Χιοναρίδου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χιοναρίδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Χιοναρίδης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ço.naˈɾi.ðu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χιο‐να‐ρί‐δου
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χιοναρίδου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Χιοναρίδης