Πογιατζιής
Κυπριακά (el-cyp)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πογιατζιής < επάγγελμα μπογιατζής, προέλευσης από την οθωμανική τουρκική · → πρβ. στην καραμανλήδικη διάλεκτο της τουρκικής πογιατζή.
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠογιατζιής αρσενικό (θηλυκό Πογιατζιή)