Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σαμάνθα < αγγλική Samantha, θηλυκό του Samuel (Σαμουήλ)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σαμάνθα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία