Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χοϊνίτσκι < (μεταγραφή) πολωνική Chojnicki, κυριολεκτικά: που είναι από την περιοχή του Χοϊνίτσε (πολωνικά Chojnice)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Χοϊνίτσκι αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

  • επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
    ※  «Σ' αυτή τη μοναρχία», απάντησε ο κόμης Χοϊνίτσκι -ήταν ο μεγαλύτερος ανάμεσά μας-, «τίποτα δεν είναι είναι παράξενο. […]»
    Γιόζεφ Ροτ, Η κρύπτη των Καπουτσίνων. Μετάφραση: Νίκος Δεληβοριάς· επιμέλεια: Τούλα Σιετή. Αθήνα: Οδυσσέας, 1985, σσ. 19-20.

Μεταγραφές επεξεργασία