Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σωσίπατρος < σώζω + πατήρ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σωσίπατρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία