὶρ Ντζεφρέ, εἶπαν, παρακαλοῦν τον, | ||||
νὰ ὁρίσῃ τὰ φουσσᾶτα του, νὰ πάψουσιν τὰ κούρση, | ||||
νὰ προσκυνήσουν τὰ χωρία, ἀφέντην νὰ τὸν ἔχουν. | ||||
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς παμφρόνιμος, ἄκουσε τῶν ἀρχόντων, | ||||
καὶ ὥρισεν κ’ ἐστράφησαν ὀπίσω τὰ φουσσᾶτα. | ||||
Ἐν τούτῳ ὁρίζει, κ’ ἤλθασιν οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του, | ||||
ἐκεῖνοι ὅπου ἐπρονοιάζασιν τὲς χῶρες τῶν στρατιώτων· | ||||
ἐγράφως γὰρ τὰ ἐβάλασιν ἀπέσω εἰς τὸ ριτζένστρο | ||||
τὰ ὅσα ἐκερδίσασιν κι ὅσα ἐκουγκεστῆσαν, | ||||
ἀφότου γὰρ ἐμίσσεψεν ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης. | ||||
Ἔκραξεν γὰρ τοὺς ἄρχοντας, τοὺς πρώτους τοῦ Μορέως, | ||||
κ’ ἐρώτησέ τους ἀκριβῶς νὰ τὸν πληροφορέσουν | ||||
ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ ΦΡΑΓΚΩΝ ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΩΝ | ||||
τὸ τί κάστρη ἐνεμένουσιν ὅπου οὐκ ἐπροσκυνῆσαν. | ||||
Κ’ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν κ’ ἐπληροφόρεσάν τον· | ||||
«Τέσσαρα κάστρη ἀφέντη μας, σὲ λείπουσιν ἀκόμη· | ||||
τὸ πρῶτον ἔνι ἡ Κόρινθος, τὸ δεύτερον τὸ Ἀνάπλι, | ||||
τὸ τρίτο ἔνι ἡ Μονοβασία, τὸ τέταρτον τὸ Ἄργος· | ||||
πολλὰ εἶν’ τὰ κάστρη δυνατά, καλὰ σωναρχισμένα· | ||||
μὲ πόλεμον οὐκ ἠμπορεῖς ποτέ σου νὰ τὰ ἐπάρῃς. | ||||
Λοιπὸν ἂν θέλῃ ὁ ἀφέντης μας, τὰ κάστρη νὰ τὰ ἐπάρῃ, | ||||
κ’ ἡμεῖς, τὸ γένος τῶν Ρωμαίων, δοῦλοι σου νὰ ἀποθάνουν, | ||||
τοῦτο ζητοῦμεν, λέγομεν, μεθ’ ὅρκου νὰ μᾶς τὸ ποιήσῃς | ||||
ἐγγράφως, νὰ νὸ ἔχωμεν ἡμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας· | ||||
ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἔμπροστεν, Φράγκος νὰ μὴ μᾶς βιάσῃ | ||||
ν’ ἀλλάξωμεν τὴν πίστιν μας διὰ τῶν Φραγκῶν τὴν πίστιν, | ||||
μήτε ἀπὸ τὰ συνήθειά μας, τὸν νόμον τῶν Ρωμαίων». | ||||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς καλῶς τὸ ἀποδέχτη, | |||
μεθ’ ὅρκου τοὺς τὸ ἐστερέωσεν, ἐγράφως τοὺς τὸ ἐποῖκεν. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἀπεκατέστησεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος | |||
τὰ πάντα ὅλα πράγματα Φραγκῶν τε καὶ Ρωμαίων, | ||||
τοῦ καθενὸς τὴν ὄρεξιν καὶ τὰ προνοιάσματά τους, | ||||
τόσα τὸν ἀγαπήσασιν μικροί τε καὶ μεγάλοι | ||||
διατὸ ἦτον καλοϋπόληπτος, εἰς ὅλους δικαιοκρίτης, | ||||
[§] | Ὅτι βουλὴν ἀπήρασιν οἱ φρονιμώτεροί τους, | |||
τὸ πῶς νὰ τοῦ ἔμεινε ἡ ἀφεντία τοῦ τόπου τοῦ Μορέως, | ||||
διατὸ ἦτον ἄνθρωπος καλός, φρόνιμος εἰς τοὺς πάντας - | ||||
«περὶ νὰ ἔλθῃ ἐκ τὴν Φραγκίαν ὁκάποιος ρουχολόγος | ||||
ἀπαίδευτος κι ἀδιάκριτος καὶ νὰ μᾶς σκανταλίζῃ». | ||||
Ἐν τούτῳ ἦλθαν εἰς αὐτόν, τοὺς λόγους του ἀπεσῶσαν· | ||||
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
ἐκεῖνος γὰρ ἐδειλίασε πολλὰ τὴν ἁμαρτίαν | ||||
κι οὐκ ἤθελεν οὐδὲ ποσῶς αὐτὸ νὰ τὸ ποιήσῃ· | ||||
ὅμως τόσα τὸν εἴπασιν, τόσα τὸν ἐβιάσαν, | ||||
ὅτι τὸν ἐξηλώσασιν ἀπὸ τὴν διάκρισίν του· | ||||
ἐσυγκατέβη νὰ γενῇ, τὸ πρᾶγμα νὰ πληρώσῃ. | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ ἐσκοπήσασιν τὸ πῶς νὰ διορθώσουν, | |||
μὲ ποταπὴν ὑπόθεσιν νὰ ἔχουν ἐμποδίσει | ||||
ἐκεῖνον, ὅπου ἐτύχαινεν νὰ ἔλθῃ ἐκ τὴν Φραγκίαν, | ||||
νὰ ἐμποδιστῇ μὲ τίποτε τρόπον νὰ μὴ ἀποσώσῃ | ||||
ἐντὸς τοῦ τέρμενου ἐκεινοῦ ποῦ ἔστησε ὁ Καμπανέσης. | ||||
Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς γνωστικὸς ὅπου ἦτον, | ||||
καβαλλάριν ἀπέστειλεν ὅπου εἶχε ἰσόψυχόν του, | ||||
κ’ ἐδιάβηκεν στὴν Βενετίαν ὁλόρθα εἰς τὸν Δοῦκαν. | ||||
Φιλίαν κι ἀγάπην εἴχασιν κ’ ἐγνωριμίαν μεγάλην, | ||||
δωρήματα τοῦ ἀπέστειλεν, ἀξιοπαρακαλεῖ τον | ||||
νὰ ποιήσῃ πρᾶξιν τίποτε καὶ ἔμποδος νὰ γένῃ | ||||
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΣΦΕΤΕΡΙΣΘΗ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ | ||||
’ς ἐκεῖνον ὅπου ἐτύχαινεν νὰ στείλῃ ὁ Καμπανέσης. | ||||
Ὡσαύτως γὰρ ἀπέστειλεν κι ἄλλον εἰς τὴν Φραγκίαν | ||||
εἰς φίλους γὰρ καὶ συγγενεῖς ὅπου εἶχεν στὴν Τσαμπάνιαν. | ||||
[§] | Ἐνταῦτα γὰρ ἀφήνω ἐδῶ νὰ γράφω καὶ νὰ λέγω | |||
διὰ ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ διὰ νὰ σὲ καταλἑξω | ||||
περὶ ἐκείνου τοῦ εὐγενικοῦ τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας, | ||||
τὸ πῶς ἐκατευόδωσεν, ἀφότου ἀπῆλθε ἐκεῖθεν, | ||||
ὅταν ἐδιάβη εἰς τὴν Φραγκίαν ἐκεῖ εἰς τὸ ἰγονικόν του. | ||||
[§] | Ἀφότου γὰρ ἐμίσσεψεν ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης | |||
ἀπὸ τὸν τόπον τοῦ Μορέως κ’ ἐδιάβη εἰς τὴν Φραγκίαν, | ||||
’ς τὴν Τσαμπάνιαν ἀπέσωσε, ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα. | ||||
Καλὰ τὸν ἀποδέχτησαν ἐκεῖνοι οἱ ἐδικοί του | ||||
κι ἀφότου ἀναπαύτηκεν κἄν δεκαπέντε ἡμέρες, | ||||
ἐμίσσεψεν κ’ ἐδιάβηκεν στὸν ρῆγαν τῆς Φραγκίας. | ||||
Εἰς τὸ Παρὶς τὸν ηὕρηκεν μετὰ τοὺς ἄρχοντές του· | ||||
ἑωρτίαζαν τὴν Πεντηκοστήν, καθὼς τὸ ἔχουν οἱ Φράγκοι· | ||||
χαρὰν μεγάλην ἔποικεν ὁ ρῆγας γὰρ τοῦ κόντου, | ||||
διατὶ τὸν εἶδε κ’ ἔποικεν στρέμμα ἐκ τὴν Ρωμανίαν, | ||||
ὡσαύτως κι ὅλοι οἱ εὐγενικοὶ δουκᾶδες καὶ κοντᾶδες, | ||||
ὅπου ἤσασιν συντρόφοι του ὁμοίως καὶ συγγενεῖς του. | ||||
[§] | Κι ὅσον ἐκαταχάρησαν ἐκεῖσε γὰρ ἀλλήλως, | |||
τὸ ὁμάντζιο ἐποίησεν τοῦ ρηγὸς ὡς διὰ τὸ ἰγονικόν του, | ||||
κι’ ἀπηλογίαν ἐζήτησεν, εἰς τὴν Τσαμπάνια ἐστράφη. | ||||
Κι ὅσον ἦλθεν στὸν τόπον του κ’ ἐσέβηκεν ἀφέντης, | ||||
διορθώνοντα τὸν τόπον του καὶ τὲς ὑπόθεσές του, | ||||
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
μῆνες ὀχτὼ ἐπεράσασιν, τόσους τοὺς ἐγνωμιάσαν. | ||||
Κ’ ἐνταῦτα ἐθυμήθηκεν τὲς συμφωνίες ὅπου εἶχεν | ||||
μὲ ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ διὰ τοῦ Μορέως τὸν τόπον· | ||||
ἐλπίδαν εἶχεν δυνατὴν καὶ θάρρος μέγα εἰς αὖτον, | ||||
ὅτι τοῦ στείλει του κανεῖν ἀπὸ τοὺς ἐδικούς του | ||||
νὰ τὸν δεχτῇ ὡς ἀφέντη του τὸν τόπον νὰ τοῦ παραδώσῃ. | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ ἀπῆρε τὴν βουλὴν μετὰ τοὺς ἐδικούς του | |||
τὸ ποῖον νὰ στείλῃ εἰς τὸν Μορέαν διὰ ἀφέντη καὶ δίκαιόν του. | ||||
Ὁκάποιον εἶχε ἐξάδελφον, τὸν ἔλεγαν Ρομπέρτον· | ||||
ἄνθρωπος ἦτον νεούτσικος, ἐξαίρετος εἰς πάντα. | ||||
Κράζει καὶ ρεβεστίζει τον ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας· | ||||
ἀπὸ τὸν τόπον τοῦ Μορέως τὴν ἀφεντίαν τοῦ ἐδῶκεν. | ||||
[§] | Ὥρισεν καὶ ἐγράψασιν ὅλα τὰ προβελέγκια, | |||
ὡσαύτως τὰ παραδοτικά, τὰ ἐτύχαινεν νὰ ἐπάρῃ· | ||||
λογάριν τοῦ ἔδωκεν πολὺ καὶ φαμελίαν μετ’ αὖτον, | ||||
καβαλλαρίους γὰρ τέσσαρους κ’ εἴκοσι δύο σιργέντες. | ||||
Ἐκ τὴν Τσαμπάνια ἐξέβηκε εἰς τὸ ἔβγα τοῦ νοεβρίου. | ||||
[§] | Κι ὅταν ἦλθε εἰς τοῦ Σαβώε τὰ ὄρη νὰ ἀπεράσῃ, | |||
τὰ χιόνια ηὗρεν δυνατά, πολλὰ πηχτὰ εἰς τὰ ὄρη | ||||
ὅπου χωρίζουν τὴν Φραγκίαν ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν, | ||||
κι οὐδὲν ἠμπόρεσεν ποσῶς τοῦ νὰ ἔχῃ ἀπεράσει. | ||||
Ἐν τούτῳ ἄργησεν ἐκεῖ ἕναν μῆναν καὶ πλέον, | ||||
κι ὅταν ἠμπόρεσε νὰ ἐλθῇ τὰ ὄρη νὰ ἀπεράσῃ, | ||||
ἐξῆλθεν ἐκ τὴν Λουμπαρδίαν, ὡδήγεψεν καὶ ἦλθεν, | ||||
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΙ ΤΟΥ ΡΟΒΕΡΤΟΥ | ||||
στὴν Βενετίαν ἀπέσωσεν εἰς τὸ ἔβγα τοῦ ἰανουαρίου, | ||||
ἐλπίζοντα τοῦ νὰ εὕρῃ κάτεργον νὰ ἀπεράσῃ. | ||||
[§] | Ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας ὡς τὸ ἐπληροφορέθη | |||
ὅτι ὁ Ρουμπέρτος ἦλθε ἐκεῖ, ὁ ἐξάδελφος τοῦ κόντου - | ||||
ἐκ τὴν Τσαμπάνιαν ἔρχεται νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὸν Μορέαν - | ||||
κράζει τὸν ἀμιράλην του καὶ μυστικῶς τοῦ εἶπεν | ||||
τὸ πρᾶγμα, τὴν ὑπόθεσιν νὰ τὸν ἔχῃ ἐμποδίσει, | ||||
νὰ μὴ τοῦ δώσῃ πλευτικὸν εἰς τὸν Μορέαν ν’ ἀπέλθῃ. | ||||
Ὁ δοῦκας γὰρ τὸν ἔκραξε ἐκεῖνον τὸν Ρουμπέρτον, | ||||
τιμὴν μεγάλην τοῦ ἔποικεν καὶ φιλοπροσωπίαν | ||||
νὰ ἀποθαρρέσῃ εἰς αὐτόν, νὰ τὸν ἔχῃ ἀπεργώσει, | ||||
καὶ τόσα τὸν ἐκράτησε μὲ τὰ καλά του λόγια, | ||||
μὲ τρόπους γὰρ καὶ ἀφορμὲς καὶ πρόφασες ὁμοίως, | ||||
ὅτι ἄργησε εἰς τὴν Βενετίαν κἄν δύο μῆνες καὶ πλέον. | ||||
Ἀπαύτου δὲ τοῦ ἔδωκεν κάτεργο ἀρματωμένον, | ||||
τὸ ἐτύχαινεν νὰ ἀπελθῇ ἐκεῖσε εἰς τὴν Κρήτην. | ||||
[§] | Καὶ ὥρισε τὸν κόμιτα, τοῦ κατέργου τὸν κύρην, | |||
εἰς τοὺς Κορφοὺς διαβαίνοντα ἐκεῖ νὰ τὸν ἀφήκουν. | ||||
Λοιπὸν ὡσὰν σὲ τὸ λαλῶ ἐγένετον τὸ πρᾶγμα. | ||||
[§] | Κι ὡς τὸ ἤφερεν τὸ κάτεργον εἰς τοῦ Κορφοῦ τὸ κάστρον, | |||
ὁ κόμιτας τὸν ἔκραξεν ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον | ||||
καὶ λέγει του· «τὸ κάτεργον ἔσπασεν ἀπὲ κάτω, | ||||
καὶ χρήζομαι νὰ εὐτειαστῇ νὰ τὸ καλαφατίσω· | ||||
λοιπόν, καλέ μου ἀδελφέ, τὰ ροῦχα σου ἂς ἐβγάλουν | ||||
νὰ ἐλαφρωθῇ τὸ κάτεργον, νὰ τὸ καλαφατίσω». | ||||
Καὶ ἐκεῖνος λογιζόμενος ’ς ἀλήθειαν τοῦ τὸ λέγει, | ||||
ὥρισεν καὶ ἐξέβαλαν τὰ ροῦχα του εἰς τὸ κάστρον, | ||||
κ’ ἐκεῖνος γὰρ ἀππλίκεψεν εἰς τὸ ξενοδοχεῖον. | ||||
[§] | Κι ὅταν ἐπέρασε ὁ καιρὸς τῆς νύχτας γὰρ τὸ πλεῖον, | |||
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
κ’ ἐλάλησεν ὁ πετεινός, ἐκεῖνοι τοῦ κατέργου | ||||
ἐδῶκαν τὴν συρίστρα τους κ’ εὐθέως πάντα ὑπαγαίνουν. | ||||
[§] | Καὶ ὅταν ἐξημέρωσεν κ’ ἐννόησεν ὁ Ρομπέρτος, | |||
ἐξύπνησεν καὶ εἶπαν του τὸ κάτεργον ἐδιάβη. | ||||
Κι ὡς τὸ ἔμαθε εἰς πληροφορία ἄρχισε νὰ λυπᾶται· | ||||
ἐνταῦτα ἐγνώρισεν καλὰ δημηγερσίαν τοῦ ἐποῖκαν, | ||||
κι ὅσο τὸ ἐπληροφορέθηκεν κι ἀπείκασε τὸν δόλον, | ||||
ἐγύρεψεν καὶ ηὕρηκεν βάρκαν τοῦ νὰ ναυλώσῃ· | ||||
κι ὁ καπενάνιος τῶν Κορφῶν, διατὸ ἦτον ξενιασμένος | ||||
ἀπ’ τὸν ἀφέντη τοῦ Μορέως τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκεῖνον, | ||||
ὥρισε καὶ ἐκράξασιν τῆς βάρκας τὸν ἀφέντην. | ||||
Ὁρίζει, ἐπροφωνέθη τον ἀπάνω εἰς τὸ κορμί του | ||||
νὰ μὴν περάσῃ κάμποσως ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον. | ||||
Ἐκεῖνο γὰρ τὸ κάτεργο, ὅπου εἰς τὴν Κρήτη ἐδιάβη, | ||||
ἔρριξεν ἕναν ἄνθρωπον στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν | ||||
ἐκεῖ ὅπου ἔνι σήμερον ἡ χώρα τῆς Κλαρέντζας· | ||||
ἀπὸ τὸν δοῦκα ἐβάσταζεν ἐκεῖνον τῆς Βενετίας | ||||
πιττάκια εἰς τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἀφέντην τοῦ Μορέως, | ||||
δηλοποιοῦντα, γράφοντα δι’ ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον, | ||||
τὸ πότε ἐκατέλαβεν ἐκεῖ εἰς τὴν Βενετίαν | ||||
καὶ πῶς τὸν ἐμποδίσασιν μῆνας δύο καὶ πλεῖον, | ||||
καὶ πῶς πάλε τὸν ἔρριξεν εἰς τῶν Κορφῶν τὴν νῆσον | ||||
τὸ κάτεργο τῆς Βενετίας, ὅπου εἰς τὴν Κρήτη ἐδιάβη. | ||||
[§] | Στὴν Ἀνδραβίδα εὑρέθηκεν ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐτότε· | |||
κι ὡς τοῦ ἤφερε ὁ Βενέτικος ἐκεῖνα τὰ πιττάκια, | ||||
τιμὴν μεγάλην τοῦ ἔδωκεν κ’ ἐφιλοδώρησέ τον, | ||||
κράζει τὸν κιβιτᾶνον του ἐκεῖνον τῆς Ἀνδραβίδας· | ||||
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΚΑΙ ΠΕΡΠΕΤΕΙΑΙ ΡΟΒΕΡΤΟΥ | ||||
λεπτῶς τοῦ ἐπαρήγγειλεν τὸ πῶς ὀφείλει ποιήσει | ||||
ὅταν περάσῃ γὰρ καὶ ἐλθῇ ἐκεῖσε ὁ Ρομπέρτος. | ||||
Κ’ ἐκεῖνος γὰρ ἐξέβηκεν ἀπὸ τὴν Ἀνδραβίδα· | ||||
εἰς τὸ Βλιζίρι ἐδιέβηκεν διὰ νὰ περιαναμένῃ | ||||
ἕως οὗ νὰ μάθῃ τίποτε περὶ γὰρ τοῦ Ρουμπέρτου. | ||||
[§] | Ἀφότου γὰρ ἐγνώρισεν ἐκεῖνος ὁ Ρουμπέρτος | |||
τὸν τρόπον τῆς δημηγερσίας, ὁποὺ τὸν ἀπεργῶσαν | ||||
οἱ Βενετίκοι, σὲ λαλῶ, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι, | ||||
ἐβιάστηκεν πολλὰ νὰ εὐρῇ βάρκαν τοῦ νὰ ἀπεράσῃ, | ||||
νὰ καταλάβῃ εἰς τὸν Μορέαν στὸ τέρμενον ὅπου εἶχεν, | ||||
ποῦ κατὰ τύχη ἀπέρχετον βάρκα ἀπὸ τὴν Πούλιαν. | ||||
Ἐπραγματεύτη, ἐσέβηκεν ἐκεῖ ἀπέσω στὴν βάρκαν, | ||||
καὶ ἤφερέν τον ἕως ἐκεῖ στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν. | ||||
[§] | Ἐρώτησε νὰ τοῦ εἰποῦν ποῦ εὑρίσκεται ὁ μπάϊλος, | |||
κι ὁκάποιος τοῦ ἀποκρίθηκεν, στὴν Ἀνδραβίδα ἔνι. | ||||
Σιργέντην ἕνα ἀπέστειλε ἄλογα νὰ τοῦ φέρῃ· | ||||
τὸ πεζοδρόμι ἐδιάβηκεν ἕως οὗ νὰ σώσῃ ἐκεῖσε· | ||||
οὐκ ηὗρεν τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, ἀλλοῦ ἦτον διαβασμένος. | ||||
[§] | Τὸν κιβιτάνιον ηὕρηκεν τῆς χώρας Ἀνδραβίδας. | |||
Ἐνταῦτα τὸν ἐλάλησεν κ’ εἶπεν του τὰ μαντᾶτα, | ||||
τὸ πῶς στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν εὑρίσκεται ὁ Ρομπέρτος, | ||||
ὁ ἐξάδελφος καὶ συγγενὴς τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας, | ||||
«ὅπου ἦλθε νὰ ἔνι ἀφέντης σας, ἐσᾶς τῶν Μοραΐτων· | ||||
ἄλογα νὰ τοῦ στείλετε, νὰ ἀποσώσῃ ἐνταῦτα». | ||||
[§] | Κι ὁ κιβιτᾶνος παρευτύς, τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο, | |||
ἀπῆρεν ὅλον τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν μετ’ ἐκεῖνον, | ||||
τοὺς ἄρχοντας καὶ βουργησέους ὅλης τῆς Ἀνδραβίδας· | ||||
ἄλογα ἀπῆρεν μετ’ αὐτὸν ὅσα τοῦ ἔκαμναν χρεία | ||||
κ’ ἐκεῖσε ὁλόρθα ἐδιάβηκεν στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν· | ||||
χαρὰν μεγάλη ἐποίκασιν ὡς εἶδαν τὸν Ρομπέρτον | ||||
καὶ πρόβλεψιν τοῦ ἐδείξασιν ὅτι πολλὰ ἀγαποῦσαν | ||||
νὰ ἔλθῃ, νὰ ἔνι ἀφέντης τους, νὰ ζήσουν μετ’ ἐκεῖνον. | ||||
Ἐν τούτῳ τὸν ἐπήρασιν μετὰ χαρᾶς μεγάλης· | ||||
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
στὴν Ἀνδραβίδα ἤλθασιν, ἐκεῖ τὸν ἀππλικέψαν. | ||||
[§] | Ἐκεῖνος γὰρ περιχαρίαν, σπλάχνος ἔδειξε μέγα, | |||
καὶ ὅλους ἀπεδέχετον κ’ ἐκαλολόγιζέ τους, | ||||
σκοπῶντα καὶ λογίζοντα, τοῦ νὰ τοὺς ἔχῃ δούλους, | ||||
κ’ ἐκεῖνοι πάλε ἀφέντην τους νὰ ἔχουσιν ἐκεῖνον. | ||||
[§] | Ἐνταῦτα εὑρέθη ὁκάποιος κ’ ἐπληροφόρεσέ τον | |||
τὸν τρόπον καὶ τὲς συμφωνίες, ὅπου εἶχε ὁ Καμπανέσης | ||||
μ’ ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν μπάϊλον τοῦ Μορέως· | ||||
ἐπεὶ ἂν περάσῃ ὁ καιρὸς τὸ τέρμενον τοῦ χρόνου, | ||||
νὰ ἐσμίξῃ τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὴν ἀφεντίαν νὰ ἐπάρῃ, | ||||
ἐχάσε γὰρ τὸν κόπον του καὶ τὰ ἦλθεν νὰ γυρεύη. | ||||
Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενικὸς ἐκεῖνος ὁ Ρομπέρτος, | ||||
τοῦ κιβιτάνου ἐζήτησεν ἄλογα νὰ τοῦ δώσῃ, | ||||
ὅπως ν’ ἀπέλθῃ σύντομα ἐκεῖσε εἰς τὸν μπάϊλον, | ||||
ὡσαύτως νὰ ἔχῃ κι ὁδηγὸν διὰ νὰ τὸν ὁδηγέψῃ. | ||||
[§] | Κι ὁ κιβιτᾶνος ἦτον χρεία νὰ κάμῃ τὸ θέλημάν του. | |||
Ἄλογα τοῦ ηὗρε ὅσα ἤθελεν καὶ συντροφίαν ὁμοίως· | ||||
ἀτός του ἐδιέβη μετ’ αὐτὸν ἕως εἰς τὸ Βλιζίρι, | ||||
λέγοντα καὶ λογίζοντα νὰ εὕρουν ἐκεῖ τὸν μπάϊλον. | ||||
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ μισὶρ Ντζεφρές, τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο, | ||||
ὅτι ὁ Ρουμπέρτος ἔσωσεν στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν, | ||||
εὐθέως ἐξέβη ἀπ’ ἐκεῖ, στὴν Καλομμάτα ἐδιάβη· | ||||
καὶ πάλε ἀπέκει, ὡς ἔμαθεν ὅτι ἔρχεται ὁ Ρομπέρτος, | ||||
ἐμίσσεψεν κ’ ἐδιάβηκεν μετὰ τὴν φαμελίαν του | ||||
ὁλόρθα στὴν Βελίγοστην, τὸ μεσημέρι ἐσῶσαν. | ||||
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΙ ΡΟΒΕΡΤΟΥ | ||||
[§] | Ἐκεῖνοι γὰρ ὅπου ἤσασιν μ’ ἐκεῖνον τὸν Ρουμπέρτον, | |||
ὁλόρθα τὸν ἐδιάβασαν ἐκεῖ στὴν Καλομάτα, | ||||
κι ἀπέκει ἀπῆραν τὰ ἄλογα κ’ ἐστράφησαν ὀπίσω. | ||||
[§] | Ὁ δὲ Ρουμπέρτος ἔμεινεν ἐκεῖσε μοναχός του· | |||
τὸν κιβιτᾶνον ἔκραξεν τοῦ κάστρου τῆς Καλομάτας, | ||||
παρακαλεῖ καὶ λέγει του ἄλογα νὰ τοῦ δώσῃ, | ||||
νὰ ἀπέλθῃ στὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν μπάϊλον τοῦ Μορέως. | ||||
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς ἠμπόρεσεν, ἄλογα τοῦ ἐδῶκεν, | ||||
ὁμοίως τοῦ ἔδωκεν ὁδηγοὺς ὅπου τὸν ὡδηγέψαν. | ||||
[§] | Κ’ ἐδιέβη εἰς τὴν Βελίγοστην, οὐκ ηὗρε ἐκεῖ τὸν μπάϊλον· | |||
στὸ Νίκλι γὰρ τοῦ εἴπασιν ὅτι ἔνι διαβασμένος. | ||||
Οἱ δὲ οἱ Καλαματιανοὶ ἐστράφησαν ὀπίσω, | ||||
ἐγύρισαν στὰ σπίτια τους ἐκεῖ στὴν Καλομάταν. | ||||
Ὁ δὲ Ρουμπέρτος ἔμεινεν ὡσὰν ἀπορημένος, | ||||
διατὶ ἄλογα οὐκ ηὕρεσκεν νὰ ἐπάρῃ μέτ’ ἐκεῖνον. | ||||
[§] | Ὅμως, ὡς ἠμπόρεσεν, ἐκεῖνος ὁ κιβιτᾶνος | |||
ηὗρεν κ’ ἔδωκέν του ἄλογα, κ’ ἐδιάβη εἰς τὸ Νίκλιν. | ||||
Κι ἀφότου γὰρ ἀπέσωσεν στὸ Νίκλιν ὁ Ρουμπέρτος, | ||||
μαντατοφόροι ἀπήλθασιν στὴν Λακκοδαιμονίαν, | ||||
ὅπου ἦτον ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς κ’ ἐπληροφόρεσάν τον, | ||||
τὸ πῶς στὸ Νίκλι ἀπέσωσεν τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας | ||||
ὁ ἐξάδελφος, τὸν λέγουσιν Ρομπέρτον τὸν ὀνομάζουν. | ||||
[§] | Καὶ ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος, τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο, | |||
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
εὐθέως ἀπῆρε μετ’ αὐτὸν μικρούς τε καὶ μεγάλους, | ||||
ὅσοι γὰρ εὑρέθησαν ἐκεῖ εἰς τὴν συντροφίαν του, | ||||
καὶ ἦλθεν εἰς συναπαντὴν ἐκείνου τοῦ Ρουμπέρτου· | ||||
μετὰ τιμῆς καὶ πρόβλεψης ἐσυναπάντησέ τον, | ||||
χαρὰν μεγάλην τοῦ ἔδειξεν εἰς τὸ ἐμφανὲς τῶν πάντων. | ||||
Κι ἀφότου ἀπεσώσασιν στὴν Λακκοδαιμονίαν, | ||||
ὥρισεν κι ἀππλικέψαν τον στῆς ἀφεντίας τὰ ὁσπίτια. | ||||
[§] | Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ἐξάδελφος τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας, | |||
ὡς ἔχοντα τὸν λογισμὸν τὴν ἀφεντίαν νὰ ἔχῃ, | ||||
ἐπὶ τῆς αὐρίου τὸ πρωΐ, ὡς ἔλαμψεν ἡ ἡμέρα, | ||||
ὥρισε καὶ ἐκράξασιν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν μπάϊλον, | ||||
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτόν· νὰ ποιήσῃ καὶ ἔλθουν ἐκεῖνοι, | ||||
οἱ πρῶτοι καὶ καλλιώτεροι, ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον, | ||||
νὰ ἰδοῦσιν τὰ προστάγματα τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας | ||||
τοὺς ὁρισμούς, ὅπου ἤφερεν μετ’ αὖτον ἀπ’ ἐκεῖνον. | ||||
[§] | Ἐντούτῳ ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς τὸν ὁρισμὸν τοῦ ἐποῖκεν· | |||
καὶ ὅσον ἐσωρεύτησαν ἐκεῖσε πάντες, ὅλοι, | ||||
κ’ ἐκάθισαν διὰ ν’ ἀφκραστοῦν, τὰ ἔγραφεν ὁ κόντος. | ||||
[§] | Ἕναν κλέρην ἐσήκωσεν, ὅπου ἤφερεν μετ’ αὗτον | |||
τὰ προβελέγγια, ὅπου ἤφερεν, ὥρισε ν’ ἀναγνώσῃ. | ||||
Κι ἀφότου γὰρ τὰ ἀνάγνωσε κ’ ἐνεφάνισε τοὺς λόγους, | ||||
τὸ πῶς ὁ κόντος τοῦ ἔδωκεν τὴν ἀφεντίαν τοῦ τόπου, | ||||
ὅλης τῆς Πολυπόνεσσος, ὅσον κρατεῖ ὁ Μορέας. | ||||
[§] | Κι ἀπαύτου πάλιν ἔδειξεν κι ἀνάγνωσέν τα ὁμοίως, | |||
προστάγματα καὶ ὁρισμοὺς ’ς ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες, | ||||
τοῦ νὰ δεχτοῦν δι’ ἀφέντην τους ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον. | ||||
Η ΚΟΥΡΤΗ ΣΥΝΕΡΧΕΤΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΙΝ ΡΟΒΕΡΤΟΥ | ||||
[§] | Κι ὅσον ἐπαναγνώστησαν τὰ ἔγγραφα ἐκεῖνα, | |||
σηκώνεται ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς εἰς τὸ ἐμφανὲς τῶν πάντων, | ||||
καὶ χαμηλὰ ἐπροσκύνησεν τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ κόντου· | ||||
κ’ εὐθέως ὁρίζει κ’ ἤφεραν τὰ προβελέγγια ὅπου εἶχαν, | ||||
τὲς συμφωνίες καὶ ἔγγραφα, ὅπου εἶχε ἀπὸ τὸν κόντον, | ||||
τὸ πῶς τὸν ἐπαράδιδεν τὸν τόπον τοῦ Μορέως, | ||||
νὰ τὸν φυλάττῃ καὶ κρατῇ, δίκαιός του νὰ ἔνι μπάϊλος· | ||||
κι ἀπέσω εἰς τὸ τέρμενον χρόνου καὶ μίας ἡμέρας, | ||||
ἂν ἔλθῃ ὁ κόντος ἢ ἄλλος τις ἀπὸ τοὺς συγγενούς του, | ||||
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν νὰ τοῦ τὴν παραδώσῃ. | ||||
Εἴ τε περάσῃ ό καιρός, τὸ τέρμενον τοῦ χρόνου, | ||||
κι οὐδὲν ἀπέλθῃ ἀπὸ ἐκεινούς, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι, | ||||
νὰ μείνῃ ὁ τόπος κ’ ἡ ἀφεντία, νὰ ἔνι κληρονόμος | ||||
ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ἄνευ καμμίας προφάσης. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἀναγνώστησαν τὰ ἔγγραφα ἐκεῖνα, | |||
οἱ συμφωνίες ὅπου ἔποικεν ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας, | ||||
ἐνταῦτα ἐσηκώθηκεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος | ||||
καὶ λέγει πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς φλαμουραρίους· | ||||
«Ἄρχοντες, ἐσεῖς ἀκούσετε τοῦ ἀφέντου μου τοῦ κόντου | ||||
τὲς συμφωνίες καὶ ὁρισμούς, ὅπου μ’ ἐπαρεδῶκεν. | ||||
Ἐν τούτῳ λέγω πρὸς ἐσᾶς, παρακαλῶ κι ὁρκίζω | ||||
στὸν ὅρκον, ὅπου ἐποίκετε στὸν κόντον κ’ εἰς ἐμέναν, | ||||
ὡς χριστιανοὶ φοβούμενοι τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀλήθειαν, | ||||
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
νὰ εἰπῆτε καὶ νὰ κρίνετε ἔσω στὸ δίκαιο ἀπάνω. | ||||
Ὡσαύτως γὰρ παρακαλῶ κ’ ἐτοῦτον τὸν Ρουμπέρτον, | ||||
ὡς εὐγενῆν κι ἀφέντην μου, στὸ δίκαιον νὰ σταθοῦμε. | ||||
νὰ κρίνετε τὸ δίκαιον, ὡς πρέπει καὶ ἁρμόζει. | ||||
Μηδὲν θελήσῃ ὁ ἀφέντης μου, ἄδικον νὰ ποιήσῃ, | ||||
ἀλλὰ μὲ φόβον τοῦ Θεοῦ μᾶς κρίνετε τοὺς δύο». | ||||
Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενὴς ἐκεῖνος ὁ Ρουμπέρτος, | ||||
εὐθέως ἐσυγκατέβηκεν κ’ εἶπε νὰ τὸ τηρήσουν· | ||||
κι ὡς τὸ διακρίνουν καὶ εἰποῦν μὲ τοῦ Θεοῦ τὸν φόβον, | ||||
ἐκεῖνος γὰρ νὰ νὸ δεχτῇ καὶ νὰ τὸ προσκυνήσῃ. | ||||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἀρχιερεῖς κι ὅλοι οἱ καβαλλάροι, | |||
ἐπιάσαν κι ἀναγνώσασιν τὰ ἔγγραφα ἐκεῖνα, | ||||
ἐξ ἀρχῆς γὰρ λεπτομερῶς, μὲ προσοχῆς μεγάλης. | ||||
Ἐν τούτῳ ἐλογαρίασαν τὸ τέρμενον τοῦ χρόνου | ||||
καὶ ηὗραν, ὅτι ἐπέρασεν ἡμέρας δεκαπέντε | ||||
τὸ τέρμενον, ποῦ ἐτύχαινεν νὰ σώσῃ ὁ Ρουμπέρτος, | ||||
νὰ παραδώσῃ τὸ ἔγραφα τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας, | ||||
τοῦ μπάϊλου του, μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν τόπον νὰ τοῦ δώσῃ. | ||||
Ἐνταῦτα ἐκράξασιν τοὺς δύο καὶ λέγουν πρὸς ἐκείνους· | ||||
«Ἄρχοντες, ἡμεῖς εὑρίσκομεν στὰ ἔγραφα τοῦ κόντου, | ||||
ὅπου ἔποικε τὲς συμφωνίες, ὅπου εἴδαμεν ἐνταῦτα· | ||||
στὲς ὅποιες ἔνι ἡ βοῦλλα του καὶ ἐμᾶς ὁλῶν μετ’ αὔτου· | ||||
τὸ πῶς μὲ τρόπον κι ἀφορμὴν καὶ συμφωνίες μεγάλες | ||||
Η ΚΟΥΡΤΗ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ΤΗΝ ΑΠΑΙΤΗΣΙΝ ΤΟΥ ΡΟΒΕΡΤΟΥ | ||||
ἄφηκεν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ δίκαιόν του ἐδῶ εἰς τὸν τόπον, | ||||
Λοιπόν, ἀφῶν μὲ συμφωνίες τοῦ ἄφηκεν τὴν τόπον, | ||||
κ’ ἐπέρασε τὸ τέρμενον, ἐσὺ δίκαιον οὐκ ἔχεις· | ||||
ἐπεὶ ἔνθα εἶναι οἱ χριστιανοὶ ’ς ὅλην τὴν οἰκουμένην, | ||||
τὸν νόμον καὶ τὲς ἀγωγές, οἱ συμφωνίες τὲς κλειοῦσιν». | ||||
(1060)[§] | Ἐνταῦτα γάρ, ὡς τὸ ἤκουσεν ἐκεῖνος ὁ Ρουμπέρτος, | |||
ἀπὸ τῆς θλίψεως καὶ πικρίας, ὅπου εἶχεν ἡ καρδία του, | ||||
οὐδὲν ἠμπόρεσε ποσῶς ἀπόκρισιν νὰ στρέψῃ. | ||||
Ἐκεῖνος δὲ ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ὀλόρθα ἐσηκώθη· | ||||
μὲ πρσοχήν, πραότητα ὅλους εὐχαριστᾷ τους, | ||||
ὡς τὸ ἔχουν γὰρ τὸ σύνηθος τῶν ἀφεντῶν οἱ κοῦρτες, | ||||
κ’ εὐχαριστοῦσιν ἐκεινοὺς ὅπου τὸ δίκαιον κρένουν. | ||||
Ἀφῶν κρίσις ἐδόθηκεν κ’ ἀπόφασις ὁμοίως, | ||||
νὰ μείνῃ τοῦ μισὶρ Ντζεφρε ἡ ἀφεντία τοῦ τόπου | ||||
ὅλης τῆς Πολυπόνεσος, τὸν λέγουσιν Μορέαν, | ||||
τιμὴν μεγάλην ἔποικεν ἐκείνου τοῦ Ρουμπέρτου, | ||||
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτὸν· «Ἀφέντη κι ἀδελφέ μου, | ||||
πρόσεχε, μὴ τὸ βαρυνθῇς, τὸ ἔδωκεν ἡ κρίσις· | ||||
ὅτι τὸ δίκαιον τὸ ἀπαιτεῖ, οὕτως τὸ ἔχει ὁ κόσμος. | ||||
Ἄν θέλῃς γὰρ καὶ προθυμᾷς μετ’ ἔμου νὰ ἐνεμείνῃς | ||||
ἐδῶ εἰς τὸν τόπον τοῦ Μορέως, νὰ σ’ ἔχω ὡς ἀδελφόν μου, | ||||
κι ὅσον κερδίσωμε ἑνομοῦ, νὰ ἐπαίρνῃς τὸ σὲ πρέπει». | ||||
Κ’ ἐκεῖνος ἀπὸ θλίψεως του οὐδὲν τὸ ἐκαταδέχτη. | ||||
[§] | Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς κάλεσμα μέγα ἐποῖκεν, | |||
κ’ ἐκάλεσεν τοὺς ἅπαντας, μικρούς τε καὶ μεγάλους, | ||||
(1080)καὶ χαμοτσοῦκιν ἔποικεν, τὸ λέγουν οἱ Ρωμαῖοι· | ||||
Ο ΓΟΔΟΦΡΕΙΔΟΣ Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ | ||||
κ’ ἐφάγασιν κ’ ἐχάρησαν, κ’ ἐξυλοκονταρίσαν· | ||||
χορούς, παιγνίδια ἔποικαν, ἀριφνισμὸν οὐκ εἶχαν. | ||||
[§] | Ἐκεῖνος γὰρ ὅπου λαλῶ Ρομπέρτο ντὲ Τσαμπάνια, | |||
ἔκραξε τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον· | ||||
«Ἀφότου ἐγὼ ἀποεῖδα το τὴν ἀφεντίαν οὐκ ἔχω, | ||||
δός μου ἄλογα καὶ συντροφίαν τοῦ νὰ ἔχω ὑπαγαίνει». | ||||
Ὡσαύτως γὰρ ἐζήτησεν ὁλῶν τῶν κεφαλάδων, | ||||
τῶν ἀρχιερέων καὶ χρήσιμων ἀνθρώπων ὅπου ἦσαν | ||||
εἰς τὴν βουλὴν, κι ἀπόφασιν καὶ κρίσιν ὅπου ἐποῖκαν, | ||||
χαρτὶ νὰ τοῦ ποιήσουσιν, νὰ τὸ ἔχουσιν βουλλώσει, | ||||
τὸ πῶς ἐκρίναν κ’ εἴπασιν τὴν κρίσιν ὅπου ἐδῶκάν, | ||||
εἶθ’ οὕτως καὶ τὸ ἀντίγραμμα τῆς συμφωνίας ἐκείνης, | ||||
ὅπου ἦτον ποιήσοντα ἑνομοῦ ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας | ||||
μετὰ τὸν εὐγενέστατον μισὶρ Ντζεφρὲν ἐκεῖνον, | ||||
νὰ τὰ βασταίνῃ μετ’ αὐτὸν ἐκεῖσε εἰς τὴν Φραγκίαν, | ||||
διὰ νὰ τὸ δείξῃ τοῦ ρηγὸς κι ὁλῶν τῶν κεφαλάδων, | ||||
ὅπου ἦσαν τότε εἰς τὴν Φραγκίαν, τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας, | ||||
διὰ νὰ μηδὲν τὸν δέξωνται χωρικὸν τῆς ὑποθέσεως. | ||||
(1100) Μετὰ χαρᾶς τὰ ἐποίκασιν κι ὅλοι τὰ ἐβουλλῶσαν. | ||||
[§] | Ἀπαύτου γὰρ τοῦ ἔδωκεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος | |||
δωρήματα, χαρίσματα, διαφορικὰ καὶ πλεῖστα· | ||||
δουλωτικὰ καὶ φρόνιμα ὑπόσχεσες τοῦ ἐποῖκεν, | ||||
νὰ τὸν ὁρίζῃ πάντοτε νὰ ἔνι ἐδικός του. | ||||
Κ’ ἐκ τούτου τὸν ὡδήγεψεν καὶ συντροφίαν τοῦ ἐποῖκεν· | ||||
ἀτός του ἐδιάβη μετ’ αὐτὸν μέχρι εἰς τὴν Ἀνδραβίδα. | ||||
[§] | Κι ἀπέκει ἐβάλθη εἰς κάτεργον κ’ ἐδιάβη εἰς τὴν Φραγκίαν. | |||
Κι ἀφότου γὰρ ἐμίσσεψεν ἐκεῖνος ὁ Ρουμπέρτος | ||||
ΑΠΟΜΕΝΕΙ ΜΟΝΟΣ ΑΥΘΕΝΤΗΣ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
ἐκ τὸν Μορέαν, κ’ ἐνέμεινε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἀφέντης, | ||||
ὥρισε νὰ τὸν κράζουσιν ἀφέντην τοῦ Μορέως. | ||||
Τοὺς τόπους του κ’ ὑπόθεσες, ὅπου εἶχεν νὰ διορθώνῃ, | ||||
ἀλλέως τὲς ἐκατάσταινεν ὡς φυσικὸς ἀφέντης· | ||||
ἐκόπιαζεν κ’ ἐβιάζετον πάντοτε νὰ τὲς αὐξαίνῃ. | ||||
[§] | Λοιπόν, ὡς ἔνι φυσικὸν οἱ πάντες ν’ ἀποθνήσκουν, | |||
ἦλθεν κ’ ἐκείνου ὁ καιρὸς ν’ ἀπέλθῃ ἐκ τὸν κόσμον. | ||||
Κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του, τοὺς ἐπισκόπους ὅλους, | ||||
ἐποίησε διάταν φοβερὴν ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον· | ||||
τὰ πάντα του ὅλα ἐδιόρθωσεν, ἔγραψεν καὶ ἐβούλλωσέ τα. | ||||
Καὶ εἶχεν γὰρ δύο υἱούς· τὸν πρῶτον ὠνομάζαν, | ||||
μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, τ’ ὄνομα τοῦ πατρός του· | ||||
τὸν δεύτερον ἐκράζασιν, Γυλιάμον τὸν ἐλέγαν, | ||||
ἐλέγασιν τὸ ἐπίκλη του Γυλιάμο ντὲ Καλομάτα· | ||||
ἀφέντην γὰρ τὸν ἄφηκεν κάστρου τῆς Καλομάτας | ||||
μετὰ τῆς ἄλλης περιοχῆς τοῦ καστελλανικίου, | ||||
διατὶ ἦτο ἐκεῖνο τὸ ἴδιον του τῆς γονικῆς κουγκέστας. | ||||
ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΥ | ||||
[§] | Ὥρισε μὲ προφώνεσιν γλυκέα τοὺς παραγγέλλει | |||
τοὺς κεφαλᾶδες κι ἀρχιερεῖς κι ὅλους τοὺς καβαλλαρίους, | ||||
νὰ ἔχουσιν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ ἀφέντην κληρονόμον, | ||||
καὶ νὰ θυμοῦνται πάντοτε τὴν πολιτείαν ὅπου εἶχεν, | ||||
τὸν κόπον ὅπου ἐκόπιασεν νὰ κερδεθῇ ὁ Μορέας, | ||||
τὸ σπλάχνος κι ἀνθρωποφιλίαν ὅπου εἶχεν εἰς τοὺς πάντας. | ||||
Κι ὅσον ἀπεκατέστησεν ἐτοῦτα κι ἄλλα πλεῖστα, | ||||
ἐμεταστάθη, ὡς χριστιανός· ὁ Θεὸς νὰ τὸν συγχωρήσῃ. | ||||
[§] | Κι ὡσὰν ἐμεταστάθηκεν, καθὼς σᾶς τὸ ἀφηγοῦμαι, | |||
θρῆνος ἑγένετον πολὺς εἰς ὅλον τὸν Μορέαν, | ||||
διατὶ τὸν εἶχαν ἀκριβόν, πολλὰ τὸν ἀγαποῦσαν | ||||
διά τὴν καλήν του ἀφεντίαν, τὴν φρόνεσιν ὅπου εἶχεν. | ||||
[§] | Κι ἀφότου τὸν ἐκήδεψαν κ’ ἐπράϋνεν ἡ θλῖψις, | |||
ὅλοι βουλὴν ἀπήρασιν, μικροί τε καὶ μεγάλοι, | ||||
κ’ ἐστέψασιν δι’ ἀφέντην τους μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν νέον, | ||||
Καὶ ὅσον ἐπαράλαβεν τῆς ἀφεντίας τὴν δόξαν, | ||||
ἄρξετον νὰ πορεύεται ὡς φρόνιμος στρατιώτης· | ||||
πολλὰ ἦτον προθυμότατος, φιλάνθρωπος εἰς ὅλους, | ||||
εἰς σφόδρα γὰρ ἐσπούδαζεν ν’ αὐξαίνῃ τὴν τιμήν του. | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ ἦλθε ὑπόθεσις, ἀφκράζου νὰ σὲ λέγω, | |||
ὅτι ὁ Ρομπέρτος βασιλεὺς τῆς Κωνσταντίνου πόλης, | ||||
ποῦ ἦτον τότε εἰς τὴν Ρωμανίαν ἀφέντης βασιλέας, | ||||
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
συνθῆκες καὶ συμβίβασες, τρόπον συμπεθερίας, | ||||
ἔποικε μὲ νὸν ρόϊ Ραγκοῦ, ρῆγαν τῆς Κατελώνιας, | ||||
νὰ ἐπάρῃ εἰς γυναῖκαν του τοῦ βασιλέως θυγάτηρ· | ||||
εἰς κάτεργα δύο τὴν ἔθεκεν μετὰ τιμῆς μεγάλης, | ||||
καβαλλαροὶ κι ἀρχόντισσες μετ’ αὔτην ὑπαγαίναν. | ||||
[§] | Ἐκεῖ ἦλθαν κι ἀποσκάλωσαν στοῦ Ποντικοῦ τὸ κάστρον, | |||
ὅπου ἔνι γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, σιμὰ στὴν Ἀνδραβίδα. | ||||
Κι ὡσὰν ἦτον τὸ ἐριζικὸν κ’ ἐμέλλετον τὸ πρᾶγμα, | ||||
εὑρέθη ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὁ ἀφέντης τοῦ Μορέως, | ||||
ἐκεῖ πλησίον τὸ λέγουσιν χώρα τοῦ Βλιζιρίου. | ||||
Σπουδαίως μαντᾶτα τοῦ ἤφεραν ἐκεῖσε εἰς τὸ κάστρον, | ||||
τοῦ Ποντικοῦ τὸ λέγουσιν, οὕτω γὰρ τὸ ὀνομάζουν, | ||||
τὸ πῶς ἀποσκαλώσασιν κάτεργα δύο ἐκεῖσε | ||||
εἰς τὸν λιμένα Ποντικοῦ, καθὼς τὸ ἀφηγοῦμαι, | ||||
ὅπου βαστοῦν τοῦ βασιλέως ἐκείνου τοῦ Ρουμπέρτου | ||||
τὴν θυγάτηρ, κ’ ὑπάγαιναν στὸν ρῆγαν Κατελώνιας. | ||||
τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς σπουδαίως ἐκεῖσε ἀπῆλθε· | ||||
πεζεύγει ἀπὸ τὸ ἄλογον, στὸ κάτεργον ἐσέβην, | ||||
καὶ χαιρετᾶ τοῦ βασιλέως ἐκείνου τὴν θυγάτηρ, | ||||
ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
παρακαλεῖ κι ἀξιώνει την στὴν γῆν νὰ ἔχῃ πεζέψει, | ||||
καὶ νὰ σεβῇ εἰς τὸ κάστρον του τοῦ νὰ παραδιαβάσῃ, | ||||
νὰ ἀναπαυτῇ ἠμέρες δύο, κι ἀπέκει νὰ ὑπαγαίνῃ. | ||||
Κ’ ἐκείνη, ὡς εὐγενική, μὲ τὴν βουλὴν ὅπου εἶχεν | ||||
ἐπέζεψεν μετὰ χαρᾶς, ἐσέβην εἰς τὸ κάστρον. | ||||
[§] | Ἐκείνη ἡ μέρα ἀπέρασεν κι ἄλλη ἐξημερώνει· | |||
τινὲς ἀπὸ τοὺς ἴδιους του καὶ συμβουλάτορές του | ||||
λέγουσιν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ καὶ συμβουλεύουνέ τον· | ||||
« Ἀφέντη, ἐσὺ εὑρίσκεσαι ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν | ||||
κ’ ἔχεις τὸν τόπον τοῦ Μορέως ὁπου τὸν ἀφεντεύεις· | ||||
"κι ἂν οὐ ποιὴσῃς τέκνον σου νὰ τὸν κληρονομὴσῃ, | ||||
τὶ σὲ ὠφελοῦν τὰ πράγματα καὶ τί τὰ ἀγωνιέσαι; | ||||
ἐδῶ πούπετε οὐ βρίσκεται γυναῖκα ὡς διὰ ἐσένα· | ||||
κι ἀφότου ἑπρόσταξε ὁ Θεὸς κι ἀπέστειλέν την ὧδε, | ||||
ἐτούτη ὅπου ηὑρέσκεται τοῦ βασιλἑως θυγάτηρ, | ||||
ἔπαρε κ’ εὐλογήσου την, καὶ ποίησε την κυρά μας. | ||||
Κι ὁ βασιλεὺς ὁ κύρης της πολλάκις κι ἂν χολιάσῃ | ||||
καὶ βαρεθῇ το τίποτε, πάλε νὰ τὸ ἀγαπήσῃ». | ||||
Τόσα τὸν ἀναγκάσασιν καὶ τόσα τὸν ἐβίασαν· | ||||
κράζει τοὺς φρονιμώτερους ὅπου εἶχεν μετ’ ἐκεῖνον, | ||||
βουλὴν ἐζήτησε ὁλονῶν νὰ τοῦ τὴν ἔχουν δώσει, | ||||
κι ὅλοι ἀμφοτέρως εἴπασιν κ’ ἐσυμβουλέψανέ τον· | ||||
«Ἀφέντη, ἐμᾶς ἀρέσει μας, καὶ ποῖσε το ἀκωλύτως». | ||||
[§] | Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ὤλενας ἐβάσταξε τὸν λόγον, | |||
κ’ ἐσύντυχεν τοῦ βασιλέως ἐκείνου τὴν θυγάτηρ, | ||||
νὰ ἐπάρῃ τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ ἀνὴρ καὶ σύμβιόν της· | ||||
πολλοὺς τρόπους τῆς ἔδειξεν φρόνιμους, ἐπιδέξιους, | ||||
τὸ πῶς ἐβόλει νὰ γενῇ ἡ συμθερία ἐκείνη | ||||
καλλίον εἰς τὸν ἀφέντην τους παρὰ στὸν ρῆγα εκεῖνον | ||||
ὅπου τὴν ὑπαγαίνασιν ἐκεῖ στὴν Κανελώνιαν. | ||||
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ ἂ λάχῃ νὰ βαρειέσαι; | ||||
ΝΥΜΦΕΥΕΤΑΙ ΤΗΝ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΝ ΑΓΝΗΝ ΚΟΥΡΤΕΝΑΙΗ | ||||
τόσα τῆς εἴπασιν πολλά, τόσα τὴν ἀναγκάσαν, | ||||
ὅτι ἐσυγκατέβηκεν κ’ ἐγένετον ὁ γάμος· | ||||
κι ἀφότου εὐλογήθησαν κ’ ἐποίησαν τὴν χαράν τους, | ||||
τὰ κάτεργα τοῦ βασιλέως ἐστράφησαν στὴν Πόλιν. | ||||
Λεπτομερῶς τοῦ εἴπασιν οἱ καβαλλάροι ἐκεῖνοι, | ||||
ὅπου ἦσαν μέσα εἰς αὐτὸ τὸ πράγμα ὄπου ἐγίνη. | ||||
[§] | Κι ὁ βασιλεὺς τὸ ἀκούσει το μεγάλως τὸ ἐβαρύνθη· | |||
ἂν εἶχεν γὰρ τὴν δύναμιν, νὰ τοῦ ἔπεφτε ἐπιδέξιον, | ||||
δείξει τὸ ἤθελεν καλὰ τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκείνου, | ||||
τὸ πῶς τὸ ἔποικε ἄσκημον καὶ χωριατίαν μεγάλην | ||||
τὴν θυγατέρα του νὰ εὐλογηθῇ ἄνευ θελήματός του· | ||||
ἐπεὶ γὰρ τὸν ἐμπόδισεν ’ς ἐκεῖνο ὅπου ἐσκόπα, | ||||
νὰ ποιήσῃ τὴν συμπεθερίαν καὶ τὲς συμβίβασές του | ||||
μετὰ τὸν ρόϊ ντὲ Ραγοῦ διὰ νὰ ἔχῃ πάλε ἀπ’ αὖτον | ||||
λαόν, φουσσᾶτα, συμμαχίαν στὴν μάχην τῶν Ρωμαίων, | ||||
κ’ ἐδάρτε τὸν ἐμπόδισε κ’ ηὑρέθη ἀπεργωμένος. | ||||
[§] | Ἐκεῖνος γὰρ ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ὁ ἀφέντης τοῦ Μορέως, | |||
ὡς φρόνιμος, διακριτικός, παιδευτικὸς ὅπου ἦτον, | ||||
οὐδὲν ἐποῖκεν ἄργητα διὰ νὰ πολυμερήσῃ· | ||||
σπουδαίως πιττάκια ἔγραψεν, μαντατοφόρους στέλνει | ||||
ἐκεῖσε εἰς τὸν βασιλέαν ὅπου ἦτον εἰς τὴν Πόλιν, | ||||
παρακαλεῖ κι ἀξιώνει τον νὰ τοῦ ἔχῃ συμπαθήσει | ||||
εἰς ἐκεῖνο ὅπου ἔποικεν κ’ ἐγίνετον παιδί του· | ||||
οὐδὲν τὸ ἔποικε εἰς κακόν, οὔτε εἰς ἀλαζονείαν, | ||||
ἀλλὰ ἔποικέ το εἰς ὄρεξιν καὶ καλλονὴν μεγάλην, | ||||
ὡς ἄνθρωπος ποῦ εὑρίσκεται ἐντὸς τῆς Ρωμανίας | ||||
μακρέα ἐκ τὸ γενολόγιν του κ’ ἐκ τὸ ἰγονικόν του, | ||||
κι οὐκ ηὕρεσκεν οὐδὲ ποσῶς γυναῖκαν νὰ ἔχῃ ἐπάρει, | ||||
ὡς τοῦ ἔπρεπεν κ’ ἐτύχαινεν πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχεν· | ||||
θεωρῶντα γὰρ κ’ ἐβλέποντα τὸ πῶς κ’ ἐκεῖνος ἦτον | ||||
ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
ἀπέσω εἰς τὴν Ρωμανίαν κ’ εἶχε μεγάλες μάχες | ||||
μετὰ τὸ γένος τῶν Ρωμαίων ὡσὰν κι ὁ βασιλέας· | ||||
κι οὐκ εἶχε ἀφέντην προεστὸν ἀπάνω του νὰ ὁρίζῃ· | ||||
μὲ τὸ σπαθί του ἐκέρδισε τὸν τόπον ὅπου ἐκράτει. | ||||
Λοιπὸν ἂν θέλῃ ὁ βασιλέας τοῦτο νὰ τοῦ ἔχῃ ποιήσει | ||||
εἰς τρόπον τῆς ἀνταμοιβῆς, τὸ πρᾶγμα ὅπου ἐποῖκεν | ||||
κι ἀπῆρεν τὴν θυγάτηρ του ὁμόζυγον γυναῖκα· | ||||
λίζιος του γὰρ νὰ δουλωθῇ καὶ νὰ κρατῇ ἀπὸ ἐκεῖνον | ||||
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅπου εἶχεν τοῦ Μορέως, | ||||
κι ἂν χρήζῃ τὰ φουσσᾶτα του ὁμοίως καὶ τὸ κορμί του, | ||||
ὅταν ὁρίζῃ καὶ χρειαστῇ, νὰ ἔνι εἰς ὁρισμόν του, | ||||
νὰ ἔνι μετ’ αὖτον ἑνομοῦ καὶ νὰ κρατοῦν τὴν μάχην, | ||||
νὰ κουγκεστίζουν τοὺς Ρωμαίους μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχουν. | ||||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Ρομπέρτος, | |||
οὐδὲν ἠθέλησε ποσῶς ἀπόκρισιν νὰ στρέψῃ | ||||
ἕως οὗ νὰ ἐπάρῃ γὰρ βουλὴν μετὰ τοὺς ἐδικούς του. | ||||
Κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του τοὺς πρώτους τῆς βουλῆς του. | ||||
λεπτῶς τοὺς ἀφηγήσατο καὶ τὰς γραφὰς τοὺς δείχνει, | ||||
τὸ ὅτι τοῦ ἐμήνα ὀ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος τοῦ Μορέως. | ||||
Πολλὰ γὰρ ἐσυντύχασι, τὴν πρᾶξιν ἐσιδῆραν | ||||
οἱ κεφαλᾶδες ἑνομοῦ μετὰ τὸν βασιλέα. | ||||
Ἐνταῦτα οἱ φρονιμώτεροι εἶπαν κ’ ἐσυμβουλέψαν, | ||||
ὅτι, ἀφότου λέγει ὑπόσχεται ὁ ἀφέντης τοῦ Μορέως | ||||
νὰ γένῃ λίζιος ἄνθρωπος τοῦ βασιλέως τῆς Πόλης, | ||||
τὸν τόπον του νὰ ὑποκρατῇ ἀπὸ τὸν βασιλέα, | ||||
νὰ ἐσμίξουν μὲ τὸν βασιλέα, ὁμοῦ νὰ πολεμήσουν | ||||
ὅλους τοὺς ἀντιδίκους τους ἔνθα κι ἂν τοὺς εὑροῦσιν, | ||||
ἀρκεῖ καὶ σώζει νὰ γενῇ εἰρήνη καὶ φιλία | ||||
ἀνάμεσα γὰρ εἰς τοὺς δύο ἀφέντες τῆς Ρωμανίας· | ||||
ἐπεὶ ἦτο ἐπιδεξιώτερον αὐτὴ ἡ συμπεθερία, | ||||
ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΟΣ | ||||
παρὰ εἰς τὸν ρῆγαν ντὲ Ραγγιοῦν ὅπου ἔνι οὕτως μακρέα· | ||||
ἀφότου γὰρ δουλώνεται καὶ πρὸς τὸν βασιλέα, | ||||
τὸν τόπον, ὅπου ἐκέρδισεν, νὰ τὸν κρατῇ ἀπ’ αὖτον. | ||||
[§] | Ἐνταῦτα ἐγίνη ἀπόκρισις πρὸς τὸν μισίρ Ντζεφρόε | |||
ὅτι νὰ ἐσμίξουν στὴν Βλαχίαν, ἕνωσιν νὰ ποιήσουν, | ||||
κ’ ἐκεῖ νὰ κατορθώσουσιν νὰ ἔχουν νὰ διορθώσουν. | ||||
Ἐνταῦτα ἦλθεν ὁ βασιλεὺς στὸ κάστρον τῆς Λαρίσσου, | ||||
κ’ ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ὁ ἀφέντης τοῦ Μορέως, | ||||
ἀπὸ τὴν Θήβα ἐδιάβηκεν κ’ ἐπῆρε καὶ μετ’ αὖτον | ||||
ἐκεῖνον, ὅπου ἀφέντευεν ἐτότε τὴν Ἀθήναν, | ||||
μέγαν κύρην τὸν ἔλεγαν, ἀπ’ αὖτον γὰρ ἐκράτει | ||||
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ποῦ εἶχε στὴν Ρωμανίαν, | ||||
κὶ ὅλους τοὺς φλαμουραρίους, ὅπου ἦσαν στὸν Μορέαν. | ||||
Ὅλοι μὲ αὐτὸν ἐδιάβησαν ἐκεῖσε στὴν Βλαχίαν, | ||||
στὴν Λάρισσον ἑνώθησαν μετὰ τὸν βασιλέα. | ||||
[§] | Χαρὲς μεγάλες ἔποικαν ἀφότου γὰρ ἐσμίξαν, | |||
καὶ μετ’ ἐκεῖνες τὲς χαρὲς ἀμφότεροι ἐσυντύχαν | ||||
καὶ εἶπαν κ’ ἐδιόρθωσαν ἐτοῦτα ὅπου σὲ γράφω. | ||||
ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
Πρῶτα τοῦ ἔδωκε ὁ βασιλεὺς διὰ δωρεὰν καὶ προίκιον | ||||
ὅλην τὴν Δωδεκάνησον, νὰ τὴν κρατῇ ἀπ’ αὖτον· | ||||
δεύτερον τὸν ἐτίμησε πρίγκιπα νὰ τὸν λέγουν· | ||||
τρίτον μέγαν δεμέστικον ὅλης τῆς Ρωμανίας· | ||||
καὶ τέταρτον νὰ πολεμῇ στὸν τόπον, ὅπου ἐκράτει, | ||||
τὸ χαραγεῖο τῶν τορνεσίων, ὁμοίως τῶν δηνερίων. | ||||
Ἄνθρωπος λίζιος ἐγίνετον τοῦ βασιλέως ἐνταῦτα, | ||||
τὸν τόπον ὅπου ἀφέντευεν νὰ τὸν κρατῇ ἀπὸ ἐκεῖνον. | ||||
Κι ἀπαύτου γὰρ τοῦ ἔδωκεν ἐγράφου τὰ συνήθεια, | ||||
τὰ ἐκράτει ἐτότε ὁ βασιλέας ’ς ὅλον του τὸ βασίλειον, | ||||
ἐνῷ τὰ ἦτον ἐπάροντα ἐκεῖνος ὁ ἀδελφός του, | ||||
ὁ Βαλδουῖνος ὁ βασιλεὺς τὰ τῶν Ἱεροσολύμων. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἀπεκατέστησεν ἐτοῦτα ὅπου σὲ λέγω, | |||
ἀπηλογίαν ἀπήρασιν ὁ εἷς ἀπὸ τὸν ἄλλον· | ||||
ὁ βασιλεὺς ἐδιάβηκεν ὁλόρθα εἰς τὴν Πόλιν, | ||||
ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΟΣ | ||||
κι ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐστράφηκεν ὀπίσω εἰς τὸν Μορέαν | ||||
μὲ δόξαν καὶ περιχαρίαν διὰ τὸ ἔποικεν ἀγάπην, | ||||
τὴν ἤθελεν κι ὠρέγετον καὶ τὴν πολλὰ ἐπεθύμα. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἦλθε εἰς τὸν Μορέαν ὁ πρίγκιπα Ντζεφρόες | |||
κ’ ἔμαθεν ἡ ἐξαίρετος ἐκείνη ἡ γυνή του | ||||
ἡ πριγκίπισσα τῆς Ἀχαϊας, τοῦ βασιλέως θυγάτηρ, | ||||
- τὸ πῶς ἰσιάστη ὁ πρίγκιπας μετὰ τὸν βασιλέα, | ||||
πρῶτα Θεὸν ἐδόξασε χαρὰν μεγάλη ἐποῖκεν. | ||||
Ἐνταῦτα γὰρ ὁ πρίγκιπας μισίρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος | ||||
κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του βουλὴν νὰ τοῦ ἔχουν δώσει | ||||
τὸ πῶς νὰ διάξῃ καὶ γενῇ ἀπὸ τὰ κάστρη ἐκεῖνα | ||||
ὅπου ἐκρατοῦσαν οἱ Ρωμαῖοι στὸ πριγκιπᾶτο ἀκόμη, | ||||
τὴν Κόρινθον, Μονοβασίαν, τὸ Ἄργος καὶ τ’ Ἀνάπλι. | ||||
Ἐν τούτῳ τοῦ ἀπεκρίθησαν οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του· | ||||
« Ἐσὺ ἐξεύρεις, ἀφέντη μου, ὅτ’ οἱ ἐκκλησίες κρατοῦσιν | ||||
σιμὰ τὸ τρίτον τοῦ Μορέως, ὅλου τοῦ πριγκιπάτου· | ||||
κάθονται κι ἀναπεύονται, τίποτε οὐ ψηφοῦσιν | ||||
τὴν μάχην, ὅπου ἔχομεν ἡμεῖς μὲ τοὺς Ρωμαίους. | ||||
Λοιπόν, ἀφέντη, λέγομεν καὶ συμβουλεύομέ σε, | ||||
νὰ τοὺς καλέσῃς, μὲ ἄρματα νὰ ἔλθουν νὰ μᾶς βοηθήσουν, | ||||
Τὰ κάστρη ὅπου μᾶς μάχονται νὰ θέλωμεν τὰ πάρει· | ||||
εἴ τε κι οὐδὲν τὸ ποιήσουσιν, κράτησον τὲς προνοῖες τους». | ||||
Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ ἀποδέχτη· | ||||
ὥρισε κ’ ἐκαλέσαν τους κι ἀπήλθασιν ἐνταῦτα. | ||||
Ἐζήτησέν τους συμμαχίαν, ὅλοι νὰ τοῦ βοηθὴσουν, | ||||
ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΔΔΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
λαόν, φουσσᾶτα μὲ ἄρματα, τὸν τόπον νὰ φυλάξῃ, | ||||
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας νὰ τὸ ἔχῃ πολεμήσει. | ||||
Κ’ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν ὅτι οὐδὲν τοῦ ἐχρεωστοῦσαν, | ||||
μόνον τιμήν, προσκύνησιν, ὡς πρίγκιπας ὅπου ἦτον, | ||||
ἐπεῖν τὰ εἶχαν καὶ κρατοῦν ἀπὸ τὸν Πάπαν τὰ εἶχαν. | ||||
Ὁ πρίγκιπας ἐχόλιασεν, ὥρισε κ’ ἐκρατῆσαν | ||||
ὅλους τοὺς τόπους καὶ προνοῖες ἔνθα τὲς ἐκρατοῦσαν. | ||||
Κι οὐδὲν ἠθέλησεν ποσῶς τίποτε γὰρ νὰ ἐπάρῃ | ||||
ἀπὸ τὰ δίκαια τῶν προνοίων ὁλῶν τῶν ἐκκλησίων, | ||||
ἄλλὰ ὥρισε κι ἀρχάσασι νὰ χτίζουν τὸ Χλουμοῦτσι· | ||||
κ’ οἱ ἐπισκόποι ἀφώριζαν τὸν πρίγκιπα ἀεννάως. | ||||
Τρεῖς χρόνους γὰρ ἐκράτησεν ὁ πρίγκιπας τοὺς τόπους | ||||
τοῦ πριγκιπάτου, σὲ λαλῶ, ὁλῶν τῶν ἐκκλησίων, | ||||
ἕως οὗ καὶ ἀποπλήρωσε τὸ κάστρον Χλουμουτσίου· | ||||
κι ἀεννάως τὸν ἀφωρίζασιν καὶ πάντας τοὺς πριγκιπάτους. | ||||
Κι ἀφότου τὸ ἀποπλήρωσεν, ὡς ἤθελεν κι ἀγάπα, | ||||
φρεμενουρίους ἀπέστειλεν καὶ δύο καβαλλαρίους | ||||
στὸν Πὰπαν τὸν ἁγιώτατον, ἐκεῖσε εἰς τὴν Ρώμην, | ||||
παραδηλῶντα, λέγοντα, τὸ πῶς ἔνι εἰς τὴν μάχην, | ||||
καὶ μάχεται μὲ τοὺς Ρωμαίους ἐκεῖ εἰς τὴν Ρωμάνιαν. | ||||
Εἰς τοῦτο ἐπαρακάλεσε τὲς ἐκκλησίες ὅπου εἶναι | ||||
μητροπολῖτες κι ἀρχιερεῖς, τὸ Τέμπλο κι Ὁσπιτάλιν | ||||
νὰ τοῦ βοηθήσουν κἄν ποσῶς στὴν μάχην ὅπου εἶχεν | ||||
ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟΝ ΤΟΥ ΧΛΟΥΜΟΥΤΣΙΟΥ | ||||
Κ’ ἐκεῖνοι οὐκ ἠθελήσασιν ποσῶς νὰ τοῦ βοηθήσουν· | ||||
ἔβαλεν καὶ ἐκράτησαν τοὺς τὸπους καὶ προνοῖες, | ||||
ὅπου εἶχαν κ’ ἐκρατούσασιν ’ς ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο, | ||||
κι οὐδὲν ἠθέλησε τριχὸς τίποτε νὰ ἔχῃ ἐπάρει | ||||
ἀπὸ τὰ τέλη καὶ δουλεῖες ὁλῶν τῶν ἐκκλησίων, | ||||
ἀλλὰ ἔβαλεν κ’ ἐχτίσασιν κάστρον ἀφιρωμένον, | ||||
ὅπου φυλάττει τὸν γιαλὸν καὶ τοῦ Μορέως λιμιῶνα. | ||||
Πολλάκις, ἂν ἐχάσασιν οἱ Φράγκοι τὸν Μορέαν, | ||||
μετὰ τοῦ κάστρου ἐκεινοῦ τὸν ἤθελαν κερδίσει. | ||||
Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλεῖ, ὡς ἀγιώτατον Πάπαν, | ||||
τοῦ νὰ ἔχῃ τὴν ἀγάπην σου καὶ νὰ τοῦ συμπαθήσῃς, | ||||
ἐπεὶ ἂν ἐπῆραν οἱ Ρωμαῖοι τὸν τόπον τοῦ Μορέως, | ||||
οὐδὲν ἀφῆναν κἂν ποσῶς τὲς ἐκκλησίες τῶν Φράγκων». | ||||
Κι ὁ Πάπας ὁ ἁγιώτατος, ὡς τὸ ἐπληροφορέθη, | ||||
συμπάθειον ἔστειλεν εὐθέως τὸν πρίγκιπα Ντζεφρόε. | ||||
Ἀφότου εἶδε ὁ πρίγκιπας τοῦ Πάπα τὴν συμπάθειον, | ||||
χαρὰς μεγάλας ἔποικεν καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει. | ||||
Ἀπαύτου γὰρ ἐμήνυσε νὰ ἔλθῃ ὁ μητροπολίτης, | ||||
ἐκεῖνος ὅπου λέγουσι ὁ τῆς Παλαίας Πάτρας, | ||||
ὡσαύτως καὶ οἱ ἐπίσκοποι ὅπου εἶναι τοῦ σκαμνίου του, | ||||
ὁ κομεντούρης τοῦ Τεμπλίου, αὐτὸς τοῦ Ὁσπιταλίου. | ||||
Τὸν ὁρισμὸν τοὺς ἔδειξεν, τοῦ Πάπα τὴν συμπάθειον· | ||||
κ’ ἐνταῦθα ὥρισε κ’ ἔστρεψαν τοὺς τόπους ὅπου ἐκράτει, | ||||
καὶ μετὰ τοῦτο τοὺς καλεῖ φρόνιμα, μετ’ εἰρήνης· | ||||
«Πατέρες, ἐτοῦτο ὅπου ἔποικα κι ἀπῆρα τὲς προνοῖες σας, | ||||
οὐδὲν σᾶς φταίω, μὰ τὸν Χριστόν, ἐσεῖς τὸ φταῖτε πλέον, | ||||
ἐπεὶ ἔπρεπε νὰ τὸ ἐξεύρετε καὶ νὰ τὸ ἐγροικᾶτε, | ||||
ὅτι ἂν ἐπῆραν οἱ Ρωμαῖοι -ὁ Θεὸς νὰ μὴ τὸ δώσῃ,- | ||||
τοὺς τόπους ὅπου ἔχομεν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν, | ||||
οὐδὲν ἀφῆναν γὰρ ἐσᾶς διατὶ εἶστε τῆς ἐκκλησίας | ||||
τοῦ νὰ κρατῆτε ἐδῶ προνοῖες καὶ νὰ ἔχετε προβέντες· | ||||
ἀλλ’ οὕτως σᾶς ἠθέλασιν φονέψει κι ἀκληρήσει, | ||||
ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
ὡσὰν κ’ ἐμᾶς τοὺς κοσμικοὺς ὅπου εἴμεθα στρατιῶτες. | ||||
Λοιπὸν ἐγὼ οὐδὲν ζητῶ, οὐδὲ μὲ δίκαιον πρέπει | ||||
νὰ πολεμῆτε γαρνιζοῦν ὡσὰν οἱ προνοιατόροι | ||||
εἰ δὲ εἰς ἄλλες ἀφορμές, διὰ φύλαξιν τοῦ τόπου, | ||||
διὰ συμμαχίαν κάστρου τινὸς ὅπου ἔνι ἀσεντζισμένο, | ||||
ἀπὸ τοὺς ἀντιδίκους μας, πρέπει νὰ μᾶς βοηθᾶτε, | ||||
ὡσαύτως εἰς φουσσάτεμα ν’ ἀπέλθωμεν διὰ κοῦρσο. | ||||
Κ’ εἰς ἄλλες γὰρ ὑπόθεσες διὰ συμμαχίαν τοῦ τὸπου, | ||||
πρέπει νὰ εἴμεθε ἑνομοῦ τὸν τόπον μας φυλάττειν, | ||||
ἐπεὶν ἐσεῖς δίχως ἐμᾶς τίποτε οὐ χρηματεῖτε. | ||||
Ἐγὼ γὰρ ἂν ἐκράτησα τῆς ἐκκλησίας τοὺς τόπους, | ||||
οὐδὲν ἐπῆρα τίποτε νὰ λάβω εἰς διάφορὸν μου· | ||||
κάστρον, θεωρεῖτε, ἔποικα διὰ σωτηρίαν τοῦ τόπου, | ||||
διὰ ἐσᾶς κ’ ἐμᾶς τὸ ἔποικα νὰ ἔνι κλειδὶν τοῦ τὸπου. | ||||
Πολλάκις ἂν ἐχάσαμεν τὸν τόπον τοῦ Μορέως, | ||||
ἀπὸ τὸ κάστρον Χλουμουτσίου τὸν θέλομεν κερδίσει. | ||||
Ἐν τούτῳ σᾶς παρακαλῶ ὡς ἐκκλησίας πατέρες, | ||||
ἂς ἔχω τὴν συμπάθειον σας ὡσὰν κι ἀπὸ τὸν Πάπαν, | ||||
κι ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἔμπροσθεν ἂς ἔχωμεν ὁμοτόνιον· | ||||
συντρέχετέ με εἰς ἄρματα, ὡς πρέπει καὶ ἁρμόζει, | ||||
κ’ ἐγὼ πάλε νὰ σᾶς βοηθῶ ἀπ’ ὅσον κάμνει χρείαν». | ||||
Ἐνταῦτα ἐσυμπαθήστησαν κ’ ἐποίησαν ἀγάπην, | ||||
κ’ ἐτάξασιν ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ εἶναι εἰς θέλημά του, | ||||
[§] | Ἀφότου γὰρ ἐγένετον ἐτοῦτο ὅπου σᾶς εἶπα, | |||
αὐτὸς ὁ πρίγκιπας Ντζεφρὲς οὐδὲν εἶχεν τὴν χάριν, | ||||
νὰ ποιήσῃ τέκνον τίποτε ν’ ἀφήκῃ κληρονόμον. | ||||
ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΟΔΟΦΡΕΙΔΟΥ Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΥ | ||||
Ὡσὰν ἔνι τὸ φυσικὸν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, | ||||
κι ὅσοι γεννοῦνται ὀφείλουσιν θάνατον ν’ ἀποθάνουν, | ||||
ἔπεσεν γὰρ ὁ πρίγκιπας εἰς ζάλην τοῦ θανάτου. | ||||
Κι ὡς τὸ εἶδε γὰρ κ’ ἐννοῆσε το ὅτι ἀποθάνει θέλει, | ||||
τὸν ἀδελφόν του ἔκραξε, ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμο, | ||||
καὶ λέγει οὕτως πρὸς αὐτόν, φιλοπαρακαλεῖ τον· | ||||
«Ἀδέλφι μου γλυκύτατον, ἀδέλφι μου ἠγαπημένο, | ||||
ἐγὼ ἀποδάρτε ἐπλήρωσα τὰ ἔτη τῆς ζωῆς μου | ||||
κ’ ἐσὺ ἀπομένεις ἀπ’ ἐμοῦ ἀφέντης κληρονόμος | ||||
εἰς ὅσα γὰρ ἐκέρδισε ὁ ἀφέντης καὶ πατὴρ μας, | ||||
μὲ βίαν καὶ μόχθον δυνατόν, τὸ ξεύρουσιν οἱ πάντες. | ||||
Λοιπὸν, ἀδελφέ μου ἀγαπητέ, ἐγὼ εἶχα εἰς τὸν νοῦν μου | ||||
νὰ οἰκοδομὴσω ἐκκλησίαν, νὰ ποιήσω μοναστῆρι, | ||||
νὰ βάλω τὸ ἅγιον λείψανον τοῦ ἀφέντου τοῦ πατρός μας, | ||||
κι οὐδὲν τὸ ἐκατευόδωσα ἀπὸ τὲς ἁμαρτίες μου. | ||||
Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, ἀξιώνω καὶ φορτώνω, | ||||
ἀφῶν οὐδὲν ἠμπόρεσα νὰ τὸ κατευοδώσω, | ||||
ποίησέ το, ἀδελφούτσικε, νὰ ἔχῃς τὴν εὐχήν του, | ||||
ἐκείνου τοῦ πολυπαθῆ τοῦ ἀφέντη καὶ πατρός μας· | ||||
κι ἂς βάλουσιν τὸ λείψανον ἐκεῖσε εἰς τὸ κιβοῦριν | ||||
κι ἀπαύτου πάλε ἂς βάλουσιν πλησίον τὸ ἐδικόν μου. | ||||
Καὶ διόρθωσε, καλὲ ἀδελφέ, νὰ ἔχῃ τὸ μοναστῆρι, | ||||
ψάλτες γὰρ καὶ λειτουργούς, νὰ ἔχουν τὴν ζωὴν τους, | ||||
διὰ νὰ μᾶς μνημονεύουσιν εἰς αἰῶνας αἰώνων. | ||||
Καὶ μετὰ τοῦτο ἀδελφέ, λέγω καὶ συμβουλεύω, | ||||
νὰ ἐπάρῃς γὰρ γυναῖκα σου νὰ ἔνι ὁμόζυγὴ σου, | ||||
ὅπως νὰ ποίσῃς μετ’ αὐτὴν τέκνα καὶ κληρονόμους | ||||
διὰ νὰ κληρονομήσουσιν τὸν κόπον τοῦ πατρός μας». | ||||
Ἀφότου γὰρ ἐδιόρθωσεν ὁ πρίγκιπας Ντζεφρόης | ||||
τὰ πάντα ὅλα ὅπου ἔπρεπεν ὡς φρόνιμος διορθώσει, | ||||
Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΠΡΙΓΚΙΨ | ||||
τὸ πνεῦμα του ἐπαρέδωκεν, κι ἀπῆραν το οἱ ἀγγέλοι· | ||||
κι ὅσοι τὸ ἀκούετε, λέγετε· Θεὸς τοῦ συμπαθήσῃ. | ||||
[§] | Ἐνταῦτα γὰρ οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ φλαμουριάροι ὅλοι | |||
ἐστέψασιν διὰ πρίγκιπα ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμο, | ||||
τὸν ἀδελφὸν τοῦ πρίγκιπος ἐκείνου τοῦ Ντζεφρόη. | ||||
ὅστις καὶ γὰρ ἐξέβηκεν ἄνθρωπος ἐπιδέξιος, | ||||
φρόνιμος καὶ κοπιαστὴς εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, | ||||
ὅπου νὰ ἐγεννήθησαν εἰς μέρη Ρωμανίας· | ||||
καὶ ἦτον καὶ φιλάνθρωπος, οἱ πάντες τὸν ἀγαποῦσαν. | ||||
Κι ἀφότου ἐπαράλαβε τὴν ἀφεντίαν τοῦ τόπου, | ||||
ηὗρεν ὅτι ἐκρατούσασιν ἀκόμη οἱ Ρωμαῖοι | ||||
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας κ’ ἐκεῖνο τῆς Κορίνθου, | ||||
ὡσαύτως γὰρ τοῦ Ἀναπλίου ποῦ ἔνι πλησίον τοῦ Ἄργου, | ||||
τὰ ὅποια κάστρη εἴχασιν τοὺς πρώτους γὰρ λιμιῶνες, | ||||
ὅπου ἔρχονταν τὰ πλευτικὰ τοῦ βασιλέως Ρωμαίων, | ||||
κ’ ἠφέρνασιν σωτάρχισιν κι ἀνθρώπους τῶν ἀρμάτων. | ||||
[§] | Ἰδὼν ἐτοῦτο ὁ πρίγκιπας μεγάλως τὸ ἐβαρύνθη, | |||
λέγας γὰρ ὅτι ἐὰν οὐδὲν ἔχῃ τὰ κάστρη ἐκεῖνα, | ||||
οὐδὲν πρέπει νὰ τὸν λαλοῦν πρίγκιπα τοῦ Μορέως. | ||||
Ἐν τούτῳ ἀτός του ἐσκόπησεν ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον, | ||||
κ’ ἐζήτησεν κι ἀλλῶν βουλὴν κ’ ἰσιάστησαν μετ’ αὖτον· | ||||
ὅτι ἂν οὐκ ἔχῃ πλευτικὰ τὴν θάλασσαν κρατήσει, | ||||
νὰ μὴ ἔρχεται σωτάρχισις εἰς τὰ εἰρημένα κάστρη, | ||||
ΕΠΙΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΟΛΟΣΧΕΡΗ ΚΑΤΟΧΗΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
ποτὲ οὐ κυριεύσει τα οὐδὲ κερδίσει τὰ ἔχει. | ||||
Μαντατοφόρους ἔστειλεν στὸν δοῦκαν Βενετίας | ||||
κ’ ἰσιάστησαν μὲ τὸ Κουμοῦ εἰς τέτοιες συμφωνίες· | ||||
τοῦ νὰ τοῦ δώσῃ τὸ Κουμοῦ ἕως ὅτου νὰ κερδίσῃ | ||||
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας κ’ ἐκεῖνο τὸ Ἀνάπλι, | ||||
τέσσαρα κάτεργα καλὰ μὲ τὴν ἁρμάτωσίν τους· | ||||
κ’ ἐκεῖνος νὰ δώσῃ τοῦ Κουμοῦ τὸ κάστρον τῆς Κορώνης | ||||
μὲ τὰ χωρία, περιοχὴν ὁμοῦ μὲ τὴν Μεθώνην, | ||||
νὰ τὰ ἔχῃ εἰς κληρονομίαν τὸ Κουμοῦ τῆς Βενετίας· | ||||
κι ἀπαύτου γὰρ καὶ ἔμπροστεν κερδίζοντα τὰ κάστρη, | ||||
νὰ δίδῃ πάντα ἡ Βενετία διὰ φύλαξιν τοῦ τόπου | ||||
κάτεργα δύο καὶ μοναχά, νὰ ἔχουσι τὸν λαόν τους· | ||||
κι ὁ πρίγκιπας νὰ ἐκπληρῇ τὴν ἔξοδόν τους ὅλην, | ||||
τὸ λέγουσιν πανάτικα, ἄνευ τῆς ρόγας μόνης. | ||||
[§] | Καὶ οὕτως ὡσὰν ἐδιόρθωσεν ὁ πρίγκιπας ἐτοῦτο, | |||
ἐδιόρθωσε τοῦ νὰ γενῇ τὸ σέντζιον τῆς Κορίνθου. | ||||
Ἐνταῦτα ὁρίζει, γράφουσιν τῶν Ἀθηνῶν τοῦ ἀφέντου, | ||||
Μέγαν Κύρην τὸν ἔλεγαν ἐκεῖνον τὸν ἀφέντην, | ||||
ν’ ἀπέρχεται εἰς βοήθειαν στὸ σέντζο τῆς Κορίνθου. | ||||
Ἀπαύτου γὰρ ἀπέστειλεν στὸν δοῦκα τῆς Νηξίας, | ||||
στοὺς τρεῖς ἀφέντες τοῦ Εὔριπου κ’ εἰς ὅλους τῶν νησίων, | ||||
νὰ ἔλθουν μετὰ δύναμης ἀρμάτων καὶ φουσσάτων· | ||||
κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὰ φουσσᾶτα, | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ | ||||
ἐδιόρθωσεν, ὁ πρίγκιπας τὸν παρακαθισμόν τους. | ||||
[§] | Λοιπόν, διατὶ ἔνι τὸ βουνὶ τοῦ κάστρου τῆς Κορίνθου | |||
πλατὺ καὶ μέγα, φοβερόν, κι ἀπάνω ἔνι τὸ κάστρον, | ||||
εὑρίσκεται πρὸς μεσημβρίαν τοῦ ἐκεινοῦ τοῦ κάστρου | ||||
ὁκάτι ἕνα βουνόπουλον, τραχῶνι γὰρ μὲ σπήλαιον. | ||||
Κι ὁρίζει ἐνταῦτα ὁ πρίγκιπας κι ἀπάνω ἔχτισε κάστρον, | ||||
Μοῦντ’ Ἐσκουβὲ τὸ ὠνόμασαν, οὕτως τὸ κράζουν πάλε· | ||||
κι ἀπὸ τὴν ἄλλην γὰρ μερέαν, τὸ λέγουσιν πρὸς ἄρκτον, | ||||
ὁ Μέγας Κύρης ἔποικεν κάστρο ἐδικό του ἐκεῖσε. | ||||
Ἐβάλασιν σωτάρχισιν, σκουταροτζαγρατόρους. | ||||
[§] | Καὶ τόσα τοὺς ἐστένεψαν τοὺς Κορινθαίους ἐνταῦτα, | |||
ὅτι ποσῶς οὐκ εἶχαν ἀπάδειαν ξύλο κανὲν νὰ ἐμπάσουν, | ||||
οὐδὲ σωτάρχιση καμμία νὰ τοὺς ἐμπῇ ποθόθεν· | ||||
μόνι τὸ ὕδωρ τὸ πολὺ τῶν βρύσων καὶ πηγάδων, | ||||
ὅπου εἶναι ἀπάνω στὸ βουνὶ ἀπέσω εἰς τὸ κάστρον, | ||||
αὐτόνο εἴχασι πολύ, καὶ ποῖος νὰ τοὺς τὸ ἐπάρῃ. | ||||
[§] | Λοιπόν, ἂν ἤθελα λεπτῶς νὰ σὲ τὰ ἔγραψα ὅλα | |||
ΕΠΙΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΟΛΟΣΧΕΡΗ ΚΑΤΟΧΗΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
ὅσα καὶ γὰρ ἐγίνησαν στὸ σέντζο τῆς Κορίνθου, | ||||
πολλὰ ἠθέλαν βαρεθῆ ἐκεῖνοι ὅπου τὸ ἀκοῦσιν. | ||||
Ἀλλὰ ἐκ τὴν στένεψιν τὴν πολλὴν ποῦ εἶδαν ἐκεῖνοι οἱ | ||||
ἀπέσω, | ||||
ὅτι ποθὲν οὐκ ἠμποροῦν νὰ ἔχουσι βοήθειαν, | ||||
ἔπεσαν εἰς συμβίβασιν κ’ ἐδώκασιν τὸ κάστρον, | ||||
μεθ’ ὅρκου γὰρ καὶ συμφωνίες, νὰ ἔχουν τὲς προνοῖες τους, | ||||
καθὼς κ’ οἱ ἕτεροι Ρωμαῖοι τοῦ πριγκιπάτου ὅλου. | ||||
[§] | Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος | |||
τὸ κάστρον τὸ βασιλικόν, ἐκεῖνο τῆς Κορίνθου, | ||||
ὥρισε καὶ ἐβάλασιν σωτάρχισιν μεγάλην | ||||
ἀπὸ λαοῦ καὶ ἄρματα, ὡς ἔπρεπεν κι ἁρμόζει. | ||||
Κ’ ἐνταῦτα κράζει πρότερον ἀρχὴ τοῦ Μέγαν Κύρην, | ||||
καὶ μετὰ ταῦτα ἅπαντας, ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες, | ||||
καὶ οὕτως εἶπε πρὸς αὐτοὺς μετὰ μεγάλης γνώμης. | ||||
«Συντρόφοι, φίλοι κι ἀδελφοί, πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμεν | ||||
πρῶτα τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, δεύτερον τῆς Θεοτόκου, | ||||
τὴν χάριν, τὴν μᾶς ἔδωκε κ’ ἔχομεν κερδεμένον | ||||
τὸ κάλλιον μέρος τοῦ Μορέως, ὀλίγον γὰρ μᾶς λείπει· | ||||
τὸ κάστρον γὰρ τοῦ Ἀναπλίου καὶ τῆς Μονοβασίας, | ||||
αὐτὰ τὰ δύο μᾶς λείπουσιν καὶ λέγω, ὅτι, ἂν σᾶς φαίνῃ, | ||||
ἐδῶ ποῦ εὑρίσκεστε ἑνομοῦ, ἂς ἔχωμεν συντύχει, | ||||
βουλὴ ἂς ἔχωμε ἀμφότεροι μὲ τί τρόπον καὶ στράταν | ||||
νὰ πολεμήσωμεν καὶ αὐτὰ νὰ τὰ ἔχωμεν κερδίσει». | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ οἱ φρονιμώτεροι εἶπαν καὶ ἀφιρῶσαν· | |||
»Ὅτι ἀφότου εὑρίσκονται ἀμφότερα τὰ κάστρη | ||||
εἰς ἀκρωτῆριν τοῦ γιαλοῦ καὶ ἔχουσιν λιμιῶνα, | ||||
πρέπει νὰ τὰ σεντζίσωμεν τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης». | ||||
[§] | Ἐνταῦτα καθεζόμενοι εἰς τὴν βουλὴν ἐκείνην, | |||
μαντᾶτα ἠφέρασιν ἐκεῖ τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου, | ||||
οἱ ἀποκρισάροι ἐστράφησαν ἀπὸ τὴν Βενετίαν | ||||
κ’ ἠφέρασιν τὲς συμφωνίες, οὕτως ὡσὰν ἐζήτει | ||||
ὁ πρίγκιπας ὁλοστινῶς, ὡς ἤθελεν κι ἀγάπα· | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ | ||||
τὰ κάτεργα τὰ τέσσαρα ἦλθαν εἰς τὴν Κορώνην. | ||||
Τὸ ἀκούσει το ὁ πρίγκιπας, μεγάλως γὰρ τὸ ἐχάρη, | ||||
ὡσαύτως τὸ ἀποδέχτησαν κ’ οἱ κεφαλᾶδες ὅλοι. | ||||
Μὲ τὴν βουλὴν ὁ πρίγκιπας κράζει τοὺς Βενετίκους | ||||
ἐκείνους ὅπου ἠφέρασιν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες. | ||||
Καβαλλάριν ἀπέστειλεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κορώνην· | ||||
τὸ κάστρον ἐπαράδωκεν νὰ τὸ ἔχουν οἱ Βενετίκοι | ||||
μὲ ὅλην τὴν διακράτησιν μέχρι κρατεῖ ἡ Μεθώνη· | ||||
ὅσα χωρία κι ἂν ἤσασιν τὰ ἐκράτει ἐτότε ἡ κούρτη, | ||||
νὰ τὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται τῆς Βενετίας ὁ δοῦκας, | ||||
ἄνευ τῶν τόπων καὶ προνοιῶν, τὰ ἔχουν οἱ προνοιατόροι. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἐπαράλαβαν ἐτότε οἱ Βενετίκοι | |||
τὸ κάστρον, τὴν περιοχήν, τὰ μέρη τῆς Κορώνης, | ||||
ἀπήλθασιν τὰ κάτεργα ὁλόρθα εἰς τὸ Ἀνάπλι· | ||||
τὸ κάστρον ἐσεντζίσασιν ἐκ μέρους τῆς θαλάσσης, | ||||
κι ὁ πρίγκιπας ἐκ τὴν στερεὰν μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅλα. | ||||
Τὸ καλοκαῖρι ἐπέρασεν, ὁ χειμῶνας εἰσῆλθεν, | ||||
κἀκεῖσε ἐξεχειμάσασιν τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης. | ||||
Κι ὡς ἦλθε ὁ δεύτερος καιρός, ἦλθε τὸ καλοκαῖριν, | ||||
κ’ εἶδαν τὸ κάστρον τοῦ Ἀναπλίου τὸ πῶς ἔνι κλεισμένον | ||||
κι οὐκ εἶχαν τίποτε ποσῶς καμμίαν βοήθειαν νὰ ἔλθῃ, | ||||
ἐποίησαν συμβίβασιν κ’ ἐδώκασιν τὸ κάστρον. | ||||
Τὸ Ἀνάπλι γὰρ εὑρίσκετον κάστρον εἰς δύο τραχώνια· | ||||
ΕΠΙΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΟΛΟΣΣΧΕΡΗ ΚΑΤΟΧΗΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστησαν νὰ δώσουσιν τὸ πρῶτον. | |||
καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἀχαμνότερον νὰ τὸ κρατοῦν οἱ Ρωμαῖοι· | ||||
μεθ’ ὅρκου καὶ προστάγματα τὲς συμφωνίες ἐποῖκαν. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν ὁ πρίγκιπας τὸ Ἀνάπλι, | |||
μὲ προθυμίαν τὸ ἐχάρισεν τότε τὸν Μέγαν Κύρην, | ||||
νὰ τὸ ἔχῃ εἰς κληρονομίαν ἐκεῖνο καὶ τὸ Ἄργος. | ||||
Τὴν χάριν, ὅπου ἐχάρισεν ὁ πρίγκιπας, τὸ Ἀνάπλι | ||||
κ’ εἶθ’ οὕτως τὸ Ἄργος ἑνομοῦ τότε τὸν Μέγαν Κύρην, | ||||
ἦτον διὰ τὴν συνδρομὴν ὅπου ἔποικεν ἐτότε | ||||
ὁ Μέγας Κύρης, σὲ λαλῶ, στὸ πιάσμα τῆς Κορίνθου, | ||||
ὡσαύτως διατὸ ἀπάντεχεν ὁ πρίγκιπας μετ’ αὖτον | ||||
νὰ τοῦ βοηθήσῃ εἰς τὸν πιασμὸν κάστρου Μονοβασίας. | ||||
[§] | Λοιπόν, ἀφότου ἐπιάσασιν τὸ κάστρον τοῦ Ἀναπλίου, | |||
ὁ πρίγκιπας ἐδιάβηκεν μετὰ τὸν Μέγαν Κύρην· | ||||
κι ἀπέκει ἀπεχωρίστησαν, κ’ ἐδιάβη ὁ Μέγας Κύρης | ||||
ὁλόρθα ἐκεῖ στὴν χώραν του, τὴν λέγουσιν γὰρ Θήβαν, | ||||
κι ὁ πρίγκιπας ἐδιάβηκεν στὰ μέρη τοῦ Μορέως. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἐπέρασε ὁ καιρός, τὸν λέγουσιν χειμῶνα, | |||
μαντατοφόρους ἔστειλεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος· | ||||
καὶ γράφει καὶ παρακαλεῖ πρῶτα τὸν Μέγαν Κύρην, | ||||
τοὺς τρεῖς ἀφέντες τοῦ Εὔριπου, τὸν δοῦκαν τῆς Νηξίας, | ||||
καὶ ὅλους γὰρ τοὺς ἕτερους ἀφέντες τῶν νησίων, | ||||
τὸν κόντον τῆς Κεφαλλονίας κι ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες | ||||
τοῦ πριγκιπάτου τοῦ Μορέως, μικρούς τε καὶ μεγάλους, | ||||
νὰ ἔρχωνται μὲ ἄρματα, μὲ σωταρχία μεγάλην· | ||||
στὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας βούλεται νὰ ἀπέλθῃ· | ||||
διατὸ ἔνι ἀπολέμητον, παρακαθίσει τὸ ἔχει | ||||
τῆς γῆς γὰρ καὶ τῆς θάλασσας, βούλεται νὰ ἔχῃ βάλλει | ||||
φύλαξιν, παρακαθισμὸν ἕως οὗ νὰ τὸ ἔχῃ ἐπάρει. | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
Κι ἀφότου ἄνοιξε ὁ καιρὸς ἀπὸ τὸν μάρτιον μῆναν, | ||||
καταπαντόθεν ἤλθασιν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα· | ||||
εἰς τὰ λιβάδια τοῦ Νικλίου, ἐκεῖσε εἰς τοὺς κάμπους | ||||
ἐγίνετον ἡ σώρεψις ἐκείνων τῶν φουσσάτων, | ||||
κι ἀπέκει ὁλόρθα ἐδιάβησαν εἰς τὴν Μονοβασίαν. | ||||
[§] | Τὰ κάτεργα τὰ τέσσαρα ἦλθαν τῶν Βενετίκων | |||
κ’ ἐστῆκαν ἀπὸ τὸν αἰγιαλόν, τὴν θάλασσαν ἐπιάσαν· | ||||
ἐδιόρθωσεν ὁ πρίγκιπας τὸν παρακαθισμόν του· | ||||
μὲ τέτοιον τρόπον κι ἀφορμὴν τὴν ἐπαρακαθίσαν | ||||
ἐτότε τὴν Μονοβασίαν, ὡς τὸ κλουβὶ τὸ ἀηδόνι. | ||||
Ἐκεῖνοι τῆς Μονοβασίας ὅπου ἔξευραν τὸ κάστρον, | ||||
ὅτι ἔρχετον ὁ πρίγκιπας νὰ τοὺς παρακαθίσῃ, | ||||
ἐποῖκαν τὴν σωτάρχειον τους πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχαν, | ||||
καὶ εἰς ψῆφον οὐκ εἴχασιν τὰ φράγκικα φουσσᾶτα, | ||||
ἔχοντα γὰρ τὸν λογισμὸν μικρόν, νὰ ἔχουσιν ἀργήσει | ||||
ἐκεῖ εἰς τὸν παρακαθισμὸν ὅπου τοὺς ἐποιῆσαν. | ||||
[§] | Ὁ πρίγκιπας γὰρ ἐβλέποντας τὴν τόση ἀλαζονείαν, | |||
ἀπὸ χολῆς του καὶ θυμοῦ ὤμοσε εἰς τὸ σπαθί του, | ||||
ποτέ του ἀπέκει μὴ διαβῇ ἕως οὗ τὸ κάστρο ἐπάρῃ. | ||||
Τὰ τριπουτσέτα ὥρισεν κ’ ἐστήσασιν κἄν τρία. | ||||
κ’ ἐρρίχτασιν ἀδιάλειπα, ἡμέραν γὰρ καὶ νύχτα· | ||||
τὰ ὁσπίτια ἐχαλάσασιν κι ἀνθρώπους ἐφονέψαν. | ||||
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ καὶ πότε νὰ τὰ γράφω, | ||||
τὰ ὅσα ἐποίησε ὁ πρίγκιπας εἰς τὴν Μονοβασίαν, | ||||
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ | ||||
καὶ πάλε πῶς ἐδιάγασιν οἱ Μονοβασιῶτες; | ||||
ἀλλὰ διὰ συντομώτερον καὶ νὰ σᾶς τὸ κοντέψω, | ||||
καθὼς τὸν ὅρκον ἔποικεν ὁ πρίγκιπας ἐτότε, | ||||
ὅτι ποτέ του οὐ μὴ ἀπελθοῦν ἐκ τὴν Μονοβασίαν | ||||
ἕως οὗ νὰ ἐπάρῃ τὸ βουνί, ὡσαύτως καὶ τὸ κάστρον. | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ ἀργήσασιν ἐκεῖ τρεῖς χρόνους γὰρ καὶ πλέον· | |||
ἐκεῖνοι τῆς Μονοβασίας, οὐκ εἶχαν τί νὰ φάγουν, | ||||
ἐφάγασιν τοὺς ποντικοὺς ὁμοίως καὶ τὰ κατσία· | ||||
οὐκ εἶχαν πλέον τὸ τί νὰ φάουν, μόνον καὶ τὰ κορμιά τους. | ||||
Κι ὡς εἶδαν τὴν στενοχωρίαν, τὸν θάνατον ἐμπρός τους, | ||||
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσει. | ||||
Συμβίβασιν ἐζήτησαν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου· | ||||
νὰ εἶναι πάντοτες αὐτοῦ μὲ τὴν κληρονομίαν τους | ||||
Φράγκοι ἐγκουσάτοι ἑνομοῦ μετὰ τὰ πράγματά τους, | ||||
νὰ μὴ χρεωστοῦσιν δούλεψιν ἄνευ τὰ πλευτικά τους, | ||||
ἔχοντα γὰρ τὴν ρόγαν τους καὶ τὴν φιλοτιμίαν τους. | ||||
Ὁ πρίγκιπας τοὺς ἔποικεν ἐγράφως βουλλωμένες | ||||
τὲς συμφωνίες κ’ ὑπόθεσες ὅπου τοῦ ἐζητῆσαν· | ||||
καὶ ὅσον ἐπαράλαβαν τὰ ὁρκωμοτικά τους, | ||||
τρεῖς ἄρχοντες ἀπ’ ἐκεινοὺς ἀπῆραν τὰ κλειδία | ||||
τοῦ κάστρου τῆς Μονοβασίας, τοῦ πρίγκιπος τὰ ἠφέραν· | ||||
ὁ ἕνας ἦτον Μαμωνᾶς, ὁ ἄλλος Δαιμονογιάννης, | ||||
ὁ τρίτος ἦτον Σοφιανός, οὕτως τὸν ὠνομάζαν. | ||||
Αὐτὲς ἦσαν οἱ τρεῖς γενεὲς κ’ οἱ εὐγενικώτεροί τους | ||||
ὅπου ἦσαν στὴν Μονοβασίαν κ’ εἶναι ἀκόμη ἐκεῖσε· | ||||
τὸν πρίγκιπαν ἐπροσκύνησαν, καλὰ τοὺς ἀποδέχτη | ||||
ὡς φρόνιμος, διακριτικὸς ὅπου ἦτον εἰς τοὺς πάντας· | ||||
γλυκία τοὺς ἀναδέχτηκεν, μετὰ τιμῆς μεγάλης, | ||||
εὐεργεσίαν τοὺς ἔποικεν ἄλογα καὶ φαρία, | ||||
καὶ ροῦχα γὰρ ὁλόχρυσα, σκαρελέτα μετὰ ἐκεῖνα, | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
ἐπρόνοιασέ τους ἀλλὰ δὴ στὰ μέρη τῶν Βατίκων. | ||||
Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος | ||||
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας, τὸ ἐξάκουστον ἐκεῖνο, | ||||
σωτάρχειον ἔβαλεν πολλήν, ἀνθρώπους τῶν ἀρμάτων, | ||||
καὶ ἄρματα καὶ διοίκησες, ὡς ἔπρεπε νὰ ἔχῃ. | ||||
Ἀκούσων γὰρ τὰ ἐξέχωρα, τὰ μέρη τῶν Βατίκων, | ||||
κ’ ἐκεῖνοι ἀπὸ τὴν Τσακωνίαν ποῦ ἦσαν ροβολεμένοι, | ||||
ὅτι αὐτὴ ἐπροσκύνησε τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον, | ||||
ὁλοδρομαίως ἐρχόντησαν κ’ ἐπροσκυνούσανέ τον· | ||||
κι ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, ὅλους τοὺς ἐχαιρέτα, | ||||
γλυκία τοὺς ἀναδέχετον πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχαν. | ||||
Καὶ ὅσον ἐκατέστησεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος | ||||
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας καὶ τὰ τῶν περιχώρων, | ||||
ὥρισεν κι ἀπηλόγιασαν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα, | ||||
ὡσαύτως καὶ τὰ κάτεργα ποῦ ἦσαν τῆς Βενετίας, | ||||
καὶ μετὰ ταῦτα ἐστράφηκεν στὴν Λακοδαιμονίαν. | ||||
Τοὺς κεφαλᾶδες ἔκραξε βουλὴν νὰ τοῦ ἔχουν δώσει, | ||||
κ’ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν κ’ ἐσυμβουλέψανέ τον, | ||||
διατὶ ἐκοπίασαν πολλὰ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, | ||||
- χρόνους τρεῖς ὅπου ἐστάθησαν εἰς τὴν Μονοβασίαν - | ||||
νὰ ἔχουσιν ἀπηλογίαν μικροί τε καὶ μεγάλοι, | ||||
νὰ ἀπέρχωνται εἰς τὰ ὁσπίτια τους διὰ νὰ καλοπαθήσουν· | ||||
κι ὁ πρίγκιπας μετ’ ἐκεινοὺς ὅπου ἦσαν φαμελία του, | ||||
νὰ εἶναι στὴν Λακοδαιμονίαν, νὰ ἔχῃ ἐξεχειμάσει. | ||||
Ἐνταῦτα ἐμισσέψασιν μικροί τε καὶ μεγάλοι | ||||
κ’ ἐνέμεινεν ὁ πρίγκηπας, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι, | ||||
κι οὕτως ἐκαβαλλίκευεν μετὰ τὴν φαμελίαν του, | ||||
καὶ ἐπερπάτει ἐκ τὰ χωρία τοῦ μέρου τῆς Μονοβασίας, | ||||
στὸ Ἕλεος κ’ εἰς τὸν Πασσαβᾶν κ’ εἰς τοὺς ἐκεῖσε τόπους· | ||||
μετὰ χαρᾶς ἀπέρχετον κι ἀπέρνα τὸν καιρόν του. | ||||
ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟΝ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ | ||||
Κι ὅσον ἐγύρεψεν καλὰ τὰ μέρη ἐκεῖνα ὅλα, | ||||
ηὗρεν βουνὶ παράξενον, ἀπόκομμα εἰς ὅρος, | ||||
ἀπάνω τῆς Λακοδαιμονίας κανένα μίλιν πλέον. | ||||
Διατὶ τοῦ ἄρεσεν πολλὰ νὰ ποιήσῃ δυναμάριν, | ||||
ὥρισε ἀπέξω στὸ βουνὶ κ’ ἐχτίσαν ἕνα κάστρον, | ||||
καὶ Μυζηθρὰν τ’ ὠνόμασεν, διατὶ τὸ ἐκράζαν οὕτως· | ||||
λαμπρὸν κάστρον τὸ ἔποικεν καὶ μέγα δυναμάριν. | ||||
Λοιπόν, διατὶ τὸν εἴπασιν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου, | ||||
ὅτι ὁ ζυγὸς τῶν Μελιγῶν ἔνι γὰρ δρόγγος μέγας | ||||
κ’ ἔχει κλεισοῦρες δυνατὲς καὶ χῶρες γὰρ μεγάλες, | ||||
ἀνθρώπους ἀλαζονικοὺς κι οὐ σέβονται ἀφέντην· | ||||
ἐκατασκόπησεν πολλὰ τὸ πῶς νὰ τοὺς κυριέψῃ. | ||||
Ἐν τούτῳ εἶπεν πρὸς αὐτὸν καὶ ἡ βουλὴ ὅπου εἶχεν, | ||||
ὅτι, ἀφότου ἐγένετον τοῦ Μυζηθρᾶ τὸ κάστρον, | ||||
καὶ ἔνι ἀπάνω εἰς τὸν ζυγόν, τοῦ Μελιγοῦ τὸν δρόγγον, | ||||
νὰ ποιήσῃ κι ἄλλον γύρωθεν ἐκείνων τῶν βουνίων, | ||||
ὅπως νὰ κυριέψουσιν ἐκείνους γὰρ τοὺς τόπους. | ||||
Ἐν τούτῳ ἐκαβαλλίκεψεν ὁ πρίγκιπας ἀτός του, | ||||
καθὼς τὸν ἐσυμβούλεψαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου, | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
κ’ ἐπέρασε τὸν Πασσαβᾶν κ’ ἐδιάβη εἰς τὴν Μάϊνην· | ||||
ἐκεῖ ηὗρεν σπήλαιον φοβερὸν εἰς ἀκριοτῆρι ἀπάνω. | ||||
Διατὶ τοῦ ἄρεσεν πολλά, ἐποίησεν ἕνα κάστρον | ||||
καὶ Μάϊνην τὸ ὠνόμασε, οὕτως τὸ λέγουν πάλιν. | ||||
Κι ὡσὰν εἶδαν οἱ ἄρχοντες κ’ οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ δρόγγου | ||||
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἐποιήσασιν ἐκεῖνα τὰ δύο κάστρη, | ||||
ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟΝ ΤΗΣ ΜΑΪΝΗΣ | ||||
βουλὴν ἐπῆραν ἑνομοῦ τὸ πῶς νὰ θέλουν διάξει. | ||||
Ἐν τούτῳ ἐλέγαν οἱ ἀρχηγοὶ ὅπου εἶχαν καὶ τὸ πλοῦτος, | ||||
ὅτι νὰ στήκουν ἀφιρὰ παρὰ νὰ δουλωθοῦσιν. | ||||
Οἱ δέ, τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ τὸ κοινὸν τὸ ὅλον, | ||||
εἶπαν κι ἐδώκασιν βουλὴν τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσει, | ||||
μόνι νὰ ἔχουσιν τιμήν, δεσποτικὰ μὴ κάμουν, | ||||
ὡσὰν νὰ κάμνουν τὰ χωρία ὅπου εἶναι εἰς τοὺς κάμπους· | ||||
«ἐπεὶν ἀφῶν ἐγίνησαν αὐτὰ τὰ δύο κάστρη, | ||||
κι οὐδέν ἀπάδειαν ἔχομεν, ὡσὰν μᾶς ἀποκλείσουν, | ||||
εἰς κάμπους κατεβαίνωμεν, νὰ κάμνωμεν νὰ ζοῦμεν, | ||||
οὐδὲν ἔχομε δύναμιν νὰ ζοῦμε εἰς τὰ ὄρη». | ||||
Ἰδόντα γὰρ οἱ ἄρχοντες κι’ οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ δρόγγου | ||||
πῶς τὸ κοινὸν ἠθέλασιν τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσει, | ||||
οὐκ εἴχασι τὸ ποιήσει ἀλλέως, κ’ ἐπέσασιν εἰς δρόμον. | ||||
[§] | Μαντατοφόρους ἔστειλαν στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον, | |||
συμβίβασιν ἐζήτησαν τοῦ νὰ ἔχουσιν ἐγκούσιον, | ||||
τέλος οὔτε δεσποτικὸν νὰ ποιήσουσι ποτέ τους, | ||||
καθὼς οὐδὲν τὸ ἔποικαν ποτέ τους οἱ γονεῖς τους· | ||||
προσκύνημα νὰ δίδουσιν, δουλείαν τῶν ἀρμάτων, | ||||
ὥσπερ τὸ ἐπολεμούσασιν ὁμοίως τοῦ βασιλέως. | ||||
Τὲς συμφωνίες ἐστερέωσεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος, | ||||
ἐγράφως τοὺς τὲς ἔποικεν μὲ κρεμαστὲς τὲς βοῦλες. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἐπροσκύνησεν τοῦ Μελιγοῦ ὁ δρόγγος, | |||
τινὲς ἀπ’ αὔτους εἴπασιν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου, | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
ὅτι ἂν θέλῃ νὰ ἔχῃ τὸν ζυγὸν ὅλον στὸ θέλημάν του, | ||||
νὰ ποιήσῃ κάστρο εἰς τὸν αἰγιαλὸν πλησίον τῆς Γιστέρνας. | ||||
Κι ὁ πρίγκιπας τοῦ ἐπίστεψεν ἐκεινοῦ ὅπου τὸ εἶπεν· | ||||
ὥρισε γὰρ κ’ ἐχτίσαν το καὶ Λεῦτρο τὸ ὠνομάσαν. | ||||
Κι ἀφότου γὰρ ἐχτίστησαν τὰ κάστρη ὅπου σὲ εἶπα, | ||||
ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΛΕΥΤΡΟΥ | ||||
τὸ Λεῦτρον γὰρ κι ὁ Μυζηθρᾶς καὶ τῆς παλαίας Μαΐνης, | ||||
ἐδούλωσε τὰ Σκλάβικα κ’ εἶχεν τα εἰς θέλημάν του, | ||||
καὶ περιεπάτει, ἐχαίρετον ἀπὸ ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο, | ||||
ὡσὰν τὸ ἐκατακύριεψεν καὶ ἀφεντέψε το ὅλον. | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ θέλω ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ πάψω καὶ νὰ λέγω | |||
περὶ τοῦ πρίγκιπα Ἀχαΐας ἐκείνου τοῦ Γυλιάμου, | ||||
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ περὶ τοῦ βασιλέως | ||||
κὺρ Θεοδώρου τοῦ Λάσκαρη, τοῦ βασιλέως Ρωμαίων, | ||||
ὅπου ἦτον στὴν Ἀνατολὴν τοὺς χρόνους γὰρ ἐκείνους, | ||||
διατὶ στὴν Πόλην εὑρίσκετον φράγκος γὰρ βασιλέας | ||||
καὶ Παντουῆν τὸν ἔλεγαν, οὕτως τὸν ὠνομάζαν. | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
[§] | Καθὼς ἀκούσετε ἐδῶ ὀπίσω εἰς τὸ βιβλίον, | |||
τὸ πῶς ἐκείνους τοὺς καιροὺς ὅπου ἦτον βασιλέας | ||||
κὺρ Θεόδωρος ὁ Λάσκαρης εἰς τοὺς Ρωμαίους ἀπάνω· | ||||
καὶ ἦλθε τον ὁ θάνατος κι ἀφῆκεν τὸν υἱόν του, | ||||
ὅπου ἦτο ἀνήλικον παιδί, νὰ τὸ ἀναθρέφῃ ἐκεῖνος, | ||||
κὺρ Μιχαὴλ τὸν ἔλεγαν, ὁ μέγας Παλαιολόγος, | ||||
διατὶ ἦτον ὁ πρωτότερος ἄρχων τῆς Ρωμανίας. | ||||
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς ἠθέλησεν νὰ ποιήσῃ ἁμαρτίαν, | ||||
ἔπνιξεν κ’ ἐθανάτωσε τὸν ἀφεντόπουλόν του | ||||
κ’ ἐκράτησεν τὴν βασιλείαν ὅλης τῆς Ρωμανίας. | ||||
[§] | Ἀκούσων τοῦτο ὁ Ἄγγελος ἐκεῖνος Καλοϊωάννης, | |||
Κουτρούλης εἶχεν τὸ ἐπίκλην του, δεσπότης τῆς Ἑλλάδος, | ||||
τὸ πῶς ἐποίησεν κ’ ἔπραξεν ἐκεῖνος ὁ Παλαιολόγος, | ||||
κ’ ἐφόνεψε τὸν βασιλέαν, τὴν βασιλείαν του ἀπῆρεν, | ||||
ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ | ||||
ἐθλίβη γὰρ καὶ ἐχόλιασε, μεγάλως τὸ ἐβαρύνθη· | ||||
ὅρκον ἐποίησεν ἀφιρόν, ποτὲ τὸν Παλαιολόγον | ||||
νὰ μὴ τὸν τάξῃ βασιλέα, ἀφέντη μὴ τὸν ἔχῃ· | ||||
ἀφότου μὲ τυραννικὴν ὑπόθεσιν ἀπῆρεν | ||||
τὴν βασιλείαν γὰρ τῶν Ρωμαίων, οὐ πρέπει νὰ τὸν ἔχῃ | ||||
ἀφέντην οὐδὲ φίλον του, ἀλλὰ οὐδὲ συγγενῆν του. | ||||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλέας ἐκεῖνος ὁ Παλαιολόγος, | |||
μεγάλως τὸ ἐβαρύνθηκε, ἐθλίβην κ’ ἐχολιάσεν, | ||||
κ’ εἶπεν ὅτι, ἂν εἶχεν ὁδὸν νὰ ἀπέρασεν στὴν Δύσιν, | ||||
γουργὸν πολλὰ τὸν ἤθελεν χολιάσει γὰρ καὶ θλίψει· | ||||
ἀλλὰ διατὸ εὑρίσκετον ἐτότε εἰς τὴν Πόλιν | ||||
ὁ Βαλδουβῖνος ὁ βασιλέας κ’ εἶχεν τὴν ἀφεντίαν, | ||||
οὐδὲν εἶχε τὴν δύναμιν στὴν Δύσιν νὰ ἀπεράσῃ. | ||||
Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν τὴν Κωνσταντίνου Πόλιν | ||||
κ’ ἐπέρασε στὸν Γαλατᾶν κ’ εἶχεν τὴν βασιλείαν, | ||||
ἐποίησεν κ’ ἐφουσσάτεψε τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης | ||||
κι ἄρχισε μάχην φοβερὴν εἰς τὸν δεσπότην Ἄρτας. | ||||
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς ἦτον φρόνιμος, καλὰ ἐμετεχερίστη· | ||||
τοὺς Φράγκους γὰρ ἐρρόγεψε, τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον | ||||
καὶ τὸν ἀφέντην Ἀθηνῶν, ὁμοίως τοὺς Εὐριπιῶτες· | ||||
μὲ ἐκείνους ἐβοήθηκεν κι ἀπέρασε τὴν μάχην. | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
[§] | Ἐνταῦτα ἦλθε ὁ θάνατος κὺρ Ἰωάννου τοῦ δεσπότου | |||
κι ἀφῆκεν κληρονόμον του κὺρ Νικηφόρον τὸν υἱόν του· | ||||
ἐκείνου ἐπαράδωκεν τὸ δεσποτᾶτον ὅλον. | ||||
Εἶχεν καὶ ἕτερον υἱὸν ὅπου γὰρ ἦτον νόθος, | ||||
τοῦ ὅποιου ἄφηκεν στὴν Βλαχίαν ἕνα καλὸ ἰμερίδι, | ||||
χῶρες καὶ κάστρη δυνατὰ διὰ νὰ τὰ ἀφεντεύῃ· | ||||
Θεόδωρον τὸν ἔλεγαν, Δοῦκαν τὸ παρανόμι. | ||||
Ἐκεῖνος γὰρ ἐξέβηκεν στ’ ἄρματα ἀντρειωμένος· | ||||
στρατιώτης ἦτον φοβερός, φρόνιμος κ’ ἐπιδέξιος. | ||||
[§] | Κι ὡς εἶδεν ὅτι ἀπέθανεν ὁ πατήρ του ὁ Καλοϊωάννης, | |||
κ’ ἐνέμεινε ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐκεῖνος ὁ Νικηφόρος, | ||||
ὅστις οὐκ ἦτον φρόνιμος ὡς ἦτον ὁ πατήρ του, | ||||
ἠθέλησεν κι ὠρέχτηκε νὰ ἐπάρῃ τὴν Βλαχίαν, | ||||
νὰ ἐπάρῃ γὰρ καὶ τὸ ἥμισον ὅλου τοῦ Δεσποτάτου. | ||||
Ἐποίησε κάστρον ἀφιρόν, τὸ λέγουν ἡ Νέα Πάτρα, | ||||
κι ἄρχισε μάχην δυνατὴν μετὰ τὸν ἀδελφόν του, | ||||
τὸν κὺρ Νικηφόρον, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τὸν Δεσπότην. | ||||
[§] | Καὶ διὰ τὸ ἐβοηθούσασιν οἱ Φράγκοι τοῦ Δεσπότου, | |||
ἐδιάβη ὁ κὺρ Θεόδωρος ἐκεῖ εἰς τὸν βασιλέαν, | ||||
στὸν κὺρ Μιχάλην, σὲ λαλῶ, τὸν μέγαν Παλαιολόγον. | ||||
Πολλὰ τὸν ὑποσχήθηκεν κ’ ἔταξεν νὰ ποιήσῃ, | ||||
τὸν ἀδελφόν του ἔταξεν νὰ δώσῃ, τὸν Δεσπότην, | ||||
δεμένον ὡς πανάπιστον, καὶ νὰ τὸν προσκυνήσῃ. | ||||
Σεβαστοκράτορα τὸν ἔποικε ὅλης τῆς Ρωμανίας | ||||
καὶ τὰ φουσσᾶτα του τοῦ ἔδωκεν νὰ τὰ ἔχῃ εἰς ἐξουσίαν του, | ||||
νὰ μάχεται, δικάζεται Δεσπότην τὸν ἀδελφόν του· | ||||
μεγάλως τὸν ἐτίμησεν κ’ εὐεργεσίες τοῦ ἐδῶκεν. | ||||
ΝΥΜΦΕΥΕΤΑΙ ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ | ||||
[§] | Κι ὡς εἶδεν τὴν πληροφορίαν ἐτότε ὁ Δεσπότης | |||
τὸ πῶς τὸν ἐρροβόλεψεν κὺρ Θεόδωρος ὁ ἀδελφός του, | ||||
κ’ ἐδιάβη εἰς τὸν βασιλέα ὅπου ἦτον γὰρ ἐχτρός του, | ||||
μεγάλως τὸ ἐλυπήθηκεν κ’ εἰς σφόδρα τὸ ἐδειλιάσεν. | ||||
Τοὺς ἄρχοντές του ἔκραξε βουλὴν νὰ τοῦ ἔχουν δώσει· | ||||
κι ὅλοι τὸν ἐσυμβούλεψαν τὴν ἀδελφὴν νὰ δώσῃ | ||||
γυναῖκαν γὰρ ὁμόζυγον τοῦ πρίγκιπος Γυλιάμου· | ||||
ἐπεὶ ἄν ἔχῃ τὸν πρίγκιπα βοήθειαν κι ἀδελφόν του, | ||||
οὐδὲν ψηφᾷ τοῦ βασιλέως, τὴν μάχην, οἵα κι ἂν ἔνι. | ||||
Κι ἀφῶν ἐπῆρε τὴν βουλὴν μετὰ τοὺς ἄρχοντές του, | ||||
μαντατοφόρους ἔστειλεν στὸν πρίγκιπα Γουλιάμον. | ||||
Ἄνθρωποι ἦσαν φρόνιμοι, γοργὸν τὸν ἐσυμβιβάσαν· | ||||
τὲς συμφωνίες ἐποίκασιν τῆς προίκας καὶ τοῦ γάμου. | ||||
Γοργὸν στρέμμαν ἐποίκασιν ἐκεῖσε εἰς τὸν Δεσπότην· | ||||
ὅλα τοῦ ν’ ἀφηγήθησαν, ἐκ στόματος τὸν εἶπαν, | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
τὸ πῶς ἐκαταστήσασιν τὴν ὑπαντρείαν ἐκείνην. | ||||
Χιλιάδες ἑξῆντα ὑπέρπυρα ἦτον γὰρ τὸ προικίον, | ||||
ὅπου ἔδωκεν τοῦ πρίγκιπος ἐτότε ὁ Δεσπότης | ||||
δι’ ἐκείνην τὴν παράξενον τὴν ἀδελφήν του, λέγω, | ||||
ἄνευ γὰρ τὰ στολίσματα καὶ τὰ χαρίσματά της. | ||||
Οὐδὲν γὰρ ἄργησαν οὐδὲ ποσῶς τὸν γάμον νὰ ποιήσουν· | ||||
ἐκεῖ εἰς τὴν Πάτραν τὴν παλαιὰν ἐγίνετον ὁ γάμος. | ||||
Κι ἀφῶν ἐσυμπεθέρεψεν ὁ πρίγκιπας κι ὁ Δεσπότης, | ||||
πολλὰ γὰρ ἠγαπήθησαν καὶ ἤσασιν τὸ ἕνα, | ||||
καὶ ὅταν ἤθελεν συμβῇ νὰ ἔχῃ ὁ Δεσπότης χρείαν, | ||||
φουσσᾶτα ἐκ τὸν πρίγκιπα κι ἀνθρώπους τῶν ἀρμάτων, | ||||
ὅσα ἔχρηζεν καὶ ἤθελεν εἶχεν τὰ εἰς θέλημά του. | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ θέλω ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ πάψω ἐδῶ ὀλίγον, | |||
νὰ συντυχαίνω καὶ λαλῶ ἐκ τὸν Δεσπότην Ἄρτας, | ||||
καὶ θέλω νὰ σᾶς ἔχω εἰπεῖ καὶ νὰ σᾶς ἀφηγήσω | ||||
περὶ τοῦ πρίγκιπος Μορέως, ἐκείνου τοῦ Γυλιάμου. | ||||
[§] | Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος | |||
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας, ἐπλάτυνε ἡ ἀφεντία του· | ||||
οὐκ εἶχεν γὰρ νὰ μάχεται μὲ ἄνθρωπον τοῦ κόσμου. | ||||
Οἱ φλαμουριάροι τοῦ Μορέως ὁμοίως κ’ οἱ καβαλλάροι | ||||
ἀρχίσασιν νὰ πολεμοῦν κάστρη καὶ δυναμάρια, | ||||
ὁ κατὰ εἷς στὸν τόπον του νὰ κάμνῃ τὸ ἐδικόν του· | ||||
κι ὡσὰν τὰ ἐκατασταίνασι τὰ δυναμάρια ἐκεῖνα, | ||||
ἀφῆναν τὰ ὑπονόμια τους, τὰ εἶχαν ἐκ τὴν Φραγκίαν, | ||||
κ’ ἐπαίρνασιν τοῦ τόπου τους τ’ ὄνομα ὄπου ἐβάναν. | ||||
ΟΙ ΦΕΟΥΔΑΡΧΑΙ ΚΤΙΖΟΥΝ ΚΑΣΤΡΑ ΑΝΑ ΤΟΝ ΜΟΡΕΑΝ | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ ἄρχισεν ἐμπρὸς ὁκάποιος μέγας ἀφέντης, | |||
μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλην του ντὲ Μπριέρες, | ||||
ὅπου ἦτο ἀφέντης τῶν Σκορτῶν, τοῦ δρόγγου καὶ τοῦ τόπου. | ||||
κάστρον ἐποίησε ἀφιρόν, ὄμορφον δυναμάριν, | ||||
Καρύταινα τὸ ὠνόμασεν κ’ ἐκεῖνος ὠνομάστην | ||||
ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ ἐξάκουστος στρατιώτης. | ||||
Ἀπαύτου γὰρ ὁ δεύτερος, μισὶρ Γαρτιέρης ἄκουε, | ||||
ντὲ Ροζιέρες τὸν ἔλεγαν, οὕτως εἶχεν τὸ ἐπίκλην· | ||||
κάστρον ἐποίησε φοβερὸν ἐκεῖ εἰς τὴν Μεσαρέαν | ||||
καὶ Ἄκωβαν τὸ ὠνόμασεν, κι ἐκεῖνος ἦτο ἀφέντης. | ||||
Ὁκάποιον ἄλλον ἔλεγαν τὸ ὄνομα μισὶρ Ἰωάννης, | ||||
ντὲ Νουιλὴ τὸ ἐπίκλη του, ὅπου ἦτον καὶ πρωτοστράτωρ | ||||
τοῦ πριγκιπάτου τοῦ Μορέως κ’ εἶχεν το εἰς γονικὸν του· | ||||
κάστρον ἐποίησε ὁ λόγου του καὶ Πασσαβᾶν τὸ ἐκράξε. | ||||
Ἄλλος ἦτον ντὲ Νιβηλὲτ καὶ ἄκουε μισὶρ Ἰωάννης· | ||||
ἔποικεν κάστρο ὁ λόγου του κ’ ἔκραξέ το Γεράκιν, | ||||
ὅπου ἔνι εἰς τὴν Τσακωνίαν ἐδῶθεν γὰρ τοῦ Ἑλέου. | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
Ὡσαύτως καὶ οἱ ἕτεροι ὅπου εἶχαν ἀφεντίες, | ||||
οἱ καβαλλάροι κι ἀρχιερεῖς κι ὅλοι οἱ φλαμουριάροι, | ||||
ὁ κατὰ εἷς στὸν τόπον του ἐποίησεν δυναμάριν· | ||||
τοῦ κόσμου γὰρ τὴν ἡδονὴν ἠθέλαν κι ἀγαποῦσαν, | ||||
κ’ ἐχαίρονταν ἀμφότεροι πρὸς τὸν καιρὸν ὅπου εἶχαν. | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ θέλω πάψει ἐδῶ νὰ λέγω ἀπ’ ἐκείνους | |||
καὶ στρέφομαι νὰ σᾶς εἰπῶ τὸ πῶς ἄρχασε ἡ μάχη | ||||
ἀπὸ τὸν πρίγκιπα Μορέως, ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον, | ||||
μὲ τὸν ἀφέντην Ἀθηνῶν, μισὶρ Γυλιάμον ἄκω, | ||||
ντὲ λὰ Ρότζε τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν. | ||||
[§] | Τὸν χρόνον γὰρ καὶ τὸν καιρόν, ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες | |||
ὅπου ἄκουσες καὶ εἶπα σε ὀπίσω εἰς τὸ βιβλίον μου, | ||||
ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΥΡΗ ΑΘΗΝΩΝ | ||||
τὸ πῶς ἦλθεν στὴν Κόρινθον ἐκεῖνος ὁ Μπονιφάτσος, | ||||
ὁ μαρκέσης ντὲ Μουφαρᾶ, ὁ ρῆγας τοῦ Σαλονικίου | ||||
εἰς τὸν ἀφέντην τοῦ Μορέως, τὸν Καμπανέση ἐκεῖνον· | ||||
κ’ ἐκ τὴν ἀγάπην τὴν πολλὴν ὅπου εἴχασιν ἀλλήλως, | ||||
ὁ Καμπανέσης ἐζήτησεν βοήθειαν τοῦ μαρκέση. | ||||
Κ’ ἐκεῖνος γὰρ τοῦ ἐχάρισεν τὸ ὁμάτζιο καὶ λιζίαν· | ||||
πρῶτα τοῦ ἀφέντου τῶν Ἀθηνῶν, τὰ τρία τερτσέρια τοῦ Εὐρίπου, | ||||
κι ἀπαύτου δὲ τὸ τέταρτον τοῦ μαρκέση τῆς Μποντενίτσας. | ||||
Καὶ διὰ τὴν μάχην ὅπου εἶχεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος | ||||
ὡσαύτως κι ὁ πατέρας του μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος, | ||||
εἶθ’ οὕτως κι ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ἐκεῖνος ὁ ἀδελφός του, | ||||
κουρτέσικα ἐδιαβάζασιν ὅλοι γὰρ τὸν καιρόν τους. | ||||
[§] | Λοιπόν, ὡσὰν ἀφέντεψεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος | |||
τὸ πριγκιπᾶτον Ἀχαΐας κ’ εἶχεν το εἰς ἐξουσίαν του, | ||||
τὸν Μέγα Κύρη ἐζήτησεν τὸ ὁμάντζιο νὰ τοῦ ποιήσῃ, | ||||
ὡσαύτως καὶ τῶν ἀφεντῶν τῆς νήσου γὰρ καὶ τοῦ Εὐρίπου | ||||
καὶ τοῦ μαρκέση ἀλλὰ δή, τοῦ ἀφέντου Μπουτενίτσας. | ||||
[§] | Κ’ ἐκεῖνοι γὰρ ἑνώθησαν κι οἱ πέντε ἀμφοτέρως· | |||
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ κι ἀπόκρισιν τοῦ ἐποιῆσαν, | ||||
ὅτι οὐδὲν τὸν γνωρίζουσιν μόνι καὶ σύντροφόν τους· | ||||
ὡς δὲ ὁμάντζιο ὅπου λαλεῖ, τίποτε οὐ χρεωστοῦν του, | ||||
ἀλλὰ οὐδὲ καταδέχονται ὁμάντζιο νὰ τοῦ ποιήσουν, | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα ὁ πρίγκιπας μεγάλως τὸ ἐχολιάσεν, | |||
ἐφάνη τον ἀνόρεχτον· ἐπῆρε τὴν βουλὴν του, | ||||
καὶ ἡ βουλή του τοῦ ἔδωκεν τοῦ νὰ ἔχῃ φουσσατέψει, | ||||
ἀπάνω εἰς αὔτους νὰ ἀπελθῇ διὰ νὰ τοὺς πολεμήσῃ | ||||
ὡς ἀντιστάτες, κι ἄπιστους ὅπου ἦσαν πρὸς ἐκεῖνον. | ||||
[§] | Εἰς τοῦτο ὁρίζει, ἐγράψασιν τοῦ πριγκιπάτου | |||
ἁπάντων, | ||||
φλαμουραρίων, καβαλλαρίων, ὁλῶν τῶν ἐπισκόπων, | ||||
τοῦ Τέμπλου καὶ Ὁσπιταλίου κι ὁλῶν τῶν βουργεσίων, | ||||
στὸ Νίκλι τοὺς ἐμήνυσε νὰ εἶναι σωρεμένοι | ||||
στὲς εἴκοσι γὰρ τοῦ Μαΐου, ἄνευ καμμίας προφάσης. | ||||
[§] | Κι ὡς τὸ ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν ἐτοῦτο ὁ Μέγας Κύρης, | |||
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως οἰκονομᾶται νὰ ἔλθῃ | ||||
ἀπάνω του διὰ πόλεμον μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅλα, | ||||
καταπαντοῦθε ἐμήνυσεν, ἔνθα κι ἂν εἶχε φίλον, | ||||
παρακαλῶντα, ἀξιώνοντα νὰ ἔλθουν νὰ τοῦ βοηθήσουν | ||||
στὸν πρίγκιπαν ὅπου ἔρχετον τοῦ νὰ τὸν πολεμήσῃ. | ||||
Ὁ κάλλιος φίλος ὅπου εἶχεν καὶ συγγενὴς ἐτότε | ||||
ἦτον ὁ ἀντρικώτατος, ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου, | ||||
ὅπου γὰρ τὸν ἐτρέμασιν ’ς ὅλην τὴν Ρωμανίαν· | ||||
τὴν ἀδελφὴν του εἶχεν γὰρ ὁμόζυγον γυναῖκαν. | ||||
[§] | Ὁ Μέγας Κύρης τοῦ ἔγραφεν, μηνᾷ, παρακαλῶντα | |||
ὡς ἀδελφὸν καὶ γνήσιον του, ὅπως νὰ μὴ τοῦ λείψῃ | ||||
εἰς ταύτην γὰρ τὴν ἀφορμὴν κ’ εἰς τούτην του τὴν χρείαν | ||||
ἐπεὶ εἰς ἐκεῖνον ἤλπιζεν κ’ εἶχεν τὸ θάρρος του ὅλον. | ||||
ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΡΙΓΚΗΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑ ΚΥΡΗ ΑΘΗΝΩΝ | ||||
Ἀκούσων ταῦτα ὁ ἀντρικώτατος, ὁ ἐξάκουστος ἐκεῖνος, | ||||
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας τὸ τί τοῦ μηνᾷ ὁ ἀδελφός του, | ||||
ἐκάτσε, ἐσκόπισεν καλὰ τὸ πῶς νὰ ἔχῃ διάξει, | ||||
τὸ τίνος πρῶτα ν’ ἀπελθῇ διὰ νὰ τοῦ ἔχῃ βοηθήσει, | ||||
τοῦ πρίγκιπος, ποῦ εὑρίσκετον ἀφέντης του γὰρ λίζιος | ||||
καὶ συγγενὴς του σαρκικὸς - θεῖος του γὰρ ὑπῆρχε - | ||||
κἄν τοῦ Μεγάλου τοῦ Κυροῦ, τοῦ γυναικαδελφοῦ του. | ||||
[§] | Κι ὅσον ἐκατεσκόπισεν, εἰς ἐκλογὴν ἀπῆρεν | |||
ἐκεῖνο τὸ χειρότερον, τὸ οὐκ ἦτον τῆς τιμῆς του. | ||||
Εἶπεν ὅτι καλλίον ἔχει νὰ ἀχάσῃ τὴν τιμήν του, | ||||
παρὰ νὰ λείψῃ ἐκεινοῦ τοῦ γυναικαδελφοῦ του. | ||||
Ἐτοῦτο δὲ ἐσκόπισεν στὸν λογισμόν του ἐτότε· | ||||
ὅτι, ἂν λείψῃ τοῦ πρίγκιπος - διατὸ ἦτον τάχα θεῖος του - | ||||
νὰ ἔχῃ τὴν συμπάθειον του, λαφρὰ νὰ τὸ ἀπεράσῃ. | ||||
Ἐν τούτῳ ἐβιάστη δυνατὰ φουσσᾶτα νὰ σωρέψῃ, | ||||
κι ἀκούστηκεν καταπαντοῦ καὶ ὅλοι τὸ ἐθαυμάζαν. | ||||
[§] | Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἤκουσεν μεγάλως γὰρ τὸ ἐχάρη | |||
θαρρῶντα καὶ ἐλπίζοντα νὰ ἔλθῃ ἐκεῖ μετ’ αὗτον. | ||||
Ἐκεῖνος γὰρ ἐβιάστηκε νὰ ὑπάγῃ στὸν Μέγαν Κύρην | ||||
κι ἀπῆρεν τὸ φουσσᾶτο του κ’ ἐδιέβη εἰς τὴν Θήβαν· | ||||
τὸν Μέγαν Κύρην ηὕρηκε φουσσᾶτα νὰ σωρεύῃ. | ||||
Κι ὡσὰν τὸν εἶδε ὅτι ἦλθε ἐκεῖ ἐκεῖνος ὁ γαβρός του, | ||||
ἐφάνη τοῦ ὅτι ἐκέρδισε τὸ ἥμισον τοῦ κόσμου· | ||||
χαρὰν μεγάλη ἐποίκασιν· ὕστερο ἐμετανόησαν. | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
[§] | Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς ἤκουσεν τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον | |||
τοῦ ἀνεψίου του τοῦ κακοῦ, τοῦ ἀφέντου τῆς Καρυταίνου, | ||||
πολλὰ τοῦ ἐφάνη βαρετόν, ἐθλίβη το μεγάλως· | ||||
τὸ πρῶτον διὰ τὴν ἀκοὴν ὅπου εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, | ||||
ὅτι ἦτον καλλιώτερος εἰς ὅλους τοὺς στρατιῶτες, | ||||
ὅπου ἦσαν εἰς τὴν Ρωμανίαν τοὺς χρόνους γὰρ ἐκείνους, | ||||
καὶ πάλε, διατὸ ἐμέτεχεν καὶ ἦτον ἀνεψίος του | ||||
κι ἀπίστησεν τὸν ἀφέντη του κ’ ἐδιάβη στὸν ἐχτρόν του. | ||||
[§] | Ὅμως, ὡς ἦτον φρόνιμος, ἐπαρηγορήθη μόνος | |||
κι ὤρθωσεν τὰ φουσσᾶτα του, στὴν Κόρινθον ἀπῆλθεν· | ||||
μὲ δύναμιν ἀπέρασε τὴν σκάλαν τῶν Μεγάρων, | ||||
μὲ πόλεμον ἐκέρδισεν ἐκείνην τὴν κλεισοῦραν. | ||||
[§] | Ὁ Μέγας Κύρης τὸ ἔμαθεν κ’ ἐθλίβη το μεγάλως, | |||
διατὶ ἔμαθε ὅτι ἐπέρασεν ὁ πρίγκιπας τὴν σκάλαν | ||||
κ’ ἐσέβην εἰς τὸν τόπον του κ’ ὑπάει γυρεύοντά τον. | ||||
Ἀπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του κ’ ἦλθεν εἰς ἀπαντὴν του, | ||||
ἐκεῖ ἐσυναπαντήθησαν εἰς τοῦ Καρύδη τὸ ὄρος. | ||||
[§] | Μὲ πόλεμον ἀρχάσασιν εἰς τὸ βουνὶν ἀπάνω· | |||
ὡς ἔνι γὰρ ὁ Θεὸς κριτὴς καὶ κρένει εἰς τὸ δίκαιον, | ||||
ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΥΡΗ ΑΘΗΝΩΝ ΠΑΡΑ ΤΟ ΚΑΡΥΔΙ | ||||
ἔδωκεν τοῦ πρίγκιπος, τὸν πόλεμο ἐκερδίσεν. | ||||
Ἐκεῖ ἐσκοτώθη εἰς πόλεμον ὁ ἕνας φλαμουριάρης | ||||
μισὶρ Γγιπὲρ τὸν ἔλεγαν, ντὲ Κὸρ εἶχεν τὸ ἐπίκλην, | ||||
ὅστις εἶχεν τοῦ μισὶρ Ντζιὰν ντὲ Πασσαβᾶ θυγάτηρ | ||||
γυναῖκαν του εὐλογητικήν· καὶ μετὰ ἐκεῖνον ἀπῆρεν | ||||
εἰς ἄντρα εὐλογητικὸν τὸν μισὶρ Ντζὰ ἐκεῖνον | ||||
ντὲ Σαῖντ-Ὀμὲρ τὸν ἔλεγαν, οὕτως εἶχεν τὸ ἐπίκλην· | ||||
κ’ ἐποίκασιν ἀμφότεροι τὸ ἀντρόγυνον ἐκεῖνο | ||||
ἕναν υἱὸν ἐξαίρετον, τὸν θαυμαστὸν ἐκεῖνον | ||||
τὸν μισὶρ Νικόλαον ντὲ Σαῖντ-Ὀμὲρ ἀφέντη γὰρ τῆς Θήβας, | ||||
καὶ μέγαν πρωτοστράτορα τοῦ πριγκιπάτου Ἀχαΐας. | ||||
Ὡσαύτως ἐσκοτώθησαν στὸν πόλεμον ἐκεῖνον | ||||
σιργέντες καὶ καβαλλαροί, ἀριφνισμὸς οὐκ ἦτον. | ||||
[§] | Ὁ Μέγας Κύρης ἔφυγεν ἐδιάβη εἰς τὴν Θήβαν | |||
μὲ ὅσους τοῦ ἀκολούθησαν κ’ ἐδιάβησαν μ’ ἐκεῖνον· | ||||
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἐκεῖ μὲ αὐτὸν ἐδιάβη. | ||||
Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος | ||||
τὸν Μέγαν Κύρη εἰς πόλεμον ποῦ ἐγίνη στοῦ Καρύδη, | ||||
ὁ Μέγας Κύρης ἔφυγεν ἐσέβην εἰς τὴν Θήβαν· | ||||
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἦτον ἐκεῖ μετ’ αὖτον, | ||||
ὁ μισὶρ Νικόλας ντὲ Σαῖντ-Ὀμὲρ μετὰ τοὺς ἀδελφούς του, | ||||
τὸν μισὶρ Ντζία ντὲ Σαῖντ-Ὀμὲρ καὶ μὲ τὸν μισὲρ Ὄτον, | ||||
ὡσαύτως και οἱ τρεῖς ἀδελφοὶ ὅπου εἶχε ὁ Μέγας Κύρης | ||||
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐπαινετοὶ στρατιῶτες, καβαλλάροι, | ||||
ὁ κατὰ εἷς ἐβάσταινεν φλάμουρον ἐδικόν του· | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
ὁ ἀφέντης γὰρ τοῦ Σάλωνος μισὶρ Τομᾶς ἐκεῖνος, | ||||
οἱ τρεῖς ἀφέντες τοῦ Εὔριπου κ’ ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης, | ||||
αὐτοὶ ἐβαστοῦσαν φλάμουρα, οἱ δ’ ἄλλοι οἱ καβαλλάροι, | ||||
ὅπου ἦσαν εἰς τὸν πόλεμον μετὰ τὸν Μέγαν Κύρην, | ||||
οὐδὲν τοὺς γράφω, γὰρ ἐδῶ διὰ τὴν πολυγραφίαν. | ||||
[§] | Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν, | |||
τὸ ἰδεῖ τὸ πῶς ἐκέρδισε τὸν πόλεμον ἐκεῖνον | ||||
ἐδιώχνοντα καὶ σφάζοντα ἐτότε τοὺς ἐχτρούς του, | ||||
στὴν Θήβαν τοὺς ἀπέσωσεν καὶ κατησφάλισέν τους. | ||||
ΥΠΟΤΑΣΣΕΙ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΚΥΡΗΝ ΑΘΗΝΩΝ | ||||
Ὥρισεν κ’ ἐνεντώσασιν τὸ γῦρον τὰ φουσσᾶτα· | ||||
τὲς χῶρες ἐκουρσεύασιν κ’ αἰχμαλωτίζανέ τες. | ||||
[§] | Ἰδόντας γὰρ οἱ προεστοὶ ἐτότε τοῦ φουσσάτου, | |||
ὅπου ἀγαποῦσαν κ’ εἴχασιν ἐκεῖ τοὺς συγγενούς τους, | ||||
τὸν Μέγαν Κύρην ἀλλὰ δὴ ὡσαύτως καὶ τοὺς ἄλλους, | ||||
ποῦ ἦσαν ἐκεῖσε μετ’ αὐτὸν κ’ ἐχάναν τὰ χωριά τους, | ||||
ὁ μητροπολίτης τῆς Θηβοῦ κι ἄλλοι τινὲς ἀπέκει | ||||
ἐβάλθηκαν εἰς μεσιτείαν ὅπως νὰ συμβιβάσουν | ||||
τὸν Μέγαν Κύρην ἀλλὰ δὴ κι ὅπου ἤσασιν μετ’ αὖτον, | ||||
καὶ τόσα ἐβιάστησαν πολλά, ἐσυμβιβάσανέ τους. | ||||
Ὁ Μέγας Κύρης ὤμοσεν τοῦ πρίγκιπος ἐτότε | ||||
νὰ πάψουσιν τὰ κούρση του κι ὁ ἐξαλειμὸς ἐκεῖνος· | ||||
κ’ ἐκεῖνος εἰς τὸν ὅρκον του στὴν Κόρινθον ν’ ἀπέλθῃ, | ||||
θέλει στὴν χώραν τοῦ Νικλίου νὰ τοῦ ἔχῃ ποιήσει ὁμάντζιον, | ||||
κ’ εἰς ὅσον γὰρ τοῦ ἔφταισεν καὶ ἔσφαλεν πρὸς αὖτον, | ||||
διὰ τὰ ἄρματα ποῦ ἐβάσταξεν στὸν πρίγκιπα ἀπάνω, | ||||
νὰ ποιήσῃ τὴν ἀνταμοιβὴν ὡς ἀπαιτεῖ τὸ δίκαιον. | ||||
Οἱ φλαμουριάροι ἐσέβησαν ἐτότε ἐγγυητᾶδες, | ||||
ὥσπερ γὰρ τὸν ἐγγυώθησαν τότε τὸν Μέγαν Κύρην, | ||||
νὰ ἔλθῃ στὸ Νίκλι εἰς τέρμενον ποῦ ἐστήσασιν ἐτότε. | ||||
[§] | Κι ὅσον ἐκαταστήσασιν ἐτοῦτο ὅπου σὲ λέγω, | |||
ἐμίσσεψεν ὁ πρίγκιπας καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Κόρινθον | ||||
κι ἀπέκει γὰρ ἐδιέβηκεν ὁλόρθα εἰς τὸ Νίκλι. | ||||
[§] | Κι ὁ Μέγας Κύρης παρευτὺς ἐδιόρθωσεν κι ἀπῆρεν | |||
μεν’ αὖτον τοὺς εὐγενικοὺς φλαμουριαρίους ὅπου εἶχε, | ||||
καὶ ὅλους τοὺς καβαλλαρίους ὅπου εἶχεν μετ’ ἐκεῖνον· | ||||
τιμητικὰ κ’ εὐγενικὰ ἀπῆλθεν γὰρ ἐτότε, | ||||
ὁλόρθα ἐδιάβηκεν ἐκεῖ στὴν χώραν τοῦ Ἀμυκλίου, | ||||
ὅπου τὸν ἀνάμενε ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος. | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
[§] | Κι ὅσον ἀπέσωσεν ἐκεῖ στὸ Νίκλι ὁ Μέγας Κύρης | |||
κι ἑνώθη μὲ τοὺς ἄρχοντες ὅλους τοῦ πριγκιπάτου, | ||||
ὁμοῦ μὲ αὐτὸν ἐδιάβησαν στὸν πρίγκιπαν ἐνταῦτα. | ||||
Στὰ γόνατά του ἔπεσαν, ὅλοι παρακαλοῦν τον | ||||
νὰ συμπαθήσῃ τὸ ἔποικεν ἐτότε ὁ Μέγας Κύρης, | ||||
διατὶ ἐβάσταξε ἄρματα εἰς πόλεμον μετ’ αὗτον. | ||||
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς εὐγενικὸς καὶ φρόνιμος ὅπου ἦτον, | ||||
κουρτέσικα ἐσυμπάθησεν τότε τὸν Μέγαν Κύρην· | ||||
κ’ ἐνταῦτα γὰρ τοῦ ἔποικεν τὸ ὁμάντζιον ποῦ ἐχρεώστει, | ||||
στὸ στόμα τὸν ἐφίλησεν κ’ ἐποιήσασιν ἀγάπην. | ||||
Μετὰ ταῦτα γὰρ τὸν ὥρισεν ἐνώπιον τῶν κεφαλάδων | ||||
ὅτι διὰ τὴν ἀνταμοιβὴν τοῦ φταίσματος ποῦ ἐποῖκεν | ||||
ἐβάσταξεν τὰ ἄρματα εἰς πόλεμον κατ’ αὖτου, | ||||
νὰ ἀπέλθῃ στὸν ρῆγαν τῆς Φραγκίας κ’ ἐκεῖνος νὰ τὸν κρίνῃ. | ||||
Κι ὁ Μέγας Κύρης παρευτὺς ὑπόσχεσιν τοῦ ἐποῖκεν | ||||
ὡς τὸ ὥρισεν ὁ πρίγκιπας, νὰ τὸ ἐκπληρώσῃ ἐκεῖνος. | ||||
[§] | Κι’ ἀφότου ἐκαταστήσασιν ἐτοῦτα ὅπου σὲ λέγω, | |||
οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ ἅπαντες ὁμοίως, κι ὁ Μέγας Κύρης, | ||||
ἐπῆραν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἀφέντην τῆς Καρυταίνου | ||||
μὲ τὸ καπίστρι εἰς τὸν λαιμόν, στὸν πρίγκιπα ἀπῆλθαν. | ||||
Γονατιστὰ δεόμενοι ὅλοι παρακαλοῦν τον | ||||
ἐλεημοσύνη νὰ γενῇ νὰ τοῦ ἔχῃ συμπαθήσει. | ||||
[§] | Κι ὁ πρίγκιπας οὐκ ἤθελεν, πολλὰ τοὺς ἀντιστάθη, | |||
διατὶ τοὺς ἔδειχνε ἀφορμήν, ὡς ἦτον γὰρ καὶ ἡ ἀλήθεια, | ||||
τὸ σφάλμα ὅπου ἔποικεν κ’ ἐμίσσεψεν κ’ ἐδιάβη | ||||
εἰς τὸν ἐχτρόν του, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τὸν Μέγαν Κύρην, | ||||
κ’ ἐκεῖνον ἐλευτέρωσεν, τὸν φυσικὸν του ἀφέντην. | ||||
Ὅμως τόσον ἐβιάστησαν κ’ ἐπαρακάλεσάν τον | ||||
ΔΕΧΕΤΑΙ ΩΣ ΥΠΟΤΕΛΗ ΤΟΝ Μ. ΚΥΡΗ ΕΙΣ ΝΙΚΛΗ | ||||
οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ ἄρχοντες, ὅλοι οἱ κεφαλᾶδες, | ||||
ὅτι ἤφεραν τὸν πρίγκιπα κ’ ἦλθεν ’ς ἐλεημοσύνην | ||||
τοῦ ἀφέντη τῆς Καρύταινας ἐκείνου τοῦ ἀνεψίου του. | ||||
Ἐνταῦτα τὸν ἐσυμπάθησεν μ’ ἐτοῦτον γὰρ τὸν τρόπον· | ||||
τὸν τόπον του τοῦ ἔστρεψεν νὰ τὸν κρατῇ ἀπὸ τότε | ||||
εἰς τοῦ κορμίου του μοναχά, κληρονομίαν ἂν ποιήσῃ, | ||||
εἰς νέον δόμα τοῦ τὸν ἔδωκεν νὰ τὸν κρατῇ ἀπὸ τότε. | ||||
[§] | Ἀφότου γὰρ ἐγίνησαν συμβίβασες ἐκεῖνες, | |||
χαρὰν μεγάλην ἔποικαν οἱ νέοι καβαλλάροι· | ||||
ντζοῦστρες, κοντάρια ἐτσάκισαν, χαρὲς μεγάλες εἶχαν· | ||||
[§] | Κι ὅσον ἐχάρησαν καλά, ἐμίσσεψαν ἀπέκει· | |||
ὁ Μέγας Κύρης ἐζήτησεν κ’ οἱ ἀφέντες τοῦ Εὐρίπου | ||||
ἀπολογίαν τοῦ πρίγκιπος κ’ ἐδιάβησαν ἐκεῖθεν. | ||||
Καὶ διατὸ ἔρχετο ὁ καιρὸς ἐτότε τοῦ χειμῶνος, | ||||
ὁ Μέγας Κύρης ἔμεινεν τοῦ νὰ ἔχῃ ἐξεχειμάσει, | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
[§] | Κι ὡς ἦλθεν γὰρ ὁ νέος καιρὸς ἀπὸ τὸν μάρτιον μῆναν, | |||
κάτεργα δύο ἀρμάτωσεν κ’ ἐσέβηκεν εἰς αὖτα | ||||
εἰς τὸ Βροντῆσι ἐδιάβηκεν κ’ ἐπέζεψεν ἐκεῖσε. | ||||
Ἄλογα ἀγόρασεν τοῦ δάου κ’ ἐβάλθη εἰς τὴν στράταν | ||||
καὶ τόσα ὡδήγεψεν καλὰ εἰς τὸ Παρὶς ἐσῶσεν· | ||||
τὸν ρῆγαν ηὕρηκεν ἐκεῖ, ἑορτὴν μεγάλην εἶχε, | ||||
τὴν λέγουσιν Πεντηκοστὴν ὁ ρῆγας ἑωρτιάζεν. | ||||
[§] | Δουλωτικὰ τὸν προσκυνᾷ τὸν ρῆγα ὁ Μέγας Κύρης, | |||
κ’ ἐκεῖνος τὸν ἐδέξατο μετὰ τιμῆς μεγάλης, | ||||
διατὶ ἔμαθεν ὅτι ἔρχετον ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν. | ||||
Ὁ πρίγκιπας ἀπόστελνε μ’ ἕναν του καβαλλάρην | ||||
ἐγράφως τὴν ὑπόθεσιν, τὴν ἔποικε ὁ Μέγας Κύρης. | ||||
Τὸν ρῆγαν ἐπροσκύνησεν κεῖνος ὁ καβαλλάρης | ||||
καὶ τὸ πιττάκιν τοῦ ἔδωκεν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμο. | ||||
Κι ὁ ρῆγας γὰρ τὸ ἐδέξετον, ὥρισε κι ἀναγνώστην· | ||||
κι ἀφότου ἐγνώρισεν καλὰ ὁ ρῆγας γὰρ τὴν πρᾶξιν, | ||||
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΚΥΡΗ ΝΑ ΜΕΤΑΒΗ ΕΙΣ ΠΑΡΙΣΙΟΥΣ | ||||
ὅπου ἔποικεν τοῦ πρίγκιπος ἐτότε ὁ Μέγας Κύρης. | ||||
[§] | Ὁ ρῆγας γάρ, ὡς φρόνιμος, ἐγνώρισεν ἐνταῦτα | |||
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως διὰ τὴν τιμὴν τοῦ κόσμου, | ||||
τὸν Μέγαν Κύρη ἀπέστειλεν ἐκεῖσε γὰρ εἰς αὖτον. | ||||
Διὰ τοῦτο ἐνταῦτα ὥρισεν κ’ ἦλθαν οἱ κεφαλᾶδες, | ||||
ὅπου ἦσαν τότε στὸ Παρὶς στὴν ἑορτὴν ἐκείνην. | ||||
[§] | Ὁλῶν βουλὴν ἐζήτησεν νὰ τὸν ἔχουν συμβουλέψει. | |||
Πολλὰ ἐσυντύχασιν λεπτῶς τὸ φταίσιμον ποῦ ἐποῖκε | ||||
ὁ Μέγας Κύρης, σὲ λαλῶ, τοῦ πρίγκιπος Γυλιάμου. | ||||
[§] | Κι ὅσον ἐλάλησαν πολλὰ κ’ ηὕρασιν τὴν ἀλήθειαν, | |||
τὸν Μέγαν Κύρην ἔκραξεν, ὁμοίως τὸν καβαλλάρην, | ||||
ἀπόκρισιν τοὺς ἔδωκεν ἀμφοτέρων τῶν δύο. | ||||
Ἐκ στόματος τοὺς τὸ εἴπασιν κ’ ἐγράφως τοὺς τὰ ἐδῶκαν, | ||||
κι ὁ Μέγας Κύρης ἔστεκεν κι ἀφκράζετον τὰ λόγια. | ||||
Ἕνας μπαροῦς ἐβάσταξε τοὺς λόγους γὰρ τῆς κούρτης, | ||||
τὸν καβαλλάρην ἔκραξε καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον· | ||||
«Ἄκουσον, φίλε μου κι ἀδελφέ, κατάλαβε τοὺς λόγους | ||||
τὸ τί σὲ ἀποκρένεται ἡ κούρτη τῆς Φραγκίας. | ||||
Εἰ μὲν ἦτον ποιήσοντα ἐδῶ ὁ Μέγας Κύρης | ||||
τὸ ὁμάντζιον τοῦ ἀφέντη του, τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμο, | ||||
καὶ μετὰ τοῦτο ἐβάσταξεν ἄρματα πρὸς ἐκεῖνον | ||||
κ’ εἰς κάμπον ἐπολέμησεν εἰς πρόσωπον μετ’ αὖτον, | ||||
ὁ νόμος γὰρ ὁρίζει το κ’ ἡ κρίσις ἀπαιτεῖ το | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
νὰ ἦτον ἀκληρονόμητος ἐκεῖνος κ’ ἡ γενεά του | ||||
ἀπὸ ὅσον τόπον κι ἀφεντίαν ἐκράτει ἀπὸ ἐκεῖνον. | ||||
Ὡς δὲ τὸ λέγει τὸ ἔγραφον, ὅπου ἤφερες ἐνταῦτα | ||||
καὶ εἶπες μας κ’ ἐκ στόματος εἰς τὸ ἐμφανὲς τῆς κούρτης, | ||||
ὅτι ποτὲ οὐκ ἔποικεν ὁμάντζιο ὁ Μέγας Κύρης | ||||
τοῦ ἀφέντη σου τοῦ πρίγκιπος ἐκείνου τοῦ Μορέως, | ||||
οὐδὲν φέρνει τὸ φταίσιμον εἰς ἀκληρίαν τὸ πρᾶγμα. | ||||
[§] | Ὅμως διατὸ ἔξευρεν κ’ ἐγνώριζεν ἀτός του ὁ Μέγας Κύρης, | |||
καθὼς εἶχε τὸν ὁρισμὸν κ’ τὸν πρώην αὐτοῦ ἀφέντην, | ||||
τὸν ρῆγαν τοῦ Σαλονικίου, νὰ τοῦ ποιήσῃ ὁμάντζιο, | ||||
οὐδὲν ἐτύχαινεν ποσῶς ἄρματα νὰ βαστάξῃ, | ||||
ἀλλὰ οὔτε μάχην νὰ μαχιστῇ μὲ τὸν ἀφέντη ἐκεῖνον. | ||||
Λοιπὸν ἀφότου ἀπέστειλεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος | ||||
τὸν Μέγαν Κύρην κ’ ἦλθε ἐδῶ στοῦ ἀφέντη μας τὴν κούρτην, | ||||
ἦλθεν ἀτός του πρόθυμα ἀνταμοιβὴν νὰ ποιήσῃ, | ||||
κ’ ἦλθεν μὲ ἔξοδον πολλήν, μὲ κόπον καὶ μὲ μόχθον, | ||||
καὶ τὸ ταξεῖδι του, μακρέα, ὡς ἔνι γὰρ κ’ ἡ ἀλήθεια, | ||||
τοῦ νὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν ἐδῶ εἰς τὴν Φραγκίαν· | ||||
καὶ πάλε γὰρ διὰ τιμὴν τέτοιου μεγάλου ἀφέντη, | ||||
ὡς ἔνι ὁ ἀφέντης μας ἐδῶ ὁ ρῆγας τῆς Φραγκίας, | ||||
ἁρμόζει ἡ ἀνταμοιβὴ κι ἂς ἔν’ συμπαθημένος». | ||||
[§] | Κι ὅσον ἐπλήρωσε ὁ μπαροῦς ἐτοῦτο ὅπου σᾶς γράφω, | |||
ὁ Μέγας Κύρης στήκοντα ἐνώπιον γὰρ τῆς κούρτης, | ||||
τὸ καπεροῦνι του ἔβγαλεν καὶ φρόνιμα ἀπεκρίθη, | ||||
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΚΥΡΗ ΝΑ ΜΕΤΑΒΗ ΕΙΣ ΠΑΡΙΣΙΟΥΣ | ||||
τὸν ρῆγαν εὐχαρίστησεν καὶ μετ’ αὐτοῦ τὴν κούρτην. | ||||
Καὶ μετὰ ταῦτα δεόμενος τὸν ρῆγαν ἐπαρεκάλει | ||||
νὰ γράψῃ πρὸς τὸν πρίγκιπα τὴν τήρησιν τῆς κούρτης, | ||||
τὴν κρίσιν ὅπου ἔποικαν καὶ τὴν ἀπόφασίν της. | ||||
Κι ὁ ρῆγας ὡς εὐγενικός, ὥρισεν κ’ ἔποικάν το. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἐποῖκαν τὰ χαρτία κ’ ἐγένετον τὸ τέλος, | |||
ἀτός του ὁ ρῆγας ἔκραξε τότε τὸν Μέγαν Κύρην | ||||
καὶ λέγει οὕτως πρὸς αὐτὸν μετὰ γλυκείας τῆς γνώμης· | ||||
«Ἐσὺ ἦλθες ἐκ τὸν τόπον σου ἐδῶ ἐκ τὴν Ρωμανίαν | ||||
μὲ κόπον γὰρ καὶ μὲ ἔξοδον ἐδῶ εἰς τὴν βασιλείαν μου, | ||||
κι οὐκ ἤθελε εἶσται εὔπρεπον νὰ ἐστράφης ἐξοπίσω | ||||
χωρὶς νὰ λάβῃς ἀπ’ ἐμὲ ἀνταμοιβὴν καὶ χάριν. | ||||
Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσέν, ἀπόκοτα μὲ ζήτα· | ||||
εἴ τι σὲ φαίνεται ἀπ’ ἐμοῦ νὰ σὲ τὸ εὐεργετήσω». | ||||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα ὁ φρόνιμος ἐκεῖνος ὁ Μέγας Κύρης, | |||
τὸν ρῆγαν ἐπροσκύνησεν καὶ μυριοευχαριστᾷ τον· | ||||
ἐσκόπησε μικρούτσικον κ’ ἐνταῦτα ἀπεκρίθη· | ||||
«Εὐχαριστῶ τὸ στέμμα σου, τὴν βασιλειάν σου, ἀφέντη, | ||||
ὅταν ἔχεις τὴν ὄρεξιν τοῦ νὰ μ’ εὐεργετήσῃς. | ||||
Ἐν τούτῳ λέγω, ἀφέντη μου, τοῦ κράτου σου τοῦ ἁγίου, | ||||
ὅτι ἡ ἀφεντία τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου ἔχω καὶ κρατῶ την, | ||||
εἴ τις τὴν εἶχεν ἔκπαλαι, Δοῦκαν τὸν ὠνομάζαν· | ||||
κι ἂν ἔνι ἀπὸ τοῦ λόγου σου κι ἀπὸ τοῦ ὁρισμοῦ σου, | ||||
ἀπάρτι γὰρ καὶ ἔμπροστεν Δοῦκαν νὰ μὲ ὀνομάζουν». | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ ἀποδέχτη· | ||||
ὥρισεν κ’ ἐθρονιάσαν τον εἰς τὸ παλάτι ἀπέσω. | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ θέλω ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ πάψω καὶ νὰ λέγω | |||
περὶ τοῦ ρήγα τῆς Φραγκίας, τῆς Ἀθηνοῦ τοῦ Δούκα, | ||||
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ καὶ νὰ σὲ καταλέξω | ||||
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος, | ||||
ἐπιάστη στὴν Πελαγονίαν ἐκεῖνος κι ὁ λαός του. | ||||
[§] | Καθὼς ἀκούσετε ἐδῶ ὀπίσω στὸ βιβλίον μου | |||
τὸ πῶς ἐσυμβιβάστηκεν Δεσπότης ὁ Κουτρούλης | ||||
μετὰ τὸν πρίγκιπα Μορέως ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον, | ||||
τὴν ἀδελφήν του ἔδωκεν ὁμόζυγον γυναῖκαν. | ||||
Ἀπ’ αὔτην τὴν συμπεθερίαν ἐπλήθυνε ἡ ἀγάπη | ||||
ἀνάμεσον τοῦ πρίγκιπος κ’ ἐκεινοῦ τοῦ Δεσπότου· | ||||
οὕτως γὰρ ἠγαπούντησαν ἐκεῖνοι κι ὁ λαός τους, | ||||
ὥσπερ νὰ ἦσαν ἑνομοῦ ὅλοι ἀπὸ μίαν μητέρα. | ||||
[§] | Λοιπὸν ὡσὰν ἐπλήθυνεν τοῦ βασιλέως ἡ μάχη | |||
ὅπου ἀγωνειέτον πάντοτε κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας, | ||||
ἐκεῖνος ὁ Σεβαστοκράτορας τότε πρὸς τὸν Δεσπότην, | ||||
ὁ Δεσπότης γὰρ ἐσκόπησε τὸν βασιλέα νὰ βλάψῃ. | ||||
Ὁρίζει, γράφουν γράμματα, μαντατοφόρους στέλνει | ||||
ἐκεῖσε γὰρ εἰς τὸν Μορέαν στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον, | ||||
ὅπως νὰ γένῃ ἕνωσις, νὰ ἐσμίξουσιν οἱ δύο, | ||||
βουλὴν νὰ ἐπάρουν ἑνομοῦ διὰ ὑπόθεσιν μεγάλην | ||||
νὰ βλάψουσιν τὸν βασιλέα καὶ νὰ τὸν ἔχουν ζημιώσει. | ||||
ΣΥΜΜΑΧΕΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ | ||||
[§] | Κι ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη, | |||
ἐπῆρεν τοὺς καβαλλαρίους καὶ τοὺς φλαμουραρίους του. | ||||
[§] | Ὁλόρθα ἐκεῖσε ἐδιάβηκεν εἰς τὴν παλαίαν τὴν Πάτραν· | |||
στὸν Ἔπακτον ἀπέσωσεν ἐτότε ὁ Δεσπότης, | ||||
ἀπὸ τὸ Δράπανο περνᾷ καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Πάτραν, | ||||
ἐνώθη μὲ τὸν πρίγκιπα ἐκεῖνον τὸν γαβρόν του. | ||||
Χαρὰν μεγάλην ἔποικαν ἐκεῖνοι κι ὁ λαός τους· | ||||
κι ὅσον ἐπεριχάρησαν καλὰ στὴν ὄρεξίν τους, | ||||
ἐκάθισαν ἀμφότεροι μετὰ τοὺς κεφαλᾶδες | ||||
κι’ ὅλους τοὺς φρονιμώτερους ὅπου εἴχασι μετ’ αὔτους. | ||||
[§] | Ἐνταῦτα ἄρχασεν λαλεῖ ἐκεῖνος ὁ Δεσπότης, | |||
νὰ λέγῃ παραπόνεσες ἐκ τὲς ζημίες ὅπου εἶχεν | ||||
ἐκ τὸν Σεβαστοκράτορα, τὸν ἀδελφόν του ἐκεῖνον. | ||||
Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσεν τὲς παραπόνεσές του, | ||||
ὅλοι οἱ φρονιμώτατοι ἀπὸ τὸ Δεσποτᾶτο | ||||
βουλὴν ἐδῶκαν δολερὴν, ὕστερα ἐμετενοῆσαν, | ||||
ὅπως νὰ φουσσατέψουσιν οἱ δύο αὐταδέλφοι ἐκεῖνοι, | ||||
ὁ Δεσπότης μὲ τὸν Πρίγκιπαν μὲ ὅσα φουσσᾶτα ἔχουν, | ||||
καὶ ν’ ἀπεράσουν τὴν Βλαχίαν στὴν Ρωμανίαν νὰ σέβουν, | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
νὰ δράμουν καὶ κουρσέψουσιν ὅλην τὴν Ρωμανίαν· | ||||
κι ἂν εὕρουν εἰς συναπαντὴν τοῦ βασιλέως φουσσᾶτα, | ||||
ἀτός του ὁ Σεβαστοκράτορας νὰ τοῦ συναπαντήσῃ, | ||||
’ς κάμπον νὰ πολεμήσουσιν, τοὺς θέλουν γὰρ νικήσει. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἀπῆραν τὴν βουλήν, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι, | |||
ὁ Δεσπότης ὀπίσω ἐστράφηκεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἄρταν· | ||||
καταπαντοῦθε ἀπέστειλεν φουσσᾶτα νὰ σωρέψῃ. | ||||
[§] | Κι ὁ πρίγκιπας ἐστράφηκεν στὴν χώραν Ἀνδραβίδας· | |||
καταπαντοῦθε ἀπέστειλε νὰ οἰκονομοῦνται πάντες, | ||||
μικροί, μεγάλοι μὲ ἄρματα, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι· | ||||
εἰς ἄνοιξιν γὰρ τοῦ καιροῦ διαβόντα τοῦ χειμῶνος | ||||
ἀφῶν πασχάσουσιν ὁμοῦ εἰς τὸν ἀπρίλιον μῆναν, | ||||
ὅλοι ν’ ἀπέρχωνται ὀρθὰ ἐκεῖ στῆν Ἀνδραβίδα | ||||
διὰ ν’ ἀπεράσουν, ν’ ἀπελθοῦν στὰ μέρη Ρωμανίας. | ||||
Ὁ Δεσπότης γὰρ καὶ ὁ Πρίγκιπας ἐρρίξασι τὴν ρόγαν· | ||||
φουσσᾶτα ἐρρογέψασι ὅσα ἠμποροῦσαν νὰ ἔχουν. | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ ἀφήνω, τὰ λαλῶ κι ἄλλα νὰ καταπιάσω, | |||
νὰ σᾶς εἰπῶ κι ἀφηγηθῶ περὶ τοῦ βασιλέως. | ||||
Καθὼς ἐγίνη ἡ ἕνωσις, ὅπου σᾶς ἀφηγήθην, | ||||
ὅπου ἔποικεν ὁ πρίγκιπας κ’ ἐκεῖνος ὁ Δεσπότης | ||||
ἐκεῖ στὴν Πάτραν ποῦ ἔσμιξαν κι ἀπῆραν τὴν βουλήν τους | ||||
διὰ ν’ ἀπεράσωσιν ὁμοῦ στοῦ βασιλέως τὸν τόπον, | ||||
νὰ μαχιστοῦν τὸν βασιλέα, τὸν τόπον του κουρσέψουν, | ||||
ΣΥΜΜΑΧΕΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ | ||||
νὰ ἐπάρουσιν καὶ τὴν Βλαχίαν τοῦ Σεβαστοκρατόρου· | ||||
[§] | Ἀκούσων ὁ Σεβαστοκράτορας ἐτοῦτα τὰ | |||
μαντᾶτα, | ||||
τὰ κάστρη του ἐσωτάρχισε κι ἀφίρωσέν τα σφόδρα | ||||
ἀπὸ λαὸν κι ἀπὸ τροφῆς, νὰ ζοῦν νὰ τὰ φυλάττουν· | ||||
καὶ τὸ κοινὸν γὰρ τοῦ λαοῦ ὅπου ἦτον στὰ χωρία | ||||
ὥρισεν κ’ ἐδιόρθωσε νὰ σέβουν εἰς τὰ κάστρη, | ||||
ὅσοι χωροῦνται νὰ σεβοῦν κι ἄρματα νὰ βασταίνουν, | ||||
κ’ οἱ ἕτεροι ν’ ἀπέρχωνται ἀπάνω εἰς τὰ βουνία | ||||
μὲ τὰ ζῶα ὅπου εἴχασιν νὰ φυλαχτοῦν ἐκεῖσε. | ||||
[§] | Εἶχεν γὰρ ὁ κὺρ Θεόδωρος, ἐκεῖνος ποῦ σὲ λέγω, | |||
υἱοὺς τρεῖς καὶ ἐξαίρετους ὅπου ἄρματα ἐβαστοῦσαν· | ||||
ὁ πρῶτος ἄκω Κομνηνὸς κι’ ὁ δεύτερος ὁ Δοῦκας | ||||
κι ὁ τρίτος ἄκω Ἄγγελος, οὕτως τὸν ὠνομάζαν. | ||||
Τὸν πρῶτον γὰρ τὸν Κομνηνὸν ἐδιόρθωσε νὰ ἔνι | ||||
ἀφέντης γὰρ καὶ κύβερνος στὸν τόπον τῆς Βλαχίας, | ||||
καὶ ὥρισεν κι ὠμόσαν του, μικροί τε καὶ μεγάλοι. | ||||
[§] | Καὶ ὅσον ἐκατόρθωσεν, τὰ εἶχεν νὰ διορθώσῃ, | |||
ἀπῆρεν ὅσους ἤθελεν νὰ ἀπέλθουσι μετ’ αὖτον | ||||
κ’ ἐδιέβη εἰς τὸν βασιλέα ὅπου ἦτον εἰς τὴν Πόλιν· | ||||
λεπτῶς τοῦ ἀφηγήθηκεν τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον | ||||
τὸ πῶς οἰκονομούντησαν μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχαν. | ||||
Ὁ πρίγκιπας γὰρ τοῦ Μορέως μὲ τὸν Δεσπότην Ἄρτας | ||||
πάντα ρογεύγουν, βιάζονται φουσσᾶτα νὰ μαζώξουν | ||||
τοῦ νὰ ἔλθουν εἰς τὸν νέον καιρὸν στὴν Ρωμανίαν νὰ σέβουν | ||||
«Βούλονται γάρ, ὡς λέγουσιν, τὴν βασιλείαν σου ἐπάρει, | ||||
κ’ ἐσέναν νὰ ἀκληρήσουσιν κ’ ἐμᾶς τοὺς ἐδικούς σου». | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλεὺς ὁ γέρων κὺρ Μιχάλης, | |||
ὡς ἦτον γὰρ εἰς φρόνεσιν κ’ εἰς τὴν ἀνδρείαν μεγάλος, | ||||
πάλι ἐφοβήθη, τὸ ἄκουσε, ἐδειλίασε εἰς σφόδρα· | ||||
τὸν πρίγκιπα ἐδειλίασεν δια τὸ εἶχεν γὰρ τοὺς Φράγκους. | ||||
Ὥρισεν γὰρ κ’ ἐκράξασι τοὺς κεφαλᾶδες ὅλους | ||||
τοὺς φρόνιμους κ’ εὐγενικοὺς ποῦ ἦσαν τῆς βασιλείας του. | ||||
Ἄρχισε νὰ λέῃ πρὸς αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀφηγᾶται, | ||||
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως μὲ τὸν Δεσπότη Ἑλλάδος | ||||
ἐφουσσατέψαν κ’ ἔρχονταν ὁλόρθα εἰς τὴν Ρωμανίαν. | ||||
«Ἐν τούτῳ θέλω καὶ ζητῶ ὅλοι βουλὴν νὰ δῶτε | ||||
ἐνταῦτα τί νὰ ποιήσωμεν καὶ πῶς νὰ ἔχωμεν πράξει». | ||||
Πολλὰ ἦσαν γὰρ τὰ λόγια τους ὅπου εἶπαν κ’ ἐλαλῆσαν, | ||||
στὸ τέλος γὰρ ἰσιάστησαν καὶ μίαν βουλὴν ἐδῶκαν. | ||||
[§] | Ὁ πρῶτος ὅπου ἐλάλησεν κ’ εἶπεν τοῦ βασιλέως | |||
ἦτον ὁ Σεβαστοκράτορας, κὺρ Θεόδωρος ἐκεῖνος· | ||||
καὶ εἶπεν πρὸς τὸν βασιλέα καὶ πρὸς τοὺς κεφαλᾶδες· | ||||
«Δέσποτα, ἅγιε βασιλέα, τοῦ κράτου σου τὸ ἔλεος, | ||||
ὅτι ἂν παντέχῃς μοναχὰ μὲ τὸν λαὸν ὅπου ἔχεις, | ||||
τὸν τόπον γὰρ τῆς Ρωμανίας νὰ τὸν ἔχῃς φυλάξει, | ||||
πληροφορῶ τὸ κράτος σου, ἀπεργωμένος εἶσαι, | ||||
τὴν βασιλείαν σου ἀχάνεις την κ’ ἐμᾶς ἀκλήρησές μας. | ||||
Ὅρισον γὰρ νὰ ἀνοίξουσιν τὸν θησαυρὸν ὅπου ἔχεις | ||||
καὶ ρίξε τὸ λογάρι σου καὶ ρόγεψε Ἀλαμάννους· | ||||
στεῖλε εἰς τὸν ρῆγαν τῆς Οὐγγρίας λαὸν νὰ σὲ βοηθήσῃ, | ||||
ὁμοίως στὸν ρῆγαν τῆς Σερβίας, ὅπου ἔνι γείτονάς σου, | ||||
νὰ ἔλθῃ ἀτός του ἂν ἠμπορῇ, ἢ τὸν λαόν του στείλῃ· | ||||
ἀπόστειλον ’ς Ἀνατολὴν νὰ ἐλθοῦσιν τὰ φουσσᾶτα | ||||
ὅπου εἶναι γὰρ παιδευτικοὶ εἰς μάχην μὲ τοὺς Τούρκους. | ||||
Κι ἀφῶν ἔλθουσιν γὰρ αὐτοὶ ὅπου εἶπα κι ὀνομάζω, | ||||
ἐλπίζω πρῶτα εἰς τὸν Θεὸν κι ἀπαύτου στὴν εὐχήν σου, | ||||
τὸν τόπον σου φυλάξωμεν ἀπὸ τοὺς ἀντιδίκους | ||||
κ’ ἐκείνους γὰρ νὰ βλάψωμεν ὅπου μᾶς φοβερίζουν». | ||||
[§] | Ἀκούσων γὰρ ὁ βασιλεὺς ὁ γέρων κὺρ Μιχάλης | |||
τὸν λόγον γὰρ καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Σεβαστοκρατόρου, | ||||
πολλὰ τὸν εὐχαρίστησεν κ’ ἐπαίνεσεν εἰς σφόδρα, | ||||
ἐπεὶν τοῦ ἐφάνηκεν καλὸν εἰς τὸν ἐτέτοιον τρόπον | ||||
ὁ τόπος του νὰ φυλαχτῇ καὶ τοὺς ἐχτρούς του βλάψῃ. | ||||
Ἐν τούτῳ ὁρίζει γράφουσιν εἰς ὅλους γὰρ τοὺς τόπους, | ||||
ὅπου εἶπεν κ’ ἐσυμβούλεψεν κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας. | ||||
[§] | Μαντατοφόροι ἀπήλθασιν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀλαμάννιαν· | |||
τριακόσιους γὰρ ἐρρόγεψαν ὅλους καβαλλαρίους | ||||
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΙ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ | ||||
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοί, ὅλοι ἀποδιαλεμένοι. | ||||
Ἐκ τὴν Οὐγγαρίαν ἤλθασιν χίλιοι πεντακόσιοι, | ||||
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοὶ δοξιῶτες στὰ ἄλογά τους. | ||||
Ὁ Κράλης γὰρ τοῦ ἀπέστειλεν, ὁ ρῆγας τῆς Σερβίας, | ||||
ἑξακοσίους εἰς τὰ ἄλογα, ὅλους καλοὺς δοξιῶτες. | ||||
Ἐκεῖνοι τῆς Ἀνατολῆς ἀρίφνητοι τοῦ ἦλθαν | ||||
κ’ ἠφέρασιν καὶ μετ’ αὐτοὺς Τούρκους πεντακοσίους. | ||||
Κι ὅταν ἦλθεν ὁ νέος καιρὸς αὐτὸς ὁ μάρτιος μῆνας, | ||||
στὰ μέρη Ἀνδριανόπολης εἰς τοὺς πλατέους τοὺς κάμπους | ||||
ἐκεῖ ἐπερισωρέψασιν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα. | ||||
Κι ὁ βασιλεὺς, ὡς φρόνιμος, καὶ εἶχεν γὰρ τὴν ἔννοιαν, | ||||
ἀπόστειλεν καὶ ἤλθασιν Κουμάνοι δύο χιλιάδες, | ||||
δοξιῶτες εἰς τὰ ἄλογα πολλὰ ἐλαφροὶ τῆς μάχης. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἐσυνάχτησαν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα, | |||
κράζει τὸν κὺρ Θεόδωρον τὸν σεβαστοκράτοράν του | ||||
καὶ κεφαλὴν τὸν ἔποικεν εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα· | ||||
ὅλα του τὰ ἐπαρέδωκεν, τοὺς πάντας ἐπροφωνέθη | ||||
νὰ τὸν ἔχουν διὰ κεφαλήν, δίκαιον τοῦ βασιλέως, | ||||
τὸν ὁρισμόν του νὰ ἐκπληροῦν ὡσὰν γὰρ τοὺς ὁρίσῃ. | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ ἀφίνω γὰρ ἐδῶ, τὰ λέγω κι ἀφηγοῦμαι | |||
καὶ στρέφομαι νὰ σᾶς εἰπῶ διὰ ἐκεῖνον τὸν Δεσπότην | ||||
καὶ διὰ τὸν πρίγκιπα Μορέως, ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον, | ||||
τὸ πῶς ἐποῖκαν κ’ ἔπραξαν στὴν μάχην ὅπου ἀρχάσαν. | ||||
[§] | Ὅταν ἑπέρασε ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ὁ χειμῶνας | |||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
καὶ ἄρχασεν ὁ νέος καιρὸς ἀπὸ τὸν μάρτιον μῆναν, | ||||
ὅπου ἀρχινοῦν καὶ κηλαδοῦν, τὰ λέγουσιν ἀηδόνια, | ||||
καὶ χαίρονται, εὐτρεπίζονται τὰ πάντα γὰρ τοῦ κόσμου, | ||||
ὁ πρίγκιπας γὰρ τοῦ Μορέως, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος, | ||||
ὅστις ἦτον μακρύτερα παρὰ γὰρ τὸν Δεσπότην, | ||||
ἀπέστειλεν στὸν Εὔριπον κ’ εἰς ὅλα τὰ νησία, | ||||
καταπαντοῦθε ἐσώρεψεν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα. | ||||
Ἐπέρασε τὴν θάλασσαν τοῦ Πάκτου εἰς τὸν Πύργον. | ||||
[§] | Ὁλόρθα ἐδιάβηκεν ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ Δεσπότης· | |||
ἐκεῖ στὴν Ἄρτα ἑνώθησαν κ’ ἐσμίξαν τὰ φουσσᾶτα, | ||||
οὐδὲν ἀργήσασιν ποσῶς μόνον καὶ μίαν ἡμέραν· | ||||
τὴν δεύτερην ἐκίνησαν ’κ τὰ Γιάννινα ὑπαγαίνουν, | ||||
εἰς τὴν Βλαχίαν ἐσέβησαν κ’ ἐκεῖ ἐκοντοαναμεῖναν | ||||
ἕως οὗ νὰ ἔλθῃ ὁ λαὸς τοῦ Εὑρίπου, τῶν νησίων, | ||||
τῆς Θήβας καὶ τῶν Ἀθηνῶν κι ὁ ἀφέντης τῆς Σαλώνου, | ||||
Ἀπὸ τὴν Σιδερόπορταν ἐδιάβησαν ὁλόρθα | ||||
καὶ ηὕρασιν τὸν πρίγκιπα ἀπέσω εἰς τὴν Βλαχίαν· | ||||
στὸν κάμπον τοῦ Θαλασσινοῦ ἑνώθησαν ἀλλήλως. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἑνώθησαν ὁμοῦ ὅλα γὰρ τὰ φουσσᾶτα, | |||
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ ὅλοι οἱ μεγάλοι ἀφέντες | ||||
τὸ πῶς νὰ πράξουν νὰ ὑπάουν καὶ πόθεν νὰ ἀρχινήσουν. | ||||
Τινὲς ἀπ’ αὔτους εἴπασιν τὴν Πάτραν, τὸ Ζητοῦνι, | ||||
νὰ βάλουν τὰ φουσσᾶτα τους νὰ τὰ παρακαθίσουν, | ||||
τὰ κάστρη τὰ ἀχαμνότερα νὰ τὰ ἔχουν πολεμήσει. | ||||
ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΕΙ ΩΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ | ||||
Οἱ δὲ οἱ φρονιμώτεροι, παιδευτικοὶ τῆς μάχης | ||||
οὐδὲν ἐσυγκατέβησαν εἰς τὴν βουλὴν ἐκείνην· | ||||
ἐπεὶ ἂν ἐβάλθη ὁ λαὸς νὰ πολεμοῦν τὰ κάστρη, | ||||
οὐδὲν κατευοδώνονται τίποτε διαφορήσει. | ||||
«Τὸ κάλλιον καὶ διαφορικὸν, ὅπου ἔχομεν ποιήσει, | ||||
ἔνι γὰρ νὰ ἀπέλθωμεν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν | ||||
κουρσεύοντα, ζημιώνοντα τοῦ βασιλέως τοὺς τόπους, | ||||
κι ἂν εὕρωμεν τὸν βασιλέα εἰς κάμπον ν’ ἀναμένῃ, | ||||
μὲ τοῦ θεοῦ τὴν δύναμιν τὸν θέλομεν πολεμήσει. | ||||
Κ’ εἰ μὲν εὐδοκήσῃ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς δώσῃ τὸ νῖκος, | ||||
πολλὰ ἐλαφρὰ νὰ ἐπάρωμεν τὰ μέρη Σαλονίκης, | ||||
στὸ στρέμμα μας νὰ ἐπάρωμεν ὅλην γὰρ τὴν Βλαχίαν· | ||||
νά ἐξεχειμάσωμεν ἐδῶ· καὶ πάλε ὡσὰν ἱδοῦμεν | ||||
ὅτι τὸ ἀκούσει ὁ λαὸς τῶν κάστρων τῆς Βλαχίας | ||||
τὸ πῶς ἐπολεμήσαμεν κ’ ἐπήραμε τὸ νῖκος, | ||||
ὅλα τὰ κάστρη παρευτὺς μᾶς θέλουν προσκυνήσει». | ||||
[§] | Κ’ εἰς τοῦτο ἐσυμβιβάστησαν οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου. | |||
Ἐνταῦτα ἐχωρίσασιν χιλίους ἀλογάτους, | ||||
καὶ τρεῖς χιλιάδες γὰρ πεζοὺς νὰ ὑπάουν ἐκεῖ μετ’ αὔτους | ||||
διὰ νὰ ὑπαγαίνουν ἔμπροστεν κουρσεύοντα τοὺς τόπους. | ||||
Τρεῖς σύνταξες τοὺς ἔποικαν κ’ ἐπροφωνεθήσανέ τους· | ||||
ὅλη μέραν νὰ περπατοῦν τοὺς τόπους νὰ κουρσεύουν, | ||||
κι ἀφῶν ἔλθῃ γὰρ τὸ σπερνό, νὰ καταλάβῃ ἡ νύχτα, | ||||
τοῦ νὰ περισωρεύωνται εἰς ἕναν τόπον ὅλοι. | ||||
[§] | Ἀπαύτου γὰρ ἐχώρισαν τὲς σύνταξές τους ὅλες | |||
κ’ ἐβάλθησαν εἰς τὴν ὁδὸν κι ἀρχάσαν νὰ ὑπαγαίνουν | ||||
κουρσεύοντα, ζημιώνοντα τὸν τόπον τῆς Βλαχίας, | ||||
καὶ πάντα οἱ κουρσατόροι τους ὀμπρὸς γὰρ ὑπαγαίναν | ||||
μιᾶς ἡμεροῦ τὸ διάστημα, ἐτόσον τοὺς ἀπεῖχαν. | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
Καὶ ὅσον ἐκουρσέψασιν τὰ μέρη τῆς Βλαχίας, | ||||
ἐπέρασαν τὸ σύνορον ὅπου χωρίζει ὁ τόπος | ||||
τοῦ βασιλέως ἐκ τὴν Βλαχίαν, Κατακαλοῦ τὸν λέγουν, | ||||
κ’ ἐσέβησαν στοῦ βασιλέως τοὺς τόπους νὰ κουρσεύουν. | ||||
[§] | Ἐκεῖ ἕναν κάστρον ηὕρασιν, τὸ λέγουσιν τὰ Σέρβια· | |||
ἀνθρώπους γὰρ ἐπιάσασιν ἐκ τὸ καστέλλι ἐκεῖνο. | ||||
Ἐρώτησαν νὰ τοὺς εἰποῦν τὸ τί μαντᾶτα ἐξεύρουν | ||||
κ’ ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν κ’ ἐπληροφόρησάν τους· | ||||
«Τὸ πῶς ὁ Σεβαστοκράτορας μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅλα | ||||
κὺρ Μιχαὴλ τοῦ βασιλέως, ὅπου σᾶς ἀναμένουν | ||||
σιμὰ εἰς τὴν Ἀνδριανόπολιν εἰς τοὺς μεγάλους κάμπους· | ||||
κ’ ἐτύχαινε νὰ ἔρχωνται ἐδῶ γυρεύοντάς σας· | ||||
ἐλπίζομεν νὰ ἐπέρασαν σιμὰ στὸ Σαλονίκι». | ||||
Ἀκούσων ταῦτα ὁ Πρίγκιπας ὁμοίως καὶ ὁ Δεσπότης, | ||||
χαρὰν μεγάλην ἔδειξαν ἐτότε τοῦ λαοῦ τους· | ||||
ὅτι ἀγαποῦν κι ὀρέγονται τοῦ νὰ ἔχουν πολεμήσει. | ||||
Βουλὴν ἐπῆραν παρευτὺς τὸ τί νὰ ἔχουν ποιήσει, | ||||
καὶ ἡ βουλὴ τους ἔδωκε πάντα νὰ ὑπαγαίνουν | ||||
ὁλόρθα ἐκεῖ ποῦ εὑρέσκονται ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα, | ||||
νὰ πολεμήσουν μετ’ αὐτούς, ἐλπίζουν νὰ νικήσουν· | ||||
κ’ εἰ μὲν τοὺς ἔλθῃ τὸ ριζικὸν τὸν πόλεμον κερδίσουν, | ||||
ἐλπίζουν νὰ ἐνεμείνουσιν τῆς Ρωμανίας ἀφέντες. | ||||
ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΕΙ ΩΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ | ||||
Καὶ τόσα ἐκαβαλλίκεψαν ὅτι ἔσωσαν ἐκεῖσε | ||||
στὰ μέρη τῆς Πελαγονίας τὰ λέγουν κι ὀνομάζουν. | ||||
[§] | Ἐκεῖνος ὁ κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας τῆς Βλαχίας, | |||
ὅστις ἦτον Σεβαστοκράτορας ὅλης τῆς Ρωμανίας, | ||||
ὁ ἐξάκουστος εἰς τὴν στρατείαν καὶ δόκιμος εἰς ὅλα, | ||||
ὡς ἄκουσε ὅτι ἔρχετον ὁ Πρίγκιπας κι ὁ Δεσπότης, | ||||
ὤρθωσεν τὰ φουσσᾶτα του κ’ ἐχώρισεν τ’ ἀλλάγια | ||||
κ’ ἑρμήνεψεν τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς κεφαλᾶδες | ||||
τὴν πρᾶξιν γὰρ καὶ τὴν στρατείαν ὅπου ἔμελλεν ποιήσουν· | ||||
Κουμάνους εἶχεν μετ’ αὐτοῦ ὅπου ἦσαν δύο χιλιάδες· | ||||
διατὸ ἦσαν ἐλαφρότεροι ἀπ’ ὅλα τὰ φουσσᾶτα, | ||||
ὀμπρὸς ἐκαβαλλίκευαν τὸν τόπον νὰ ἀποσκεπάζουν. | ||||
Ἀπαύτους γὰρ ἀπέρχονται οἱ τριακόσιοι Ἀλλαμάνοι· | ||||
τοὺς Οὔγγρους γὰρ ἐδιόρθωσεν καὶ ἦσαν τὸ ἄλλο ἀλλάγι | ||||
κι ἀπ’ ἐκεινοὺς ἐρχόντησαν οἱ Σέρβοι κ’ οἱ Βουλγάροι· | ||||
κι ἀπέκει ἐκεῖνος ἔρχετον μὲ τοὺς Ρωμαίους καὶ Τούρκους. | ||||
Καὶ ὅσον διεχώρισεν ὅλα του τὰ ἀλλάγια, | ||||
εἴκοσι ἑφτὰ εὑρέθησαν ἀλλάγια καβαλλάροι. | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
[§] | Ὡς φρόνιμος καὶ πονηρὸς ὅπου ἦτον εἰς τὰ πάντα, | |||
ὥρισε εἰς ὅλα τὰ χωρία καὶ ἦλθαν οἱ χωριάτες | ||||
κ’ ἐφέραν τὰ φοράδια τους, βοΐδια κι ἀγελάδια | ||||
κι ὅσα ὀνικὰ κι ἂν εἴχασιν ἐκεῖ τὰ ἠφέραν ὅλα· | ||||
ὅλα τὰ ἐκαβαλλίκευαν ἀπάνω ἐκ τὰ βουνία, | ||||
κ’ ἐφαίνονταν ἀπὸ μακρὰ ὅτ’ ἦσαν καβαλλάροι. | ||||
Καὶ πᾶσα ἑσπέρα ἀνάβγασιν ὁ κατὰ εἰς ἡστιάν του, | ||||
καὶ φαίνονταί σου τὰ βουνία κ’ οἱ κάμποι ὅτι ὅλοι καιόνται. | ||||
Κι ἀπαύτου πάλε ὥρισεν μικρούς τε καὶ μεγάλους, | ||||
οὕτως καὶ τὰ φουσσᾶτα του ὡσὰν καὶ τῶν χωριάτων, | ||||
ὁμοφώνως καὶ μιὰν φωνὴν στριγγίτσαν κι ἐφωνάζαν· | ||||
καὶ φαίνεταί σου ὅτι βροντὲς τὸν κόσμον ἐταράττων. | ||||
[§] | Ἀπαύτου πάλε ἐδιόρθωσεν ἀνθρώπους ἐδικούς του | |||
κ’ ἐπαῖρναν ροῦχα κι ἄλογα κ’ ἔφευγαν κ’ ὑπαγαῖναν | ||||
ἐκεῖ εἰς τὸν Πρίγκιπα Μορέως,ὁμοίως κ’ εἰς τὸν Δεσπότην, | ||||
κ’ ἐλέγαν τους τὰ ψέματα, τὰ οὐκ εἶδαν οὔτε ἀκοῦσαν. | ||||
Τοῦ βασιλέως γὰρ τὸν λαὸν σφόδρα τὸν ἐπαινοῦσαν | ||||
κι αὐξαίνουσι κ’ ἐλέγασι διὰ τὸ ἕνα πεντακόσια, | ||||
καὶ τόσα τοὺς ἀπόσωσαν ψεματικὰ μαντᾶτα, | ||||
ὁτι πολλὰ ἐδειλίασαν οἱ δεσποτάτοι ὅλοι | ||||
[§] | Ἀπαύτου πάλε ἔκραξεν ἄνθρωπον τῆς βουλῆς του, | |||
ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑ ΜΑΧΗΣ ΔΙΑΤΡΕΞΑΝΤΑ | ||||
προνοῖες καὶ χρὴματα πολλὰ τοῦ ἐτάχθη κ’ ὑπησχήθη | ||||
νὰ φανιστῇ ὅτι ἔφυγεν κ’ ἐδιάβη στὸν Δεσπότην. | ||||
Γραφὴν τοῦ ἔδωκε ἀπόκρυφα νὰ δώσῃ τοῦ Δεσπότη, | ||||
ὅ,τι τοῦ εἰπῇ ἐκ στόματος, ὅλα νὰ τὰ πιστέψῃ. | ||||
Ἐπῆρεν τὰ πιττάκια του κ’ ἐβάλθη εἰς τὸν δρὸμον· | ||||
σπουδαχτικὰ ἐπερπάτησεν, ἦλθεν εἰς τὸν Δεσπότην, | ||||
κρυφῶς ἀπῆλθεν εἰς αὐτὸν καὶ μοναξὰ τὸν κράζει. | ||||
[§] | Ὁ κλέφτης ἦτον πονηρὸς καὶ μηχανὸς εἰς σφόδρα· | |||
ὡσὰν κλαίοντα ἄρχισεν νὰ λέγῃ τὸν Δεσπότην· | ||||
«Ἀφέντη, ἐδῶ μὲ ἀπέστειλεν ὁ κύρης μου ὁ ἀδελφός σου | ||||
νὰ σὲ εἰπῶ τὸ μυστὴριον του, τὸ τί σὲ συμβουλεύει. | ||||
Ἀλήθεια ἔνι, ἀφέντη μου, κ’ ἐκεῖνος μαρτυρεῖ το | ||||
ὅτι ἀπὸ τοῦ φτόνου καὶ ζηλείας κι ἀναγκασίες ἀνθρώπων | ||||
ἐβάλθητε εἰς σκάνταλα κ’ εἰς τὴν συνερισίαν· | ||||
ἐσὺ ἐζήτας τὴν Βλαχίαν, κ’ ἐκεῖνος τὸ Δεσποτᾶτο. | ||||
Κι ἀπὸ ἐτούτης τῆς ἀφορμῆς ἐπλήθυνεν ἡ μάχη | ||||
μέσα εἰς ἐσᾶς τοὺς ἀδελφοὺς ὅπου ἦτον ψέγος μέγα, | ||||
νὰ μάχεστε ἀμφότεροι ἐσεῖς οἱ δύο αὐταδέλφοι. | ||||
[§] | Λοιπόν, ἀφέντη μου, καλέ, ὁ κύρης μου ὁ ἀδελφὸς σου, | |||
ὡς ἔδραμες ἀπάνω του νὰ ἐπάρῃς τὴν Βλαχίαν, | ||||
οὐκ εἶχεν γὰρ ποῦ νὰ γενῇ οὐδὲ τὸ ποῦ νὰ δώσῃ | ||||
κ’ ἐπρόσφυγεν στὸν βασιλέαν ὅπου ἔνι ἀντίδικός σου. | ||||
Κι ὡς ἔμαθεν ὁ βασιλέας ὅτι φουσσᾶτα κάμνεις, | ||||
τὸν πρίγκιπα γὰρ τοῦ Μορέως ἔποικες ἀδελφόν σου, | ||||
τὴν ἀδελφὴν σας τοῦ ἐδωκες διὰ ὁμόζυγον γυναῖκαν | ||||
κ’ ἐπῆρες εἰς βοήθειαν σου μὲ ὅσα φουσσᾶτα ἔχει. | ||||
Κακὴν βουλὴν ἀπήρετε· καὶ ποῖος σᾶς τὴν ἐδῶκεν, | ||||
νὰ ἀφῆστε γὰρ τοὺς τόπους σας καὶ τὴν ἀνάπαψίν σας, | ||||
νὰ ἔλθητε στὴν Ρωμανίαν στοῦ βασιλέως τοὺς τόπους; | ||||
νὰ μάχεσαι τὸν βασιλέα, τίς εἶσαι, Δέσποτά μου; | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
πόσους τέτοιους ὡσὰν ἐσὲν ἔχει στὴν ἐξουσίαν του; | ||||
Λοιπόν, ἀφέντη μου καλέ, ἄκου, καὶ πίστευέ μου, | ||||
πολλὰ φουσσᾶτα ἔρχονται ἐδῶ νὰ σὲ θέλουν ἀπαντήσει· | ||||
ἔχει Ἀλλαμάνους ἐκλεχτοὺς καλὰ πεντακοσίους, | ||||
Οὔγγρους χιλιάδες δὲκα τρεῖς ὅλους μὲ τὰ δοξάρια, | ||||
Βουργάρους, Σέρβους ἔχει ἐδῶ κἄν τέσσαρες χιλιάδες, | ||||
Ρωμαίους ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν ὅλους ἐδῶ τοὺς ἔχει, | ||||
ἐκ τὴν Τουρκίαν κι Ἀνατολὴν ἀριφνισμὸν οὐκ ἔχουν· | ||||
διὰ τὸν ἕναν ὅπου ἔχετε ὁ πρίγκιπας μετά σε, | ||||
εἶναι γὰρ τοῦ βασιλέως ’ς τὸν ἕναν σας διακόσιοι. | ||||
Διὰ τοῦτο λέγει, Δέσποτα, ὁ ἀφέντης μου ὁ ἀδελφός σου | ||||
ὅτι ἂν ἐμαχίστητε ἀπὸ φτορὰν δαιμόνου, | ||||
οὐδὲν ἔχει καλλιώτερον φίλον του εἰς τὸν κόσμον, | ||||
κι ὡς ἀγαπῶντα σε πολλά, μεγάλως σὲ λυπᾶται, | ||||
Κ’ ἐξεύρεις κι ἄλλο, ἀφέντη μου, τὸ πόσα σὲ κακεύει | ||||
ὁ βασιλὲας τῆς Ρωμανίας αὐτὸς ὁ Παλαιολόγος | ||||
κι ἂν ἔλθῃς γὰρ εἰς πόλεμον εἰς τοσοῦτα φουσσᾶτα, | ||||
πρῶτο ἠμπορεῖ ἀπ’ ἁμαρτίας νὰ χάσῃς τὸ κορμί σου, | ||||
καὶ δεύτερον, χειρότερον, ἂν πέσῃς εἰς τὰς χεῖρας | ||||
τοῦ Παλαιολόγου βασιλέως ἐκεῖ ὅπου σὲ κακεύει, | ||||
ποτὲ τὴν Ἄρτα οὐδὲν θεωρεῖς οὐδὲ τὸ Δεσποτᾶτο, | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ λέγει, ἀφέντη μου, ὁ κύρης μου ὁ ἀδελφός σου· | |||
σκόπησον μὲ ὅλην σου τὴν βουλὴν νὰ φύγῃς νὰ γλυτώσῃς | ||||
ἐσὺ μὲ τὰ ἀρχοντόπουλα ποῦ εἶναι τοῦ Δεσποτάτου, | ||||
κι ἄγωμε εἰς τὸν τόπον σου, τὰ κάστρη σου νὰ φυλάξῃς. | ||||
Καὶ πάλε ἂν χάσῃς τίποτε ἀπὸ τὰ πεζικά σου, | ||||
ἀφῶν ἔχεις τὴν ἀφεντίαν κ’ εἶσαι στὸ Δεσποτᾶτο, | ||||
πάλε φουσσᾶτα οὐ λείπουν σε, νὰ ἔχῃς ὅσα κι ἂν θέλῃς». | ||||
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ἀσεβὴς ὅπου ἔλεγεν ἐτοῦτα, | ||||
ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑι ΜΑΧΗΣ ΔΙΑΤΡΕΞΑΝΤΑ | ||||
ὅλως κλαίοντα τὰ ἔλεγεν καὶ κλαίοντα τὰ ἀφηγᾶτον, | ||||
[§] | Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσεν ἐτοῦτα κι ἄλλα πλέον, | |||
εἶδεν καλὰ κ’ ἐγνώρισεν, ἐδειλίασε ὁ Δεσπότης· | ||||
ἀπολογίαν ἐζήτησεν ἤθελε νὰ ὑπαγαίνῃ. | ||||
ὡς δὲ ὁ Δεσπότης τὸν κρατεῖ ἕως ὅτου νὰ συντύχῃ | ||||
ἀλλήλως μὲ τὸν πρίγκιπα νὰ μάθῃ τὰ μαντᾶτα. | ||||
Κράζει παιδόπουλά του δύο καὶ μοναξὰ τοὺς λέγει· | ||||
« Ἀμέτε εἰς τὸν πρίγκιπα κ’ εἰπέτε του ἀπὸ ἐμὲναν | ||||
νὰ ἔλθῃ συντόμως ἐδῶ, βιαστικὰ τὸν χρήζω». | ||||
Κ’ ἐκεῖνοι ἐσπούδαξαν, γοργὸν στὸν πρίγκιπα ἀπῆλθαν | ||||
τὸ εἰπεῖ του ἐκ τὸν ἀφέντην τους ἐκεῖνον τὸν Δεσπότην, | ||||
τὸ εἶχαν κι ἀναγγεῖλαν του· εὐθέως σπουδαίως ἐδιάβη | ||||
ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ ἀσεβὴς στὴν τένταν τοῦ Δεσπότου. | ||||
Ἐξάναρχα λεπτομερῶς τὸν πρίγκιπα τὰ εἶπεν, | ||||
ὅλα τὰ ἀφηγήσετον, ὡσὰν καὶ τοῦ Δεσπότου· | ||||
κι ἀφότου τὰ ἀφηγήσετον τοῦ πρίγκιπος τὰ λέγει, | ||||
ἀπολογίαν τοῦ ἐδώκασιν, ἐδιάβη ὁπόθεν ἦλθεν. | ||||
Λεπτῶς τὰ ἀφηγήσετον τοῦ Σεβαστοκρατόρου | ||||
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν ἐκεῖσε εἰς τὸν Δεσπότην | ||||
καὶ πῶς τοῦ ὑποσχέθηκεν νὰ φύγῃ τὴν νύχτα ἐκείνην. | ||||
Τὸ ἀκούσει το ὁ κὺρ Θεόδωρος μεγάλως γὰρ ἐχάρη, | ||||
κράζει τοὺς φρονιμώτατους ὅπου εἶχε εἰς τὰ φουσσᾶτα· | ||||
ὅλα τοὺς ἀφηγήσετον, χαρὰν μεγάλη ἐποῖκαν. | ||||
Ὡς δὲ ὁ Δεσπότης σὲ λαλῶ, ἐκεῖνος τῆς Ἑλλάδας | ||||
οὐκ ἦτον γὰρ χαιράμενος, μεγάλην θλῖψιν εἶχεν. | ||||
Ἔκραξε τὸν πρίγκιπα· οἱ δύο βουλὴν ’πῆραν | ||||
τὸ πῶς νὰ ποιήσουσιν ὁμοῦ καὶ πῶς νὰ ἔχουν διάξει, | ||||
[§] | Κράζουν τοὺς κεφαλᾶδες τους, τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου, | |||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
ἐβάλαν τους κι ὠμόσασιν νὰ κρύψουν τὴν βουλή τους. | ||||
Ἀφότου γὰρ ἐγένετον ὁ ὄρκος τῶν κεφαλάδων | ||||
κι ὠμόσασιν ἀμφότεροι νὰ κρύψουσιν τὸ πρᾶγμα, | ||||
ὅπου ἤθελεν νὰ τοὺς εἰπῇ τῆς Ἄρτας ὁ Δεσπότης, | ||||
εἰς τοῦτο ἄρξετον νὰ λαλῇ καὶ νὰ τοὺς ἀφηγᾶται, | ||||
ὁ Δεσπότης λεπτομερῶς ἐκεῖνα τὰ μαντᾶτα, | ||||
τὰ εἶπεν καὶ άφηγήσετον ἐκεῖνος ὁ δημηγέρτης | ||||
τὸν ἦτον ἀποστείλοντα κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας | ||||
τοῦ Δεσπότου, τοῦ ἀδελφοῦ, ὅλον μὲ πονηρίαν. | ||||
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου, | ||||
οἱ μὲν ἐπίστεψαν εὐθέως ἀλήθεια ὡσὰν τὸ ἐλέγαν· | ||||
κ’ οἱ ἄλλοι ἐλέγαν, ψέματα εἶπεν ὁ δημηγέρτης. | ||||
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὁ ἐξάκουστος ἐκεῖνος | ||||
ἐντράπη, τὸ ἀκούσει τὸ φυγεῖον, μεγάλως ἐταραχεύτη | ||||
καὶ εἶπεν, ὅτι ψέματα εἶπεν ὁ χωριάτης | ||||
ὅπου ἦλθεν κι ἀφηγήσετον ἐκεῖνα τοῦ Δεσπότου· | ||||
ὅλα ὅσα ἦσαν λόγια εὔκαιρα, καύχημα τῶν Ρωμαίων | ||||
ὅπου ἐπαινοῦνται ὁλοστινοὶ καὶ ψέγουν τοὺς ἐχτροὺς τους. | ||||
«Ἀλλὰ ἂς σταματήσωμεν ἐδῶ εἰς τοὺς κάμπους τούτους | ||||
κι ἂν ἔλθουν, νὰ πολεμήσωμεν ἠμεῖς ἂς τοὺς δεχτοῦμε, | ||||
ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑι ΜΑΧΗΣ ΔΙΑΤΡΕΞΑΝΤΑ | ||||
Μηδὲν σκιαστῆτε τίποτε ἂν εἶναι πλειότεροί μας· | ||||
ὅτι λαὸς πολύπλοκος κι ἀπὸ διαφόρες γλῶσσες | ||||
ποτὲ καλὴν συμβίβασιν οὐκ ἔχουσιν ἀλλήλως, | ||||
Ἡμεῖς γὰρ καὶ ἄν εἴμεθεν ὀλίγοι πρὸς ἐκείνους, | ||||
ὅλοι εἴμεθεν ὡς ἀδελφοὶ καὶ γλῶσσαν μίαν λαλοῦμε, | ||||
κ’ ἐδάρτε θέλομεν φανῇ ἂν εἴμεθεν σγρατιῶτες». | ||||
Ἐκεῖνοι οἱ περισσότεροι ἐκ τὸν φόβον ὅπου εἶχαν | ||||
τίποτε οὐδὲν ἀφκράστησαν τοῦ ἀφέντου τῆς Καρυταίνου, | ||||
ἀλλὰ εἰς τὸ τέλος εἴπασιν κι οὕτως τὸ ἀφιρῶσαν· | ||||
ὅτι τὸ ἐλθεῖ τὸ βραδύ, νὰ λάμψῃ τὸ φεγγάρι, | ||||
νὰ κοιμηθῇ ὁ λίος λαὸς νὰ μὴ τοὺς ἔχουν νοὴσει, | ||||
τὸ πλεῖον κρυφῶς καὶ σιγαλὰ ὅπου νὰ ἠμπορέσουν | ||||
νὰ ὁρμηθοῦν τοῦ φεγγαρίου καὶ νὰ ἔχουν μισσέψει, | ||||
νὰ φύγουν ὡσὰν ἠμποροῦν διὰ νὰ μὴ κιντυνέψουν. | ||||
Κι ὅσον ἐπλήρωσε ἡ βουλὴ ὄτι νὰ ἔχουν φύγει, | ||||
ὁ κατὰ εἷς ἐδιάβηκεν εἰς τὴν κατοῦνα ὅπου εἶχεν. | ||||
[§] | Ἐν τούτῳ ὁ ἀντρικώτατος ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου, | |||
ἐκεῖνος ὁ παράξενος ὁ ἐπαινετὸς στρατιώτης, | ||||
ἐπόνεσε ἡ καρδία του κ’ εἰς σφόδρα ἐλυπήθη. | ||||
Ὁ μὲν ἐντράπη τὸ φυγεῖον, ἐθλίβη τὸν λαόν του, | ||||
Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
ἐσκόπησεν, ὡς φρόνιμος, τὸ πῶς νὰ τοὺς βοηθὴσῃ | ||||
νὰ μὴ χαθοῦσιν ἄδικα κ’ ἔχει ἁμαρτίαν μεγάλην. | ||||
[§] | Στὴν τέντα του ἐστάθηκεν, ραβδὶ κρατεῖ στὸ χέριν, | |||
τὸν στῦλον κρούει μὲ τὸ ραβδὶ καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον· | ||||
«Στῦλε μου, κράτει δυνατὰ τὴν τέντα ὅπου μὲ σκέπει | ||||
κ’ εἰπὲς τῆς ἐκ τὸ μέρος μου, μηδὲν τὸ ἀπιστήσῃ | ||||
ὅτι πολλὰ τὴν ἀγαπῶ, οὐ χρὴζω νὰ κιντυνέψῃ. | ||||
Ἡμεῖς βουλὴν ἀπήραμεν, ὁ πρίγκιπας κι ὁ Δεσπότης, | ||||
νὰ φύγωμεν ἀπὸ σπεροῦ οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου | ||||
ν’ ἀφήσωμεν τὸν λίον λαὸν νὰ ἔχουσιν κιντυνέψει. | ||||
Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσέν, τέντα μου ἠγαπημένη, | ||||
μὴ πιάσῃ κι ἀπιστήσῃς το ὅτι ἔνι ἀλλέως τὸ πρᾶγμα· | ||||
σκόπησον νὰ σωτερευτῇς ὅπως μὴ κιντυνέψῃς». | ||||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα ὁ λαὸς ποῦ ἦσαν ἐκεῖ μετ’ αὖτον | |||
τὸ πρᾶγμα τὸ ἐξενοχάραγον, τὸ οὐκ εἴδασιν ποτὲ τους, | ||||
ὅλοι εἰς φόβον ἐπέσασιν, ἐταράχτησαν μεγάλως· | ||||
ἀπὸ ἄνθρωπον εἰς ἄνθρωπον ἐπλάτυνεν τὸ πρᾶγμα, | ||||
Ὁ πρίγκιπας τὸ ἄκουσεν, ἐχόλιασεν μεγάλως· | ||||
ὥρισε εὐθέως κ’ ἐκράξασιν τὸν ἀφέντην τῆς Καρυταίνου | ||||
καὶ λέγει τον χολιαστικά· «Ἦτον καλὸν τὸ ἐποῖκες; | ||||
τὸν ὄρκον ὅπου ἐποίκαμεν καὶ τὴν βουλὴν ὁμοίως, | ||||
νὰ τὸ φαυλίσῃς φανερά, νὰ μᾶς ἀποσκεπάσῃς; | ||||
οὐδὲν τὸ ἔποικες φρόνιμα, σφάλμα γὰρ μέγαν ἦτον». | ||||
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας τὸν πρίγκηπα ἀπεκρίθη· | ||||
«Ἐγὼ σφάλμα οὐκ ἔποικα καὶ τίς νὰ μὲ ἔχῃ μέψει, | ||||
ἕτοιμος νὰ διαφεντευτῶ καὶ νὰ τὸν πολεμήσω | ||||
ὅποιος νὰ εἰπῇ ὅτι ἔσφαλα, ἄνευ τῆς ἀφεντίας σου, | ||||
ὅπου εἶσαι ἀφέντης μου λίζιος κι οὐδὲν σὲ ἀντιτείνω. | ||||
Ὅσοι εἴπασιν νὰ φύγωμεν νὰ ἀφήσωμεν τὸν λαόν μας, | ||||
λουλοὺς τοὺς ἔχω κι ἄτυχους, οὐ πρέπει νὰ εἶναι ἀφέντες | ||||
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΤΑΙ ΜΟΝΟΣ ΕΙΣ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΝ | ||||
ἢ νὰ βαστάνουν ἄρματα, στρατιῶτες νὰ τοὺς κράζουν». | ||||
Ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας ἐννόησε, ἐντράπηκε το, | ||||
ἐμετανόησεν σφοδρὰ εἰς ὅσον γὰρ ἐγίνη· | ||||
κράζει τὸν πρωτοστράτοραν, ὁρίζει τον καὶ λέγει, | ||||
νὰ βάλῃ τὸν διαλαλητὴν τοῦ νὰ ἔχῃ διαλαλήσει· | ||||
κανεὶς μὴ ἀκούσῃ τίποτε καὶ φοβηθῇ κἄν ὅλως | ||||
τὰ λόγια ὅπου εἰπήθησαν ἐνταῦτα εἰς τὰ φουσσᾶτα, | ||||
μὴ τὰ πιστέψῃ γὰρ κανείς, ψέματα εἶναι μεγάλα. | ||||
Ἀλλὰ ἂς τὸ κρατοῦσι ἀλήθειαν, κανεὶς μὴ τὸ ἀπιστήσῃ, | ||||
ὅτι αὔριον, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, θέλουσι πολεμήσει. | ||||
Ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ ἅπαντες ἐτότε οἱ Μοραΐτες | ||||
τὸ πῶς ἐδιαλαλήσασιν κι ἀφίρωσαν τοὺς λόγους, | ||||
ὅτι τὰ λόγια τὰ εἴπασιν ψέματα ἐλαλῆσαν, | ||||
ὡς δὲ τὴν αὔριον τὸ πρωΐ θέλουσιν πολεμήσει, | ||||
ὅλοι τὸ ἀνεχάρησαν, πολλὰ τὸ ἐπεθυμοῦσαν. | ||||
[§] | Κ’ οἱ Δεσποτᾶτοι, ὡς τὸ ἤκουσαν, ἐθλίβησαν εἰς σφόδρα· | |||
εἰς τὸν Δεσπότη ἐδιάβησαν ὅλοι του οἱ μεγιστᾶνοι, | ||||
κρυφῶς τοῦ εἶπαν μοναξά· «Ἀφέντη, τί ἔν’ τὸ κάμνεις; | ||||
βούλεσαι ν’ ἀποθάνωμεν ἐδῶ ἀδίκως μετ’ ἔσου; | ||||
οὐδὲν ἀκούῃς τοὺς ἄτυχους τοὺς Φράγκους τοῦ Μορέως, | ||||
τὸ πῶς οὐδὲν ἐδείλιασαν τὰ πλήθη τῶν φουσσάτων | ||||
ὅπου ἔρχονται ἀπάνω τους, αὐτοῦ τοῦ βασιλέως, | ||||
ἀλλὰ καλοαφιρώνωνται νὰ τοὺς ἔχουν πολεμήσει». | ||||
Ὁ Δεσπότης τοὺς ἀποκρίθηκεν καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους· | ||||
«Ἐγὼ κρατῶ τὰ εἴπαμεν καὶ τὴν βουλὴν ποῦ ἐδόθη· | ||||
κ’ οἱ Μοραΐτες ἂς λαλοῦν κι ἂς ποιήσουν ὡς κελεύουν. | ||||
Βάλετε ἕναν ἀπὸ ἐσᾶς νὰ διάβῃ ἐκ τὸ φουσσᾶτο | ||||
τοῦ Δεσποτάτου, σᾶς λαλῶ, προφώνεσιν νὰ ποιήσῃ, | ||||
τὸ συσπερώσει, μοναχὰ νὰ ἐξέβη τὸ φεγγάρι, | ||||
ὅλοι ἂς κινήσουν παρευτὺς μετὰ ἡσυχίας μεγάλης, | ||||
Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
ὁλόρθα ἂς ὑπαγαίνωμεν ἐκεῖ εἰς τὸ ἰγονικόν μας· | ||||
κι ὅπου ἔχει θέλημα καλὸν κι ὄρεξιν τοῦ πολέμου | ||||
ἂς ἐνεμείνῃ ἐδῶ καὶ νὰ εὕρῃ τὰ γυρεύει». | ||||
Οὕτως τὸ ἐποῖκαν οἱ Ρωμαῖοι τοῦ Δεσποτάτου ἐκεῖνοι· | ||||
τὸ συσπερώσει ἐδιάβησαν ἐκ τὸ φουσσᾶτο ἐκεῖθεν. | ||||
Ἔδε ἁμαρτίαν ὅπου ἔποικεν ἐτότε ὁ Δεσπότης | ||||
νὰ ἔλθῃ νὰ ἐβγάλῃ ἐκ τὸν Μορέαν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον | ||||
μὲ τὸ ἄνθος τῶν εὐγενικῶν ἀνθρώπων τοῦ Μορέως, | ||||
ὅπου εἴχασιν ἀνάπαψιν καὶ μονοκρατορίαν, | ||||
κι ἀπῆγαν εἰς βοήθειαν του στὴν μάχην ὅπου εἶχεν· | ||||
τότε τοὺς ἐλευτέρωσεν στὰς χεῖρας τῶν ἐχτρῶν του | ||||
κ’ ἔφυγεν καὶ ἐδιάβηκεν εἰς τὴν Θεοῦ κατάραν. | ||||
Ποῖος ν’ ἀκούσῃ πώποτε Ρωμαίου νὰ ἔχῃ πιστέψει | ||||
δι’ ἀγάπην γὰρ ἢ διὰ φιλίαν ἢ διὰ καμμίαν συγγένειον; | ||||
ποτὲ Ρωμαίου μὴ ἐμπιστευτῇς διὰ ὅσα καὶ σοῦ ὀμνύει· | ||||
ὅταν θέλῃ καὶ βούλεται τοῦ νὰ σὲ ἀπεργώσῃ, | ||||
τότε σὲ κάμνει σύντεκνον ἢ ἀδελφοποιτόν του, | ||||
ἢ κάμνει σε συμπέθερον διὰ νὰ σὲ ἐξολοθρέψῃ. | ||||
Ὡς ἔνι γὰρ τὸ φυσικὸν τοῦ κόσμου τὸ συνήθειον, | ||||
κακὸν μαντᾶτο οὐκ ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἔχῃ κρύψει. | ||||
[§] | Ἐκεῖνος ὁ πανάπιστος ὁ μέγας δημηγέρτης, | |||
ὅπου τὰ ἐμαγέρεψεν ἐτοῦτα ὅπου σᾶς λέγω, | ||||
τὸ ἰδεῖ ὅτι ἔφυγεν εὐθέως ἐκεῖνος ὁ Δεσπότης, | ||||
σπουδαίως ἐδιάβηκεν γοργὸν στοῦ βασιλέως τὸν στόλον | ||||
κ’ εἶπεν τὸν Σεβαστοκράτορα· ἔφυγεν ὁ Δεσπότης | ||||
μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἤφερεν ἀπὸ τὸ Δεσποτᾶτον, | ||||
κ’ ἐνέμεινεν ὁ πρίγκιπας μόνι μὲ τὰ ἐδικά του. | ||||
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΤΑΙ ΜΟΝΟΣ ΕΙΣ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΝ | ||||
[§] | Τὸ ἀκούσει το ὁ Σεβαστοκράτορας, ἐχάρηκεν μεγάλως. | |||
εὐθέως τ’ ἀλλάγια του ὤρθωσεν, ἐκίνησαν ἐνταῦτα, | ||||
ὁλόρθα στὴν Πελαγονίαν ὡρμῆσαν νὰ ὑπαγαίνουν. | ||||
[§] | Σάββατο ἡμέραν ἐκίνησαν, τὸν πρίγκιπα ἐπλησιάσαν. | |||
Τὴν κυριακὴν γὰρ τὸ πρωῒ ὡρμῆσαν νὰ πολεμὴσουν. | ||||
[§] | Κι ἀφῶν εἶδεν ὁ πρίγκιπας ὅτι ἔφυγε ὁ Δεσπότης | |||
κ’ ἐγνώρισε εἰς πληροφορίαν τὸ ἔργον τὸ τοῦ ἐποῖκεν, | ||||
κ’ ἔμεινεν στὴν Πελαγονίαν οὕτως ἀπεργωμένος, | ||||
μόνον μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅπου εἶχε ἐκ τὸν Μορέαν, | ||||
κ’ ἔξευρεν ὅτι ἔρχετον τοῦ βασιλέως ὁ στόλος | ||||
μὲ τὸν Σεβαστοκράτοραν διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν· | ||||
ὡς φρόνιμος κ’ εὐγενικὸς ὅπου ἦτον καὶ στρατιώτης, | ||||
κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του, τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου | ||||
καὶ ὅλους τοὺς καβαλλαρίους, Φράγκους τε καὶ Ρωμαίους, | ||||
καὶ ἄρξετον νὰ τοὺς λαλῇ καὶ νὰ τοὺς συντυχαίνῃ, | ||||
γλυκία τοὺς ἐνουθέτευεν κ’ ἐπαρηγόρησέ τους· | ||||
«Συντρόφοι, φίλοι κι ἀδελφοί, ὡς τέκνα καὶ παιδία μου, | ||||
γινώσκει ὁ Θεὸς κ’ ἡ δόξα του τὸ πῶς εἶμαι θλιμμένος | ||||
εἰς τοῦτο ὅπου μᾶς ἔποικεν Δεσπότης ὁ ἀδελφός μου | ||||
κι ἀπέργωσέ με ὡσὰν παιδὶ καὶ ἤφερέν με ἐνταῦτα. | ||||
Ἐγὼ διὰ τὴν ἀγάπην του καὶ πάλε διὰ τὴν τιμήν μου, | ||||
ἐβλέποντας τὸν θάνατον, τὴν ἀκληρίαν ὅπου εἶχεν | ||||
ἀπ’ τὸν Σεβαστοκράτορα αὐτὸν τὸν ἀδελφόν του, | ||||
ὅπου τοῦ ἀπῆρε τὴν Βλαχίαν, τὸ Δεσποτᾶτο ἐζήτα, | ||||
ἐπῆρα τὰ φουσσᾶτα μου, ἐσᾶς τοὺς ἐδικούς μου | ||||
κ’ ἦλθα εἰς συμμάχειον ἐκεινοῦ διὰ νὰ τοῦ ἔχω βοηθήσει. | ||||
Καὶ ὅσον μ’ ἐπροσήφερεν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν, | ||||
οὕτως μᾶς ἐπαράδωκεν αὐτὸς τοῦ ἀδελφοῦ του | ||||
ὡσὰν ὁ Ἰούδας τὸν Χριστὸν ἐκεινῶν τῶν Ἰουδαίων. | ||||
Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσᾶς, ὅλους παοακαλῶ σας· | ||||
ἀφῶν μᾶς ἤφερε ἡ ἁμαρτία ἐδῶ εἰς τοὺς ἐχτρούς μας | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
ἐξεύρετε ὅτι μακρέα ἀπέχομεν τοῦ Μορέως. | ||||
κι ἂν θέλομεν νὰ φύγωμε οὐδὲν κατευοδοῦμε | ||||
κ’ ἤθελεν εἶσται ἄσκημον νὰ εἰπὴθῃ εἰς τὸν κόσμον, | ||||
ἀφῶν στρατιῶτες εἴμεθεν νὰ φύγωμεν ὡς γυναῖκες. | ||||
Ἀλλὰ ἂς σταθοῦμε ὡς ἄνθρωποι, στρατιῶτες παιδεμένοι· | ||||
τὸ πρῶτον ἂς φυλάξωμεν ὡς πρέπει τὴν ζωὴν μας, | ||||
καὶ δεύτερον πάλε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔπαινος τοῦ κόσμου, | ||||
τὸ ἀγαποῦσιν οἱ ἅπαντες ὅπου ἄρματα βαστοῦσιν. | ||||
Ἐκεῖνοι ὅποὺ ἔρχονται ἐδῶ τοῦ νὰ μᾶς πολεμήσουν | ||||
ὅλοι εἶναι πολυσώρευτοι ἀπὸ διαφόρες γλῶσσες· | ||||
καὶ θέλω νὰ τὸ ἐξεύρετε, τινὰς μὴ τὸ ἀπιστήσῃ, | ||||
ὅτι ὁ λαὸς πολύπλοκος καὶ πολυσωρεμένος, | ||||
ποτὲ καλὴν συμβίβασιν οὐκ ἔχουσιν ἀλλήλως. | ||||
Ἡμεῖς γὰρ καὶ ἂν εἴμεθα ὀλίγοι πρὸς ἐκείνους, | ||||
ὅλοι εἴμεθεν γνώριμοι καὶ μίας οὐσίας ἀνθρῶποι, | ||||
καὶ πρέπει ὅλοι ὡς ἀδελφοὶ ἀλλὴλως ν’ ἀγαπᾶστε. | ||||
Ἐπεὶ ἂν ἔχωμεν ὁμοῦ ἀγάπην ὡς ἁρμόζει, | ||||
ὁ κατὰ εἷς γὰρ ἀπὸ ἐμᾶς ν’ ἀξιάζῃ διακόσιους | ||||
ἀπὸ ὅσοι ἔρχονται ἐδῶ διὰ νὰ μᾶς πολεμήσουν. | ||||
Οὐδὲν φροντίζω ἄλλους τινὲς μόνον τοὺς Ἀλλαμάνους· | ||||
τριακόσιοι εἶναι μοναχοὶ κ’ ἔχουν ἕναν ἀφέντην | ||||
Δοῦκαν ντὲ Καρεντάνε τὸν λαλοῦν, οὕτως τὸν ὀνομάζουν, | ||||
Καὶ ἔχω εἰς πληροφορίαν τὸ πρῶτον τους ἀλλάγι | ||||
τοὺς Ἀλλαμάνους ἔχουσιν νὰ ἔλθουν νὰ πολεμὴσουν, | ||||
Λοιπὸν ἂν ποιήσωμεν ὁρμὴν ὡς φρόνιμοι στρατιῶτες | ||||
τῶν Ἀλλαμάνων τὴν φορὰν τοῦ πολέμου ἀπαντῆσαι, | ||||
Η ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑι ΜΑΧΗ | ||||
νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς κ’ ἡ μοῖρα μας κ’ ἡ εὐχὴ γὰρ τῶν γονέων μας, | ||||
νὰ τοὺς σπαράξωμεν ποσῶς νὰ ἐπάρωμεν τὸ νῖκος, | ||||
τοὺς ἄλλους ὅλους ἔχομεν ὡς φάλκονας περδίκιν. | ||||
[§] | Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσᾶς τὸ πρῶτο μας ἀλλάγι | |||
νὰ ποιήσωμεν καλλιώτερον, ὅλο ἐκλεχτοὺς ἀνθρώπους, | ||||
νὰ ἐξεύρουσιν νὰ πολεμοῦν, νὰ ἐντρέπωνται τὸν κόσμον· | ||||
καὶ νὰ ἔνι ἀπάνω εἰς αὐτοὺς ὡς κεφαλὴ κι ἀφέντης | ||||
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας αὐτὸς ὁ ἀνεψιὸς μου, | ||||
Κ’ ἐλπίζω πρῶτα στὸν Θεὸν κι ἀπέκει στὴν στρατιάν του | ||||
ὅτι νὰ πράξῃ ὡς φρόνιμος, ὡσὰν καλὸς στρατιώτης». | ||||
Ὡς τὸ εἶπεν γὰρ ὁ πρίγκιπας οὕτως καὶ τὸ ἐποιῆσαν· | ||||
ἐχώρισαν τὰ ἀλλάγια τους τὲς σύνταξες ὅπου εἶχαν. | ||||
Στὴν χώρισιν τῶν ἀλλαγιῶν, στὲς σύνταξες ποῦ ἐποῖκεν | ||||
ὁ Γουλιάμος πρίγκιπας εἰς τὴν ΙΙελαγονίαν | ||||
αὐτοῦ καὶ ὅλοι οἱ Ρωμαῖοι ἔσωσαν εἰς τὸν κάμπον. | ||||
[§] | Τὸ πρῶτο ἀλλάγι ὅπου εἴχασιν ἦτον τῶν Ἀλλαμάνων· | |||
τὸ ἰδεῖ τους γὰρ ὁ ἐξάκουστος ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου, | ||||
ὁλόρθα εἰς αὔτους ὥρμησεν, ἔσκυψαν τὰ κοντάρια. | ||||
Τὸν πρῶτον ὅπου ἀπάντησεν κ’ ἐδῶκεν κονταρέαν | ||||
ἦτον ἐκεῖνος ποῦ ἔλεγαν Δοῦκα ντὲ Καρεντάνα· | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
στὸ στῆθος τὸν ἐβάρεσεν ἀπάνω εἰς τὸ σκουτάριν, | ||||
μὲ τὸ φαρὶν τὸν ἔρριξεν εἰς γῆν ἀποθαμένον· | ||||
ἀπαύτου ἔδειρε ἄλλους δύο ὅπου ἦσαν συγγενεῖς του. | ||||
Τὸ κοντάρι ὅπου ἐβάσταζεν ἐκόπη εἰς τρία κομμάτια· | ||||
κ’ εὐθέως ἐγρήγορα ἔβαλεν τὸ χέριν στὸ σπαθί του | ||||
καὶ ἄρξετον νὰ πολεμῇ ἐκείνους τοὺς Ἀλλαμάνους· | ||||
ὅσοι τοῦ ἐρχόντησαν ὀμπρὸς διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν, | ||||
ὅλους τοὺς ἐκατέκοφτεν ὡς χόρτον εἰς λιβάδι. | ||||
[§] | Κι ὡς ἔβλεπαν οἱ ἕτεροι ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον, | |||
ὅλοι ἀντρειομένα ἐβάλθησαν καὶ συντροφίαν τοῦ κάμνουν, | ||||
τοὺς Ἀλλαμάνους ἔσφαξαν κ’ ἐθανατώνανέ τους. | ||||
[§] | Κι ὡς εἶδε ὁ Σεβαστοκράτορας ἀπέκει ὅπου ἐθεώρει | |||
ὅτι οἱ Ἀλλαμάνοι ἐσπάραξαν κι ἀπήρασι τὸ κρότος, | ||||
γοργὸν σπουδαίως ἐκεῖ ἔδραμεν ὅπου ἤσασιν οἱ Οὖγγροι, | ||||
ὁρίζει τοὺς νὰ σύρνουσιν ὅλοι μὲ τὰς σαγίτας | ||||
στὸ ἀλλάγι κεῖνο ποῦ ἔσμιξε μετὰ τοὺς Ἀλλαμάνους, | ||||
καὶ εἶπεν τους ἀπόκοτα· «Μὴ παρατηρηθῆτε | ||||
τοὺς Ἀλλαμάνους τίποτε διατὶ εἶναι ἐδικοί μας· | ||||
ἐπεί, ὡς ἐβλέπω καὶ θεωρῶ, ὁ δράκοντας ἐκεῖνος | ||||
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας κακὰ τοὺς ὑπαγαίνει. | ||||
Κι ἂν θέλετε νὰ σύρνετε μόνο ἀπάνω στοὺς Φράγκους, | ||||
οὐδὲν κατευοδώνετε νὰ τοὺς ἔχετε δραλήσει· | ||||
ἀλλὰ ἀμφότεροι σύρνετε μέσα εἰς τὸν πόλεμόν τους, | ||||
νὰ σφάξετε τοὺς ἵππους τους ὅπου καβαλλικεύουν, | ||||
νὰ πέσουν οἱ καβαλλαροὶ ἀπάνω εἰς τὰ φαριά τους | ||||
ὅπως νὰ τοὺς πατάξωμε μὴ προῦ μᾶς θανατώσουν. | ||||
Κι ἂν ἀποθάνουν ἑνομοῦ μ’ αὐτοὺς οἱ Ἀλλαμάνοι, | ||||
κάλλιο ἂς χαθοῦσι μοναχοὶ παρ’ ὅλα τὰ φουσσᾶτα· | ||||
καὶ ἂς ἔχω τὴν ἁμαρτίαν, καὶ ποιήσετε ὡς τὸ ὁρίζω». | ||||
[§] | Κ’ οἱ Οὖγγροι, ὡς ὡρίστησαν, οὕτως καὶ τὸ ἐποιῆσαν. | |||
ἀρχάσαν κ’ ἐδοξεύασιν τοὺς Φράγκους κι Ἀλλαμάνους· | ||||
κι ἀπὸ τὴν ἄλλην γὰρ μερέαν ἤλθασι κ’ οἱ Κουμάνοι | ||||
κ’ ἐδόξευαν ἀμφότεροι τὸ γένος γὰρ τῶν Φράγκων. | ||||
Τί νὰ σᾶς λέγω τὰ πολλὰ καὶ πῶς νὰ τὰ διαλύσω; | ||||
ὅλους τοὺς ἵππους καὶ φαρία τῶν Φράγκων κι Ἀλλαμάνων | ||||
ὅλα τὰ ἐκατασφάξασιν κ’ οἱ καβαλλάροι ἐπέσαν. | ||||
Ἔπεσε γὰρ κι ὁ θαυμαστός, τὸ φοῦμος τῶν στρατιώτων, | ||||
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὁμοῦ μὲ τὸ φαρίν του. | ||||
Κ’ ἐτότε ὁ Σεβαστοκράτορας, ὡς εἶδεν κ’ ἐγνώρισέν τον, | ||||
στριγγὴν φωνίτσαν ἔσυρεν, ἔδραμε ἐκεῖσε εἰς αὖτον, | ||||
μὴ σύρῃ εἰς αὖτον πλεῖον κανείς, ἀπάνω εἰς τὸ κορμί του. | ||||
Καὶ λέγει τοῦ· «Μισὶρ Ντζεφρέ, ἀφέντη τῆς Καρυταίνου, | ||||
μὴ προῦ σὲ σφάξουν, ἀδελφέ, ’ς ἐμέναν παραδόσου· | ||||
ἀπάνω εἰς τὴν ψυχίτσα μου δόλον οὐ μὴ νὰ ἔχῃς». | ||||
Εἰς τὸ σπαθὶ του ὤμοσε κ’ ἐνταῦτα ἐπαρεδόθη. | ||||
[§] | Ἀφότου ἐπαρεδόθηκεν ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος, | |||
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ ἐξάκουστος στρατιώτης, | ||||
τὸ φλάμουρόν του ἔπεσεν ἐκεῖ ὅπου τὸν ἐπιάσαν· | ||||
ἀτός του ὁ Σεβαστοκράτορας τὸ ἐσήκωσεν κι ἀπῆρεν, | ||||
ὁκάποιον τὸ ἐπαράδωκεν ἀπὸ τὴν φαμελίαν του | ||||
νὰ τὸ βαστᾷ προσεχτικὰ καὶ νὰ τοῦ τὸ φυλάττῃ. | ||||
[§] | Ὡς εἶδεν γὰρ ὁ πρίγκιπας τὴν πονηρίαν ποῦ ἐποῖκεν, | |||
ἐτότε ὁ Σεβαστοκράτορας εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς μάχης, | ||||
ὅταν ἐσμίξασιν ὁμοῦ ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου | ||||
κ’ οἱ Ἀλλαμάνοι, σὲ λαλῶ, κ’ ἐσφάζονταν ἀλλήλως· | ||||
τὸ πῶς τοὺς Οὔγγρους ἔβαλεν, ὁμοίως καὶ τοὺς Κουμάνους, | ||||
κ’ εἰς αὔτους ἐδοξεύασιν νὰ σφάξουν τ’ ἄλογά τους· | ||||
ἀπῆρε ἀλλάγιν μετ’ αὐτὸν κ’ ἐδιάβη ἐκεῖσε εἰς αὖτον | ||||
νὰ τοῦ βοηθήσῃ, ἂν ἠμπορῇ, νὰ μὴ τὸν ἀποδείρουν. | ||||
Τὸ δὲ τὸ πλῆθος τῶν Ρωμαίων καὶ τὸ σαγιττολάσι | ||||
ἐσφάξασιν τὰ ἄλογα κ’ οἱ καβαλλάροι ἐπέσαν· | ||||
κι ἀφότου εὑρέθησαν πεζοὶ μέσα εἰς τὰ φουσσᾶτα, | ||||
τὸ τί ποιήσει οὐκ εἴχασιν, ἠθέλαν κι οὐκ ἠθέλαν. | ||||
Μὴ προῦ ἀποθάνουν ἄδικον θάνατον εἰς τὸν κόσμον, | ||||
ὅλοι ἐπαραδόθησαν κι ὁ πρίγκιπας ἀτός του. | ||||
[§] | Οὐδὲν ἐγλύτωσαν τινές, μόνη ἡ φτωχολογία· | |||
ὅσοι ἠμπορέσαν κ’ ἔφυγαν κ’ ἦλθαν ἐκ τὴν Βλαχίαν, | ||||
οἱ μὲν ἐγλύτωσαν πεζοὶ κ’ ἦλθαν εἰς τὸν Μορέαν, | ||||
ἄλλους τινὲς ἐπιάσασιν οἱ Βλάχοι στὴν Βλαχίαν, | ||||
τοὺς ἄλλους πάλε ἐσκότωσαν κ’ ἐρρουχολόγησάν τους. | ||||
[§] | Κι ὅσον ἔπαψε ὁ πόλεμος κ’ ἐκέρδισαν τοὺς Φράγκους, | |||
ὥρισε ὁ Σεβαστοκράτορας κ’ ἐστήσασιν τὲς τέντες. | ||||
Ἡ τέντα τῆς κατούνας του τέσσαρους στύλους εἶχεν· | ||||
κι ἀφότου τὴν ἐστήσασιν κ’ ἐσέβηκεν ἀπέσω, | ||||
ὁρίζει κ’ ἦλθαν οἱ ἄρχοντες ὅλοι του οἱ κεφαλᾶδες, | ||||
κι ἀπαύτου ὁρίζει κ’ ἤφεραν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον, | ||||
τὸν ἀφέντην τῆς Καρύταινας καὶ ὅλους τοὺς καβαλλαρίους. | ||||
Τιμητικὰ τὸν ἔπιασε τὸν πρίγκιπα ἐκ τὸ χέριν, | ||||
γλυκέα τὸν ἐχαιρέτησε, σιμά του τὸν καθίζει. | ||||
[§] | Καλῶς ἦλθες, ἀδέλφι μου, καλῶς ἦλθες γαμπρέ μου, | |||
πολλὰ ἐπεθύμουν νὰ σὲ ἰδῶ ὡσὰν σὲ βλέπω ἐδάρτε». | ||||
Ἐκ τὸ ἄλλο χέριν ἔπιασε τὸν ἀφέντη τῆς Καρυταίνου, | ||||
τιμητικὰ τὸν ἔβαλε κ’ ἐκάτσε στὸ πλευρόν του. | ||||
Κι ἀφῶν ἐκάτσαν ἑνομοῦ κ’ ἐγέμισεν ἡ τέντα | ||||
τὸ πλῆθος τῶν καβαλλαρίων κι’ ὅλον τὸ ἀρχοντολόγι, | ||||
ἄρξετον ὁ Σεβαστοκράτορας τοῦ πρίγκιπος νὰ λέγῃ· | ||||
«Μὰ τὸν Χριστόν, καλὲ ἀδελφέ, πρίγκιπα καὶ γαβρέ μου, | ||||
πολλὰ ἔπρεπε νὰ εὐχαριστᾷς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἁγίους, | ||||
ὅταν ἔδωκεν ὁ Θεὸς ἐσὲν καὶ τῶν γονέων σου | ||||
νὰ εἶστε ἀφέντες τοῦ Μορέως, νὰ ἔχετε τέτοιαν δόξαν, | ||||
κ’ ἔπρεπε νὰ ἀναπαύεσαι ἐκεῖ στὴν ἀφεντίαν σου | ||||
καὶ νὰ μηδὲν ἐγύρευες ἄλλους νὰ ἀκληρήσῃς. | ||||
Εἰπέ με τὸ σὲ ἔφταισα καὶ τί κακὸν σ’ ἐποῖκα, | ||||
κ’ ἦλθες ἀπάνω εἰς ἐμὲν νὰ ἐπάρῃς τὸ ἰγονικόν μου; | ||||
καὶ πάλε οὐδὲν σὲ ἄρκησε νὰ ἔλθῃς εἰς ἐμένα, | ||||
ποῦ εἶμαι μετὰ σὲ γείτονας κ’ ἔχεις τὴν ἀδελφή μου, | ||||
ἀλλὰ ἦλθες στὸν ἀφέντη μου τὸν ἅγιον βασιλέα | ||||
νὰ ἐπάρῃς τὸ βασίλειον του, νὰ γένῃς βασιλέας. | ||||
Ἐν τούτῳ ἔπρεπε νὰ ἐγροικᾷς καὶ νὰ τὸ ἀπεικάσῃς | ||||
ὅτι ἔν’ καλλίων σου ἄνθρωπος καὶ χριστιανὸς μὲ ἀλήθειαν. | ||||
Καὶ ὁ Θεὸς ὅπου ἔνι κριτὴς καὶ κρένει εἰς τὸ δίκαιον, ἀπάνω | ||||
κ’ ἤφερέν σε εἰς τὰς χεῖρας του κ’ ἔχει σε εἰς θέλημάν του· | ||||
κι ὡσὰν ἐγύρευες ἐσὺ ἐκεῖνον ν’ ἀκληρήσῃς, | ||||
σὲ θέλει ἐβγάλει ἐκ τὸν Μορέαν, ὅπου οὐδὲν ἔχεις δίκαιον. | ||||
Ἐκεῖνος ἔνι γονικὸς τῆς Ρωμανίας ἀφέντης· | ||||
κ’ ἐσὺ ἂν ἔβγῃς ’κ τὴν φυλακήν, ἄγωμε εἰς τὴν Φραγκίαν, | ||||
ὅπου ἔνι ἐκεῖ τὸ φυσικὸν τὸ ἰγονικὸν ὅπου ἔχεις». | ||||
[§] | Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσεν ἐτοῦτα ὅπου σᾶς λέγω, | |||
ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, ρωμαίϊκα τοῦ ἀπεκρίθη· | ||||
«Κύρης μου σεβαστοκράτορα καὶ γυναικάδελφέ μου, | ||||
πολλὰ ἔχεις τὴν προτίμησιν μεγάλην ἀπὸ ἐμέναν | ||||
νὰ λέγῃς καὶ νὰ πολεμῇς, διατὶ εἶμαι εἰς φυλακήν σου. | ||||
Ἐπεὶ διὰ τόσο ἂν ἔμελλε στὸν τόπον νὰ ἀποθάνω, | ||||
οὐ μὴ ν’ ἀφήσω νὰ εἰπῶ μέρος ἐκ τὴν ἀλήθειαν. | ||||
Οὐ πρέπει τὸν εὐγενικὸν ἄνθρωπον νὰ καυχᾶται, | ||||
οὔτε νὰ ψέγῃ ἂν ἔχῃ ἐχτρὸν καὶ φέρῃ τον ἡ τύχη | ||||
νὰ τὸν κρατῇ εἰς φυλακὴν ὡσὰν κρατεῖς ἐμέναν. | ||||
Καὶ πάλε ἄλλο χειρότερον, νὰ ψέγῃ ἄλλος εἰς πρᾶγμα, | ||||
τὸ ἔχει ἐκεῖνος τὴν αἰτίαν κ’ ἔνι καταπιασμένος. | ||||
[§] | «Ἐγώ, ἀδελφέ, ἂν ἐγύρευα νὰ αὐξήσω τὴν τιμήν μου, | |||
τὸ πλοῦτος καὶ τὴν δόξαν μου, πρέπει νὰ μὲ ἐπαινᾶτε, | ||||
διατὸ πρέπει τὸν ἄνθρωπον, ὅπου ἄρματα βαστάζει, | ||||
ν’ αὐξαίνῃ γὰρ τὸ πλοῦτος του, ὁμοίως καὶ τὴν τιμήν του, | ||||
μόνον νὰ μὴ ἔνι ἄδικον, νὰ ἐπαίρνῃ συγγενῶν του | ||||
καὶ νὰ ἀκληρᾷ τὴν σάρκαν του, τοὺς σαρκικούς του φίλους. | ||||
Πάντως ἐγὼ εἶμαι πρίγκιπας, ἕνας μικρὸς στρατιώτης, | ||||
κι οὐδὲν μὲ ἐβλέπεις ὅτι ἔδραμα ἀπάνω εἰς συγγενῆν μου | ||||
οὔτε εἰς φτωχὸν μου γείτοναν νὰ ἐπάρω τὸ ἐδικὸν του· | ||||
ἀλλὰ ἔδραμα εἰς βασιλέαν, ὅπου ἔνι ἀφέντης μέγας, | ||||
ὅπου ἔχει κράτος κι ἀφεντίαν μεγάλην εἰς τὸν κόσμον | ||||
κ’ ἔνι εἰς ἀντρία ἐξάκουστος ἀπάνω εἰς τοὺς στρατιῶτες | ||||
κ’ ἔνι τιμή μου κ’ ἔπαινος, νὰ πιάνωμαι μετ’ αὖτον, | ||||
διατὶ ἔνι ἐκεῖνος βασιλέας κ’ ἐγὼ μικρὸς στρατιώτης. | ||||
Καὶ πάλιν ἔνι ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ γένους τῶν Ρωμαίων | ||||
κι οὐδὲν μετέχω πρὸς αὐτὸν εἰς τίποτε συγγένειαν. | ||||
[§] | Ἐσὺ γὰρ ὅπου εὑρίσκεσαι αὐτάδελφος Δεσπότου | |||
μὲ τέτοιον τρόπον κι ἀφορμὴν ὡσὰν ἐσὺ τὸ ἐξεύρεις, | ||||
κι οὐδὲν σὲ ἀρκεῖ τὸ σ’ ἔδωκεν ἀπὸ τὸ ἰγονικόν του | ||||
τοῦ νὰ κρατῇς εἰς ἀφεντίαν τὸν τόπον τῆς Βλαχίας, | ||||
ὅπου ἔνι τὸ καλλιώτερον μέλος τῆς βασιλείας του, | ||||
ἀλλὰ ἐβουλήθης παντελῶς τοῦ νὰ τὸν ἀκληρήσῃς, | ||||
νὰ ἐπάρῃς ἐκεῖνο ὅπου κρατεῖ, ὅλον τὸ Δεσποτᾶτο, | ||||
κ’ ἐκεῖνος νὰ ἔνι τζάγδαρος, ἔρημος εἰς τὸν κόσμον. | ||||
Κ’ ἔποικες ἄλλο πλειότερον, μεγάλην ἁμαρτίαν, | ||||
διατὶ οὐδὲν ὑπόμενες νὰ μάχεσαι μετ’ αὖτον, | ||||
ὡς γείτονας καὶ συγγενὴς, ὡς τὸ ἔχει ὁ κόσμος ὅλος, | ||||
ἀλλὰ ἔδραμες στὸν βασιλέαν ὅπου ἔνι ἀφέντης μέγας, | ||||
- διατὶ τὸν ἔχει ἀντίδικον κ’ ἐχτρεύεται μετ’ αὖτον - | ||||
διὰ νὰ σὲ δώσῃ συμμαχίαν καὶ δύναμιν φουσσάτου, | ||||
νὰ τὸν βοθριάσῃς παντελῶς καὶ νὰ τὸν ἀκληρήσῃς. | ||||
Κι οὐδὲν σὲ ἔπρεπε, ἀδελφέ, οὔτε τιμή σου ἔνι, | ||||
διατὶ μὲ ἤφερε ἡ ἁμαρτία κ’ ἡ τύχη τῆς στρατείας | ||||
κ’ ἔπεσα εἰς τὰς χεῖρας σου κ’ εἶμαι εἰς φυλακήν σου | ||||
νὰ μὲ ὀνειδίζῃς ἄσκημα, ἀδίκως, παρὰ λόγου, | ||||
εἰς πράγματα κ’ ὑπόθεσες, τὸ οὐδὲν ’ς ἐμὲ τυχαίνουν, | ||||
ἐδῶ εἰς τόσα πρόσωπα εὐγενικῶν ἀνθρώπων, | ||||
κ’ ἐκδύνεσαι τὰ πράγματα καὶ τὲς αἰτίες ὅπου ἔχεις | ||||
καὶ βάνεις τα ἀπάνω μου τὰ οὐδὲν μὲ ἐμὲ τυχαίνουν». | ||||
[§] | Κι ὡς ἤκουσε ὁ σεβαστοκράτορας τοῦ πρίγκιπος τὰ λόγια, | |||
τὸ πῶς τὸν ἀποκρίθηκεν μὲ ἀλαζονείαν μεγάλην | ||||
κι οὐδὲν τὸν ἐφροντίσετον διατὶ ἦτο εἰς φυλακὴν του, | ||||
μεγάλως τὸ ἐβαρύθηκεν, σφόδρα τὸ ἐλυπήθην. | ||||
Πολλὰ γὰρ ἐθυμώθηκεν, στὸν πρίγκιπα Γουλιάμον· | ||||
κι ἂν ἔλειπε διὰ ἐντροπὴν τῶν εὐγενῶν ἀνθρώπων | ||||
ὅπου εὑρισκόντησαν ἐκεῖ, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι, | ||||
εἰπεῖν καὶ ποιήσειν ἤθελεν τοῦ πρίγκιπος ἀσκημίαν. | ||||
Ὡς εἶδαν γὰρ οἱ εὐγενικοί, ποῦ ἦσαν ἐκεῖ μετ’ αὔτους, | ||||
τὴν πρόσοψιν καὶ τὸν θυμὸν τοῦ σεβαστοκρατόρου, | ||||
ἐβάλθησαν μὲ συντυχίες, μὲ τρόπους καλωσύνης, | ||||
κ’ ἐπράϋναν τὰ λόγια τους κ’ ἔβαλάν τους ’ς ἀγάπην. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἀναπαύτηκεν εἰς τὴν Πελαγονίαν | |||
ὁ σεβαστοκράτορας μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν, | ||||
τότε ἡμέρας δύο ἐποιήσασιν νὰ θάψουν τοὺς σκοτωμένους, | ||||
νὰ θεραπέψουν τὰς πληγὰς ὅσοι ἦσαν λαβωμένοι. | ||||
Ὤρθωσεν τὰ φουσσᾶτα του κ’ ἐκίνησαν ὑπαγαίνει | ||||
ὁλόρθα στὴν Κωνσταντινόπολιν ὅπου ἦτο ὁ βασιλέας. | ||||
Ἐπῆρε γὰρ τὸν πρίγκιπα τιμητικὰ μετ’ αὖτον· | ||||
σιμά του ἐκαβαλλίκευεν, μετ’ αὖτον ἐκοιμᾶτον· | ||||
καὶ τόσα ὡδηγέψασιν, ἀπόσωσαν στὴν Πόλιν. | ||||
Κι ἀφότου ἀπεζέψασιν κ’ ἐπιάσαν τὲς κατοῦνες, | ||||
ἐπῆρε ὁ σεβαστοκράτορας τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον· | ||||
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ κ’ εἰς τὸ παλάτι ἐσῶσαν. | ||||
Ὁ βασιλεὺς ἐκάθετον ἐτότε εἰς τὸ θρονίν του, | ||||
τὸν γῦρον τὰ ἀρχοντόπουλα καὶ μέσα ὁ βασιλέας. | ||||
Ὁ πρίγκιπας γονατιστὰ τὸν βασιλέα ἐχαιρέτα, | ||||
κι ὁ βασιλεύς, ὡς φρόνιμος κ’ εὐγενικὸς ὅπου ἦτον, | ||||
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ κι ἀπάνω τὸν σηκώνει· | ||||
«Καλῶς ἦλθες ὁ πρίγκιπας μετὰ τὴν συντροφίαν σου». | ||||
Ὥρισεν καὶ ἐκάθισεν μικρὸν ἐκεῖ μετ’ αὖτον | ||||
κι ἀπαύτου ὁρίζει ὁ βασιλέας κι ἀπῆραν τον ἀπέκει· | ||||
εἰς φυλακὴν τὸν ἔβαλαν μετὰ τιμῆς μεγάλης. | ||||
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας κ’ οἱ ἄλλοι φλαμουριάροι | ||||
ἐκεῖ μετὰ τὸν πρίγκιπα τοὺς ἔβαλαν νὰ εἶναι | ||||
διὰ νὰ ἔχουσιν ὁμότιμα καὶ παρηγόρημά τους | ||||
τὴν φυλακὴν ὅπου εἴχασιν διὰ φοῦμος τοῦ βασιλέως. | ||||
[§] | Κι ὅσο ἐποίησαν εἰς φυλακὴν τὴν ἑβδομάδα ἐκείνην, | |||
ὥρισεν γὰρ ὁ βασιλεύς, τὸν πρίγκιπαν ἠφέραν, | ||||
ὁμοίως καὶ τοὺς καβαλλαρίους ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον, | ||||
ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ βασιλέας ἀπάνω στὰ παλάτια· | ||||
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπαν ἀτός του ὁ βασιλέας· | ||||
«Πρίγκιπα, ἐσὺ θεωρεῖς κ’ ἐβλέπεις το ἀτός σου | ||||
τὸ πῶς εἶσαι εἰς φυλακὴν κ’ ἔχω σε εἰς ἐξουσίαν μου, | ||||
ἂν θέλω νὰ ἐλευτερωθῇς, ἂν θέλω νὰ ἀποθάνῃς. | ||||
Καὶ λέγω σε εἰς πληροφορίαν, καὶ μὴ τὸ ἀπιστήσῃς· | ||||
ἂν ἤσουν γὰρ εἰς τὸν Μορέαν ἐκεῖ ὅπου ἤσουν ἀφέντης, | ||||
καὶ νὰ εἶχες μάχην μετὰ ἐμὲν ὡσὰν νὰ ἐπεχειρίστης, | ||||
οὐδὲν ἠμπόρεις στὰ μακρέα μετ’ ἔμε νὰ ὑπομένῃς | ||||
νὰ μὴ σὲ ἐξήβαλα ἀπ’ ἐκεῖ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, | ||||
νὰ ἐκέρδισα τὸν τόπον σου ὅπου ἔνι ἰγονικός μου. | ||||
Λοιπὸν ἀφότου εὑρίσκεσαι ἐδῶ στὴν φυλακήν μου | ||||
ἐσὺ κι ὅλος σου ὁ λαὸς κ’ εἶναι ἐδῶ μετ’ ἔσου, | ||||
ἂν θέλω ἀρτίως νὰ στείλω ἐκεῖ φουσσᾶτα ἐδικά μου, | ||||
νὰ στείλω μὲ τὰ κάτεργα νὰ ὑπάγουν τῆς θαλάσσης | ||||
κι’ ἀπαύτου πάλε ἀπὸ τῆς γῆς νὰ ὑπάγουν τῆς στερέας, | ||||
ἐπεὶ ἔνι γὰρ κι ὁ τόπος σου γυμνὸς ἐκ τὰ φουσσᾶτα, | ||||
νὰ τὸν ἐπάρουν εὔκολα καὶ νὰ τὸν ἔχῃς χάσει. | ||||
Ἐν τούτῳ λέγω, πρίγκιπα, καὶ συμβουλεύομαί σε· | ||||
διατὶ οἱ γονεῖς σου ἐκόπιασαν κ’ ἐξώδιασαν λογάρι | ||||
διὰ νὰ κερδίσουν τὸν Μορέαν, κ’ ἐσὺ πάλε ἀπ’ ἐκείνους, | ||||
περὶ νὰ χάσῃς τὰ κρατεῖς νὰ μείνῃς ἀκληρημένος, | ||||
ἔπαρε ἐκ τὸ λογάριν μου - πολὺ νὰ σὲ χαρίσω - | ||||
ἐσὺ κ’ οἱ καβαλλάροι σου ὅπου εἶναι ἐδῶ μετ’ ἔσου, | ||||
νὰ σᾶς ἐβγάλω ἀπ’ ἐδῶ, νὰ σᾶς ἐλευτερώσω· | ||||
κι ἀμέτε κι ἀγοράσετε χῶρες εἰς τὴν Φραγκίαν, | ||||
νὰ ἔχετε παντοτινὰ ἐσεῖς καὶ τὰ παιδία σας | ||||
κι ἀφῆτε ἐμέναν τὸν Μορέαν ὅπου ἔνι ἰγονικόν μου. | ||||
Ἐπεὶν κι ἂν σᾶς ἐξήβαλα ἐδῶ ἐκ τὴν φυλακήν μου, | ||||
καὶ νὰ ἦστε πάλε στὸν Μορέα, καθὼς ἦστε καὶ πρῶτα, | ||||
ποτέ σας νὰ μὴ ἔχετε ἐσεῖς καὶ τὰ παιδιά σας | ||||
εἰρήνην οὔτε ἀνάπαψιν νὰ φᾶτε τὸ ψωμί σας». | ||||
[§] | Ὁ πρίγκιπας ἀφκράζετον τοῦ βασιλέως τὰ λόγια | |||
κ’ ἐσκόπα πῶς ν’ ἀποκριθῇ ὅπως νὰ μὴ ἔχῃ σφάλλει. | ||||
Κι ὅσον εἶπεν κ’ ἐπλήρωσεν τὰ ἐλάλει ὁ βασιλέας, | ||||
ἄρξετον πάλε ὁ πρίγκιπας νὰ λέγῃ πρὸς ἐκεῖνον· | ||||
«Δέσποτα, ἅγιε βασιλέα, δέομαί σου τὸ κράτος, | ||||
ὡς ἄνθρωπος ξενωτικὸς κι ἀπαίδευτος ὅπου εἶμαι, | ||||
νὰ ἔχω τὴν συμπάθειον σου ἀπόκρισιν ποιήσω. | ||||
Ἀφῶν ὁρίζει, δέσποτα, τῆς βασιλείας τὸ κράτος | ||||
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἔχω στὸν Μορέαν | ||||
νὰ σὲ τὸν δώσω, ἀφέντη μου, λογάριν νὰ μὲ δώσῃς | ||||
ἐμὲν καὶ τῶν συντρόφων μου ὅπου εἶναι μετ’ ἐμέναν, | ||||
κ’ ὑπᾶμε ἡμεῖς εἰς τὴν Φραγκίαν ὅπου ἔν’ τὸ ἰγονικόν μας | ||||
καὶ τόπους ν’ ἀγοράσωμεν νὰ ἠμένωμεν εἰς αὔτους, | ||||
κ’ ἐσὲν νὰ μείνῃ ὁ Μορέας ὅπου ἔνι ἰγονικόν σου· | ||||
τὸ δύνομαι ν’ ἀποκριθῶ καὶ δύνομαι ποιῆσαι, | ||||
σὲ θέλω ποιήσει ἀπόκρισιν καὶ δέξου το εἰς ἀλήθειαν, | ||||
ἐπεί, ἂν μ’ ἐκράτεις ’ς φυλακὴν πενῆντα πέντε χρόνους, | ||||
ποτὲ ἀπὸ ἐμὲν οὐκ ἠμπορεῖς νὰ ἔχῃς ἄλλο πρᾶγμα, | ||||
μόνον κ’ ἐτοῦτο ὅπου ἠμπορῶ, λέγω τὴν βασιλείαν σου. | ||||
Ὁ τόπος γάρ, ἀφέντη μου ἐκεῖνος τοῦ Μορέως, | ||||
οὐδὲν τὸν ἔχω ὡς γονικὸν οὔτε παππουδικόν μου | ||||
διὰ νὰ τὸν ἔχω εἰς ἐξουσίαν νὰ δώσω καὶ χαρίσω. | ||||
Τὸν τόπον ποῦ ἐκερδίσασιν οἱ εὐγενικοὶ ἐκεῖνοι | ||||
ὅπου ἦλθαν γὰρ ἐκ τὴν Φραγκίαν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν | ||||
ὁμοῦ μὲ τὸν πατέρα μου, ὡς φίλοι καὶ συντρόφοι. | ||||
Μὲ τὸ σπαθὶ ἐκερδίσασιν τὸν τόπον τοῦ Μορέως, | ||||
ἀλλήλως τὸν ἐμοίρασαν μὲ ψήφους εἰς τὸ ζύγι· | ||||
τοῦ καθενὸς ἐδώκασιν πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχεν, | ||||
καὶ μετὰ ταῦτα ἐκλέξασιν ἀμφότεροί τους ὅλοι, | ||||
ὡς ἄνθρωπον τιμιώτερον καὶ φρονιμώτερόν τους, | ||||
κ’ ἐποῖκαν τὸν πατέρα μου ὡς ἀρχηγὸν εἰς ὅλους. | ||||
Μὲ συμφωνίες, στοιχήματα τὰ ἐβάλασιν ἐγγράφως | ||||
νὰ μὴ ἔχῃ δύναμιν καμμίαν νὰ κρένῃ μοναχός του, | ||||
οὔτε νὰ ποιήσῃ τίποτε πρᾶγμα γὰρ εἰς τὸν κόσμον | ||||
ἄνευ βουλῆς καὶ θέλημα ὁλῶν του τῶν συντρόφων. | ||||
Λοιπόν, ἀφέντη βασιλέα, ἐγὼ ἐξουσίαν οὐκ ἔχω | ||||
νὰ δώσω πρᾶγμα τίποτε ἀπὸ τὸν τόπον ποῦ ἔχω | ||||
διατὶ τὸν ἐκερδίσασιν μὲ τὸ σπαθὶ οἱ γονεῖς μας | ||||
πρὸς τὰ συνήθεια ποῦ ἔχομεν, τὰ ἐποίησαν ἀμφοτέρως. | ||||
Ἀλλά, ὡς ἔνι τὸ σύνηθες ὅπου ἔχουν οἱ στρατιῶτες, | ||||
τὸν πιάσουσιν εἰς πόλεμον καὶ φυλακέψουνέ τον, | ||||
μὲ ὑπέρπυρα καὶ χρήματα ἐξαγοράζουνέ τον. | ||||
Ἂς τὸ διακρίνῃ ἀφέντη μου, τῆς βασιλείας τὸ κράτος, | ||||
πρὸς τὴν οὐσίαν τοῦ καθενὸς ὅπου εἴμεθεν ἐνταῦτα | ||||
νὰ δώσῃ νὰ ἐξαγοραστῇ νὰ ἔβγῃ ἐκ τὴν φυλακήν σου. | ||||
Κι ἂν θέλῃ ἐτοῦτο, δέσποτα, τῆς βασιλείας τὸ κράτος, | ||||
νὰ βιαστοῦμε ὁ κατὰ εἷς τὸ δύνεται καὶ σώνει, | ||||
νὰ δώσῃ κ’ ἐξαγοραστῇ, νὰ ἔβγῃ ἐκ τὴν φυλακήν σου· | ||||
εἴτε σὲ φαίνῃ, ἀφέντη μου, νὰ μὴ μᾶς τὸ ποιήσῃς οὕτως, | ||||
ἐδῶ μᾶς ἔχεις ’ς φυλακὴν καὶ ποίησον ὡς κελεύεις». | ||||
[§] | Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλέας μεγάλως ἐθυμώθη | |||
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα μετὰ θυμοῦ μεγάλου· | ||||
«Πρίγκιπα, φαίνεται καλὰ ὅτι Φράγκος ὑπάρχεις, | ||||
διατὶ ἔχεις τὴν ἀλαζονείαν, ὡς τὸ ἔχουσιν οἱ Φράγκοι· | ||||
ἐπεὶ τοὺς Φράγκους πάντοτε ἡ ἀλαζονεία τοὺς χάνει | ||||
καὶ φέρνει τους ’ς ἀπώλειαν ἀπὸ τοὺς λογισμούς τους, | ||||
ὡσὰν σὲ ἤφερεν κ’ ἐσὲν ἐνταῦτα ἡ ἀλαζονεία σου, | ||||
καὶ ἦλθες εἰς τὰς χεῖρας μου ἐδῶ εἰς τὴν φυλακήν μου. | ||||
Καὶ λέγεις καὶ λογίζεσαι ἐκ τὴν ἀλαζονείαν σου | ||||
νὰ ἔβγῃς ἀπὸ τὰς χεῖρας μου κι ἀπὸ τὴν φυλακήν μου. | ||||
Διοῦ σὲ ὀμνύω, ὡς βασιλεύς, καὶ κράτει το εἰς ἀλήθειαν, | ||||
ὅτι ποτέ σου ἀπ’ ἐδῶ νὰ μὴ ἔβγῃς διὰ δηνάρια, | ||||
νὰ πουληθῇς διὰ χρήματα, νὰ ἐξέβῃς διὰ λογάριν». | ||||
[§] | Ὥρισε εὐθέως ὁ βασιλέας κι ἁρπάξαν τον ἀπέκει, | |||
ἐκεῖ τὸν ἐδιαβάσασιν στὴν φυλακὴν ὅπου ἦτον, | ||||
καθὼς ἀκοῦστε τὰ λαλῶ καὶ τὰ σᾶς ἀφηγοῦμαι. | ||||
Τὸ ἀκούσει γὰρ τὸν βασιλέαν, ὅσοι ἔστηκαν ἐμπρός του | ||||
οἱ Βάραγγοι γὰρ κ’ οἱ Ρωμαῖοι, ὅπου τὸν ἐφυλάγαν, | ||||
ἁρπάξασιν τὸν πρίγκιπα ὡσὰν μὲ ἀλαζονείαν | ||||
κ’ ἐκεῖ τὸν ἐδιαβάσασιν στὴν φυλακὴν ὅπου ἦτον. | ||||
Τρεῖς χρόνους ἔποικεν ἐκεῖ μὲ ὅλους τοὺς ἐδικούς του | ||||
βιαζόμενος ν’ ἀγοραστῇ μὲ χρήματα ὑπερπύρων. | ||||
[§] | Κι ἀφῶν εἶδεν κ’ ἐγνώρισεν ἐκεῖνος κ’ οἱ ἐδικοί του | |||
ὅτι ποτὲ διὰ ὑπέρπυρα, οὔτε γὰρ διὰ λογάριν | ||||
οὐδὲν τὸν ἐλευτέρωναν νὰ ἐβγῇ κ’ τὴν φυλακήν του, | ||||
μὲ τὴν βουλὴν καὶ θέλημα τοῦ ἀφέντου τῆς Καρυταίνου | ||||
καὶ τῶν ἀλλῶν φλαμουραρίων, ἐσυμβιβάστην οὕτως· | ||||
νὰ δώσῃ γὰρ τοῦ βασιλέως διὰ τὴν ἐλευτερίαν τους, | ||||
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας καὶ τῆς μεγάλης Μαΐνης, | ||||
τὸ τρίτον κι ὀμορφότερον τοῦ Μυζηθρᾶ τὸ κάστρον, | ||||
εἰς τρόπον γὰρ καὶ συμφωνίαν νὰ ἔβγῃ μὲ τὸν λαόν του, | ||||
μὲ ὅσους κι ἂν ἦσαν μετ’ αὐτὸν, μικρούς τε καὶ μεγάλους. | ||||
Κι ὅσον ἀπεκατέστησαν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες, | ||||
ἐγράφως τὲς ἐποίκασιν κι ὠμόσασιν εἰς αὖτες. | ||||
Ὁ βασιλεὺς εἶχεν υἱὸν μειράκιον νὰ βαφτίσῃ· | ||||
τὸν πρίγκιπαν ἐζήτησε κ’ ἐποῖκαν συντεκνίαν. | ||||
Στὲς συμφωνίες ὅπου ἔποικαν ἦτον κ’ ἐτοῦτο μέσα· | ||||
ποτὲ μάχην νὰ μὴ ἔχουσιν, ἀγάπην νὰ κρατοῦσιν· | ||||
κι ἂν ἔλθῃ ἐνάντιον τίποτε τινὸς ἀπὸ τοὺς δύο, | ||||
νὰ τὸν μαδίζῃ γὰρ τινὰς καὶ μάχην νὰ τοῦ κάμνῃ, | ||||
νὰ τοῦ βοηθῇ ὁ ἕτερος μὲ ὅλην του τὴν οὐσίαν. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἀπεκατέστησαν ἐτοῦτα ὅπου σᾶς λέγω, | |||
τὸν ἀφέντη τῆς Καρύταινας ἐδιόρθωσαν ἀλλήλως | ||||
ὁ πρίγκιπας κ’ οἱ ἕτεροι ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον, | ||||
νὰ ἀπέλθῃ γὰρ εἰς τὸν Μορέαν σωματικῶς ἀτός του, | ||||
τὰ κάστρη ὅπου σᾶς γράφω ἐδῶ νὰ τὰ ἔχῃ παραδώσει | ||||
τοῦ βασιλέως παιδόπουλα ὅπου ἤφερεν μετ’ αὖτον. | ||||
[§] | Ἐτοῦτες γὰρ τὲς συμφωνίες ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι | |||
ἐποίησε ἐτότε ὁ πρίγπιπας μὲ τὴν βουλὴν ὅπου εἶχεν, | ||||
εἰς τέτοιον τρόπον καὶ σκοπὸν καὶ λογισμὸν τὸ ἐποῖκεν, | ||||
ὅτι μεθ’ ὅτου θέλει ἐβγῆ ἐκεῖ ἐκ τὴν φυλακήν του, | ||||
ἤθελεν πράξει τίποτε μὲ τρόπον καὶ μὲ τέχνην, | ||||
τὰ κάστρη ἐκεῖνα ὅπου ἔδιδε, πάλε νὰ τὰ κερδίσῃ· | ||||
ἐπεὶ ἀφότου οὐκ ἴσχυσεν μὲ τίποτε ἄλλον τρόπον | ||||
νὰ ἐξέβῃ ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἐκεῖνος κ’ οἱ ἐδικοί του, | ||||
οἱ ὅρκοι ἐκεῖνοι ὅπου ἔποικαν στὴν φυλακὴν ὅπου ἦτον | ||||
τίποτε οὐδὲν τὸν ἔβλαβαν νὰ τὸν κρατοῦν διὰ ἀφιόρκον, | ||||
καθὼς τὸ ὁρίζει ἡ ἐκκλησία κ’ οἱ φρόνιμοι τὸ λέγουν. | ||||
[§] | Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ ἐξάκουστος ἐκεῖνος, | |||
ἀπὸ τὴν Πόλη ἐξέβηκεν μὲ αὐτοὺς τοῦ βασιλέως, | ||||
ὅπου τοὺς ἀποστέλνασιν τὰ κάστρη νὰ παραλάβουν. | ||||
Ἐκ τὴν στερέαν ἀπήλθασιν ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν, | ||||
ἐπέρασαν ἐκ τὴν Βλαχίαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Θήβαν, | ||||
κ’ ηὗραν ἐκεῖ ὅτι εἶχε ἐλθεῖ ἐτότε ὁ Μέγας Κύρης | ||||
ἐκ τὸ ρηγᾶτο τῆς Φραγκίας - ὅπου τὸν εἶχεν στείλει, | ||||
καθὼς τὸ ἀκούσετε ἐδῶ, ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος - | ||||
μὲ τὴν τιμὴν καὶ τὴν ἀξίαν ποῦ τοῦ ἔδωκεν ὁ ρῆγας | ||||
νὰ τὸν λαλοῦν καὶ λέγουσιν τῶν Ἀθηνῶν ὁ Δοῦκας. | ||||
[§] | Κι ὡς εἶδεν ὁ Δοῦκας ὅτι ἦλθε ἐκεῖ ἐκεῖνος ὁ γαμπρός του | |||
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα, | ||||
χαρὰν μεγάλην ἔποικεν ὡς ἀδελφός του ποῦ ἦτον. | ||||
Κι ἀφότου τὸν ἐρώτησε κ’ ἐπληροφόρησέ τον | ||||
τὸ πῶς ἐσυμβιβάστηκεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος | ||||
νὰ ἐξέβῃ ἀπὸ τὴν φυλακὴν τοῦ βασιλέως, νὰ δώσῃ | ||||
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας καὶ τῆς μεγάλης Μάϊνης, | ||||
ὡσαύτως καὶ τοῦ Μηζηθρᾶ νὰ τὰ ἔχῃ ὁ βασιλέας, | ||||
μεγάλως τὸ ἐβλαστήμησεν, εἰς σφόδρα τὸ ἐλυπήθη. | ||||
Στριγγὴν φωνὴν ἐλάλησεν καὶ φανερὰ τὸν εἶπεν, | ||||
ὅτι διὰ τρόπον τίποτε ἐτοῦτο οὐδὲν τοῦ ἀρέσει, | ||||
νὰ παραλάβῃ ὁ βασιλέας ἐκεῖνα τὰ τρία κάστρη· | ||||
διατὶ εἶχεν γὰρ ὁ βασιλέας τότε μεγάλον κράτος | ||||
καὶ τῆς θαλάσσης καὶ στερέας εἶχεν στείλει φουσσᾶτα | ||||
κ’ ἐβγάλει μας ἐκ τὸν Μορέαν κ’ ἐπάρει τον ἐκεῖνος. | ||||
[§] | Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἐστάθη μὲ τὸν Δοῦκαν· | |||
μίαν ἑβδομάδα ἔποικαν ἐκεῖσε εἰς τὴν Θήβαν | ||||
ὅπου ἐπαραδιαβάζασιν, χαρὰν μεγάλην εἶχαν | ||||
ὡς ἄνθρωποι ὅπου εἴχασιν ἐπιθυμίαν μεγάλην | ||||
νὰ ἰδῇ ὁ εἷς τὸν ἕτερον καὶ νὰ χαροῦν ἀλλήλως. | ||||
[§] | Καὶ μετὰ ταῦτα ἐμίσσεψαν ἀμφότεροι οἱ δύο. | |||
Ἀπὸ τὴν Κόρινθον ἐπέρασαν καὶ ἦλθαν εἰς τὸ Νίκλι· | ||||
ἐκεῖ ηὗραν τὴν πριγκίπισσαν μὲ τὲς κυρᾶδες ὅλες | ||||
ὅλης τῆς Πελοπόνεσσος, τὸν λέγουσιν Μορέαν, | ||||
ὅπου εἶχαν ποιήσει σώρεψιν νὰ ἐπάρουν τὴν βουλὴν τους | ||||
διὰ τὰ μαντᾶτα ὅπου ἤκουσαν τῶν τρίων κάστρων ἐκείνων, | ||||
ὅπου ἔδιδεν ὁ πρίγκιπας τοῦ βασιλέως ἐτότε | ||||
διὰ νὰ ἔβγῃ ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἐκεῖνος κι’ ὁ λαός του | ||||
οἱ ἅπαντες ὅλοι τοῦ Μορέως, οἱ φλαμουριάροι ὅλοι | ||||
κ’ οἱ καβαλλάροι μετ’ αὐτοὺς ποῦ ἦσαν ἐκεῖ στὴν Πόλιν. | ||||
Διὰ τοῦτο ἦσαν οἱ ἀρχόντισσες ἐκείνων οἱ γυναῖκες | ||||
ἐκεῖ μὲ τὴν πριγκίπισσαν στὸ κάστρο του Ἀμυκλίου | ||||
κ’ ἐκάμνασιν τὸ παρλαμᾶ κ’ ἐπαῖρναν τὴν βουλήν τους· | ||||
κι οὐκ εἴχασιν ἄλλους τινὲς ἄντρες ἐκεῖ μετ’ αὖτες, | ||||
μόνον καὶ τὸν μισὶρ Λινὰρτ ὅπου ἦτον λογοθέτης | ||||
καὶ τὸν μισὶρ Πιέρη ντὲ Βὰς τὸν φρόνιμον ἐκεῖνον, | ||||
ὅπου ἦτο ὁ φρονιμώτατος ὅλου τοῦ Πριγκιπάτου. | ||||
Αὐτεῖνοι οἱ δύο εὑρέθησαν στὸ παρλαμᾶ ἐκεῖνο. | ||||
[§] | Κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ἐκεῖνοι οἱ δύο ἀφέντες, | |||
ὁ δοῦκας γὰρ τῶν Ἀθηνῶν κι ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου, | ||||
ἐκεῖ στὴν χώραν τοῦ Νικλίου εὐθέως ἐκατουνέψαν | ||||
κι ἀπαύτου ὁλόρθα ἐδιάβησαν νὰ ἰδοῦσιν τὲς κυρᾶδες | ||||
ποῦ ἦσαν μὲ τὴν πριγκίπισσαν ὅλες εἰς τὸ παλάτι. | ||||
Τὸ ἰδεῖ τους ἡ πριγκίπισσα γλυκέα τοὺς χαιρετίζει· | ||||
ἄρξετον τοῦ νὰ ἐρωτᾷ τοῦ ἀφέντη Καρυταίνου | ||||
τὸ πῶς ἦτον ὁ πρίγκιπας μετὰ τοὺς ἐδικούς του | ||||
στὴν φυλακὴν γὰρ τῆς Πολέου, τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποιῆσαν | ||||
νὰ ἐβγοῦσιν ἐκ τὴν φυλακήν, νὰ ἐλθοῦν στὰ ἐδικά τους. | ||||
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἄρξετον νὰ ἀφηγᾶται | ||||
τὸ πῶς ἐβιάστη ὁ πρίγκιπας κι ὅλοι του οἱ φλαμουριάροι | ||||
νὰ ἐξέβουν ἐκ τὴν φυλακὴν νὰ δώσουσιν λογάριν· | ||||
κι ὁ βασιλέας τοὺς ὤμοσεν ἀπάνω εἰς τὴν ψυχήν του· | ||||
ποτὲ νὰ μὴ ἔβγουν ἀπ’ ἐκεῖ διὰ δῶρα λογαρίου. | ||||
Κ’ ἐκεῖνοι βιαζόμενοι νὰ ἔβγουν ’κ τὴν φυλακὴν του | ||||
ἰσιάστησαν καὶ δίδουν του τὰ τρία κάστρη καὶ μόνον, | ||||
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας καὶ τῆς μεγάλης Μάϊνης, | ||||
ὡσαύτως καὶ τοῦ Μυζηθρᾶ νὰ τὰ ἔχῃ ἐδικά του· | ||||
ἀγάπην ἐποίησαν δυνατὴν καὶ συντεκνίαν ὁμοίως, | ||||
μὲ ὅρκους ἀφιρώσασιν ποτὲ μάχην μὴ κάμουν. | ||||
[§] | Ἐνταῦτα ἀπεκρίθηκεν ἀτός του ὁ Μέγας Κύρης | |||
καὶ λέγει τῆς πριγκίπισσας κι ὁλῶν τῶν ἀρχιερέων | ||||
ὅπου ἦσαν εἰς τὸ παρλαμᾶ ἐκεῖνο ὅπου σᾶς λέγω· | ||||
«Ἀλήθεια ἔνι, ὡς τὸ ἐξεύρουσιν μικροί τε καὶ μεγάλοι, | ||||
τὸ πῶς ἐσκανταλίστηκα μὲ τὸν ἐμὸν ἀφέντην | ||||
τὸν πρίγκιπα, διατὶ ἔλεγα μὲ ἄδικον μὲ ἐζήτει | ||||
ἄνθρωπος λίζιος νὰ γενῶ καὶ νὰ κρατῶ ἀπ’ αὖτον | ||||
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἔχω ἰγονικόν μου. | ||||
Ἄρματα γὰρ ἐβάσταξα μὲ αὐτὸν νὰ πολεμήσω. | ||||
Ἀλλὰ ὕστερον ἐγνώρισα ὅτι ἔσφαλα πρὸς αὖτον | ||||
κ’ ἐποίησα τὴν ἀνταμοιβὴν ὡς τὸ ὥρισεν ἀτός του. | ||||
Ἐν τούτῳ ἂν τύχῃ νὰ θαρροῦν τινὲς, ὅτι κακεύω | ||||
τοῦ ἀφέντου μου τοῦ πρίγκιπος διὰ ἐτοῦτο ὅπου σᾶς λέγω | ||||
ἀλλὰ εἰς ἀλήθειαν τὸ λαλῶ, κρατεῖτε το ἀπὸ ἐμέναν· | ||||
ὅτι ἂν ἐπάρη ὁ βασιλέας αὐτὰ τὰ τρία κάστρη, | ||||
τοὺς ὅρκους ὅπου ὤμοσεν οὐδὲν τοὺς θέλει στέρξει· | ||||
τόσα φουσσᾶτα καὶ λαὸν μᾶς θέλει ἐδῶ ἀποστείλει | ||||
ὅπου μᾶς θέλουν ἀπ’ ἐδῶ ἐβγάλει κι ἀκληρήσει. | ||||
Λοιπὸν διὰ νὰ ἐγνωρίσετε τὴν πιστοσύνην ποῦ ἔχω, | ||||
λέγω καὶ ἀφιρώνω το ἐτοῦτο νὰ ποιήσω· | ||||
ἐγὼ νὰ ἐμπῶ εἰς φυλακήν, κι ὁ πρίγκιπας ἂς ἔβγῃ· | ||||
εἴτε ἔνι διὰ ἐξαγόρασιν διὰ χρήματα ὑπερπύρων, | ||||
νὰ βάλω ἐγὼ τὸν τόπον μου σημάδι διὰ δηνέρια | ||||
κι ἂς πληρωθῇ ἡ ἐξαγόρασις τοῦ ἀφέντου μου τοῦ λίζιου». | ||||
[§] | Ἐνταῦτα ἐσηκώθηκεν ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου | |||
καὶ λέγει τῆς πριγκίπισσας ὀμπρὸς στὸν Μέγαν Κύρην· | ||||
«Κυρά μου, ἐτοῦτο ὅπου λαλεῖ ἐδῶ ὅλα τὰ ἐλαλήσαμεν ἐκεῖ στὴν φυλακήν μας, | ||||
τοὺς τρόπους καὶ τοὺς κίντυνους ὅπου ἠμποροῦν νὰ ἔλθουν. | ||||
Ἀλλὰ διατὶ εἴδαμε ἀφιρὸν τοῦ βασιλέως τὸ πεῖσμα, | ||||
εἴπαμεν οὕτως ἑνομοῦ κ’ ἐσυμβιβάσαμέ το· | ||||
τὸ κάστρο τῆς Μονοβασίας, τὸ ἐξεύρουσιν οἱ πάντες, | ||||
ὁ ἀφέντης μας ὁ πρίγκιπας τὸ ἐκέρδισεν ἀτός του· | ||||
τὴν Μάϊνην καὶ τὸν Μυζηθρᾶ, ἐκεῖνος γὰρ τὰ ἐποιῆσεν, | ||||
κ’ ἤθελεν εἶσται ἁμαρτία, κατηγορία μεγάλη, | ||||
ν’ ἀπόθανεν εἰς φυλακὴν ἐκεῖνος κ’ οἱ ἐδικοί του | ||||
διὰ κάστρη ὅπου ἔχτισεν κ’ ἐκέρδισεν ἀτός του. | ||||
Ἀλλ’ ἂς ἔβγῃ ’κ τὸν πειρασμὸν τῆς φυλακῆς ὅπου ἔνι, | ||||
καὶ μετὰ ταῦτα ὁ Θεὸς τοῦ θέλει γὰρ βοηθήσει | ||||
νὰ ἐπάρῃ γὰρ τὰ κάστρη του, νὰ τὰ ἔχῃ ὡς ἐδικά του. | ||||
Ἐν τούτῳ λέγω πρὸς ἐσᾶς, κρατεῖτε το ἀπὸ ἐμέναν· | ||||
ὅτι διὰ ἄνθρωπον τινὰν ὅπου ἔνι εἰς τὸν κόσμον, | ||||
οὔτε διὰ λόγια κι ἀφορμήν, τὰ λέγει πᾶσα ἕνας, | ||||
νὰ ἀφήκω τὸν ἀφέντη μου ’ς φυλακὴ νὰ ἀποθάνῃ. | ||||
Τὸν ὁρισμὸν ὅπου ὥρισεν θέλω νὰ τὸν πληρώσω, | ||||
νὰ δώσω γὰρ τὰ κάστρη του νὰ ἐβγῇ ’κ τὸ πιλατήριον, | ||||
κι ἀφῶν ἐβγῇ ’κ τὴν φυλακὴν ὁ Θεὸς ἂς τοῦ βοηθήσῃ». | ||||
[§] | Κι ἀπαύτου ἐμετασύντυχεν ἀτός του ὁ Μέγας Κύρης | |||
τοῦ ἀφέντου τῆς Καρύταινας, οὕτως τοῦ ἀπεκρίθη· | ||||
«Μὰ τὸν Χριστόν, καλὲ ἀδελφέ, μὲ ἀλήθειαν σὲ τὸ λέγω, | ||||
ἂν τὸ ἔμαθεν ὁ βασιλέας κι ἂν τὸ ἐπληροφορέθη, | ||||
τὸ πῶς οὐδὲν τοῦ δίδομεν τὰ κάστρη ὅπου γυρεύει, | ||||
οὐδὲν χρήζει τὸν πρίγκιπα μὲ τὸ ἅλας νὰ τὸν φάγῃ, | ||||
ἀλλὰ νὰ ἐπάρῃ ὑπέρπυρα νὰ τὸν ἐλευτερώσῃ. | ||||
Καὶ πάλιν λέγω πρὸς ἐσέ, καὶ κράτει το, ὡς τὸ θέλεις, | ||||
ὅτι, ἂν ἐσκόπα ὁ πρίγκιπας τὸ τί ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ, | ||||
κάλλιον ἦτον νὰ ἀπόθανεν ἐκεῖνος μοναχός του | ||||
παρὰ νὰ χάσουν οἱ λοιποὶ οἱ Φράγκοι τοῦ Μορέως | ||||
τὰ ἰγονικὰ ποῦ ἐκέρδισαν μὲ κόπον οἱ γονεῖς τους, | ||||
ὡσὰν τὸ ἔποικεν ὁ Χριστός, τὸν θάνατον ἐγεύτη | ||||
διὰ νὰ λυτρώσῃ τὰς ψυχὰς τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων | ||||
ἐκ τῆς αἰωνίου κολάσεως, ὅπου ὑπαγαίναν ὅλοι. | ||||
Ἕνας κάλλιον ν’ ἀπόθανε παρὰ χίλιοι διὰ ἐκεῖνον. | ||||
Ἐγὼ ἐξεφορτώνομαι καὶ λέγω τὴν ἀλήθειαν, | ||||
κ’ ἐσύ, ἀδερφέ μου, ποῖσε το ἐκεῖνο ὅπου σὲ ὡρίσαν». | ||||
[§] | Ἀφότου γὰρ ἐπλήρωσε τὸ παρλαμᾶν ἐκείνο, | |||
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ποῦ ἐβάστα τὰ σημάδια, | ||||
τὰ ἔδωκεν ὁ πρίγκιπας νὰ δώσῃ τῶν καστελλάνων, | ||||
ἀπὲ τὸ Νίκλι ἐκίνησεν καὶ εἶχε μετ’ ἐκεῖνον | ||||
τοῦ βασιλέως τὸν ἄρχοντα, τὸν ἔστειλεν μετ’ αὖτον | ||||
τὰ κάστρη νὰ τοῦ δώσουσιν διὰ τὸν βασιλέαν· | ||||
ἐδιέβην εἰς τὸν Μιζηθρά, αὐτὸν ἐδῶκεν πρῶτον, | ||||
ἀπέκει τὴν Μονοβασίαν καὶ τρίτον δὲ τὴν Μάνην. | ||||
Καὶ ὅσον ἐπαρέδωκεν τὰ κάστρη ὅπου λέγω, | ||||
ἐπῆρε διὰ ὄψιδαν τοῦ βασιλέως νὰ δώσῃ | ||||
τὴν θυγατέρα ἐκεινοῦ τοῦ Μπάσαβα τοῦ ἀφέντου, | ||||
ὅπου ἦτον πρωτοστράτορας ὅλου τοῦ πριγκιπάτου, | ||||
μισὲρ Τζὰν τὸν ἐλέγασιν, ντὲ Νέουλη τὸ ἐπίκλη· | ||||
ὡσαύτως καὶ τὴν ἀδελφὴν τοῦ Τσάδρου γὰρ ἐκείνου, | ||||
ποὺ ἦτον μέγας κοντόσταυλος τοῦ πριγκιπάτου ὅλου· | ||||
αὐτὲς τὲς δύο ἐδιάβαζαν ὀψίδες εἰς τὴν Πόλιν | ||||
κ’ ἐξήβαλαν τὸν πρίγκιπα καὶ τοὺς καβαλλαρίους | ||||
καὶ ὅλους τοὺς φλαμουριαρίους μικρούς τε καὶ μεγάλους, | ||||
καὶ ἤλθασιν εἰς τὸν Μορέαν μετὰ χαρὲς μεγάλες. | ||||
[§] | Ὡς ἦλθεν δὲ ὁ πρίγκιπας ἐτότε στὸν Μορέαν, | |||
καλὰ τὸν ἀποδέχτησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι. | ||||
Ὡς εἶχεν γὰρ ἐπεθυμίαν νὰ ἰδῇ καὶ νὰ γυρέψῃ | ||||
τὰ κάστρη καὶ τὲς χῶρες του ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα, | ||||
οὐδὲν ἠθέλησεν ποσῶς ἐκεῖσε νὰ ἀργήσῃ· | ||||
ἐπῆρε τοὺς καβαλλαρίους, ὅπου εἶχεν μετ’ ἐκεῖνον, | ||||
κ’ ὑπάγαινεν ἐβλέποντα τὰ κάστρη καὶ τὲς χῶρες | ||||
κι ὁλόρθα ἐδιάβηκεν στὴν Λακηδαιμονίαν. | ||||
Ὡσὰν ἠγάπα κ’ ἤθελεν νὰ ἰδῇ τὸν Μορέαν, | ||||
οὐδὲν ὑπῆγεν μοναξὸς ὡσὰν φτωχὸς στρατιώτης, | ||||
ἀλλ’ ἐδιέβη ὡς πρίγκιπας, καλὰ συντροφεμένος, | ||||
ἐκεῖ ὅπου τὸν ἀγαποῦν κ’ ἐπεθυμούσασίν τον. | ||||
Ἄλλοι ἔτρεχαν ὑπάγαιναν ἐκεῖ εἰς τὴν συντροφίαν, | ||||
ἄλλοι ἐβαστοῦσαν ἄρματα, ἄλλοι χωρὶς ἀρμάτων. | ||||
[§] | Καὶ ὡς τοὺς εἶδαν οἱ Ρωμαῖοι, ποῦ ἦσαν τοῦ βασιλέως, | |||
ἐκεῖθεν ἐκ τὸν Μηζηθρὰν ἀπάνω ἀπὲ τὸ κάστρο, | ||||
ἐλόγισαν, ἐσκόπησαν ὅτι μάχην γυρεύου | ||||
οἱ Φράγκοι γὰρ μετ’ ἐκεινοὺς ἤγουν δὲ τοὺς Ρωμαίους. | ||||
Τῶν ἀρχηγῶν ἐμήνυσαν τοῦ Μιλιγγοῦ τοῦ δρόγγου, | ||||
συμβίβασιν ἐποίησαν καὶ ὅρκους ὑπωμόσαν | ||||
νὰ στέκουν διὰ τὸν βασιλέαν, νὰ ἀρνήσωνται τοὺς Φράγκους. | ||||
Μαντατοφόρους ἔστειλαν εἰς τὴν Μονοβασίαν | ||||
εἰς κάποιον Καντακουζηνὸν ὅπου ἦτον κεφαλή τους. | ||||
Ἐγράψαν κι ἀφιρῶσαν τον κ’ ἐπληροφόρεσάν τον | ||||
τὸ πῶς ἦλθεν ὁ πρίγκιπας μὲ ὅλα του τὰ φουσσᾶτα, | ||||
τὴν μάχην ἐπεχείρησεν κατὰ τοῦ βασιλέως. | ||||
Κ’ ἐκεῖνος γὰρ τὸ ἐπίστεψεν καὶ ξύλον ἀρματώνει· | ||||
μαντατοφόρους ἔστειλεν κι ἀπῆλθαν εἰς τὴν Πόλιν, | ||||
ἐκεῖσε εἰς τὸν βασιλέαν κ’ ἐπληροφόρησάν τον | ||||
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος, | ||||
ἐπάτησε τὸν ὅρκον του καὶ ἄρχισε τὴν μάχην | ||||
ἐκεῖ στὴν Λακοδαιμονίαν, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅλα· | ||||
τοὺς τόπους γὰρ τοῦ βασιλέως ἄρχισε νὰ κουρσεύῃ. | ||||
[§] | Ἀκούσων γὰρ ὁ βασιλέας ὁ μέγας Παλαιολόγος, | |||
ἐπίστεψεν τὰ σὲ λαλῶ, τὰ τοῦ εἶχεν μηνύσει | ||||
ἀπέκει ἐκ τὴν Μονοβασίαν ἡ κεφαλὴ ὅπου εἶχεν. | ||||
Μεγάλως τὸ ἐθαυμάστηκεν κ’ ἐβάρυνέ το σφόδρα | ||||
τὸ πῶς οὕτως καταγουργὶς ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος | ||||
ἐπάτησε τὸν ὅρκον του ὅπου εἴχασιν μετ’ αὖτον· | ||||
τὴν μάχην ἄρχασε ζεστὴν ἐκεῖσε εἰς τὸν Μορέαν. | ||||
Ἐνταῦτα ἦλθεν στὴν Τουρκίαν κ’ ἐρρόγεψε τοὺς Τούρκους· | ||||
χιλίους ἐρρόγεψε ἐκλεχτοὺς κι ἄλλους πεντεκοσίους, | ||||
καὶ ἦλθαν κι ἀνατολικοὶ κἄν ἄλλες δύο χιλιάδες. | ||||
Ἐξάδελφόν του ἐδιόρθωσεν καὶ κεφαλὴν τὸν θέτει | ||||
ἀπάνω εἰς ὅλους ἐκεινοὺς ὅπου μὲ ἀκούεις καὶ λέγω, | ||||
τὸν Μακρυνὸν τὸν ἔλεγαν, οὕτως τὸν ὠνομάζαν. | ||||
[§] | Κράζει τον γὰρ καὶ ὁρίζει τον νὰ ἐπάρῃ τὰ | |||
φουσσᾶτα ἐκεῖνα ὅπου τοῦ ἔδιδεν, νὰ ἀπέλθῃ στὸν Μορέαν | ||||
νὰ πολεμῇ καὶ μάχεται μετὰ τὸν σύντεκνόν του, | ||||
ἐκεῖνον ὅπου ἐλέγασιν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον. | ||||
Ὁρίζει γὰρ καὶ εἶπε τον διὰ τίποτε λογάριν, | ||||
ὅπου νὰ χρήζῃ, μετ’ αὐτὸ φουσσᾶτα νὰ ρογέψῃ, | ||||
νὰ εὐεργετήσῃ γὰρ τινὲς τοῦ νὰ προσφέρῃ εἰς αὖτον· | ||||
μὴ ἀκριβευτῇ ὀκνήσῃ το, μὴ ὅλως τὸ ἀμελήσῃ, | ||||
ἀλλὰ ἂς βιαστῇ μὲ προθυμίαν τὸν τόπον νὰ κερδίσῃ· | ||||
«Ἐπεῖν ἀφῶν ὁ πρίγκιπας ἄρχισε γὰρ τὴν μάχην | ||||
ὅπου ὑπωμόσαμεν οἱ δύο ἀγάπην νὰ κρατοῦμεν, | ||||
ἐκεῖνος ἔχει τὴν ἁμαρτίαν, ἐκεῖνος καὶ τὸ ψέγος». | ||||
Χαρτία ἄγραφα τοῦ ἐβούλλωσε μὲ τὸ χρυσόβουλλόν του, | ||||
καὶ λέγει τοῦ οὕτως. «Μακρυνέ, ἔπαρέ τα μετά σε, | ||||
κι ἂν κάμῃ χρεία προνοιάσματα ἢ εὐεργεσίες νὰ ποιήσῃς, | ||||
πρὸς τὴν οὐσίαν τοῦ καθενὸς τὸ θέλεις εὕρει εἰς αὖτον, | ||||
ὅριζε καὶ ἂς τοῦ γράφουσι εἰς αὖτα τὰ χαρτία». | ||||
Τοῦ Δρόγγου, τοῦ Γαρδαλεβοῦ, ὁμοίως τῆς Τσακωνίας | ||||
χρυσόβουλλον τοὺς ἤφερεν, ὅλοι νὰ εἶναι ἐγκουσάτοι, | ||||
ἄρματα νὰ βασταίνουσιν, δεσποτικὰ μὴ ποιήσουν. | ||||
Εἰς κάτεργα ἐσέβησαν, ’ς καράβια καὶ ταρέτες | ||||
καὶ τῆς θαλάσσης ἤλθασιν εἰς τὴν Μονοβασίαν. | ||||
[fr§333] | Οὕτως ὡσὰν σὲ τὸ λαλῶ κι ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι, | |||
ἄρχισε ἡ μάχη στὸν Μορέαν νὰ μάχονται οἱ δύο, | ||||
ὁ βασιλέας κι ὁ πρίγκιπας, ὅπου ἦσαν γὰρ συντέκνοι. | ||||
Κι ὡς ἔσωσεν ὁ Μακρυνὸς εἰς τὴν Μονοβασίαν, | ||||
ἐπέζεψεν ’ς τὰ κάτεργα ἐκεῖνος κι ὁ λαός του. | ||||
Ὁλόρθα εἰς Λακεδαιμονίαν ἦλθεν μὲ τὰ φουσσᾶτα· | ||||
ἐρώτησε τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχηγῶν, ὅπου ἦσαν | ||||
στὸν δρόγγον γὰρ τοῦ Μελιγοῦ, ὁμοίως τῆς Τσακωνίας, | ||||
ὁλῶν ἀπόστειλε γραφὰς ἀπὸ τὸν βασιλέαν, | ||||
ἄλλους ἔποικεν σεβαστούς, τοὺς πρώτους γὰρ τζαστᾶδες. | ||||
Τὰ Βάτικα ἐπροσκύνησαν, ὁμοίως κ’ ἡ Τσακωνία· | ||||
ὁ δρόγγος γὰρ τοῦ Μελιγοῦ, τὸ μέρος τῆς Γιστέρνας, | ||||
ἐκεῖνοι ἐρροβόλεψαν μετὰ τὸν βασιλέα. | ||||
[fr§334] | Κ’ ὡς ἔμαθεν ὁ πρίγκιπας ἐτοῦτα τὰ μαντᾶτα | |||
τὸ πῶς ἦλθεν ὁ Μακρυνὸς καὶ ἄρχασε τὴν μάχην, | ||||
τὲς χῶρες του ἐκούρσευεν κ’ ἐζήμιωνε μεγάλως, | ||||
μαντατοφόρους ἔστειλε ἐκεῖ στὸν Μέγαν Κύρην, | ||||
στὸν Εὔριπον κ’ εἰς τὰ νησία νὰ ἔλθουν οἱ φλαμουριάροι | ||||
μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἴχασιν διὰ νὰ τὸν συμμαχήσουν. | ||||
Κ’ ἐκεῖνοι τοῦ ἐπαρήκουσαν κι οὐδὲν ἦλθαν ἐνταῦτα. | ||||
Ὁ πρίγκιπας ἐχόλιασεν μεγάλως πρὸς ἐκείνους. | ||||
[fr§335] | Ἐπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του ὅπου εἶχεν στὸν Μορέαν | |||
κ’ ἦλθεν στὸ κάστρον τοῦ Νικλίου μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν. | ||||
Κι ὡς ἤκουσε καὶ ἔμαθεν τὸ πῶς ἐρροβολέψαν | ||||
ἡ Τσακωνία, τὰ Βάτικα, καὶ τῶν Σκλαβῶν ὁ δρόγγος, | ||||
οὐδὲν τοῦ ἐδόθη γὰρ βουλὴ νὰ ὑπάγῃ ἐκεῖ πρὸς αὔτους, | ||||
διατὸ ἤσασιν πολὺς λαὸς κ’ ἐκεῖνος εἶχε ὀλίγον. | ||||
Ἀλλὰ βουλὴν τοῦ ἐδώκασιν τὰ κάστρη νὰ γαρνίσῃ, | ||||
νὰ σωταρχίσῃ δυνατά, καλὰ νὰ τὰ ἀφιρώσῃ, | ||||
κι ἀτός του γὰρ σωματικῶς στὴν Κόρινθον ν’ ἀπέλθῃ, | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ | ||||
νὰ ποιήσῃ νὰ ἔρχεται εὐθέως ἀτός του ὁ Μέγας Κύρης, | ||||
τοῦ Εὐρίπου οἱ ἀφέντες οἱ τρεῖς, ὡσαύτως κι ὁ μαρκέσης | ||||
τῆς Ποντενίτσας, σὲ λαλῶ, καὶ τῶν νησίων οἱ ἀφέντες. | ||||
Κι ὡσὰν τοῦ ἐδόθη ἡ βουλὴ στὴν Κόρινθον ἐδιάβη· | ||||
τὸ θάρρος γὰρ τοῦ πρίγκιπος κι ὁ λογισμὸς ὅπου εἶχεν | ||||
ἦτον νὰ δώσῃ πόλεμον, εἰς κάμπον ἂν τὸν εὕρῃ, | ||||
τὴν κεφαλὴν τοῦ βασιλέως, τὸν Μακρυνὸν ἐκεῖνον. | ||||
[fr§336] | Ἐκεῖνος γὰρ ὁ Μακρυνὸς ὡς εἶδεν ἀπὸ πρώτου | |||
τὸ πῶς τὸν ἐπροσκύνησαν οἱ τόποι ὅπου σᾶς γράφω, | ||||
καθίζει, γράφει γράμματα, μαντοφόρους στέλνει | ||||
ἐκεῖσε εἰς τὸν βασιλέα ὅπου ἦτον εἰς τὴν Πόλιν, | ||||
τὸ πῶς ἦλθεν εἰς τὴν Μορέαν μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν | ||||
κ’ εὐδόκησέ τον ὁ Θεὸς κ’ ἡ εὐχὴ τοῦ βασιλέως, | ||||
κ’ ἐκέρδισε δίχα σπαθίου τὸ κρίνον τοῦ Μορέως. | ||||
Λοιπόν, ἂν θέλῃ ὁ βασιλέας φουσσᾶτα νὰ τοῦ στείλῃ | ||||
ἄλλα πλεῖστα καὶ πλειότερα παρὰ ἐκεῖνα ὅπου τοῦ ἐδῶκεν, | ||||
ἐλπίδας εἶχεν στὸν Χριστὸν μὲ εὐχὴν τοῦ βασιλέως | ||||
τὸν τόπον ὅλον τοῦ Μορέως νὰ τὸν ἔχῃ κερδίσει. | ||||
Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλέας ἐχάρηκεν μεγάλως· | ||||
τὸν Μέγαν γὰρ Δεμέστικον, ὅπου ἦτον ἀδελφός του, | ||||
κράζει καὶ λέγει του· «Ἀδελφέ, θέλω νὰ ὑπάῃς ἐνταῦτα | ||||
ἐκεῖσε γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, πᾶρε χιλίους μετ’ ἔσου, | ||||
ὅλους ἀπάνω στὰ ἄλογα θέλεις νὰ τοὺς ἐκλέξῃς· | ||||
ρῖξον ρόγαν κ’ ὑπέρπυρα καὶ δός τους ὅσον θέλουν. | ||||
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΦΡΑΓΚΩΝ ΕΙΣ ΜΟΡΕΑΝ | ||||
Κι ἂς ἔλθῃ ὁ Κατακουζηνὸς νὰ ἔνι κι αὐτὸς μετ’ ἔσου, | ||||
διατὸ ἔνι γὰρ ἐξάκουστος παιδευτικὸς στρατιώτης· | ||||
σπούδαξον τὸ γοργότερον τοῦ νὰ ἔχῃς συμμαχήσει | ||||
τὸν Μακρυνὸν ὅπου ἔστειλα καὶ τὸν Μορέαν κερδίσει». | ||||
Κι ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο, | ||||
τὸ τοῦ ὥρισεν ὁ βασιλέας ἀτός του ὁ ἀδελφός του, | ||||
ἐσπούδαξεν κ’ ἐρρόγεψε τὸ ἄνθος τῆς Ρωμανίας. | ||||
Ἐσέβησαν στὰ κάτεργα ὁμοίως εἰς τὰ καράβια, | ||||
καὶ ἦλθαν στὴν Μονοβασίαν εἰς δεκαπέντε ἡμέρες. | ||||
[fr§337] | Ἀφότου γὰρ ἐπέζεψεν Δεμέστικος ὁ Μέγας, | |||
ὁ αὐτάδελφος τοῦ βασιλέως, εἰς τὴν Μονοβασίαν, | ||||
ἐρώτησεν ποῦ εὑρίσκετον ὁ Μακρυνὸς ἐκεῖνος· | ||||
κ’ εἶπαν του ὅτι στὸν Μυζηθρὰ στέκει μὲ τὰ φουσσᾶτα, | ||||
ὅπου τὴν παρακάθεται τὴν Λακκοδαιμονίαν | ||||
«καὶ καθ’ ἑκάστη ἐκδέχεται τὴν βασιλείαν σου, ἀφέντη». | ||||
Κ’ ἐκεῖνος ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐσπούδαξεν καὶ ἦλθεν | ||||
ἐκεῖ στὴν Λακκοδαιμονίαν, τὸν Μακρυνὸν ἑνώθη· | ||||
βουλὴν ἐπῆραν ἑνομοῦ τὸ πῶς νὰ ἔχουν πράξει. | ||||
Ἐμάθαν ὅτι ὁ πρίγκιπας εὑρίσκεται στὴν Κόρινθον | ||||
κ’ ἐσκόπησαν ὅτι μὲ αὐτὸν ἔχει γὰρ τὸν λαόν του. | ||||
Εἰς τοῦτο ἐδόθη ἡ βουλὴ νὰ ὑπᾶν εἰς τὸν Μορέαν | ||||
νὰ εὑροῦν τὸν τόπο ἀπόσκεπον καὶ θέλουσιν κερδίσει. | ||||
Τ’ ἀλλάγια τοῦ φουσσάτου τους ἐχώρισαν ἐνταῦτα· | ||||
ἕξι χιλιάδες εὑρέθησαν ὅπου ἦσαν καβαλλάροι· | ||||
ἀλλάγια ἐποίησαν δεκαοχτώ, πρὸς τρία εἶχε ἡ χιλιάδα. | ||||
Τὰ πεζικά τους εἴχασιν ἀρίφνητα σὲ λέγω, | ||||
ἐπεὶ εἶχαν τοῦ Γαρδαλεβοῦ σὺν τὰ τῆς Τσακωνίας, | ||||
τοῦ δρόγγου γὰρ τοῦ Μελιγοῦ καὶ τῆς μεγάλης Μάϊνης. | ||||
[fr§338] | Οἱ Σκορτινοὶ ἐρροβόλεψαν καὶ ἦσαν μετ’ ἐκείνους. | |||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
Ἐκίνησαν κ’ ἐρχόντησαν ἐκ τοῦ Χελμοῦ τὰ μέρη· | ||||
ἐσῶσαν στὴν Βελίγοστην, ἐπιάσασιν κατοῦνες, | ||||
ἐκάψασιν τὸ ἐμπόριον, τὸ κάστρον μόνι ἀφῆκαν. | ||||
Τὴν ἄλλη ἡμέραν ἤλθασιν στὸν κάμπον Καρυταίνου, | ||||
ἐκεῖ στὸν παραπόταμο ἐμεῖναν τὴν ἑσπέραν· | ||||
ἐπὶ τῆς αὐρίου ἐκίνησαν κ’ ἦλθαν στὴν Λιοδώραν, | ||||
τὸ παρεπόταμον τοῦ Ἀλφέως ὁλόρθα ἐκατεβαῖναν· | ||||
ΜΑΧΗ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ | ||||
στὴν Ἴσοβαν ἐδιάβηκεν ἀλλάγι ἀπὸ τοὺς Τούρκους, | ||||
τὸ μοναστῆρι ἐκάψασιν ἔδε ἁμαρτία ποῦ ἐγίνη. | ||||
Ἀπαύτου ἐκατέβησαν ὁλόρθα εἰς τὴν Πρινίτσαν· | ||||
ἐκεῖ κατοῦνες ἔπιασαν, ἐστήσασιν τὲς τέντες. | ||||
Ἰδόντα γὰρ οἱ Σκορτινοὶ τὸ πλῆθος τοῦ φουσσάτου, | ||||
εὐθέως ὅλοι ἐπροσκύνησαν - σφάλμα μέγαν ἐποῖκαν - | ||||
κ’ ἐκεῖνοι τοὺς ὡδήγεψαν κ’ ἐπροβεδίζανέ τους. | ||||
Ἐν τούτῳ γὰρ ἀφίνω ἐδῶ τὰ λέγω κι ἀφηγοῦμαι | ||||
διὰ τὸν Μέγαν Δεμέστικον καὶ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν, | ||||
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ καὶ νὰ σὲ καταλέξω | ||||
τὸν πόλεμον ποῦ ἐγίνετον ἐτότε εἰς τὴν Πρινίτσαν. | ||||
Τριακόσιοι Φράγκοι ἐκέρδισαν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα, | ||||
τὸ πῶς τὸ μέλλω ἀφηγηθῆ ἐμπρὸς εἰς τὸ βιβλίον μου. | ||||
Ὡσὰν ἐδιάβη ὁ πρίγκιπας ἐτότε εἰς τὴν Κόρινθον | ||||
(διὰ νὰ ὀρθώσῃ καὶ νὰ ἐλθῇ τῶν Ἀθηνῶν ὁ δοῦκας | ||||
κ’ οἱ ἄλλοι ἀφέντες τῶν νησίων μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχαν | ||||
εἰς συμμαχίαν τοῦ πρίγκιπος, διὰ νὰ ἔχουν πολεμήσει | ||||
τὸν μέγαν γὰρ Δεμέστικον μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν), | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
ἦτον ἀφήκοντα εἰς Μορέαν δικαῖον του διὰ μπάϊλον | ||||
τὸν μισὶρ Ντζὰ ντὲ Καταβᾶ, ἕναν του καβαλλάρην· | ||||
ἄνθρωπος ἦτον φρόνιμος, παιδευτικὸς εἰς σφόδρα, | ||||
στρατιώτης γὰρ ἀπόκοτος κ’ εἰς ἄρματα τεχνίτης. | ||||
Ἀστένειον εἶχε φοβερὴν ὅτι ἦτον ρεματιάρης | ||||
κι οὐδὲν ἠμπόρει νὰ κρατῇ σπαθὶν οὔτε κοντάριν· | ||||
κ’ ὡς ἔμαθεν πληροφορίαν ὅτι ἔρχετον τὸ φουσσᾶτο | ||||
τοῦ βασιλέως, τὸ ὡδήγευεν Δεμέστικος ὁ Μέγας, | ||||
ἐβιάστη, περιεσώρεψεν ’κ τὸν κάμπον τοῦ Μορέως | ||||
ὅσο φουσσᾶτο ἠμπόρεσεν καὶ ὅσον ἠδυνήθη. | ||||
Κι ὅσον τοὺς περιεσώρεψεν ἐγνώμιασεν πόσοι ἦσαν· | ||||
τριακόσιοι γὰρ καὶ δώδεκα εὑρέθησαν καὶ μόνον. | ||||
Ἀπῆρεν τους κι ἀνέβαινεν τὰ μέρη τῶν Κρεστένων | ||||
γυρεύοντα κατερωτῶν, τὸ ποῦ εἶναι τὰ φουσσᾶτα | ||||
τοῦ βασιλέως, ὅπου ἔρχονται στὸν κάμπον τοῦ Μορέως. | ||||
Κι ὡς ἔμαθεν ὅτι ἔσωσαν ἐκεῖσε εἰς τὴν Πρινίτσαν, | ||||
στὸ παραπόταμο τοῦ Ἀλφέως ἐσέβη διὰ νὰ ὁδεύῃ. | ||||
Κι ὡς ηὗρεν τὴν καρφολασίαν ἐκείνου τοῦ φουσσάτου, | ||||
ἐσέβην ἐξοπίσω τους κ’ ἔρχετο ἐλάμνοντά τους. | ||||
Κι ὅταν ἦλθε κι ἀπέσωσεν εἰς ὁκάτι μικρὴν κλεισοῦραν | ||||
ἐκεῖ πλησίον, τὸ λέγουσιν στὸ Ἀγρίδι Κουνουπίτσας, | ||||
κ’ εἶδαν τοὺς κάμπους ἐκεινοὺς γεμάτους τὰ φουσσᾶτα | ||||
- ταχύτσιν ἦτον ἀκομή, ὥρα ἀνατελμάτου - | ||||
ΜΑΧΗ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ | ||||
ἀφνίδια γὰρ ἐξέβησαν εἰς τὰ φουσσᾶτα ἐκεῖνα. | ||||
Ὁ μισὶρ Ντζιὰ ντὲ Καταβᾶς, ὁ φοβερὸς στρατιώτης, | ||||
τίποτε οὐδὲν ἐδείλιασεν διὰ τὸ πολὺ φουσσᾶτο. | ||||
Περίχαρος ἐγίνετον, κράζει τὴν συντροφίαν του, | ||||
καὶ λέγει οὕτω πρὸς αὐτοὺς μὲ προθυμίαν μεγάλην· | ||||
«Ἀφέντες φίλοι κι ἀδελφοί, συντρόφοι ἠγαπημένοι, | ||||
ὅλοι πρέπει νὰ χαίρεστε καὶ τὸν Θεὸν δοξάζειν | ||||
ὅταν μᾶς ἤφερε ὁ Θεὸς ’ς τόσα ἐπιδέξιον τόπον, | ||||
τόσα φουσσᾶτα ἄφαντα νὰ τὰ ἔχωμεν κερδίσει. | ||||
Προσέχετε, καλοὶ ἀδελφοί, κἀνεὶς μὴ τοὺς δειλιάσῃ | ||||
διατὸ ἔνι πλῆθος γὰρ λαοῦ· διὰ τοῦτο ὅπου, σᾶς λέγω, | ||||
τούτους νὰ πολεμήσωμεν ὅτι κάλλιόν μας ἔνι, | ||||
παρὰ νὰ ἦσα ὀλιγώτεροι καὶ μιᾶς φυλῆς ἀνθρῶποι. | ||||
Ἐτοῦτοι εἶναι ἀπόξενοι ἀπὸ διαφόρους τόπους, | ||||
ἀπαίδευτοι νὰ πολεμοῦν μετὰ Φράγκους ἀνθρώπους· | ||||
μηδὲν ὀκνήσωμεν ποσῶς νὰ μᾶς ἀποσκεπάσουν, | ||||
ἀφνίδως ἂς τοὺς δώσωμεν ὅλοι μὲ τὰ κοντάρια. | ||||
Τὰ ἄλογα, ὅπου ἔχουσιν, ὅλα ὑπαρίππια εἶναι, | ||||
ἑνὸς φαρίου μας ἡ φορὰ νὰ ρίξῃ δεκαπέντε. | ||||
Καὶ πάλιν λέγω, ἀδελφοί, ἐτοῦτο κι ἐνθυμῶ σας | ||||
τὸν κόπον, ὅπου ἐβάλασιν οἱ ἀφέντες οἱ γονεῖς μας, | ||||
τοὺς τόπους, ὅπου ἔχομεν, νὰ τοὺς ἔχουν κερδίσει. | ||||
Κ’ ἐὰν οὐκ ἐβάλαμεν βουλὴν τὴν σήμερον ἡμέραν, | ||||
ὁ κατὰ εἷς τὸ σῶμα του νὰ τὸ ἔχῃ διαφεντέψει, | ||||
νὰ δείξωμεν εἰς ἄρματα ὅτι εἴμεθεν στρατιῶτες, | ||||
κι ἀπαύτου νὰ φυλάξωμεν ὁμοίως τὰ ἰγονικά μας· | ||||
κι ἂν οὕτως οὐδὲν ποιήσωμεν ὡσὰν ἐγὼ σᾶς λέγω, | ||||
οὐδὲν πρέπει νὰ μᾶς κρατοῦν ἀνθρώπους τῶν ἀρμάτων, | ||||
οὔτε προνοῖες νὰ ἔχωμεν, οὔτε τιμὴν στὸν κόσμον. | ||||
Ἰδέτε πάλιν δεύτερον, ἀφέντες καὶ συντρόφοι, | ||||
ὅτι, ἂν μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς κ’ ἡ τύχη μας ἐτοῦτο, | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
τὸν ἀδελφὸν τοῦ βασιλέως κ’ ἐτοῦτα τὰ φουσσᾶτα | ||||
μὲ πόλεμον καὶ μὲ σπαθὶ νὰ τοὺς νικήσωμε ὧδε, | ||||
ἕως ὅτου στήκει ἡ κιβωτὸς στὸ Ἀραρὰτ τὸ ὄρος, | ||||
μέλλει στήκει τὸ ἔπαινος τῆς σημερνῆς ἡμέρας, | ||||
ὅπου μᾶς θέλουν ἐπαινεῖ ὅσοι τὸ θέλουν ἀκούσει. | ||||
Ἐγὼ γάρ, ὡς τὸ ἐξεύρετε κ’ ἐβλέπετε εἰς ἐμέναν, | ||||
οὐ δύνομαι τοῦ νὰ κρατῶ σπαθὶν οὔτε κοντάριν | ||||
τοῦ νὰ σταθῶ εἰς πόλεμον, τοῦ νὰ ἔχω πολεμήσει· | ||||
ἀλλὰ νὰ ποιήσω ὡς διὰ ἐσᾶς τούτην τὴν προθυμίαν, | ||||
τοῦ πρίγκιπος τὸ φλάμουρον θέλω νὰ τὸ βασταίνω, | ||||
στὸ χέριν μου τὸ δέσετε νὰ τὸ κρατῶ στερέα. | ||||
Τὴν τένταν τοῦ Δεμέστικου θεωρῶ την ἀπ’ ἐδῶθεν, | ||||
κι ὀμνύω σας γὰρ εἰς τὸν Χριστὸν ὁλόρθα ἐκεῖ ν’ ἀπέλθω. | ||||
Κι ὅποιος ἰδῇ ὅτι νὰ τραπῶ ἢ τίποτε δειλιάσω, | ||||
ἐχτρὸν τὸν ἔχω τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴ μὲ σφάξῃ εὐθέως». | ||||
Ὁ Μέγας γὰρ Δεμέστικος στὴν τένταν ἐκαθέτον, | ||||
ὅπου ἦτον ἀνάβολον εἰς τὸ χωριὸν Πρινίτσας. | ||||
Κι ὡσὰν ἐφανερώθησαν ἐκεῖνοι οἱ Φράγκοι ἀφνίδια, | ||||
τοῦτον τὸν λόγο ἐλάλησεν, ἀτός του γὰρ τὸν εἶπεν· | ||||
«προγεματίνσιν γὰρ μικρὸν ἐβλέπω ὅτι μᾶς ἦλθεν». | ||||
Ὁρίζει, ἐκαβαλλίκεψαν ἀλλάγια τρία καὶ μόνον, | ||||
χιλίους ἀπάνω εἰς τ’ ἄλογα τοὺς Φράγκους ν’ ἀπαντήσουν· | ||||
εὐθέως ἐκαβαλλίκεψαν κι ἀπῆλθαν εἰς τοὺς Φράγκους, | ||||
σταματικὰ τοὺς ἔσμιξαν ὅλοι μὲ τὰ κοντάρια. | ||||
Στὸ πρῶτον ποῦ ἐβαρέσασιν ἐπέσαν ἐκ τοὺς Φράγκους | ||||
ΜΑΧΗΝ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ | ||||
καλὰ τὸ τρίτον ἀπ’ αὐτοὺς ὅλοι ἀπὸ τὰ φαριά τους· | ||||
διὰ ἕνα Φράγκον ἤσασιν Ρωμαίων δέκα κοντάρια. | ||||
Ἀκούσατε, χάριν τοῦ Χριστοῦ, κἀνεὶς ἀπὸ τοὺς Φράγκους | ||||
κοντάρι οὐδὲν ἐπίασεν, κἀνεὶς οὐκ ἐλαβώθη· | ||||
ἐκεῖνοι γὰρ ὅπου ἔπεσαν εὐθέως καβαλλικεύουν | ||||
καὶ τὰ σπαθία ἐξήβαλαν καὶ τοὺς Ρωμαίους ἐσφάξαν. | ||||
Ὥρα ἐδιάβηκε πολλὴ ποῦ ἐκάθησαν οἱ Φράγκοι | ||||
κι οὐδὲν ἐφαίνονταν ποσῶς μέσα εἰς τοὺς Ρωμαίους | ||||
ἐκεῖνος γὰρ ὁ μισὶρ Ντζᾶς, ὁ Καταβᾶς, σὲ λέγω. | ||||
Ἀφότου ἐσηκώθησαν οἱ Φράγκοι ἐκεῖ ὅπου ἐπέσαν, | ||||
ὅπου τοὺς ἀπεδείρασιν τὸ πλῆθος τῶν Ρωμαίων, | ||||
ἐβγάλαν τὰ σπαθίτσια τους, τὸν πόλεμον ἀρχάσαν, | ||||
οὕτως ἐσφάξαν τοὺς Ρωμαίους ὡς φάλκος τὸ λιβάδι. | ||||
Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Ρωμαίων ἐχάθησαν οἱ Φράγκοι | ||||
κι οὐδὲν τοὺς ἔβλεπεν ποσῶς Δεμέστικος ὁ Μέγας | ||||
ἐκεῖθεν, ὅπου ἐκάθητον στὴν τέντα του ἀπέσω. | ||||
Ὁ δὲ μακάριος μισὶρ Ντζᾶς ὁ Καταβᾶς ἐκεῖνος | ||||
οὐδὲν ἀνάμενεν ποσῶς νὰ πολεμοῦν τοὺς Φράγκους· | ||||
ὁλόρθα πάντα ἐσπούδαζεν νὰ σῴση εἰς τὴν τένταν, | ||||
ὅπου ἐθεώρει ἀπὸ μακρὰ ὅτι ἦτον τοῦ Δεμεστίκου. | ||||
Τινές, ὅπου ἤσασιν ἐκεῖ στὸν πόλεμον ἐκεῖνον, | ||||
εἶδαν καὶ ἐμαρτύρησαν ὅτι εἶδαν καβαλλάρην | ||||
ἀσπραλογᾶτον εἰς φαρί, γυμνὸν σπαθὶν ἐβάστα, | ||||
καὶ πάντα ὑπήγαινεν ὀμπρὸς ἐκεῖ ποῦ ἦσαν οἱ Φράγκοι. | ||||
Καὶ εἶπαν κι ἀφιρώσασιν ὅτι ὁ ἅγιος Γεώργιος ἦτον | ||||
κι ὡδήγευεν κι ἀντρείευεν τοὺς Φράγκους νὰ πολεμοῦσιν. | ||||
Οἱ μὲν εἶπαν ὅτι ἐχόλιασεν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, | ||||
ὅπου ἦτον εἰς τὴν Ἴσοβαν στὸ μοναστῆρι ἐκεῖνο, | ||||
τὸ ἐκάψαν τότε οἱ Ρωμαῖοι εἰς τὸ ταξεῖδι ἐκεῖνο· | ||||
καὶ ἄλλοι πάλε ἐλέγασιν ὅτι ἡ ἀφιορκία ποῦ ἐποιῆσεν | ||||
ὁ βασιλεὺς - ὅπου ὤμοσεν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου | ||||
καὶ ἂνευ φταίσματος τινὸς νὰ ποιήσῃ πρὸς ἐκεῖνον, | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
διὰ λόγια γὰρ ψεματινὰ καὶ δωριανὰ μαντᾶτα | ||||
ἀπόστειλε τὰ φουσσᾶτα του τὸν πρίγκιπα μαδίζει- | ||||
διὰ τοῦτο ἐχόλιασεν ὁ Θεὸς κ’ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος | ||||
κ’ ἔδωκε νῖκος τῶν Φραγκῶν καὶ τῶν Ρωμαίων ὠργίστη. | ||||
Ἀπὸ ὥρας πρώτης ἄρχισεν ὁ πόλεμος ἐκεῖνος | ||||
κ’ οἱ Φράγκοι ἀπεσώσασιν ὥρα μεσημερίου | ||||
στὴν τένταν, ὅπου ἐκάθητον Δεμέστικος ὁ Μέγας. | ||||
Ὁ Μέγας γὰρ Δεμέστικος ἀπέκει ἐκ τὴν τένταν | ||||
τὸ βλέμμα του εἶχε ἀδιάλειπα ἐκεῖ πρὸς τὸ φουσσᾶτον | ||||
νὰ ἰδῇ τὸ τί ἐγίνονταν οἱ Φράγκοι τοῦ Μορέως· | ||||
πούπετε Φράγκον οὐ θεωρεῖ, μόνον καὶ τοὺς Ρωμαίους· | ||||
τὰς χεῖρας του ἐσήκωσε καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει, | ||||
σκοπίζοντα, λογιζόμενος, ἐχάθησαν οἱ Φράγκοι. | ||||
Καὶ οὕτως ὡσὰν ἐστήκετον κ’ ἐθεώρει τὰ φουσσᾶτα, | ||||
ἀφνίδια ἐφάνησαν ἐκεῖ τὰ φλάμουρα τῶν Φράγκων· | ||||
ἐγνώρισεν τὰ φλάμουρα τοῦ φράγκικου φουσσάτου. | ||||
Ἐκεῖ στὴν τέντα ἐρχόντησαν, ποῦ ἐβλέπασιν τὸ σκῆπτρον | ||||
τοῦ βασιλέως τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ Μεγάλου Δεμεστίκου. | ||||
Στριγγὴν φωνίτσαν ἔσυρεν, μεγάλη ὡς ἐδυνάστη, | ||||
ἐκεινῶν τῶν παιδόπουλων, ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον· | ||||
«Μωρέ, φέρε τὸ ἱππάρι μου, μωρέ, τὸν τουρκομάνον, | ||||
θεωρεῖτε φλάμουρα Φραγκῶν, ὅπου μᾶς ἐπετρῶσαν». | ||||
Κ’ ἐκεῖνοι ὡς εἶδαν τὰ σπαθία γυμνὰ ἐξελαμπρισμένα | ||||
νὰ ἐρχόντησαν ἀπάνω τους - τὰ ἐβασταῖναν οἱ Φράγκοι - | ||||
ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν Ρωμαίων ἦσαν αἱματωμένα - | ||||
ὁ κατὰ εἷς ἐσπούδαζεν νὰ σώσῃ τὸν ἐνιαυτόν του· | ||||
ὅλοι εἰς φυγίον ἐβάλθησαν ἔνθα ἠμπόρει ὁ καθένας. | ||||
Ὁκάποιος ἦτον φρόνιμος ποῦ ἀγάπα τὴν τιμήν του, | ||||
ἔδραμε, ἤφερεν ἄλογον ὅπου ἔστηκεν στρωμένον, | ||||
ΜΑΧΗ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ | ||||
ὅπου ἦτον τὸ καλλιώτερον τοῦ Μεγάλου Δεμεστίκου· | ||||
ἐβοήθησε τοῦ ἀφέντου του, πηδᾷ καβαλλικεύει. | ||||
Ὁκάποιον ηὗρεν ἐκεῖ ἄνθρωπον γὰρ τοῦ τόπου, | ||||
ὅπου ἔξευρε κι ἀπείκαζεν τὸ μέρος τῆς Πρινίτσας. | ||||
Ἐκεῖνος τὸν ὡδήγεσεν καὶ συντροφίαν τοῦ ἐποῖκεν· | ||||
ἐκεῖθεν ἐκ τὴν Λέβιτσαν στὴν Κάπελην ἀνέβη, | ||||
ἀγρίους τόπους ἐδιάβησαν νὰ μὴ τοὺς ἐγνωρίσουν, | ||||
καὶ τόσα ἀπῆλθαν φρόνιμα μετὰ ἐπιδεξιωσύνης, | ||||
στὸν Μυζηθρᾶ τὸν ἔσωσεν ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα. | ||||
Τὰ δὲ φουσσᾶτα τῶν Ρωμαίων, ὅπου ἦσαν στὴν Πρινίτσαν, | ||||
τὸ ἰδεῖ τοὺς Φράγκους ὅτι ἔσωσαν στὴν τέντα τοῦ Δεμεστίκου | ||||
κι ἀπέδειραν κ’ ἐρρίξασιν τοῦ βασιλέως τὸ σκῆπτρον, | ||||
ὅλοι ἀποκεφαλίστησαν, ἐβάλθησαν νὰ φεύγουν· | ||||
ὁ εἶς τὸν ἄλλον οὐκ ἔβλεπεν τὸ πόθεν ὑπαγαίνει. | ||||
Τί νὰ σᾶς λέγω τὰ πολλὰ καὶ ποῖος νὰ σᾶς τὰ γράφῃ; | ||||
Οἱ Φράγκοι ἀποστάθησαν σφάζοντα τοὺς Ρωμαίους· | ||||
ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς Πρινίτσας, | ||||
τοὺς τόπους ἐκείνους τοὺς σκληροὺς καὶ πολλὰ δασωμένους. | ||||
Ἐκεῖ ἐγλύτωσαν οἱ Ρωμαῖοι, ὅσοι ἐδράμαν κ’ ἐμπῆκαν· | ||||
ἐπεί, ἂν ἔλειπαν οἱ σκληροὶ οἱ τόποι ὅπου σᾶς λέγω, | ||||
λογίζομαι εἰς πληροφορίαν ἕνας μόνος ἀπ’ αὔτους | ||||
οὐ μὴ νὰ ἐγλύτωσε ἀπ’ ἐκεῖ, ἂν εἴχασιν οἱ Φράγκοι | ||||
τὴν δύναμιν νὰ ἐσφάζασιν τὸ γένος τῶν Ρωμαίων. | ||||
Οἱ Φράγκοι ἀποστάθησαν σκοτώνων τοὺς ἐχτρούς τους, | ||||
κι ὡς εἶδαν πάλε ὅτι ἔφυγαν κ’ ἐπιάσαν τὰ βουνία, | ||||
εἰς τοὺς δρυμῶνες ἔφυγαν ἐκεῖ πρὸς τὸν στρατέαν | ||||
ἄφηκαν νὰ τοὺς διώχνουσιν, ἐστράφησαν ὀπίσω. | ||||
Χίλια ἄλογα ἐκέρδισαν ἐτότες ὢν οἱ Φράγκοι. | ||||
Ὡς τὸ ἔμαθαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖθε ἐκ τὰ χωρία, | ||||
μικροὶ μεγάλοι ἔδραμαν νὰ ἔχουσιν κερδίσει, | ||||
ἐκ τῶν Ρωμαίων τὰ πράγματα νὰ ἔχουν διαφορήσει. | ||||
Οἱ Φράγκοι γὰρ ἐμείνασιν ἐτότε εἰς τὰ Σέρβια· | ||||
ἐπεὶ ἂν ἤθελαν νὰ ἐλθοῦν, νὰ μείνουν παρακάτου, | ||||
οὐδὲν ἐδύνονταν νὰ ὑπᾶν ὅτ’ ἦσαν κοπιασμένοι, | ||||
καὶ διὰ τὸ κέρδος τὸ πολὺ τὸ εἴχασιν κερδίσει | ||||
ἐπὶ τὴν αὔριον ὑπᾶν ὀρθὰ εἰς τὸ Βλιζίρι. | ||||
Ὁ μισὲρ Τζὰν δὲ Καταβᾶς, ὁ ποδαγρὸς στρατιώτης, | ||||
πιττάκια ὁρίζει, γράφουσιν, μαντατοφόρους στέλνει | ||||
ἐκεῖσε εἰς τὸν πρίγκιπα στὸ κάστρον τῆς Κορίνθου. | ||||
Λεπτομερῶς ἐδήλωσε τὴν πρᾶξιν καὶ τὸ πρᾶγμα, | ||||
τὸ πῶς ἐγίνη ὁ πόλεμος ἐκεῖνος τῆς Πρινίτσας, | ||||
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔπραξεν, τὸ νῖκος ὅπου ἐλάβαν. | ||||
Ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐσήκωσεν τὰς χεῖρας | ||||
καὶ τὸν Θεὸν ἐδόξασεν, τὴν πάναγνον Θεοτόκον. | ||||
Ἐκ τὸ ἓν μέρος ἐχάρηκεν, ἐκ τὸ ἄλλο ἐλυπήθη· | ||||
ἐχάρη, διοῦ ἐνίκησεν ἐτότε ὁ λαός του, | ||||
καὶ πάλιν ἐλυπήθηκεν διοῦ οὐδὲν εὑρέθην... | ||||
Ο ΜΕΓΑΣ ΔΟΜΕΣΤΙΚΟΣ ΥΠΟΧΩΡΕΙ ΕΙΣ ΜΥΣΤΡΑΝ | ||||
...ὅσον τὸν μαστιχώνει πλέον πρέπει νὰ τὸν προσέχῃ. | ||||
Ἄν εἶχε ἐπάρει ὁ πρίγκιπας τότε τὸν Μέγαν Κύρην | ||||
καὶ τὰ φουσσᾶτα τῶν νησίων κ’ ἐκεῖνα τοῦ Εὐρίπου | ||||
καὶ νὰ εἶχε ὑπάγει σπουδαχτικὰ ὁλόρθα εἰς τὸ Νίκλι | ||||
καὶ νὰ εἶχε ἐμπῆ στὴν Τσακωνίαν, κουρσέψει ὅλον τὸν τόπον, | ||||
ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος ἀργὰ νὰ ἐφουσσατέψεν· | ||||
ὅμως ὡς πράξει ὁ κατὰ εἷς, ὀμπρός του καί τὸ ηὑρίσκει. | ||||
Ἀφίνω γὰρ τὸν πρίγκιπα νὰ λέγω περὶ ἐκείνου, | ||||
θέλω νὰ σὲ ἀφηγήσωμαι τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποῖκεν | ||||
ὁ Μέγας γὰρ Δεμέστικος στὸν Μυζηθρᾶ ὅπου ἦτον. | ||||
Καθὼς σὲ τὸ ἀφηγήσομαι ὀπίσω στὸ βιβλίον μου | ||||
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν ἐκεῖσε στὴν Πρινίτσαν | ||||
ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν· | ||||
ὅταν ἠμπόρεσε νὰ ἐλθεῖ στοῦ Μυζηθρᾶ τὸ κάστρον, | ||||
ἐκάθητον κ’ ἐθλίβετον, ἡμέραν νύχταν ἔκλαιεν· | ||||
τὸ πρῶτον διὰ τὴν ἐντροπὴν ὅπου εἶχεν τῶν ἀνθρώπων, | ||||
καὶ τὸ ἄλλο διὰ τὸν βασιλέαν ὅπου εἶχεν μέγαν φόβον | ||||
μὴ πιάσῃ καὶ τυφλώσῃ τον, εἰς φυλακὴν τὸν βάλῃ | ||||
καὶ λάβῃ ἄδικον θάνατον καὶ χάσῃ τὸ κορμί του. | ||||
Ὁ βασιλέας τὸν ἔστελνεν μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν, | ||||
τὸν τόπον ὅλον τοῦ Μορέως νὰ τὸν ἔχῃ κερδίσει, | ||||
κι ἂν μάθῃ ὅτι ἐκέρδισαν τὸν πόλεμον οἱ Φράγκοι | ||||
μόνοι τριακόσιοι μοναχοὶ κἄν εἴκοσι χιλιάδες, | ||||
πῶς νὰ τὸν ἀποδέξεται, πῶς νὰ τὸν χαιρετήσῃ, | ||||
εἰμὴ νὰ λέγῃ ὅτι ἄπιστος καὶ νὰ τὸν θανατώσῃ; | ||||
Ὁκάποιος Φράγκος εὐγενής, ἄνθρωπος παιδεμένος, | ||||
ἀπὸ τὴν Πόλιν εἶχε ἐλθεῖ ἀπὸ τὸν βασιλέαν | ||||
μαντατοφόρος εἰς αὐτόν, ἐπαρηγόριζέ τον· | ||||
«Δέσποτά μου, διὰ τὸν Χριστόν, τί θλίβεσαι τοσούτως; | ||||
οὐ ξεύρεις εἰς ἐριζικὸν κοίτεται ἡ στρατεία; | ||||
κι ὅποιος ἐξεύρει μηχανίαν καὶ πράττει μὲ πονηρίαν | ||||
τοὺς ἀντρειωμένους καταλυεῖ κ’ ἐπαίρνει τὴν ἀντρίαν τους· | ||||
ἡ μηχανία κ’ ἡ πονηρία κερδίζει τὴν ἀντρίαν. | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
Εἶδες εἰς τὴν Πελαγονίαν τὴν μηχανίαν ποῦ ἐποῖκεν | ||||
τότε ὁ σεβαστοκράτορας κ’ ἐκέρδισε τὸν κάμπον· | ||||
οὐδὲν ἐτήρησε νὰ εἰπῇ πολλὰ φουσσᾶτα εἶχεν, | ||||
ἀλλὰ ἔβαλε τὴν μηχανίαν κι ἄφηκεν τὴν ἀντρίαν. | ||||
Οἱ πάντες ὅλοι ἐξεύρουν τὸ ’ς ὅλην τὴν οἰκουμένην, | ||||
εἰς τὸ κοντάρι καὶ σπαθὶ οἱ Φράγκοι εἶναι ἀντρειωμένοι. | ||||
Διὰ τοῦτο ὁ σεβαστοκράτορας, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον, | ||||
τοὺς Ἀλλαμάνους ἔβαλεν κ’ ἐσμίξαν μὲ τοὺς Φράγκους | ||||
διὰ ν’ ἀπαντήσουν τὸν θυμόν, τὲς κονταρὲς τῶν Φράγκων | ||||
τοὺς Οὔγγρους ἔβαλε ἀπ’ αὐτοῦ, τοὺς Τούρκους καὶ Κουμάνους, | ||||
ὅλους ἐκατεδόξευαν, Φράγκους τε καὶ Ἀλλαμάνους, | ||||
καὶ τὰ φαρία τοὺς ἔσφαξαν τὸν πόλεμο ἐκερδίσαν. | ||||
Ἐὰν ἔλειπαν οἱ σαγιττὲς ποῦ ἐσφάξαν τὰ φαρία, | ||||
ποτέ του οὐδὲν ἐκέρδαιναν τὸν πόλεμον ἐκεῖνον. | ||||
Εἶδες, δέσποτα, ἀφέντη μου, πῶς ἔσφαλες εἰς τοῦτο, | ||||
ἐκεῖ ὅπου σ’ ἐπολέμησαν οἱ Φράγκοι στὴν Πρινίτσαν. | ||||
Καθὼς μὲ τὸ ἀφηγήθησαν οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου, | ||||
ὅπου μετά σου ἤσασιν στὸν πόλεμον ἐκεῖνον, | ||||
ἡ δεσποτεία σου ἐθάρρησεν στὸ πλῆθος τοῦ φουσσάτου, | ||||
ὅπου ἔβλεπες ὅτι ἤσασιν μετὰ τὴν βασιλείαν σου, | ||||
τοὺς Φράγκους ἐκαταφρόνησες, διατὸ ἔβλεπες ὀλίγους, | ||||
κι οὐδὲν ἐψήφησες ποσῶς πῶς νὰ τοὺς πολεμήσῃς, | ||||
τὸ ὅποιον πρᾶγμα οὐ πολεμοῦν οἱ φρόνιμοι στρατιῶται· | ||||
ἐπεί, ὅσον ἔνι ὁ ἄνθρωπος στρατιώτης κι’ ἀντρειωμένος, | ||||
ἁρμόζει νὰ ἔχῃ μηχανίαν καὶ φρόνεσιν εἰς αὖτον | ||||
νὰ πολεμῇ προσεχτικὰ ἀπάνω εἰς τὸν ἐχθρόν του, | ||||
διατὶ λέγουν οἱ φρόνιμοι, ὡς ἔνι γὰρ κ’ ἡ ἀλήθεια· | ||||
ἡ τέχνη γὰρ καὶ ἡ πονηρία νικοῦσι τὴν ἀντρίαν. | ||||
Ἄς εἶχες βάλει, δέσποτα, ἐτότε τοὺς δοξιῶτες, | ||||
νὰ ἰδεῖ τοὺς Φράγκους ὅτι ἔρχονται ἐκεῖσε πρὸς ἐσέναν, | ||||
νὰ εἴχασιν σφάξει τὰ φαρία ὅπου ἐκαβαλλικεῦαν, | ||||
Ο ΜΕΓΑΣ ΔΟΜΕΣΤΙΚΟΣ ΥΠΟΧΩΡΕΙ ΕΙΣ ΜΥΣΤΡΑΝ | ||||
ἐκέρδαινές τους παρευτύς, εἶχες τους νικημένους· | ||||
ἀλλὰ ὥρισες κ’ ἐδιάβησαν κοντάρια χίλια ’ς αὔτους, | ||||
σκοπώντα, λογιζόμενος νὰ τοὺς ἔχουν κερδίσει· | ||||
τὸ ὅποιον πρᾶγμαν ἔποικες στὸ θέλημά σου, ἀφέντη. | ||||
Ὡς εἶπα πάλιν λέγω το, ὡς ἔνι γὰρ κ’ ἡ ἀλήθεια, | ||||
ἀξιάζει Φράγκος εἰς φαρὶ διὰ εἴκοσι Ρωμαίους. | ||||
Εἶδες, ἀφέντη, τί ἔποικαν οἱ Φράγκοι στὴν Πρινίτσαν· | ||||
ὡς φρόνιμοι, παιδευτικοὶ ὅπου ἦσαν εἰς στρατείαν, | ||||
τὸ ἰδεῖ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχες, | ||||
εὐθέως στὴν μέση ἐσέβησαν με τὰ κοντάρια ἐδῶκαν | ||||
κ’ ἔβγαλαν τὰ σπαθίτσια τους κι ἐσφάξαν τς ἐδικούς σου, | ||||
κ’ οἱ ἐδικοί σου οὐκ εἴχασιν δύναμιν νὰ σπαράξουν. | ||||
Οὕτως τὸ ἐποίκασιν αὐτοί, ὡς πολεμοῦν οἱ λύκοι | ||||
ὅπου σεβαίνουν εἰς μαντρί, τὰ πρόβατα σκορπίζουν. | ||||
Λοιπὸν μηδὲ τὸ θλίβεσαι ἐτοῦτο ὅπου ἐγίνη, | ||||
διατὸ ἔνι, ἐδές, τὸ σύνηθες πάντοτε τῆς στρατείας· | ||||
ὥρα κερδίζει διαφορὰ κι ἄλλη πάλιν νὰ χάνῃ. | ||||
Παρηγορήσου, ἀφέντη μου, καὶ πιάσε ἄλλην στράταν· | ||||
καὶ ὅρισον νὰ σωρευτοῦν ὅλα σου τὰ φουσσᾶτα | ||||
καὶ σκόπησον νὰ τιμηθῇς καὶ νὰ ἔχῃς διαφορήσει, | ||||
τὸ πρᾶγμα ὅπου ἐγίνενον νὰ τὸ ἔχῃς ἀμαντίσει. | ||||
Ἐγὼ ἔμαθα ὅτι ὁ πρίγκιπας στὴν Ἀνδραβίδα ἐστράφη | ||||
καὶ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἤφερνεν ἐστράφησαν ὀπίσω· | ||||
ἄγωμε ὁλόρθα εἰς αὐτὸν ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα· | ||||
κι ἂν ἔχῃ τόσην ἁμαρτία εἰς πόλεμον νὰ ἐξέβῃ, | ||||
μηδὲν βαλθῇς μὲ ἀλαζονείαν τοῦ νὰ τὸν πολεμήσῃς, | ||||
μόνον μὲ τέχνην, μηχανίας πολέμησε μετ’ αὖτον. | ||||
Μηδὲν τοῦ ποιήσῃς πόλεμον ποσῶς μὲ τὰ κοντάρια, | ||||
ἀλλὰ τοὺς Τούρκους ὅρισε, ὅπου βαστοῦν δοξάρια, | ||||
νὰ τοὺς δοξέψουν τὰ φαρία νὰ πέσουν οἱ καβαλλάροι. | ||||
Κι ἂν λάχῃ ἀπὸ τοῦ ἐριζικοῦ τὸν πρίγκιπα νὰ πιάσῃς, | ||||
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ | ||||
κι ἀφῶν τὸν πιάνῃς, ἔχε τον, κερδαίνεις καὶ τὸν τόπον». | ||||
Ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος ἐπίστεψεν τοῦ Φράγκου· | ||||
κράζει τοὺς πρώτους ἄρχοντας ὅπου εἶχε ἐκεῖ μετ’ αὖτον, | ||||
λεπτῶς τοὺς ἀφηγήσετον τὸ τί τοῦ εἶπεν ὁ Φράγκος· | ||||
ὅλοι τὸ ἐπαινέσασιν, καλὴν βουλὴν τοῦ ἐδῶκεν. | ||||
Ὁρίζει κ’ ἦλθαν οἱ ἀρχηγοὶ οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου· | ||||
λέγει τους· «Ἄρχοντες γοργὸν σπουδάξετε νὰ ὑπᾶμε | ||||
ἐκεῖ ὅπου ἔνι ὁ πρίγκηπας στὴν χώρα Ἀνδραβίδας». | ||||
Κράζει τὸν Κατακουζηνόν, τὸν Μακρυνὸν ὁμοίως, | ||||
ὅλους τοὺς ἀφηγήσετον τοῦ Φράγκου γὰρ τοὺς λόγους | ||||
καὶ τῶν ἀρχόντων τὴν βουλήν, τῶν ἀρχηγῶν ὡσαύτως. | ||||
Κ’ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν καὶ λέγουν πρὸς ἐκεῖνον· | ||||
«Τί ραθυμᾷς, ὦ δέσποτα, Μεγάλε Δεμεστίκε; | ||||
οὐδὲν σὲ φαίνει ὅτ’ ἡ ἐντροπὴ ποῦ οἱ Φράγκοι μᾶς ἐποῖκαν, | ||||
οὕτως ἐγένετον ’ς ἐμᾶς ὡσὰν στὴν δεσποτείαν σου; | ||||
κ’ ἠθέλαμεν νὰ ἐποιήσαμεν πρᾶγμα γὰρ τῆς τιμῆς μας, | ||||
νὰ μὴ μᾶς κράζῃ ὁ βασιλέας ἀπίστους δημηγέρτες; | ||||
ἀλλὰ θεωροῦμεν τὸν καιρόν, τὸ ἀσύστατον τοῦ χρόνου, | ||||
καὶ κάμνει χρεία νὰ πράξωμεν ὡς φρόνιμοι στρατιῶτες. | ||||
Ἡμεῖς ἀκόμη οὐ ξεύρομεν τὸ ποῖ’ εἶναι σκοτωμένοι, | ||||
τὸ ποῖ’ ἐγλυτῶσαν ζωντανοί, τὸ ποῖ’ ἔχουν ἄλογά τους. | ||||
Ἀπάρτι τὸ καλοκαιρίον ἐπλήρωσεν κ’ ἐδιάβη, | ||||
χειμῶνας ἐκατάλαβεν, σκολάζουν τὰ φουσσᾶτα· | ||||
ἂς ἀποϊδοῦμε τὸν καιρὸν νὰ ἰδοῦμε τὸν λαόν μας, | ||||
τὸ ποῖ’ μᾶς ἐνεμείνασεν ἐκ τὸν λαόν μας ὅλον· | ||||
κι ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς κ’ ἡ τύχη μας νὰ ζοῦμεν ἕως στὸν μάρτιον, | ||||
εἰς ἄνοιξιν γὰρ τοῦ καιροῦ, ποῦ ἁρμόζει τῶν φουσσάτων | ||||
νὰ οἰκονομοῦνται εἰς ἄρματα, νὰ τρέχουν εἰς τὴν μάχην, | ||||
ἐτότε γάρ, ἀφέντη μου, ἂς οἰκονομηθοῦμεν, | ||||
ὅπου εὕρωμεν τὸν πρίγκιπαν, εἰς αὖτον ἂς ὑπᾶμε, | ||||
5000 | ἂς ἀποθάνωμε ἑνομοῦ ἢ ἂς ἐκδικηθοῦμεν». |