Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saˈɾi.ðon/

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Σαρρήδων αρσενικό