Δείτε επίσης: Φούσκας

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Πούσκας < (άμεσο δάνειο) ουγγρική Puskás

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Πούσκας αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

ΜεταγραφέςΕπεξεργασία