Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πελτέκης < τουρκική peltek (τραυλός) + -ης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πελτέκης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία

  • Πελτέκης σελ.86 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.