Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πρεομπραζένσκι < μεταγραφή για τη ρωσική Преображенский (Preobražénskij)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Πρεομπραζένσκι αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Πρεομπραζένσκαγια)

Δείτε επίσης επεξεργασία