Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Στησίχορος < αρχαία ελληνική Στησίχορος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Στησίχορος αρσενικό


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Στησίχορος < ἵστημι +‎ χορός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Στησίχορος αρσενικό

  • ανδρικό όνομα, γνωστό από το παρωνύμιο του αρχαίου λυρικού ποιητή από την Ιμέρα της Σικελίας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία