Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ρούντχαρτ < γερμανική Rudhart

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾud.xaɾt/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρούντ‐χαρτ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ρούντχαρτ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία