Δείτε επίσης: Φές

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φες < αραβική فَاس (fās) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfes/

  Μεταγραφή επεξεργασία

Φες θηλυκό άκλιτο

  • (πόλη) άλλη μορφή του Φεζ
    ※  Αἰ δὲ πλευραὶ τοῦ Ἄτλαντος γέμουσι δένδρων καὶ ἀνθοφόρων φυτῶν· ὑψοῦνται δὲ αἱ κορυφαὶ αὐτοῦ μεταξὺ τοῦ Φὲς καὶ τοῦ Μαρόκου τοσοῦτον, ὥστε μένουσιν αἰωνίως χιονοσκέπαστοι. (Ιωάννης Κοκκώνης, Γεωγραφία Στοιχειώδης, Μέρος Β΄, Βιβλίον Β΄, Κεφάλαιον Γ΄, 1861)