Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  • ΤΣΜΕΔΕ < Ταμείο Συντάξεων Μηχανικών & Εργοληπτών Δημοσίων Έργων

  Προφορά επεξεργασία

[τσμέ-δε]

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΤΣΜΕΔΕ και Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο